Tuesday, November 27, 2012

MARCEL TYBERG: "Symphony No.3 In D Minor" (1943)

Σίγουρα μια από τις πιο ποιοτικές και εντυπωσιακές συμφωνίες του 20ού αιώνα από τον πολύ ταλαντούχο Αυστριακό συνθέτη Marcel Tyberg (1893 - 1944). Αναρωτιέται κανείς ποια θα μπορούσε να υπάρξει η πορεία αυτού του ανθρώπου κατά την μεταπολεμική περίοδο, αν δεν είχε συλληφθεί από τους ναζί επειδή ήταν κατά το ...1/16 Εβραίος (αν είναι δυνατόν· από αυτό και μόνο μπορεί να καταλάβει κανείς την αντισημιτική ψυχοπαράνοια των ναζί) και δεν είχε εκτοπισθεί στο Auschwitz-Birkenau όπου και είχε τραγική κατάληξη.

Ο Tyberg σίγουρα  δεν ήταν ένας τυχαίος συνθέτης. Υπήρξε ένας από τους πιο καταρτισμένους μουσικούς της εποχής του, εξέχων βιολιστής και με εξαιρετικές συνθετικές ικανότητες έτσι όπως φαίνονται και διαπιστώνονται πέρα από κάθε αμφιβολία, τόσο στην μία από τις τρεις συνολικά συμφωνίες του που έχει ηχογραφηθεί μέχρι σήμερα, όπως επίσης και στο Piano Trio που συνηχογραφήθηκε μαζί με την περι ης ο λόγος Τρίτη Συμφωνία του, από την Φιλαρμονική Ορχήστρα τοy Buffalo.

Φίλος του μεγάλου μαέστρου Rafael Kubelik, ο οποίος και διηύθυνε την Czech Philharmonic Orchestra στην πρεμιέρα της δεύτερης συμφωνίας του συνθέτη στις αρχές της δεκαετίας του 3ο, εγκαταστάθηκε κατά το έτος 1927 στην Abbazia (απ'όπου και η εικόνα στην αρχή του κειμένου), μια γραφική και πανέμορφη πόλη στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας και  ανάμεσα στα ιταλικά και τα γιουγκοσλαβικά σύνορα,  ως προσκεκλημένος σολίστ της εκεί Συμφωνικής Ορχήστρας. Ταυτοχρόνως έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο στις τοπικές εκκλησίες, παρέδιδε μαθήματα μουσικής και ακόμα συνέθετε popular μουσική με ψευδώνυμο για να συμπληρώνει τα προς το ζην.

Δυστυχώς, η ναζιστική παράνοια, όπως προελέχθη στην αρχή του κείμενου δεν τον άφησε να συνεχίσει την λαμπρή πορεία του και στον κόσμο της σύνθεσης.

Πάντως, προκαλεί ομολογουμένως μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένας τέτοιος συνθέτης άργησε υπερβολικά να ανακαλυφθεί από τον κόσμο της μουσικής. Επί σχεδόν 60 χρόνια το όνομά του πολύ απλά δεν υπήρχε για τους ακροατές και τους γνώστες της κλασσικής μουσικής ! Και παρ'όλ'αυτά έχουμε μέχρι στιγμής όλη και όλη μόνον μία ηχογράφηση που περιέχει τα δυο προαναφερθέντα έργα του και η οποία πραγματοποιήθηκε μόλις το έτος 2008 (!) με την συνεργασία του παλαιού φίλου του συνθέτη Dr. Mihich, του Foundation for Jewish Philanthropies και της μαέστρου JoAnn Falletta της Συμφωνικής Ορχήστρας του Buffalo.

Η Τρίτη Συμφωνία του Marcel Tyberg κάνει ευθύς εξ αρχής φανερές τις αναφορές σε Wagner και Bruckner και ασφαλώς κατά την πορεία της χρωστάει αρκετά και στον Mahler. Ωστόσο, ο συνθέτης κατορθώνει, παρά τις ισχυρές επιρροές, να επιβάλλει τον δικό του προσωπικό "τόνο" και να δημιουργήσει στην κυριολεξία ένα αριστούργημα.

