Sunday, October 28, 2012

"ALICE IN WONDERLAND" (1903), a film


Πρόκειται για την πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου μέσω της οποίας επιχειρήθηκε να μεταφερθεί η κλασσική πλέον νουβέλλα του Lewis Carroll, "Alice's Adventures in Wonderland", από τον γραπτό λόγο στην κινηματοσκοπική εικόνα.

Γυρισμένη πριν από 109 χρόνια ακριβώς από τους Cecil Hepworth και Percy Stow και βασισμένη πάνω στις αυθεντικές εικονοποιήσεις του Sir John Tenniel επί του βιβλίου του Carroll, αποτελεί ένα σπάνιο ντοκουμέντο όσον αφορά την αρχέγονη εποχή της φιλμογραφίας.

Ιδανική σχεδόν, η May Clark στον ρόλο της Alice.

Δεν ξέρω πώς θα σας φανεί η ταινία, εγώ ομολογώ πάντως -και ανεξάρτητα από την αγάπη μου προς τις πολύ πρώιμες ταινίες του κινηματογράφου- πως την βρήκα σε πολλά σημεία αντικειμενικά συναρπαστική.

Thursday, October 18, 2012

Ο ΛΑΝΘΑΝΩΝ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



Και είπε πρόσφατα ο αποτυχημένος πρόεδρος του υπό εξαφάνιση ΠΑΣΟΚ, Βενιζέλος, πως "του έκανε εντύπωση ότι τα τρία πρώτα ονόματα στην λίστα Λαγκάρντ είναι εβραϊκής καταγωγής" (!).  
Βέβαια, δεν συμπλήρωσε το "γιατί"· προτίμησε να το αφήσει να αιωρείται ως εάν πονηρό κλείσιμο του ματιού σε ανοιχτομάτηδες και προφανώς με την ελπίδα ότι οι ακροατές και αναγνώστες των ΜΜΕ  θα "έπιαναν το υπονοούμενο".
Λανθάνων αντισημιτισμός από λανθάνοντες πολιτικούς σε ένα κράτος και μια κοινωνία που ναυαγούν δεν είναι κάτι τόσο απίθανο να επισυμβεί και να καθίσταται κάποτε ορατό με περισσή ξεδιαντροπιά. 

Όμως, σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικό να είναι αντισημίτης ένας νεοναζί, λόγου χάριν, από το να αφήνει με όλως κουτοπόνηρο τρόπο αντισημιτικά υπονοούμενα ένας mainstream πολιτικός, έστω και ανυπόληπτος πλέον. Το δεύτερο είναι τρομαχτικά επικίνδυνο, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, γιατί με τον τρόπο του δείχνει πως οι χειρότερες αντισημιτικές προλήψεις δεν βρίσκουν κανένα εμπόδιο να αναπαραχθούν σε επίπεδο κορυφής της εξουσίας και από εκεί να ανακατευθύνουν με εξαιρετικά ανεύθυνο τρόπο απρόβλεπτες αντιδράσεις προς τα κάτω.

Στο κάτω κάτω η νεωτερική ευρωπαϊκή κοινωνία χτίστηκε στο έδαφος του αντισημιτισμού: από τους πρώτους κανόνες "καθαρότητας του αίματος" (limpieza de sangre) στην Ισπανία του 16ου αιώνα, μέχρι τα γενικευμένα αντιεβραϊκά πογκρόμ ανά εποχές, περιστάσεις και πολιτικές σκοπιμότητες καθ' όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, έως το τραγικό αποκορύφωμα της Shoah, του "Ολοκαυτώματος" από τους Γερμανούς ναζί, το δόγμα της "αποβολής" του ξένου, του ακατανόητου "Εβραίου" από μια, στην ουσία, φασιστικά οργανωμένη σε οικονομικό επίπεδο και με κοινοβουλευτικό μανδύα κοινωνία (και αυτό είναι ο καπιταλισμός, οικονομικός φασισμός που όταν φτάνει στο όριό του και κινδυνεύει προσφεύγει και στον πολιτικό φασισμό) δεν έλειψε ποτέ στις εμπράγματες, τραγικές και ιδιαίτερα απάνθρωπες, εφαρμογές του.
 
