Sunday, July 31, 2011

ANTON WEBERN: Langsamer Satz In E Flat Major For String Quartet



Ένα από τα ωραιότερα έργα του πρώιμου Webern παρουσιαζόμενο από το Faust Quartet που έχει την έδρα του στην Κολωνία. Είναι άξιο παρατήρησης και σκέψης πως οι ιδρυτές της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, προέκυψαν μέσα από τον ύστερο Ρομαντισμό των αρχών του 20ού αιώνα, και όχι αίφνης από την σχολή της "Νέας Συμφωνίας" έτσι όπως την ανέπτυξε ο Gustav Mahler.

Το συγκεκριμένο έργο του Webern, ακολουθεί σαφώς μια μετα-Μπραμς άποψη και προοπτική στην τονικότητα, παρουσιάζοντας σπουδαίες εκφραστικές κορυφώσεις, ενώ ανά κάποιες στιγμές αφήνει μια "πρόγευση" για έναν άλλον ήχο και μια νέα αντίληψη που θα έρχονταν αργότερα στην ανθρωπότητα και θα άλλαζαν την σύνολη όψη της μουσικής.


Wednesday, July 27, 2011

Ο HEGEL ΚΑΙ Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Το ποια ακριβώς ήταν η μοίρα του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου στον προηγούμενο πολυτάραχο αιώνα, αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν παρέχει ενδεχομένως μια τόσο ευκρινή θέα, όσον αφορά τουλάχιστον πιθανούς γόνιμους εμβολισμούς αυτής της φιλοσοφίας στα έργα νεωτέρων στοχαστών ή την διαμόρφωση των υλικών γεγονότων κάτω από το πρίσμα της.
Η κλασσική μαρξιστική σκέψη, λόγου χάριν, θεωρώντας ότι ο Μαρξ "ανέτρεψε" τον Hegel από τα αριστερά και τον "έστησε στα υλιστικά πόδια του" (πράγμα βέβαια που εν πολλοίς είναι σωστό· ολόκληρο το "Κεφάλαιο" του Μαρξ δεν είναι παρά εγελιανή φιλοσοφία εφηρμοσμένη στην Πολιτική Οικονομία), δεν μπορούσε παρά να απορρίψει τον ιδεαλισμό του μεγάλου Γερμανού, εκλαμβάνοντάς τον ως ένα τρόπον τινά τεκμήριο της αστικής συνείδησής του. Εξ αυτής της απόψεως, κάθε ιδεαλιστική ή άλλη προσέγγιση στον Hegel αναθεματιζόταν ως "αντιδραστική", μιλώντας με παλαιοαριστερούς όρους, όταν τα θρυλικά πια "Φιλοσοφικά Τετράδια" του Λένιν, ανακηρύσσονταν ως η τελευταία λέξη της πιο προχωρημένης σκέψης επί του Hegel.

Το ότι, πράγματι, τα "Φιλοσοφικά Τετράδια" παραμένουν μια σπουδαία εποπτεία πάνω στον Γερμανό Φιλόσοφο (και όχι μόνο) ακόμα και σήμερα, τούτο δεν μπορεί ωστόσο να απαλύνει την βεβαιότητα ότι το πλείστον αυτών των σημειώσεων εγράφησαν υπό το κράτος και την πίεση της πολεμικής, και ακόμα, υπό την διακαή επιθυμία να συγκεντροποιηθεί ολοένα και περισσότερο ο μαρξισμός όσον αφορά τις φιλοσοφικές ορίζουσες και καταβολές του, σε μια εποχή εσωτερικών και εξωτερικών αντιπαλοτήτων και σχισματικής κατάστασης μέσα στην Δευτέρα Διεθνή, του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου που μόλις άρχιζε και της επερχόμενης Μεγάλης Ρωσσικής Επανάστασης.

Η λενινιστική προσέγγιση στον Hegel καίτοι πολιτικά μεγαλοφυής, παραμένει ως εκ τούτου από καθαρά φιλοσοφική άποψη ελλιπής. Δεν ευθύνεται φυσικά ο Λένιν γι' αυτό, στο βαθμό που ο ίδιος δεν ήθελε να παράγει φιλοσοφικό έργο αλλά υλικό για μιαν επανάσταση.

Ο Στάλιν, μετέπειτα, ήταν ο άνθρωπος που εξαφάνισε τον Hegel όταν δεν κακοποίησε τις ιδέες του μέσα από μια πρωτοφανή άγνοια και έναν άθλιο πνευματικό πρωτογονισμό. Η "diamat" του εξ άλλου θα παραμένει στους αιώνες ως ένας άθλος από την ανάποδη: χρειάζεται να είσαι απελπιστικά ηλίθιος και αμόρφωτος για να κακοποιήσεις σε τόσο βάθος όχι μόνον τον Hegel αλλά και κάθε έννοια πραγματικού μαρξισμού, και να δημιουργήσεις ένα τέτοιο αφελές σοσιαλκακομοιρίστικο μόρφωμα, έχοντας το θράσος να το βαπτίζεις και "διαλεκτικό υλισμό" από πάνω.