Μόνο και μόνο γι' αυτή τη Συμφωνία (ενώ περιμένουμε με ανυπομονησία την ηχογράφηση για πρώτη φορά επίσης και των προηγουμένων δυο Συμφωνιών του), ο Tyberg αναμφίβολα κερδίζει επάξια τον χαρακτηρισμό ως ενός από τους πιο λαμπρούς συμφωνιστές του 20ού αιώνα.

Μπορείτε να ακούσετε από το player δεξιά το πρώτο μέρος της Τρίτης Συμφωνίας του Marcel Tyberg (Andante maestoso - Solenne sostenuto) και να καταλάβετε γιατί όλοι οι ακροατές της κλασσικής μουσικής που γνωρίζουμε περί του συνθέτη, περιμένουμε πώς και πώς να γίνουν επιτέλους και οι ηχογραφήσεις των υπολοίπων έργων του!

Απλά ανεπανάληπτη! Και για μένα προσωπικά είναι η καλύτερη συμφωνία που έχω ακούσει εδώ και αρκετό καιρό.

Στη φωτογραφία που παρατίθεται  μόλις κάτω, ο συνθέτης έχοντας ήδη συλληφθεί από τους ναζί.




Sunday, November 11, 2012

Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ


Η ποίηση από την φύση της είναι ένα μάλλον υπερ-ταξικό φαινόμενο γραφής με την έννοια πως ο ποιητής ανεξάρτητα από την οικονομική τάξη στην οποία ανήκει (και σύμφωνα βέβαια με ένα δεδομένο θεωρητικό σχήμα που πολλές φορές παραβλέπει πως το κακό δεν είναι η μικροαστική οικονομική θέση αλλά η μικροαστική συνείδηση) έρχεται με την ίδια του την πράξη της ποιητικής δημιουργίας ως τέτοια να αρνηθεί, θα έλεγε κανείς, τον μηχανισμό της εκμεταλλευτικής κοινωνίας στο βαθμό μάλιστα που η ποίηση παραμένει έως σήμερα η πιο βαθειά αντικοινωνική και αντιπαραγωγική (με οικονομικούς και υπεραξιακούς όρους) διαδικασία:  ένα καθαρό λουλούδι του πνεύματος μέσα στον βαλτότοπο της φαντασιωτικής δυστυχίας των wannabe διευθυντών και των επιδεικνυομένων "ταλέντων" των λογοτεχνικών  reality  show (όρα ...social media).

Από αυτή την άποψη, η ποίηση μακράν απέχοντας από το να "συμφιλιώνει" τις κοινωνικές τάξεις, εν τούτοις τις υπερβαίνει προς όφελος ενός "πνευματικού κομμουνισμού" (για να θυμηθούμε τις μεγαλοφυείς προ-οράσεις ενός Hölderlin), μιας κοινοκτημοσύνης δηλαδή του πνευματικού αγαθού που στις ισχύουσες συνθήκες της εκμεταλλευτικής κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι διαμεσολαβημένη από τους χίλιους δυο "μεσάζοντες" που επιστρατεύει το άρχον μέρος της κοινωνικής πυραμίδας για να ελέγχει την πνευματική παραγωγή: κριτικοί, παρατρεχάμενοι, εκδότες, περιθωριοποιημένοι σε λογοτεχνικά έντυπα δημοσιογράφοι και αναστενάζοντες από συγκίνηση φιλότεχνοι και "θεωρητικοί" της τέχνης, όλος ο υπερτροφικός παρασιτικός εσμός των λαθροβιούντων (εξαιρουμένων φυσικά των φωτεινών και ενίοτε πολύ φωτεινών εξαιρέσεων) από την στιχική γραφή προσπαθεί να βρει μια θέση κάτω από τον ήλιο της λογοτεχνίας, ανοίγοντας διάπλατα ωστόσο για αυτό το παράθυρο στο σκοτάδι του πιο ωμού και βάρβαρου εκμεταλλευτικού βορβόρου καθώς και της σηπόμενης ανθρωπολογικής επικράτειας ενός παρακμάζοντος καπιταλισμού.