Αυτή η "λεπτή" επισήμανση περί "εβραϊκών ονομάτων" που έκανε ο Βενιζέλος σίγουρα δεν είναι κάτι που μπορεί να το προσπεράσει κάποιος εύκολα, παρόλες τις δικαιολογίες που επιστρατεύθηκαν εκ των υστέρων για να "καλύψουν" τα πράγματα.

Σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε κάθε τι στη ζωή, οι δικαιολογίες απλά επιβαρύνουν την θέση εκείνου που πράττει ένοχα και καταφέρνουν να  μετατρέψουν μια υποψία σε πλήρη βεβαιότητα.

Οι δύο δημόσιες τοποθετήσεις Ελλήνων Εβραίων (μιλώντας εκ μέρους των εαυτών τους και μόνο και όχι στο όνομα κάποιου μαζικού εβραϊκού φορέα ή κοινότητας) όσον αφορά το ζήτημα, ήτοι, η πρώτη, με την αγανάκτηση που την διαπνέει να ελέγχεται μεν αλλά  δύσκολα να κρύβεται, από τον κ.Ζαν Κοέν και η δεύτερη, αρκετά μετριοπαθής και ευγενική -όσο και ιστοριογραφική καθώς έχει να κάνει με τον φανερό κρατικό και όχι λανθάνοντα αντισημιτισμό στην Ελλάδα- από τον κ.Ιακώβ Σιμπή, προσπάθησαν να κάνουν ορατά τα μη ευκόλως εννοούμενα αυτονόητα απέναντι στα ευκόλως υπονοούμενα αδιανόητα του Βενιζέλου.

Αν ήμουν Εβραίος και απευθυνόμουν μέσω των εφημερίδων στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, ομολογώ ότι δεν θα ήμουν τόσο συγκρατημένος. Το λιγότερο, θα ζητούσα την αποπομπή του Βενιζέλου από κάθε δημόσιο και πολιτειακό αξίωμα της χώρας.

Τα λεγόμενά του, ωστόσο, δεν έρχονται εν αιθρία: είναι, θα έλεγε κανείς, πρόβλημα χρόνιο και γενικώτερο στην ελληνική κοινωνία ο λανθάνων αντισημιτισμός:

Χρόνια ακούμε από εδώ και από εκεί, από τους πλέον ετερόκλητους και απίθανους τύπους ανθρώπων (όχι κατ' ανάγκην νεοναζί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι) πως οι "Εβραίοι κυβερνούν τον κόσμο", "ο ...Κίσσινγκερ θέλει να καταστρέψει την ελληνική γλώσσα"(!), "σταυρώσαν τον Χριστό" (προσέξτε το ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης σε αυτήν την αιτίαση), "οι Εβραίοι είναι πίσω απ'όλα και τα κάνουν όλα", κλπ. κλπ. με λίγα λόγια όλη ΑΚΡΙΒΩΣ η φτηνή χιτλερική παραμυθολογία των "κακών Εβραίων" που επιβουλεύονται τις χώρες και τους λαούς του κόσμου με τους οποίους συμβιώνουν, ήταν και δυστυχώς συνεχίζει να είναι παρούσα στα πιο αποπροσανατολισμένα και συγχεχυμένα μικροαστικά στρώματα που πάντοτε ψάχνουν τουλάχιστον έναν αποδιοπομπαίο Εβραίο αν όχι τον ...ίδιο τον Ιούδα, για να εκτονώσουν είτε τα προσωπικά αδιέξοδά τους , είτε πιο επίκαιρα, την οργή τους από την αιφνίδια και απρόσμενη προλεταριοποίησή τους λόγω της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού (και όχι απλά της ελληνικής οικονομίας).

