Tuesday, February 19, 2013

ΔΕΚΑ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ


1. Ό,τι κατά κύριον λόγον διαχωρίζει την ποίηση από την πεζογραφία, δεν είναι ούτε η αφηγηματικότητα ούτε η αλυσίδα της αιτιότητας, (πράγματα που στην ποίηση διευθετούνται κατ' επιλογήν, ενώ στον πεζό λόγο κατ' ανάγκην), αλλά η γλώσσα.

2. Είναι η γλώσσα που καθορίζει -και αναδραστικά καθορίζεται με τη σειρά της από- τις συνειρμικές αποχρώσεις του ποιητικού λόγου και όχι το αντίθετο, και ακόμα, είναι η γλώσσα  που μπορεί να δημιουργεί μια νέα αιτιότητα, ή μια συγχρονία των ποιητικών μορφών και σκηνών που υπερβαίνει την ευδιάκριτη αιτιότητα της καθημερινότητας ή του πεζού λόγου. Αυτό δεν είναι πάντοτε αντιληπτό από αρκετούς ποιητές, οι οποίοι πιστεύουν ότι ένας εύκολος φαντασιωτισμός ή μια αυθαίρετη ποιητικότητα, χωρίς ενδιάμεσους και μεταβατικούς συνειρμούς, χωρίς υπονοουμένες ή όχι "γέφυρες" και λογικές διεκτάσεις ανάμεσα στα μέρη της γραφής (και άλλα πολλά), μπορεί να ορίζει και ποίηση.

3. Η γλώσσα στην ποίηση δεν είναι πρωτίστως γραμματολογικό εργαλείο για τον ποιητή, αλλά μέσο για ανακαθορισμό  και ανασύσταση του κόσμου ως παράσταση και αξία παράστασης. Αυτό σημαίνει πως η φιλολογία ή ο φιλολογισμός απορρέουν κατά δεύτερο λόγο από την ποίηση και δεν την επιβάλλουν ή την καθορίζουν. Στην δεύτερη περίπτωση μιλάμε για παρερμηνεία σύγχυσης ανάμεσα σε μια επιστήμη και μια τέχνη. 
Εδώ η επιστήμη (πρέπει να) αφαιρείται από την τέχνη, όχι καθ ολοκληρίαν της δεύτερης, αλλά όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο από τους ενδιαφερόμενους.

4. Γλώσσα στην ποίηση σημαίνει πολυσημία, ετεροσημία, αμφισημία κατά το δοκούν ή κατά το επιθυμητό. Δηλαδή, ένα αντικείμενο ή μια αφηρημένη έννοια που στον καθημερινό ή πεζό λόγο προσλαμβάνει συγκεκριμένες σημασίες, στην ποίηση ενδεχομένως (αλλά και κατά το ζητούμενο) αυτό δεν ισχύει, είτε κατά βούληση είτε κατά θέση λόγου. Για παράδειγμα αν ένα "τραπέζι" δεν μπορεί να αποκτήσει και άλλες σημασίες στην ποίηση (εννοιολογικές, εν-οραματικές, αλληλοσυνδεόμενες με άλλες έννοιες),τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να βγει από τον κόσμο της πεζογραφίας και να δοκιμάσει την τύχη του στον κόσμο της ποίησης.
Στην πεζογραφία το να παραμείνει ένα τραπέζι τραπέζι, δεν είναι μεμπτό, αλλά φυσικό ή αναμενόμενο κατά τους (όχι σταθερούς και πλήρως ευδιάκριτους) νόμους της τέχνης της συγγραφής της.
Στην ποίηση όμως κάτι τέτοιο, χωρίς να είναι ακριβώς μεμπτό, συνιστά μια περιττολογία στην φόρμα (δεν χρειάζεται η ποίηση εκεί που η μονοσημία εξυπηρετείται θαυμάσια από την πεζογραφία), και όπου μια φόρμα είτε καθ' ολοκληρίαν, είτε κατά μείζονα λόγο ή κατά μέρος είναι περιττή, τότε έχουμε κακή ή μη εύκολα ανεκτή μέτρια τέχνη.

5. Το γεγονός ότι η γλώσσα στην ποίηση δεν συνιστά πρωτίστως γραμματική και συντακτική αξία, δεν σημαίνει πως η ποίηση δεν μπορεί να προωθήσει ή να υπερασπίσει νέες γραμματικές και γραμματολογικές αξίες, κατά βούληση ή κατά συγκυρία. Έχει συμβεί αρκετές φορές στην ιστορία της τέχνης, επειδή ακριβώς η ποίηση προσφέρεται όχι μόνο για αναπροσαρμογή της παράστασης του κόσμου αλλά και για την αναπροσαρμογή του λόγου, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο ή σκόπιμο. Έτσι η ποίηση, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, δημιουργεί γλώσσα.