Αυτή η κοινοκτημοσύνη ωστόσο του πνευματικού αγαθού, που ανεξάρτητα από τις προθέσεις ενός ποιητή εμπεριέχεται αντικειμενικά μέσα στο ποιητικό αποτέλεσμα,  είναι ό,τι πιο αντι-μικροαστικό από την φύση του, γιατί πολύ απλά, κάθε έννοια μικροϊδιοκτησίας, ιδιοχρησίας και ιδιοτέλειας φαντάζει προς αυτό τόσο ξένο όσο και η ίδια η ποίηση προς τις αποκτηνωτικές δομές ενός εκμεταλλευτικού συστήματος.

Γι' αυτό ακριβώς προκαλούν πάντοτε θυμηδία στους πιο συνειδητοποιημένους από τους ποιητές και αναγνώστες τα μαζικοποιημένα φαινόμενα μικροκαρριερισμού και ιδιωτείας που συντρέχουν την πνευματική παραγωγή της ποίησης, ιδιαίτερα από το ξέσπασμα της Βιομηχανικής Επανάστασης στον 19ο αιώνα έως σήμερα.

Η οριστική αποκοπή και ο απογαλακτισμός του ποιητή από προστατευόμενο είδος στην αυλή κάποιου ηγεμόνα και η προσπάθεια μετατροπής του σε πνευματικό υπάλληλο και εξωραϊστή της νεωτερικότητας του πιο προχωρημένου και  αποφασισμένου καπιταλισμού στην Δυτική Ευρώπη δεν απέδωσε αυτά που ακριβώς περίμενε το πλέον μορφωμένο τμήμα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης: 
εν πολλοίς ο ποιητής, στο βαθμό που είναι πραγματικός, καλός, ουσιαστικός ποιητής και όχι πνευματικός κλόουν, παρέμεινε ένα συχνά απρόβλεπτο, και όχι σπάνια, ανατρεπτικότατο φαινόμενο. Ο λόγος γι' αυτό είναι βέβαια η ίδια η "αναρχοκομμουνιστική" φύση κάθε πραγματικής  ποίησης (ακόμα και αν ο ποιητής εμφορείται από συντηρητική ή αντιδραστική ιδεολογία).

Γιατί ο ποιητής όταν γράφει είναι πραγματικά ελεύθερος και με την (πολύ ουσιαστική) πρόφαση του "ποιητικού" μπορεί να τοποθετήσει πανίσχυρες "βόμβες" στα θεμέλια μιας απάνθρωπης-εκμεταλλευτικής κοινωνίας καθώς και στα ταμπού της, ηθικά, θεολογικά, κοινωνιολογικά και οικονομολογικά.

Από εκεί και πέρα η ενσωμάτωση της γραφής και του ποιητή στους σκοπούς μιας άρχουσας τάξης μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την λυσσασμένη παρέμβαση και προπαγάνδα όλου εκείνου του παρασιτικού εσμού των κριτικών, εκδοτών και των μικροθεληματιών  που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Το δόλωμα εδώ είναι ορατό: η υπόσχεση μιας καρριέρας και ενός "κύρους" ανάμεσα σε άλλα "ψάρια"(αναγνώστες που θέλουν να γίνουν ποιητές κάποια στιγμή ή ζουν με την ελπίδα πως θα γίνουν αποδεκτοί στον έτσι κι αλλιώς περιορισμένο μικρόκοσμο των παρα-ποιητικών πραγμάτων) οι οποίοι με τη σειρά τους χρησιμοποιούνται ως δόλωμα και αλιείς ταυτόχρονα ο ένας για τον άλλον.