Είναι σχεδόν αδύνατον να μεταπείσεις έναν πεπεισμένο ηλίθιο να απομακρυνθεί από τις ψευδοϊστοριολογικές παραισθήσεις του σε σχέση με τους "κακούς Εβραίους". Ο αντισημιτισμός είναι μακροπρόθεσμο δηλητήριο.. Περνάει απρόσκοπτα αλλά και ανεπαίσθητα από γενιά σε γενιά και αυτό είναι στην ουσία το modus operandi του ανορθολογισμού του. 

Δεν είναι απλά ότι κάποιος πρέπει να φταίει για την όλη κατάσταση, είναι και ποιος επιλέγεται "να φταίει" δια μέσου των αιώνων.

Οι Εβραίοι υπήρξαν ανέκαθεν το ιδανικό θύμα για την ρατσιστική και μισανθρωπική κτηνωδία των αρχουσών τάξεων της ευρωπαϊκής ηπείρου: ο ιδανικός "εσωτερικός εχθρός". Και αυτό γιατί η Εβραϊκή Διασπορά, εξ αρχής αποκλείστηκε  από τις πιο άμεσες παραγωγικές τάξεις και στράφηκε αναγκαστικά είτε στο εμπόριο είτε στην επιστημονική και καλλιτεχνική "ιντελλιγκέντσια" για να επιβιώσει. 
Ο λεγόμενος "εβραϊκός διαφωτισμός" "haskalah") των 18ου και 19ου αιώνων από ανθρώπους, ανάμεσα σε άλλους, όπως ο φιλόσοφος Moses Mendelssohn (παππούς του συνθέτη Mendelssohn) που είχε ως σκοπό να αποβάλλει σε σχετικό βαθμό την θρησκευτικότητα από την εβραϊκή κοινότητα και να αφομοιωθούν πλήρως οι Εβραίοι από τις τοπικές ευρωπαϊκές κοινωνίες ώστε, εκτός των άλλων, να μην γίνονται και "στόχος", κάθε άλλο παρά έλυσε το πρόβλημα: 
στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μεγαλοφυίες όπως ο Richard Wagner μπορούσαν κάλλιστα να γράφουν κατά την ανάπαυλα των συνθετικών προσπαθειών τους απερίγραπτες αντισημιτικές ανοησίες και λιβέλλους (π.χ. "Ο Ιουδαϊσμός στην Μουσική"), ώστε κάποτε να απορεί κανείς αν είναι όντως ο ίδιος άνθρωπος στις δυο αυτές δραστηριότητες.
Όπως και να έχει, και φτάνοντας στον 20ό αιώνα, κατά το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης οι περισσότεροι γιατροί και δικηγόροι για παράδειγμα (όπως επίσης και σε άλλα επαγγέλματα) στην Γερμανία ήταν Εβραίοι, γεγονός που προκαλούσε την μήνιν του ναζιστικού κόμματος.

Εφ' όσον συνεπώς  οι Εβραίοι κατείχαν θέσεις-κλειδιά στην οικονομική ζωή της χώρας, τότε δεν ήταν τόσο απρόσμενο για τους ...παγανιστές ναζί να θυμηθούν ότι "σταυρώσαν τον Χριστό"! Οι πλέον ανορθολογικές προλήψεις και τα πλέον απύθμενα κοιτάσματα φυλετικού μίσους που σιγοκοιμώνταν στα πιο καθυστερημένα στρώματα της γερμανικής μικροαστικής τάξης ξεθάφτηκαν από την ναζιστική βαρβαρότητα για τους σκοπούς της και προετοίμασαν το δρόμο για το Auschwitz-Birkenau.

Γιατί ο αντισημιτισμός, σε καιρούς σχετικά ήρεμους φαίνεται "γραφικός", ακίνδυνος ή περιορισμένος, ωστόσο έρχονται κάποτε και οι πιο ταραγμένοι καιροί που μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική τραγωδία.

Και από αυτή την άποψη σε αυτήν την χώρα ανέχτηκαμε επί μακρόν όψεις της (καθυστερημένης) νεοελληνικής κοινωνίας, καθαρά φασίζουσες (πράγμα το οποίο σημαίνει: πλήρως φασιστικές που προσωρινώς και μόνον δεν αναγγέλουν "πολιτικό" φασισμό) με το ελαφρυντικό του "γραφικού" και σήμερα βλέπουμε τους κατάμαυρους καρπούς.