Ο Τρότσκι από την άλλη, σίγουρα έτη φωτός πιο πεπαιδευμένος και μορφωμένος από τον Στάλιν, προέβη κατά κανόνα σε πολύ σοβαρές προσεγγίσεις του Hegel, πάντα βέβαια από την σκοπιά του μαρξισμού.
Η μεγάλη ιδεολογική αναμέτρηση που είχε προς το τέλος της ζωής του από το Κογιοακάν του Μεξικό με μια φράξια του τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των Η.Π.Α. (Μπάρναμ - Σάχτμαν) που απέρριπτε κάθε έννοια διαλεκτικής και δη εγελιανής διαλεκτικής, προς όφελος ενός θετικιστικού πραγματισμού στυλ Μπέρτραντ Ράσσελ, μας φανερώνει το πόσο βαθειά είχε κατανοήσει την εγελιανή φιλοσοφία, αλλά πάντοτε μέσα από το μαρξιστικό πρίσμα.


Για κάθε μαρξιστή ήταν ζήτημα αρχής εξ άλλου να απογυμνωθεί ο "επαναστατικός πυρήνας της εγελιανής διαλεκτικής" από τον ιδεαλιστικό μανδύα του.

Όλη αυτή η προσέγγιση ωστόσο, καίτοι ποιοτική και από πολλές απόψεις αναγκαία για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, δεν μπορούσε παρά να αφήσει ένα, ας το πούμε έτσι, εγελιανό έλλειμμα στην φιλοσοφική συνείδηση του 20ού αιώνα.

Το θέμα είναι απλό: αν η εγελιανή διαλεκτική είναι ό,τι πιο επαναστατικό παρήγαγε η αστική συνείδηση και εποχή, τότε η ουσία της, που δεν είναι άλλη από μια θέαση της Ιστορίας από την προοπτική του αυτοσχίσματος μιας παγκόσμιας Ιδέας ή του Πνεύματος μέσα στον εαυτό του και η διαρκής πορεία προς την αυτο-επανένωσή του μέσα από τους ζοφερούς δρόμους του Ιστορικού, δεν μπορεί να είναι και αυτή εξ ίσου επαναστατική.
Πράγμα βέβαια που η αριστερή σκέψη δεν θα το δεχόταν, διότι ο φιλοσοφικός καταναγκασμός του υλισμού, δεν θα της άφηνε πολλά περιθώρια να εγκολπωθεί μια σύλληψη ακραιφνώς "ιδεαλιστική".
Έτσι ο Hegel εξελήφθη ως ένας θαυμάσιος μάστορας που κατασκεύασε το εργαλείο της διαλεκτικής, το δε οικοδόμημά του ωστόσο δεν ήταν καθόλου αρεστό στους μαρξιστές για να διαμείνουν εκεί, ή έστω να το συμπεριλάβουν εκλεκτικά ως τμήμα μιας "οικίας του μέλλοντος".


Η Λογική του Hegel ωστόσο, αυτό το άνθος της Γερμανικής Φιλοσοφίας, δεν θα μπορούσε να εξαντληθεί μέσα από την επείγουσα λενινιστική αναγκαιότητα της Ιστορίας. Ακριβώς γιατί, ο Γερμανός φιλόσοφος εδώ προσφέρει μια ολοκληρωμένη γνωσιολογία, η οποία παίρνει την εκδίκησή της διαλεκτικά, όπως ακριβώς αναπτύσσεται η ίδια θεωρητικά. Είναι αδύνατον να απορρίψεις το μέρος χωρίς να απορρίπτεις ταυτόχρονα το Όλο.
Έτσι ο λενινισμός, θέλοντας και μη, προσεχώρησε σε έναν ιδιότυπο εκλεκτικισμό όσον αφορά την περίπτωση του Hegel, την στιγμή που κάθε έννοια "εκλεκτικισμού" δημιουργούσε ναυτία στους υπερσυγκεντρωτικώς σκεπτόμενους μαρξιστές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.

Όμως σε κάθε περίπτωση, αυτή η διαπίστωση-διάγνωση θα καθίστατο πολύ άδικη αν μετασχηματιζόταν σε μομφή. Γιατί η Ιστορία της Φιλοσοφίας και η Ιστορία του Ανθρώπου από την άλλη, καθεαυτές δεν αναπτύσσονται πάντοτε μέσα στους πιο ρόδινους όρους τόσο από πνευματική όσο και από υλική άποψη.

Ο Λένιν είχε χρόνο να πραγματοποιήσει μόνον μια Ρωσσική Επανάσταση, και μάλιστα μια μαρξιστική επάνασταση, και όχι να γίνει expert στον Hegel γράφοντας αλλεπάλληλες διατριβές επ' αυτού. Πράγμα κατανοήσιμο, και από πολλές απόψεις άξιο θαυμασμού κιόλας, διότι δεν μπορεί να μην διαπιστώσει κάποιος εδώ ότι η Ιστορία είχε ανάγκη τότε από μιαν επανάσταση και όχι από έναν ακόμα στοχαστή επί του Hegel. Με όλο το πνευματικό κόστος που κάτι τέτοιο μπορεί να συνεπάγεται.