Σήμερα , σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης και αγωνίας του παγκόσμιου καπιταλισμού η μικροαστικότητα στη γραφή και το "φαίνεθαι" ενός ποιητή, ως μαζικό φαινόμενο, όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει, αλλά θα έλεγε κανείς πως όσο ο καπιταλισμός παραπαίει και η μικροαστική τάξη ασμένως προλεταριοποιείται, τόσο πιο πολύ οι έξαλλες χίμαιρες για "ποιητική καρριέρα" αυξάνονται και μαίνονται στους ενδιαφερόμενους. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα social media ( facebook, twitter, κλπ.) για να καταλάβει για τα καλά  τι σημαίνει εκπόρνευση της ποιητικής δραστηριότητας και εξευτελισμός κάθε έννοιας πνευματικότητας.  
Εκεί, και καταμεσής ενός περιβάλλοντος που όχι μόνο για έκθεση ποίησης δεν θα προσφερόταν αλλά ούτε καν για τα περίφημα ιδιόχειρα "σημειώματα στο μπακάλη" του βιογράφου (τα οποία συνιστούν βέβαια και το ακρότατον άκρον της παράνοιας της φετιχιστικής αλλοτρίωσης του ποιητικού φαινομένου) παρατηρεί κανείς με απορητική θλίψη το ΤΡΑΓΙΚΟ θέαμα ποιητών και "ποιητών" να αναλώνονται  με ό,τι πιο ηλίθιο και σαχλαμαρίστικο μπορεί να φανταστεί κανείς. 
Είναι ακόμα πιο τραγικό να τους βλέπεις να απλώνουν τα εξώφυλλα των βιβλίων τους , αν υπάρχουν, στην σελίδα τους όπως οι μικροπωλητές που απλώνουν τις πραμάτειές τους στον πάγκο τους και περιμένουν τον πελάτη (για να μη χρησιμοποιήσουμε κάποια πιο ωμή και ενδεχομένως πιο ακριβή μεταφορά όσον αφορά τον όρο "πελάτη"). Είναι δείγμα προχωρημένης σήψης να τους βλέπεις να κάνουν τον κλόουν με βιντεάκια και αστειάκια για να "διασκεδάσουν" το κοινό των "likes" (για να ανταποδώσει κανείς μόνο και μόνο τα likes σε αυτή την ιδιότυπη σχέση virtual δούναι και λαβείν, θα πρέπει να ξοδεύει ώρες επί ωρών! τι να κάτσεις να γράψεις ύστερα από μια τέτοια τόσο βαθειά απ-ανθρωποποιημένη και αλλοτριωτική διαδικασία; και οι ολίγοι στίχοι που με το ζόρι θα βγουν θα περιγράφουν τι; για φανταστείτε το... και διόλου τυχαίο που όταν τελικώς ξεστομίζουν τους ολίγους ξέμπαρκους στίχους τους, έχει την εντύπωση κανείς πως τους έμεινε ως "κουσούρι" να απευθύνονται ακόμα και μέσω της ποίησης σε ...πλήθη· η όλη παραδηλωτική της γραφής τους είναι καθαρά απευθυντική όχι σε ένα υγιές ποιητικό και φαντασιωτικό alter ego-ιδανικό αναγνώστη, αλλά στην φανταστική και εξιδανικευμένη προβολή των "likes"-θαμώνων ψευδοακολούθων μέσα στο μυαλό τους).

Είναι ακόμα πιο τραγική θα έλεγε κανείς η αφόρητη μικροαστική επιδίωξη για την πρόσκτηση και επιβολή μιας "καρριέρας" στα ποιητικά. Δεν έχει σημασία αν οι ενδιαφερόμενοι αδυνατούν να κατανοήσουν ακόμα (και προφανώς δεν θα το κατανοήσουν ποτέ) πως ένας ποιητής δεν "κρίνεται" σχεδόν ποτέ στο καιρό του και από τους συγχρόνους του, αλλά πολύ αργότερα (και πολλές φορές περνάνε και  αρκετές γενεές ώσπου να λάβει τη θέση που του αρμόζει ή αξίζει στη λογοτεχνία). Κανένα νόημα, ακόμα, δεν έχει γι' αυτούς, αν το κοινό των "likes" θα τους ξεχάσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σε περίπτωση που αμελήσουν για δυο εβδομάδες, ας πούμε, να αναρτήσουν κάποιο βιντεάκι ή αστειάκι ή κάποιο ολιγόστιχο κατασκεύασμα που τρεμοσβήνει κατά κανόνα στα όρια ενός "ιδιωτικού οράματος" για την ποίηση.