Ανεχτήκαμε τον αντισημίτη που "δεν χωνεύει τους Εβραίους" χωρίς να ξέρει το γιατί ή πιστεύοντας ότι το ξέρει χάρις σε τερατωδώς ηλίθιες συνωμοσιολογίες που δεν αντέχουν ούτε σε IQ υπό του μηδενός· ανεχτήκαμε τον "ελληναρά", τον "μαγκάκο" με την παιδιαριώδη σεξιστική φρασεολογία της απωθημένης στέρησης, τον "ολίγον" ή ..."κατ' ανάγκην" ρατσιστή που δεν φταίει αυτός αλλά οι ξένοι που τον "αναγκάζουν" να έχει τέτοιες απόψεις, τον ψυχοπαθολογικά εγωληπτικό "τσαμπουκά", ανέχτηκαμε τον έναν και τον άλλον, όλες τις παρδαλές ποικιλίες της καθυστέρησης και της διακοινωνικής δεισιδαιμονίας.

Και φτάνει η στιγμή που κατανοεί κανείς πως  ο φασισμός δεν προκύπτει έτσι ξαφνικά από την άβυσσο της οικονομικής κρίσης. 

Προϋπάρχει ήδη το έδαφος, το ανθρώπινο συμπεριφορικό έδαφος πάνω στο οποίο παρελαύνει εν είδει αγήματος ή έστω συμμοριακού μπουλουκιού. Φαίνονται αμέσως οι "έτοιμοι από καιρό" που θα πουν το "ναι" στο φασισμό και ως πολιτική δύναμη πλέον και όχι απλά και μόνο ως συμπεριφορική νοοτροπία.

Και τότε τα πράγματα δεν είναι καθόλου γραφικά. Τουναντίον είναι όλως περιγραφικά μιας συγκεκριμένης πολιτικής ψυχολογίας στρωμάτων της μικροαστικής τάξης που οδηγείται από το κακό στο χειρότερο και δείχνει με τον δικό της τρόπο πως με αυτού του είδους τον ανορθολογισμό δεν πρέπει να παίζει κανείς: 

γιατί ο αντισημιτισμός μπορεί να φαίνεται πως στρέφεται κατά ενός λαού και μόνον, όμως στην ουσία στρέφεται εναντίον όλης της ανθρωπότητας συνολικά. Αφ ης στιγμής η αρχή γίνεται με έναν "αποδιοπομπαίο λαό", τότε είναι ζήτημα χρόνου και μόνον να κλείσει κανείς ολόκληρη την ανθρωπότητα και όλους τους λαούς του κόσμου σε ένα παγκόσμιο στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Πράγμα άλλωστε που ήδη δεν διαφέρει πολύ από την σημερινή πραγματικότητα της υδρογείου. 

 

Friday, October 12, 2012

GRAŻYNA BACEWICZ- Music for strings, trumpets and percussion (1958)


Σίγουρα μια από τις μεγαλύτερες συνθέτριες του 20ού αιώνα (έχοντας υπάρξει ακόμα και μια εξαιρετική βιολονίστρια) , η Πολωνή Grażyna Bacewicz (1909 -1969) άφησε το δικό της στίγμα όχι μόνο στην μεγάλη σχολή της Πολωνικής μεταπολεμικής κλασσικής μουσικής, αλλά θα έλεγε κανείς, με αρκετή ασφάλεια εκτίμησης και στην σύνολη ευρωπαϊκή. Η συνθέτρια  υιοθέτησε ως εκφραστικό μέσο ένα ιδιότροπο μείγμα νεοκλασσικισμού και όψιμου μοντερνισμού, που μπορεί σε κάποια σημεία να οφείλει στον Béla Bartók καθώς και σε άλλους, όμως το προσωπικό στυλ της είναι περισσότερο από εμφανές στις συνθέσεις της, αφομοιώνοντας και μετασχηματίζοντας με τον καλύτερο τρόπο τις οποιεσδήποτε επιρροές.