Μεταπολεμικώς, οι στοχαστές με αναφορές ή όχι στον μαρξισμό, είναι αλήθεια πως κατά το πλείστον τους ασχολήθηκαν ευκαιριακά ή εκλεκτικά με τον Hegel, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. του Jean Hyppolite, του οποίου όμως οι εργασίες είναι περισσότερο, να το πούμε έτσι, "παιδαγωγικές" επί του έργου του Hegel και όχι δημιουργικές.

Πολύ πιο δημιουργικές ήταν οι προσεγγίσεις του Marcuse ή του Jean-Paul Sartre, και ακόμα η Σχολή της Φρανκφούρτης προέβη σε περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες αναφορές στο έργο του Γερμανού φιλοσόφου, κυρίως όμως από μια κοινωνιολογική άποψη και εποπτεία και σπάνια από καθαρά φιλοσοφική τέτοια.

Κατά μία έννοια η θετική ή όχι αναφορά στο έργο του Hegel έμελε να είναι για τους μεταπολεμικούς, μαρξιστικών αναφορών ή καταβολών, διανοούμενους μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πιο "ανθρωπολογική" ή "υπαρξιστική" έκφραση και τάση του μαρξισμού και στην πιο "επιστημολογική" του από την άλλη. Ο Althusser, ο οποίος ήταν ο κυριώτερος εκφραστής της δεύτερης τάσης, δεν εξέλαβε από την Εγελιανή Φιλοσοφία τίποτε περισσότερο από ένα ακίνητο και αναλλοίωτο πλαίσιο εφαρμογής και ανάπτυξης ενός "δομικού μαρξισμού" με προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση.

Σε ύστερα έργα του όπως το "Για τον Μαρξ και μια Ανάγνωση του Κεφαλαίου" (1965) η οπτική του επί του Γερμανού φιλοσόφου είναι καθαρά χρησιμοθηρική, και χωρίς να κρύβει πάντα εύκολα την δυσαρέσκεια της ενασχόλησής της με το εγελιανό opus.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Althusser προέβη σε μια σημαντική ανακάλυψη, έστω και κινούμενος από μια συνειδητή ή ασυνείδητη αντιπάθειά του προς τον Hegel.
Για τον ύστερο Althusser είναι αδύνατον να οικειοποιηθείς την διαλεκτική του Hegel χωρίς ταυτόχρονα να μην ενστερνιστείς την φιλοσοφία του, ή έστω να μην είσαι "πνευματικά συγγενής" με αυτήν από την πλευρά μιας οποιασδήποτε άλλης φιλοσοφικής σκέψης στην οποία και μπορεί να πρόσκεισαι. Ο Althusser θεώρησε την προσπάθεια του Marx να "αναποδογυρίσει υλιστικά" τον Hegel ελλιπή και γέμουσα αδυναμιών.

Η όλη "ιδεαλιστική ανθρωπολογία" του Γερμανού φιλοσόφου, σύμφωνα πάντα με τον Althusser συνιστά ένα "βλέμμα στο κόσμο" τέτοιο που είναι αδύνατον να διαχωριστεί από την μέθοδό του.

Για μένα, ο Althusser έχει ένα σημαντικό δίκιο εδώ, έστω και αν η σκέψη του σε γενικές γραμμές δεν με ελκύει και έστω και αν αυτό το δίκιο είναι το προϊόν μιας μερικής ή μεγαλύτερης αποστροφής του προς τον Hegel.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ίσως έρχεται ο καιρός που θα πρέπει ο Hegel να ιδωθεί ως καθαρός φιλόσοφος περισσότερο, και όχι ως εξάρτημα του μαρξισμού.

Η όλη διακρίση εγελιανών ή όχι μαρξιστών, ή απλά εγελιανών και μη, είναι από αυτήν την προοπτική ασύμφορη και ατελέσφορη, γιατί περιχαρακώνει το πνεύμα και "οπαδοποιεί" τις προοπτικές του.

Στο κάτω κάτω, μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα ο Hegel από τον Πλάτωνα και τον νεοπλατωνισμό; ή μπορεί ακόμα να εκληφθεί ξεχωριστά από την καββαλιστικής αναφοράς πρωτο-ιδεαλιστική μεταμόρφωση του κόσμου έτσι όπως την συνέλαβε ένας Jakob Boehme ; και πάλι δύσκολο αν όχι αδύνατον.

Γιατί σε κάθε περίπτωση, έχω την εντύπωση πως η μαρξιστική τάση να βλέπει κάποιος στον Hegel κάτι "συγκεντρωτικό" και "απόλυτο" είναι λάθος.
Στο βαθμό που οι πλατωνικές και νεογνωστικές ορίζουσες του έργου του μεγάλου γερμανού ιδώνονται πιο καθαρά και ενδελεχώς, κρίνω ότι αυτό ακριβώς θα αποτρέπει το "δόγμα" στο εγελιανό έργο και όχι η εκλεκτική και μονόπλευρη αφαίρεση της διαλεκτικής του από αυτό.