Σημασία έχει ένα: πως η ποίηση μπορεί και επί μακρόν ακόμα να "επιτρέψει" τον κακό εαυτό της, ποτέ όμως τον ανεπανόρθωτα πλέον αλλοτριωμένο εαυτό της. Πράγματι, ένας κακός ή άτεχνος ποιητής έχει δυνάμει ή θεωρητικά την ικανότητα να εξελιχθεί σε καλό ποιητή, αν καθήσει και δουλέψει υπεύθυνα  και συστηματικά και αξιοποιήσει το όποιο ταλέντό του αν υπάρχει.
Ένας ποιητής όμως που κατέληξε "διασκεδαστής" έχει διαβεί πλέον τον Ρουβίκωνα που διαχωρίζει την ίδια την πρωτογενή φύση της ποίησης από τα επιγενόμενα περιττώματα της παραγωγικής διαδικασίας της και είναι δύσκολο να "γυρίσει πίσω".

Και αν κάποια στιγμή η προχωρημένη σήψη αυτού του κόσμου παραχωρήσει την θέση της σε έναν νέο, πιο υγιή κόσμο, τότε οι επερχόμενες γενεές θα έχουν και στο πεδίο της λογοτεχνίας -ανάμεσα σε άλλα- πολλή δουλειά ώσπου να "καθαρίσουν" πλήρως όλη αυτήν την υπερσυσσωρευμένη και υπερεκχειλίζουσα σε περιττούς και άπρεπους καιρούς  κόπρο του Αυγεία. 
 
 

Monday, November 5, 2012

GEORGE ROCHBERG: "Symphony No.2" (1955-56) , "Symphony No.5" (1984-85)

Ο George Rochberg είναι από τους συνθέτες εκείνους που όσο περισσότερο ακούει κάποιος μια (μεγάλη ή αρκετή) ποσότητα από το έργο του, τόσο περισσότερο "εθίζεται" στον ήχο και την συνθετική αντίληψή του.
Πάρα πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, σίγουρα, για την μουσική του 20ού αιώνα, μιας και ο συνθέτης υπήρξε από εκείνους που καίτοι είχαν το σημείο της αφετηρίας τους στον δωδεκαφθογγισμό της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, εν τούτοις απεφάσισαν κάποια στιγμή να τον αφήσουν προς κάτι άλλο. Αυτό το "άλλο" για πολλούς μπορεί να ήταν η κλασσική τονική γραφή, για άλλους μια καθαρή ή πρώιμη avant-garde, για τον Rochberg όμως υπήρξε μια προσπάθεια συνταιριασμού και συνήχησης του σειραϊσμού με την τονικότητα. 
Επιχείρησε δηλαδή να βρει μια "σύνθεση" ανάμεσα στην κληρονομημένη από το παρελθόν και την νέα μουσική των προχωρημένων αρχών του 20ού αιώνα έτσι όπως την ώρισε ο Arnold Schoenberg και οι συν αυτώ.

Γεννημένος στο New Jersey το 1918, υπήρξε μαθητής του μεγάλου μαέστρου Georg Szell και μετά από μια συνεπή πορεία στην σειραϊκή μουσική με ιδιαίτερα ποιοτικές συνθέσεις , έκανε για πρώτη φορά φανερή σε έργα του όπως το "Κουρτέττο Εγχόρδων Νο.3 " (ένα πραγματικό αριστούργημα) την χρήση καθαρά τονικών περασμάτων σε μια εκλεκτική μείξη με το σειραϊσμό.