Προηγούμενη περίπτωση μεγάλης Πολωνής δημιουργού στην κλασσική μουσική είναι βέβαια η Maria Szymanowska (1789 -1831) που υπήρξε και μια από τις πρώτες βιρτουόζες πιανίστριες στην Ευρώπη, η οποία ωστόσο, -και όπως είναι αναμενόμενο-, κινήθηκε λόγω εποχής σε ένα εντελώς διαφορετικό συνθετικό κλίμα από την πολύ κατοπινότερη Grażyna Bacewicz.

Το "Music for strings, trumpets and percussion" , έργο του 1958, είναι ένα από τα καλύτερα της Bacewicz, μαζί με το "Concerto for String Orchestra"(1948), τα διάφορα βιολονιστικά έργα της, μην ξεχνώντας βέβαια τις τέσσερεις συμφωνίες της (η πρώτη συνετέθη το έτος 1945 και οι υπόλοιπες τρεις κατά τα έτη 1951, 1952 και 1953 αντιστοίχως).

Η όλη σύνθεση του συγκεκριμένου έργου καίτοι στην δομή και την τροπική χρήση των συγχορδιών και της ενορχήστρωσης παραπέμπει ως ένα βαθμό στον Bartók, εν τούτοις διαφοροποιείται και σημαντικά από τα ανάλογα έργα του δευτέρου, κυρίως λόγω της σχετικά διαφορετικής εποχής (στα έργα της Bacewicz συχνά αντανακλάται η προσπάθεια της μεταπολεμικής Πολωνίας να ορθοποδήσει) καθώς και της διαφορετικής εθνικής ιδιοσυγκρασίας της συνθέτριας.

Θυμάμαι πως είχα, λιγότερο ή περισσότερο, εκπλαγεί όταν πρωτοάκουσα το "Music for strings, trumpets and percussion" πριν από χρόνια, ενισχύοντας την ήδη υπερθετική γνώμη μου για τους Πολωνούς συνθέτες του 20ού αιώνα, και ανακαλύπτοντας τότε ένα πραγματικό συνθετικό και ηχητικό διαμάντι.

Ολόκληρη την σύνθεση (τρία μέρη: allegro, adagio, vivace) μπορείτε να την ακούσετε από το mixpod δεξιά.


Thursday, October 4, 2012

Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


Η ποίηση ποτέ δεν συνιστά μιαν απλή, ευθύγραμμη, χωρίς αντιφάσεις και μεταμορφωτικές διαδικασίες τυπική αντανάκλαση  της ζωής και των διεργασιών του κόσμου (κάτι τέτοιο βέβαια μπορεί να είναι η κακή ποίηση). 
Πρόκειται στην ουσία για μια αναπλαστική δύναμη και εφαρμογή επί των ανθρωπίνων πεπραγμένων, το όραμα ενός κόσμου που στην συνολική και οικουμενική προοπτική του δεν "υπάρχει " ακόμα, αλλά μέλλεται.

Για έναν πραγματικό ποιητή όμως, αυτός ο κόσμος δεν "μέλλεται" αλλά είναι ήδη εδώ και τον βιώνει συνεχώς με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο. Τεκμήριο του βιώματος αυτού κατά κανόνα μπορεί να είναι όχι απλά η γραφή, αλλά η ποιότητα της γραφής.

Από αυτή την άποψη η καλή ποίηση δεν μπορεί να είναι ποτέ ένας καθρέπτης, αλλά μάλλον ό,τι δεν βλέπουμε άμεσα σε αυτόν τον καθρέπτη.
Κάτι τέτοιο ωστόσο από την άλλη, μπορεί να είναι η επιθυμητή και νόμιμη ιδιοσυστασία της ποίησης, αλλά σήμερα τα πράγματα, δυστυχώς, είναι λίγο διαφορετικά για ένα αναπάντεχα μεγάλο ποσοστό των ενδιαφερομένων.
Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες ενός αφόρητου συντηρητισμού και μικροκαρριερισμού που διαπνέει τα λογοτεχνικά στρώματα, και φυσικά μιας κατακόρυφης πτώσης του επιπέδου της συγγραφής και του εκφράζεσθαι.