Η πολιτική χρησιμότητα του Hegel, όποια και αν ήταν αυτή, καλή ή κακή, συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, έχει, νομίζω, εξαντληθεί.

Καιρός να δούμε πια και την καθαρά πνευματική χρησιμότητά του.


Sunday, July 24, 2011

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ TIKKUN, Η ΛΟΥΡΙΑΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

Η έννοια της tikkun ή tikkun olam (תיקון, תיקון עולם, "αποκατάσταση", "αποκατάσταση του κόσμου") τόσο κεντρική στην ιουδαϊκή πνευματική παράδοση, μπορεί να θεωρηθεί με σχετική ασφάλεια ως ένας από τους θεμέλιους λίθους της πιο ριζοσπαστικής θεολογικής, θεο-φιλοσοφικής και θεο-πολιτικής σκέψης στον 20ό αιώνα, από τον sui generis μυστικιστικό μαρξισμό του Walter Benjamin, μέχρι τον ακαδημαϊκό νεο-γνωστικισμό ενός Gershom Scholem, του οποίου οι μελέτες και εργασίες επί της Kabbalah και των συν αυτή ζητημάτων (νεο-πλατωνικών, νεο-γνωστικών καθώς και μεσαιωνικών στην Ιουδαϊκή κουλτούρα) έχουν αφήσει εποχή όσον αφορά το ενδελεχές της έρευνας και την σημαντική των πορισμάτων
(θυμάμαι, φοιτητής ων, πόσο είχα εντυπωσιαστεί από την μεθοδολογία του Scholem, και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που με παρεκίνησε αργότερα να μάθω εβραϊκά για να κατανοήσω όσο το δυνατόν πληρέστερα τις πολύ λεπτές αποχρώσεις των συσχετιζομένων με τα έργα του εννοιών).

Ο Scholem όντας ο πρώτος καθηγητής στην έδρα του Ιουδαϊκού Μυστικισμού στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ (και στενός φίλος του Walter Benjamin), και έχοντας στην διάθεση του χειρόγραφα που συγκέντρωσε με σπάνια επιμέλεια από πολλές ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, πραγματοποίησε ένα τιτανικό πνευματικό "ταξίδι" στην πρώιμη και ύστερη αρχαιότητα του Ιουδαϊσμού, όπως επίσης και στις μεσαιωνικές και αναγεννησιακές απολήξεις του μέσα στο χρόνο, κυρίως μέσα από τα έργα των επιφανεστέρων Καββαλιστών φιλοσόφων αυτών των εποχών.

Tikkun στα εβραϊκά σημαίνει "επιδιορθώνοντας, επισκευάζοντας" και σε μια πιο οριστική θρησκο-φιλοσοφική ερμηνεία της λέξης υποδηλώνει είτε την Αποκατάσταση του κόσμου και την απαλλαγή του από το Κακό αλλά εν τω κόσμω, είτε την Αποκατάσταση του μετα-πτωτικού υλικού κόσμου και επιστροφή του στις πνευματικές εδεμικές απαρχές του, έτσι όπως περιγράφεται από τον Isaac Luria.

Η όλη θεώρηση του μεγάλου καββαλιστή στοχαστή Isaac Luria (1534 - 1572) πάνω στην έννοια της tikkun είναι φανερό πως κατατάσσει τον ίδιο στην νεο-γνωστική πτέρυγα της ιστορίας της Kabbalah, και ακόμα, οι υπέροχες περιγραφές που πραγματοποιεί, πλήρεις λογοτεχνικού, φιλοσοφικού και οραματικού κάλλους, πάνω στις έννοιες του tzimtzum (צמצום ,συστολή, συναίρεση: υπονοεί την συστολή του θεού μέσα στον εαυτό του ώστε να αφήσει χώρο για την δημιουργία του σύμπαντος), ayn-soph (אין סוף, "δίχως τέλος", προσωνύμιο και ιδιότητα του θεού που περιλαμβάνει ακόμα και την ιδέα της ανυπαρξίας του) και tikkun , δεν μπορούσαν παρά να τραβήξουν το μέγιστο της προσοχής του Gershom Scholem, ο οποίος δύσκολα μπορούσε να αναχαιτίσει στον ακαδημαϊκό λόγο του τις νεο-πλατωνικές και νεο-γνωστικές συμπάθειές του, απόρροιες ίσως της μακρόχρονης τριβής του με τα σχετικά κείμενα της εβραϊκής μυστικιστικής κληρονομιάς.