Θεώρησε και αυτός -ακολουθώντας το δίλημμα και το προβληματισμό που επέφεραν η νέα μουσική της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης- πως ο δωδεκαφθογγισμός επέκτεινε μεν με πολύ δημιουργικό τρόπο τους ορίζοντες της κλασσικής μουσικής, το αντίτιμο ωστόσο γι' αυτό ήταν να μην επιτρέπει την έκφραση βάθους συναισθήματος όταν αυτή είναι επιθυμητή, πράγμα που είναι ή θεωρείται πολύ καίριο, ως δυνατότητα επιλογής τουλάχιστον, για τη μουσική σε σχέση με άλλες τέχνες έτσι κι αλλιώς. 

Προσωπικά δεν συμφωνώ με όσους αναλώνονται στο να  ανιχνεύουν και να εντοπίζουν "πλεονεκτήματα" και "μειονεκτήματα" στην ηχητική της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, γιατί κάτι τέτοιο παραβλέπει σαφώς την υφή της αναγκαιότητας αυτής της μουσικής που ξεπερνά μια απλή μουσική αναγκαιότητα: η δωδεκατονική τεχνική δεν είναι απλά ένα "άλλο στυλ" ή μια "πιο νέα μουσική" για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, αλλά συνιστά ένα στην ουσία ανθρωπολογικό άλμα, πέρα από το μουσικό-συνθετικό. 
  
Η τονικότητα στη μουσική (στην οποία είναι συνηθισμένο το ανθρώπινο αυτί εδώ και αιώνες), συναρμόζεται ηχητικά και συνταιριάζει,  θα μπορούσαμε να πούμε, με τον τρόπο που σκέφτεται και αισθάνεται ο άνθρωπος στην πιο τυπική και δεδομένη γκάμα της εκφραστικής και των συναισθημάτων του.  
Ο συνθέτης ωστόσο που δημιουργεί ένα δωδεκατονικό έργο, δεν τα καταργεί όλα αυτά, όπως συχνά εκλαμβάνεται έτσι από διάφορους άπειρους ή περιστασιακούς ακροατές, αλλά αρχίζει και σκέφτεται και αισθάνεται διαφορετικά ο ίδιος ως άνθρωπος της ανθρωπότητας μέσα από το συγκεκριμένο έργο του, κάτι που είναι πολύ πιο πέρα από το να δημιουργεί απλά ένα "διαφορετικό" έργο. Δεν έχουμε εδώ συνεπώς απλά μια άλλη μουσική έκφραση, αλλά έναν άλλο δρόμο για να προσλαμβάνει κάποιος  τον κόσμο  , και, ακόμα, έναν άλλο τρόπο π.χ. να εκφράζει -και μιλώντας σε επίπεδο των πιο πρωτογενών συναισθημάτων- την χαρά και την λύπη μέσω της μουσικής, πράγμα που αναμφίβολα συνιστά μια ανθρωπολογική διέξοδο προς κάτι που και σήμερα ακόμα παραμένει μη πλήρως γνωστό ή προσβάσιμο στην ανθρώπινη αντίληψη!

Όπως και να έχει όμως, ο Rochberg θέλοντας να υπερβεί τους νέους περιορισμούς που επέφερε η απελευθέρωση των δυνατοτήτων  του σειραϊσμού (και αυτό σίγουρα είναι μια αντίφαση: η νέα μουσική κάποτε μπορούσε να καταστεί πολύ πιο "δογματική" απ' όσο η παλιά, αρκεί να θυμηθούμε εδώ την απόλυτα περιφρονητική στάση ενός Pierre Boulez προς ο,τιδήποτε δεν ήταν σειραϊκό στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου), χρησιμοποίησε την σειραϊκή τεχνική με εντελώς ασυνήθιστες για τα δεδομένα των δωδεκαφθογγιστών και των σειραϊστών ενορχηστρώσεις, οι οποίες προσωμοίαζαν, είναι αλήθεια, κατά πολύ  περισσότερο στην "κλασσική" ενορχήστρωση και με τον όλο αυτόν  συνδυασμό να προκύπτει ανά στιγμές εκρηκτικός!