Φαντάζει η συντριπτική πλειοψηφία των ποιητών, "καθιερωμένων" ή μη, ποιητικιζόντων και "ποιητών" σαν να έχει προκύψει από κάποια ρηχά shows "ταλέντων" τηλεοπτικών διαγωνισμών και να συμπεριφέρεται με συναρμόζοντες προς αυτά τρόπους.

Μια απερίγραπτη διανοητική μονοτονία και φιλαυτία όπως επίσης και ένας σχεδόν ψυχοπαθολογικός φόβος για τις προσωπικές καρριέρες διακατέχει τον "πνευματικό" κόσμο των 200 - 300 ατόμων που ασχολούνται ενεργά με την ποίηση στην Ελλάδα.

Παρωχημένες γραφές, κακίστη τεχνική, γλώσσα φλατ και μονόπλευρη των 250 λέξεων όλων κι όλων, παλαιο-beatnik ή παλαιοφαντασιακή νοοτροπία για κύκλους και εποχές που απλά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν σήμερα και δεν υφίστανται οι όροι για να υπάρξουν και σήμερα, άμετρος ατομικισμός και έλλειψη οράματος, στενοί ορίζοντες, αφόρητη μικροαστική νοοτροπία και παρείστικες ατμόσφαιρες υποβαθμισμένης πνευματικής ποιότητας, άγχος και πανικός για την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη δημιουργία "ονόματος" (λες και αυτό θα ήταν δυνατόν να επισυμβεί σε 300 άτομα και λες και  κάθε άνθρωπος δεν είναι έτσι κι αλλιώς γνωστός σε 300 άτομα, χωρίς να αναγκάζεται γι' αυτό να χάνει την αξιοπρέπειά του παριστάνοντας τον "ποιητή"), πάθη και μίση, κολακείες και ίντριγκες, εξαλλότητες, συμπάθειες, δημόσιες σχέσεις και αλληλοϋπονομεύσεις, φανατισμοί και τσακωμοί, όλα αυτά τα θαυμαστά από πολλούς συγγραφείς συμπληρώνονται καταλλήλως και από έναν απαίδευτο, ερασιτεχνικό και ημιμαθή εκδοτικό κόσμο που στην κυριολεξία έχει στηθεί στο πόδι στην Ελλάδα και στη βάση καθαρά της μικροαστικής παρέας και του ούζου στην καλοκαιρινή ταβέρνα.

Λίγοι νοιώθουν την ανάγκη να εκφράσουν ένα κόσμο μέσα από την ποίηση, οι περισσότεροι αναλώνονται στο να γίνουν αναγνωρίσιμοι μέσα στον υπάρχοντα κόσμο.

Ελάχιστοι νοιώθουν την ανάγκη ΝΑ ΚΑΘΗΣΟΥΝ ΣΟΒΑΡΑ να ασχοληθούν με την ποίηση· οι περισσότεροι καίτοι υποτίθεται ότι την συγγράφουν, μεριμνούν μόνο για το πώς θα ασχοληθούν οι άλλοι μαζί τους.