Το όλο θέμα είναι σημαντικό από την πιο σύγχρονη προοπτική του, μιας και η πιο "ορθόδοξη" εβραϊκή εκτίμηση και ερμηνεία της Tikkun και η πιο πνευματοκρατική ερμηνεία της από τον Luria, συνοψίζουν και υποδηλώνουν δυο "αντίρροπες" τάσεις που έχοντας ξεκινήσει απο τον ύστερο αρχαίο κόσμο ως η αντιπαλότητα του εκκοσμικευμένου χριστιανισμού με τον Γνωστικισμό, και έχοντας συνεχιστεί στα υπερώα της Γερμανικής Φιλοσοφίας ως η διάσταση υλισμού και ιδεαλισμού (είτε ομιλούμε για τον υποκειμενικό ιδεαλισμό ενός Fichte, είτε για τον μεγαλοφυή αντικειμενικό ιδεαλισμό ενός Hegel), καταλήγουν στις μέρες μας ως η "μεσσιανική" προοπτική του κόσμου από την μια πλευρά (καπιταλισμός, μαρξισμός, τεχνολογικός εξελικτισμός) και ως η λύση του κόσμου στην οντολογική του πνευματική ελευθερία από την άλλη, προαπείκασμα της οποίας μπορούμε να έχουμε μόνον, ή κυρίως, στην τέχνη, της ποίησης ασφαλώς συμπεριλαμβανομένης.

Η όλη διάσταση ανάμεσα στις δυο αντιλήψεις, μπορεί να ιδωθεί ακόμα και ως μια άλλη έκφανση της διαιώνιας "διαμάχης" ανάμεσα Φιλοσοφία και Ποίηση (την οποία ατύπως έθεσε ο Πλάτων, καταδικάζοντας στην "Πολιτεία" του την ποίηση, αυτός που υπήρξε ίσως ο μέγιστος των Ποιητών!).
Η Φιλοσοφία από την φύση της είναι πιο "διανοησιαρχική" και εστιάζεται κυρίως στην εκτίμηση και ταξινόμηση του άμεσα αισθητού είτε στη φύση είτε του ιστορικά "αισθητού" ανά τους αιώνες.
Η Ποίηση από την άλλη είναι από την φύση της πιο "πνευματοκρατική" και εστιάζεται κυρίως στον μαγικό μετασχηματισμό του κόσμου αυτού, δηλαδή σε μια tikkun του, αλλά με λουριανικούς όρους εκτίμησης και εφαρμογής της έννοιας, ενώ η πιο ριζοσπαστική από την πολιτική φιλοσοφία που επιθυμεί "όχι μόνο να εξηγήσει τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξει" (μαρξισμός) πάντοτε θα είναι μια προοπτική της πιο "ορθόδοξης" εβραϊκής tikkun, αναγγέλλουσα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την "μεσσιανική εποχή" κατά Μαϊμωνίδη.

Ποιος έχει δίκιο μέσα στους αιώνες, ο Μαϊμωνίδης ή ο Λούρια, και σε τι ακριβώς συνίσταται ο Olam Haba(עולם הבא, ο ερχόμενος κόσμος) και κατά πόσο αυτός θα είναι πνευματικής ή υλικής υπόστασης, αυτό είναι κάτι που μπορεί να θεάται κάποιος μονάχα στο τέλος της Ιστορίας.

Η Ποίηση ωστόσο, είναι φανερό, πως δεν έχει, ποτέ δεν είχε, καμμιά διάθεση "να περιμένει".

Αποκαθιστά και πάντοτε θα αποκαθιστά τον κόσμο κάθε φορά που γράφεται, με έναν τρόπο που μπορεί να μην είναι άμεσα αντιληπτός, δεν παύει γι' αυτό ωστόσο να είναι βιωτός από τον πραγματικό ποιητή και τους αναγνώστες του.

Και εδώ ακριβώς θα βρίσκεται το πλεονέκτημά της έναντι της Φιλοσοφίας, αλλά και το αναπόφευκτο έλλειμμά της σε "πραγματισμό" έναντι αυτής.
Έλλειμμα τέτοιο ωστόσο που κάθε πραγματική ποίηση το θεωρεί μέσα στους στίχους της ήδη πεπληρωμένο και αποκατεστημένο sub specie aeternitatis, και εδώ ακριβώς θα έγκειται η μυστηριακή, υποβλητική υπεροχή της ποίησης έναντι της φιλοσοφίας, ή αλλιώς η δύναμη της Αποκατάστασης που επιφέρει στα ανθρώπινα, ήτοι, η tikkun olam σε στίχους.


Tuesday, July 19, 2011

ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η επιταγή της ανεύρεσης ενός εσωτερικού νοήματος μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, είναι μια υπόθεση του μεταπαγανιστικού κόσμου κυρίως, από τις πρώτες απόπειρες του Ιερού Αυγουστίνου στο "De Civitate Dei" του να διαγνώσει τον κεκρυμμένο σκοπό που ελλοχεύει στα ιστορικά δρώμενα, μέχρι τις συστηματικές ανιχνεύσεις ενός Giambattista Vico στο "Principi di Scienza Nuova d'intorno alla Comune Natura delle Nazioni" κατά το τέλος της μπαρόκ περιόδου και από τις μνημειώδεις διατυπώσεις ενός Hegel στην "Φιλοσοφία της Ιστορίας" του, στην οποία και αποπειράται να θέσει σε εφαρμογή την ακόμα πιο μνημειώδη Λογική του επί του ιστορικού χρόνου, μέχρι τις πιο αποσπασματικές και σποραδικές απόπειρες των στοχαστών του 20ού αιώνα επί του θέματος.