Η "κλασσική" ενορχήστρωση πάνω στη σειραϊκή αντίληψη και μέθοδο στην οποία προέβη ο συνθέτης, υπήρξε μια ευρεσιτεχνία το λιγότερο ιδιοφυής. Ο ίδιος ο Rochberg μιλώντας κάποτε γι' αυτό, τόνισε πολύ σωστά  -και η διαπίστωσή του δείχνει το βάθος και το περιέχομενο του ως καλλιτέχνη- πως ο δωδεκαφθογγισμός υπήρξε για τη κλασσική μουσική, ότι η αφηρημένη ζωγραφική για την αναπαραστατική ζωγραφική.

Τηρουμένων πολλών, είναι αλήθεια, αναλογιών συμβαίνει έτσι, αν λάβουμε  υπ' όψη πως αναγκαζόμαστε να προσδώσουμε για την περίσταση και έστω για μια περίοδό της τον όρο "αναπαραστατική" στην πλέον αφηρημένη των τεχνών όπως είναι η μουσική .

Κατά συνέπεια, η όλη προσπάθεια του Αμερικανού δημιουργού συνιστά πρώτα σύνθεση τεχνοτροπιών και διαφορετικών ηχητικών κόσμων και μετά σύνθεση μεμονωμένων έργων.

Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν έλεγα πως ΟΛΑ τα έργα του είναι σε σταθερά πολύ υψηλό, απλησίαστο για πολλούς, επίπεδο. 
Ας θυμηθώ επί παραδείγμασι, το απίστευτο "Imago Mundi", τα πανέμορφα Κουαρτέττα Εγχόρδων του που συνδυάζουν με αναπάντεχο τρόπο τις σειραϊκές με τις μπετοβενικές δομές, το Οκτέττο του "A Grande Fantasia", τιςέξι Συμφωνίες του που είναι βέβαια αριστουργήματα και μπορεί να αποτελέσουν μια πραγματική εμπειρία για όποιον θελήσει να εντρυφήσει σε αυτές, και άλλα πολλά έργα του.

Διάλεξα να ασχοληθούμε εδώ με δύο από τις Συμφωνίες του George Rochberg, έχοντας συγκεκριμένους λόγους στον νου μου.

Στην αρχή ακούγεται το πρώτο μέρος από την Δεύτερη Συμφωνία του (1955-56) και μετά ακούγεται ολόκληρη η Πέμπτη Συμφωνία του (1984-85).

Η Δεύτερη Συμφωνία είναι έργο καθαρά της δωδεκαφθογγικής-σειραϊκής εποχής του Rochberg και απλά, προσέξτε την ενορχήστρωση! Δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος πως μια τέτοια τολμηρή κίνηση όσον αφορά μια σειραϊκή δομή επιτελείται με τόση άνεση και ευχέρεια!

Και είναι τόλμημα πραγματικά, γιατί το να προσδώσεις βαθύ, κλασσικό και συμφωνικό ήχο σε μια σειραϊκή σύνθεση, απαιτεί να είσαι ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ συνθέτης, ΓΝΩΣΤΗΣ της ουσίας της τέχνης και όχι μόνο της μουσικής, και ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ σε αυτό που κάνεις!

Κάτι τέτοιες κινήσεις τεράστιας σημασίας για την σύγχρονη τέχνη άλλωστε δεν προκύπτουν αυθόρμητα ή τυχαία ποτέ, αλλά μετά από εξαντλητική μελέτη και σχεδιασμό.

Η Πέμπτη Συμφωνία του, που ακολουθεί είναι έργο των χρόνων εκείνων που ο Rochberg άφησε τον μονομερή σειραϊσμό προς όφελος, όπως είπαμε , μιας σύνθεσής του με την τονικότητα.

Το αποτέλεσμα αυτού του "γάμου" είναι κάτι παραπάνω από συγκλονιστικό!

Έχω την γνώμη πως η Πέμπτη του Rochberg , είναι από τις μεγαλύτερες Συμφωνίες του 20ού αιώνα, για να μην πω, όλων των εποχών.

Αξίζει να σταθείτε ιδιαίτερα σε αυτές τις δυο συμφωνίες και να μελετήσετε περαιτέρω το σύνολο έργο μιας από τις λίγες πραγματικά συνθετικές ιδιοφυίες των σύγχρονων καιρών.