Ελαχιστότατοι δε, μπορούν να κατανοήσουν πως η τεχνική, η αισθητική και η καλλιέπεια της μορφής δεν είναι κάτι στην ποίηση που θα μπορούσε και να ...μην υπάρχει (ή αν μας ζορίζει και πολύ προτείνουμε και κάποιο σόφισμα της κακιάς ώρας για να το ..."καταδικάσουμε") αλλά Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ. 
Δεν θα είχε νόημα σε αυτή την περίπτωση να διαβάζουμε περιεχόμενα που θα μπορούσαν να είναι γνώσιμα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και διαδικασία, αν δεν είχαμε την μορφική τροποποίησή τους και κατά συνέπεια τη θεματική προέκταση και διεμβάθυνσή τους προς κάτι "άλλο" μέσα από την ποίηση. 
Ακόμα δε πιο ελάχιστοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν πως η ισοπεδωμένη και παντελώς νηπιώδης χρήση των "ελληνικών" των 250 ή και 500 λέξεων  δεν συνιστά φυσικά ποίηση αλλά τεκμήριο αλαλίας και ρηχότητας.
Είναι τραγικό ακόμα να διαβάζει συνεχώς κανείς στίχους όπου οι γράφοντες φαντάζουν να μην υποψιάζονται πως θα μπορούσε να υπάρξει στη σύνταξή τους και κάτι περισσότερο από το πλέον πρωτογενές σχήμα του "υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο" (για δευτερεύουσες προτάσεις κλπ. και πιο περίτεχνες συντάξεις ας μην το συζητάμε καλύτερα...).

Είναι ακόμα τραγικότερο ίσως να διαβάζει κάποιος την ίδια και την ίδια θεματολογία από πολλούς, "κολλημένη" 50 χρόνια τουλάχιστον πίσω. Και όλα αυτά βέβαια σε ολιγόστιχα (πού να κάθεται να γράφει κανείς...) αποφθεγματικά κατασκευάσματα, στα οποία το νόημα που "εκβιάζεται" είναι τόσον τετριμμένο ή χιλιοειπωμένο ή όχι και τόσο καλά συναρτώμενο με τον εαυτό του ("κάπου χάνει" ή το νόημα είναι αδέξιο), ώστε περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ενίοτε  η ανάγνωση ενός τιμοκαταλόγου καταστήματος υαλικών παρά τα "ποιήματα".

Είναι σαφές τουλάχιστον για όσους δεν έχουν αποβλακωθεί εντελώς από την μωροφιλοδοξία και το κυνήγι της αναγνώρισης σε άδεια γήπεδα και εν ου παικτοίς, πως αυτή η επί μακρόν βαθειά αλλοτριωτική διαδικασία και αποξένωση της ποίησης από την ουσία της και η μετατροπή της σε κάτι που μοιάζει με ποίηση αλλά δεν είναι, έχει επίσης δημιουργήσει και έναν νέο "ανθρωπολογικό" τύπο.

Ο άνθρωπος που γράφει σήμερα (και μιλάμε φυσικά για την πλειοψηφία και όχι για τις εξαιρέσεις ) δεν καταλαβαίνει "χριστό". Σίγουρα δεν ζει σε αυτόν τον κόσμο, αλλά το δυστύχημα δεν είναι τόσο αυτό, όσο στο ότι φαντάζει να μην ζει σε κανέναν κόσμο απολύτως! Είναι αεροστεγώς κλεισμένος στον εαυτό του και στις φαντασιώσεις "αποδοχής" (ας είναι καλά το ...facebook).

Πώς θα προτείνει ένας τέτοιος άνθρωπος έναν κόσμο, καινούργιο, όπως μονάχα η ποίηση μπορεί να κάνει;

Πώς μπορεί να καταλάβει ότι η ποίηση δεν είναι οι εντυπώσεις της μικροιδιώτευσης και μικροιδιωτείας του;

Πώς είναι δυνατόν να μπορέσει αυτός ο άνθρωπος να γράψει ένα ποίημα ή έστω μια πρόταση, όπου να υπάρχει όντως ΚΑΤΙ  για να διαβάσει κάποιος, κάτι σε κάθε περίπτωση που να αξίζει τον χρόνο τον οποίο ξόδεψε για την ανάγνωση του;
Και οι λέξεις, μια έτσι κι αλλιώς πονεμένη ιστορία για τους ποιητές στην Ελλάδα που κάποτε τους οδηγεί κιόλας να τις ...μισούν  (όπως ακριβώς είναι λογικό να μισούμε τους κινητήρες ενός αεροπλάνου εφ όσον χάριν σε αυτούς το αεροπλάνο πετάει!), να μην σωριάζονται τήδε κακείσε στους στίχους και χωρίς μελέτη της ηχορυθμικής τους και, επιτέλους, να μην σκοντάπτουν η μία πάνω στην άλλη σαν τερατογλωσσίες αμηχανίας και αδεξιότητας,  αλλά να τίθενται όσο το δυνατόν πιο άρτια από σύνολη και συνδυασμένη εννοιομορφική άποψη;