Η έξοδος από τον παγανιστικό προς τον χριστιανικό κόσμο, ως πολύ γνωστόν και χιλιοδιαγνωσμένο, άλλαξε πλήρως την αντίληψη του ανθρώπου για τον χρόνο - από την κυκλική αντίληψη (στην οποία τέλος της Ιστορίας δεν δύναται να υπάρξει) στην ευθύγραμμη προοπτική ενός χρόνου που ολοένα και διανοίγεται αναζητώντας μια ευτυχή κατάληξή του είτε με την άρση της Ιστορίας και τον μετασχηματισμό του βασιλείου της ανάγκης σε βασίλειο της ελευθερίας (μαρξισμός), είτε με την αποθέωση του ιστορικού στα εδάφη μιας βιομηχανικά και τεχνολογικά προηγμένης εποχής τόσο, ώστε να μπορεί να αντικαταστήσει κάθε έννοια του μεταφυσικού με μια φυσική λατρεία προς κάθε είδος εξελικτισμού.

Η δεύτερη θεώρηση, είναι απόρροια και πρόταγμα της περιόδου της Βιομηχανικής Επανάστασης του καπιταλισμού, όταν ολόκληρο το πρόσωπο της υδρογείου άλλαξε δραματικά κάνοντας εφικτή για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας την δυνατότητα της απελευθέρωσης του ανθρώπου μέσα από την μηχανή.

Μια δυνατότητα ωστόσο που από τη φύση του ο καπιταλισμός δεν μπορούσε παρά να μετατρέπει συνεχώς στο αντίθετό της, στο βαθμό που η μηχανή δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως μια αρχή απελευθέρωσης του ιδιωτικού χρόνου αλλά ως μια ακόμα μεγαλύτερη δέσμευσή του στον βωμό της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου.

Βέβαια, από κοντά συνυπήρξαν και άλλες θεωρήσεις επί του νοήματος της Ιστορίας από τις πιο απλοϊκές και μονοδιάστατες "χριστιανικές" τέτοιες μέχρι τις πιο περίπλοκες μυστικιστικές και αποκρυφιστικές ενός William Butler Yeats λόγου χάριν, που έβλεπε στον πολιτισμό κύκλους 2000 χρόνων ακμής και διάλυσης να συνοδεύονται κάποτε ωστόσο από μια διφορούμενη μεταφυσική απειλή ("The Second Coming").

Το ποιο τελικώς είναι το νόημα της Ιστορίας, αυτό συνιστά ίσως το ερώτημα των ερωτημάτων.

Προσωπικώς κρίνω, ότι από φιλοσοφική άποψη ο Γερμανός ιδεαλιστής Χέγκελ έδωσε αν όχι την πιο σωστή απάντηση (αυτό δύσκολα μπορεί να εκτιμήσει κάποιος μεσούσης της Ιστορίας) τότε σίγουρα την πιο ευφυή.

Αν το ιστορικό δεν είναι παρά η αυτοβύθιση του θεϊκού μέσα στον εαυτό του, τότε στην άλλη άκρη του νήματος παραμονεύει αναπόφευκτα και κατά κάθε λογική συνέπεια μια επιστροφή.

Ο Χέγκελ ωστόσο ήταν υπέρ του δέοντος αντικειμενικός ιδεαλιστής για να ξεφύγει από την απομονωμένη και σκιώδη ζωή των εννοιών προς μια υλική εφαρμογή τους ή έστω πρόβλεψη βάσει αυτών στον υλικό κόσμο.
Πράγμα που τον οδήγησε στην αποθέωση του Πρωσσικού κράτους μεν, χωρίς αυτό ωστόσο να σημαίνει πως η μεγαλοφυία του μπορεί να μειωθεί με οποιοδήποτε τρόπο από τον μάλλον έμφυτο συντηρητισμό του.

Το ζήτημα της επιστροφής ωστόσο, τόσο αθώα διαυγές για τους μαρξιστές και τόσο νεφελώδες για τους φιλοσόφους, φαίνεται πως θα υποδομεί και θα δονεί είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα κάθε σοβαρή πνευματική προσπάθεια της ανθρωπότητας, τουλάχιστον από την ρομαντική εποχή και μετά.

Και εδώ η ποίηση σίγουρα έχει να πει και να συνεισφέρει πολλά, όταν κάποτε αναθυμάται ποιος είναι ο πρώτιστος ρόλος της στα ανθρώπινα και γίνεται δέκτης μιας ουσίας καθολικότερης προς τα πράγματα και όχι πλέον αδιέξοδα αυτοαναφορικής.

Αν η Ιστορία έχει ένα νόημα, -και το ποιο ακριβώς είναι- αυτό μπορεί αν μη τι άλλο όχι να το διατυπώσει η Ποίηση (κάτι που είναι δουλειά του αφαιρετικού στοχασμού μάλλον ή της φιλοσοφίας) αλλά σίγουρα να το επιβεβαιώσει με την ισχύ μιας ακλόνητης πεποίθησης καταμεσής καιρών νοητικώς μάλλον ασυνδέτων και ασυναρτήτων μέσα στην κρίση του παγκοσμίου καπιταλισμού και την πτώχευση και μετατροπή του πνεύματος σε ουραγό και εκλογικευτή των εξελίξεων και όχι προπομπό τους.

Προπομπός τέτοιος, όπως άλλωστε ήταν κάποτε, και μπορεί ασφαλώς να ξαναγίνει.



Sunday, July 17, 2011

CHARLES WUORINEN: Percussion Symphony (1976)

Ο Charles Wuorinen (γεν. το 1938) είναι σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς συνθέτες στον 20ό αιώνα, αμέσως μετά τον αρχιερέα της σύγχρονης αμερικανικής μουσικής, Charles Ives, και τους θρύλους που ακούνε στα ονόματα Elliott Carter και Milton Babbitt.

Παραγωγικότατος συνθέτης και πολύ εφευρετικός, κάλυψε σχεδόν όλα τα είδη της μοντέρνας μουσικής στις συνθέσεις του, από τον (μετα)-σειραϊσμό έως έναν ιδιότυπο ατονικό ρομαντισμό και από την (σχεδόν) τονική μουσική μέχρι την avant garde και την ηλεκτρονική μουσική.

Η Συμφωνία του για Κρουστά, του 1976, είναι ένα πολύ ξεχωριστό έργο στην έως τώρα δημιουργική καρριέρα του, μιας και είναι από τα λίγα στην ιστορία της μουσικής του 20ού αιώνα που έχουν γραφεί για κρουστά (την αρχή την έκανε ως γνωστόν ο Edgar Varèse με το έργο του "Ionisation" των ετών 1929-31, και αργότερα και ο Ιάννης Ξενάκης διέπρεψε σε αυτή την εκφραστική).

Είναι ακόμα ξεχωριστό, γιατί κάποιος δεν μπορεί παρά να επισημάνει εδώ το (φαινομενικώς) παράδοξο ενός έργου γραμμένου αποκλειστικά για κρουστά, στην φόρμα ωστόσο της Συμφωνίας!

Σε κάθε περίπτωση, επιφυλάσσομαι κάποια στιγμή για μια εκτενή αναφορά στο σύνολο έργο αυτού του πολύ σημαντικού δημιουργού.

Από το player δεξιά μπορείτε να ακούσετε το πρώτο μέρος της "Percussion Symphony" του Charles Wuorinen.


Tuesday, July 12, 2011

VIKING EGGELING : Symphonie Diagonale (1924)

Ένα κλασσικό πλέον φιλμ στην ιστορία του κινηματογράφου, και ειδικώτερα σε εκείνη του αφηρημένου κινηματογράφου.
Και σίγουρα, ένα από τα πρώτα φιλμς που πραγματοποιήθηκαν έξω από κάθε αναπαραστατικότητα, χρήση ηθοποιών και σεναρίου.

Ο Σουηδός Viking Eggeling (1880 - 1925) υπήρξε μια πολύ σημαντική καλλιτεχνική μορφή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, καθώς δραστηριοποιήθηκε πρωτίστως μέσα από το χώρο του dada και μετα-dada, συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες όπως οι Tristan Tzara, Hans Arp και κυρίως ο Hans Richter (που διέπρεψε ως γνωστόν και στον αφηρημένο κινηματογράφο), με τον οποίο και διατήρησε μια πολύ δημιουργική φιλία και συνεργασία που διήρκεσε μέχρι τον πρώιμο θάνατο του Σουηδού καλλιτέχνη το έτος 1925 στο Βερολίνο .

Στο βίντεο που παρατίθεται κατωτέρω, μπορείτε να δείτε την "Symphonie Diagonale" του Viking Eggeling, και να θαυμάσετε την πρωτοτυπία και την εφευρετικότητά του καθώς αποπειράται να δώσει ένα οπτικό δοκίμιο πάνω στην έννοια του χρόνου των μεσοδιαστημάτων.




Thursday, July 7, 2011

Ζητήματα Ποιητικής I

Η ποίηση έχει υπάρξει διαιωνίως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και αναλόγως των εκφραστικών τάσεων κάθε εποχής, ως μια κορύφωση και υπέρβαση του Λόγου και ποτέ ως μια εσωτερική ακολουθία του.
Πράγμα που σημαίνει λειτουργικά , πως ο ποιητικός λόγος εκκινείται μεν από μια "επίπεδη" νοηματική αφετηρία, χρησιμοποιώντας την ως αφορμή και πρώτη ύλη ανάπτυξης, για να καταφθάσει ωστόσο, στο άλλο του Λόγου, σ' εκείνο που κείται βυθισμένο ή μη άμεσα ορατό στην σύνταξη και διέκτασή του.
Προς τούτο, οι τυπικές δομές και εννοιολογικές αλληλοσυσχετίσεις όπως ισχύουν σε μιαν συμβατική εκφορά του Λόγου, φαίνονται να υποχωρούν ή και να καταπαύουν πλήρως στον ποιητικό Λόγο, και ακόμα, οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί των πραγμάτων και των ανθρώπων αίρονται κατά το δοκούν ή σκόπιμο του ποιητή.