Αλήθεια ..πώς κατάντησε η ποίηση "ό,τι να' ναι";

Πού βρέθηκε όλος αυτός ο κόσμος που γράφει (τρόπος του λέγειν, γιατί ...βαριέται κιόλας· ας είναι καλά η παρωχημένη μόδα των ..ιαπωνικών "χαϊκού" που μπορεί να γράψει και ένα οχτάχρονο παιδί!) και συμπεριφέρεται σαν να έχει γράψει τουλάχιστον την "Θεία Κωμωδία" του Dante Alighieri;

Από πότε ασχολείται αυτός ο κόσμος με την ποίηση; πού διδάχθηκε αυτά τα τραγικά ελληνικά χωρίς τίποτε το τραγικό, ή από τους τραγικούς, μέσα τους; 

Πού βρίσκει κάθε τρεις και λίγο χιλιάδες ευρώ -σε καιρούς κρίσης μάλιστα- για να τυπώνει; πώς βρίσκει τόσο χρόνο από την ζωή του για να τρέχει από εδώ κι εκεί και -στην ουσία- να παρακαλάει μέσω των "δημοσίων σχέσεων";

Και προσέξτε δεν μιλάμε για τυχάρπαστους συγγραφείς και θαμώνες του "λογοτεχνικού" facebook μόνο, αλλά και για ποιητές -υποτίθεται- που εκδίδουν (έκδοση βιβλίου: το μεγάλο βλαχοφετίχ εν Ελλάδι!), τρέχουν σε αυτές τις απίστευτης βλακείας λογοτεχνικές εκδηλώσεις που συνιστώνται καθαρά πάνω στην θεωρητική βάση του "ό,τι θυμούνται χαίρονται", καθώς και σε "απαγγελίες" ποιημάτων και εκφωνούν "πολιτιστικά" ή παλαιοbeatnik λογύδρια, κλπ. κλπ.

Οι λόγοι αυτής της σημερινής κατάστασης σίγουρα είναι πολλοί και βαθείς μέσα στό χρόνο. Μια τέτοια σχεδόν ανθρωπολογικού τύπου μεταμόρφωση προς το χειρότερο και όχι απλά μια συλλογική συγγραφική παρακμή, έχει να κάνει ασφαλώς με το γεγονός πως ένας κόσμος ήδη πεθαίνει, και ο νέος κόσμος ακόμα δεν έχει φανεί. Κατά συνέπεια όλες οι παλαιού τύπου λογοτεχνικές μορφές και ανθρώπινες φιγούρες απέμειναν ως φαντάσματα να γυροφέρνουν στους ίδιους γνώριμους τόπους ενός κόσμου που δεν υπάρχει πλέον...

Σε αυτό το μεταίχμιο, οντολογικό, κοινωνικό, πολιτικό, σύνολο πανυδρογειακό. όπου ανθρώπινες ζωές  και φαντασιώσεις συνθλίβονται και ο,τιδήποτε θεωρείτο αυτονόητο και λελογισμένο πολύ απλά παύει να είναι τέτοιο, υπόσταση και μέλλον σε αυτή την σκληρή δουλειά, την ποίηση, μπορεί να έχουν μόνο οι αφοσιωμένοι "ιερείς", ή ακόμα καλύτερα οι ιεροφάντες της (με την αρχαϊκή και αρχαία έννοια) στον ναό της γραφής τους και όχι σε παραποιητικές και εξωποιητικές διαδικασίες.

Με μια παραδοξότητα ωστόσο (που πάντα ισχύε έτσι κι αλλιώς) για έναν "ιερατικό" χώρο:

τα κάθε λογής "ποίμνια", "ποιμένες" και σίγουρα οι κακοχτισμένες "εκκλησιές" τους προορίζονται, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, να εξαφανιστούν.