Γνώρισμα της πεζογραφίας λόγου χάριν είναι πως δημιουργεί ή παρακολουθεί τον χρόνο κατά την πρόοδο της αφήγησής της. Η ποίηση ωστόσο, προβαίνει κυρίως στο αντίθετο: αφαιρεί ή καταργεί τον χρόνο κατά την ανάπτυξη του ποιητικού σώματος, αποφεύγοντας έτσι ή κάνοντας αδύνατες τις μονοσήμαντες αντιστοιχίες μεταξύ των πραγμάτων ή ανθρώπων.
Στην πεζογραφία, ένα τραπέζι οφείλει κατά κανόνα να παραμένει τραπέζι καθ' όλη την έκταση του πεζογραφήματος ή ο κύριος τάδε σπάνια δεν ακολουθείται από την μυθογραφική ταυτότητά του που τον κάνει σταθερά αναγνωρίσιμο καθ'όλη την διάρκεια της ανάγνωσης.

Στην ποίηση ωστόσο, αυτές οι μονοσήμαντες σταθερές δεν κατισχύουν κατά κανόνα. Εδώ, οι αμφιπολυσήμαντες αντιστοιχίες ανάμεσα σε όντα και έννοιες, είναι κυριαρχικές,υπονομεύοντας (και καθόλου στη κυριολεξία) κάθε επίπεδη αναφορά του Λόγου προς τον κόσμο.
Εάν ένα αντικείμενο σε ένα ποίημα δεν δηλώνει τίποτε άλλο πέραν του εαυτού του, τότε έχουμε μια ποίηση μάλλον φτωχή ή ρηχή, η οποία δεν προχωράει σε εκείνο, εξ αιτίας του οποίου υφίσταται ο διαχωρισμός ανάμεσα ποίηση και πεζογραφία: στο πολύπτυχο και πολυδιάστατο του Λόγου, και στην ανάγκη αντικατάστασης του φαίνεσθαι από ένα πιο δραστικό Είναι που νέμεται το πραγματικό καθ'όλη την διάρκεια του ποιήματος.

Γι' αυτό τον σκοπό της πολυσημίας η ποίηση μετέρχεται διάφορες μεθόδους, που από την άλλη βέβαια συνιστούν και έμφυτα γνωρίσματα ενός πολύτροπου Λόγου και κάθε άλλο παρά προστίθενται εξωτερικώς σε αυτόν: οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, τα σχήματα λόγου, το πλούσιο και άνετο της έκφρασης, η σωστή ηχορυθμική των στίχων (από μόνη της μια μεγάλη υπόθεση που δεν εξαντλείται σε επίπολαιες ή "δοκιμασμένες" συνταγές ακουστικότητας), ο συνδυασμός αυτής της ηχορυθμικής με την εννοιολογική "τρισδιάστατη" προοπτική των στίχων και η σύμμειξη αυτών των δύο σε μια αμιγή εννοιολογική ηχορυθμική, κ.ά. κ.ά. , όλ΄αυτά αν δεν υπάρχουν τότε πολύ απλά δεν έχουμε ποίηση, γιατί είναι τα μόνα διακριτικά γνωρίσματά της από κάθε άλλη περιοχή του Λόγου.
Π.χ. ποίηση χωρίς μεταφορά δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά πορτ-μπαγκάζ χωρίς αυτοκίνητο, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε.

Και βέβαια, αν δεν υφίσταται η Ποίηση πολυσημικά (περισσότερο ή λιγότερο, και επιτρέποντας κατά στιχικούς τόπους μόνον όσες μονοσημίες είναι αναγκαίες ως εννοιολογικό "κοντράστ" προς την πολυσημία), τότε δεν υφίσταται και ως τέχνη.

Ακριβώς επειδή η ποίηση είναι μια έξοδος προς ένα "θαύμα" εννοιολογικό-λεκτικό πρώτα και εν δυνάμει οντολογικό και δεν μπορεί να συμβιώνει με την μονοδιάστατη ρηχότητα ή τον συναισθηματολογικό ερασιτεχνισμό.

Η ποίηση, είναι πάνω απ' όλα η τέχνη του ομιλείν. Με την διαφορά ωστόσο, πως ομιλεί ταυτόχρονα σε πολλές κατευθύνσεις για να την προσλάβει τελικώς μονάχα ο ιδανικός αναγνώστης.

Δεν έχει καμμιά σημασία αν αυτός μπορεί να υπάρξει ή όχι. Σημασία έχει, πως ποιητικά είναι κάτι περισσότερο από δρων και αυτό είναι υπεραρκετό.


Sunday, July 3, 2011

IANNIS XENAKIS: Pleiades (Peaux)


Ένα από τα ωραιότερα μέρη των "Πλειάδων" του Ιάννη Ξενάκη, σε παρουσίαση από τους Synergy Percussion στο Carriageworks του Sydney τον Απρίλιο του 2008.