6. Ακριβώς λόγω του μόλις παραπάνω(Θέση 5), η ποίηση δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί πάντοτε -ή και καθόλου- την πεπατημένη γραμματική ή το άτυπα "διαδεδομένο λεξιλόγιο" καθημερινής χρήσης μιας γλώσσας, όταν νοιώθει την ανάγκη να τροποποιήσει και να επεκτείνει και τα δυο. Ιδιαίτερα δε σε γλώσσες με πλούσια ιστορία και με εξέχουσα πολυμορφία όπως η ελληνική γλώσσα,  την οποία κάθε λίγο τα υπουργεία επιχειρούν να την βάλουν στο κρεβάτι του  Προκρούστη ώστε να προκύψει μία μόνο μορφή της προς χρήση, θα ήταν εγκληματική μια αδιαφορία "μη-επέμβασης" της ποίησης επί των γλωσσικών.
Η εξουσία πάντοτε έχει τάσεις ολοκληρωτισμού (και) στη γλώσσα, η ποίηση είναι πάντοτε ελευθεριάζουσα στην αντίληψη. Η εξουσία πάντα θέλει να έχει ΜΙΑ μορφή της γλώσσας που θα χρησιμοποιείται από όλους τους υπηκόους, ενώ αντίθετα η ποίηση οφείλει να τορπιλλίζει εδώ την γλωσσική μονομέρεια της εξουσίας καθώς θα ποικιλοτροπεί και πολυμορφοποιεί την γλώσσα, αξιοποιώντας ενδεχομένως όλες τις ιστορικές φάσεις και περιόδους αυτής της γλώσσας.

7. Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα η οποία είναι μοναδικό φαινόμενο ποικιλομορφίας και οβιδιακών μεταμορφώσεων μέσα στο χρόνο, ο ποιητής οφείλει να την γνωρίζει όσο το δυνατόν καλύτερα και να την χρησιμοποιεί, εάν το επιθυμεί, σε όλη της την διιστορική έκταση. 
Τα σύγχρονα ελληνικά της άνοστης, καθαρά τεχνητής ψευδο-δημοτικής του υπουργείου με τις 2000-3000 λέξεις που την πλαισιώνουν κατά κανόνα στην καθημερινή εκφορά του λόγου (στην καλύτερη των περιπτώσεων, γατί συνήθως τα modern Greek δεν ξεπερνούν τις 500 με 1000 λέξεις), δεν είναι μόνο μια απελπιστική πτώχευση της ελληνικής γλώσσας, αλλά κυρίως, μια διαστροφή της. Σκοπός μιας τέτοιας διαστροφής είναι η αποξήρανση του νου των υπηκόων, και όσον αφορά την ποίηση, η παραγωγή πανομοιότυπων ποιητών που θα τους είναι αδύνατον -μην έχοντας ούτε την γνώση , ούτε την θέληση- να γράψουν κάτι πέρα έξω απ' αυτά τα τραγικά ελληνικά. Πολλές φορές μια τέτοια αντίληψη συμπροπαγανδίζεται από τεμπέληδες ή πτωχόλαλους ποιητές που διαπρέπουν στην φαντασιωτική δυστυχία της αναμονής της μεγίστης δυνατής αναγνώρισης μέσω του ελαχίστου δυνατού ποιητικού αποτελέσματος. Λένε: "λιτότητα". Αυτό είναι παραλογισμός γιατί λιτότητα μπορεί να υπάρξει μόνο στην οικονομία και όχι σε μια γλώσσα ή μια τέχνη. Στην ποίηση ειδικά μας ενδιαφέρει το απέριττο και όχι το λιτό. Το πρώτο δεν έχει να κάνει με ποσοτικά μεγέθη αλλά με ποιοτικά. Λιτό σημαίνει πτωχό, και ως εκ τούτου δεν ενδιαφέρει την ποίηση εξ ορισμού και εξ αρχής ομηρικών επών. Λέμε επιδοκιμαστικά "είναι πλούσια γλώσσα η ελληνική"· λέμε αποδοκιμαστικά "πολύ φτωχή γλώσσα". 
Πολύ απλά, το απέριττο δημιουργεί ισορροπημένη τέχνη, ενώ το λιτό (και συνεπώς περιττό) υπηκόους και υποταγμένους ανθρώπους που έχουν ήδη αλλοτριωθεί στην απόλαυση της αυτομιζέριας τους.
Κατά συνέπεια, και συνυπολογιζομένων των μόλις άνω προλεχθέντων, όσοι είναι εθισμένοι στο να παράγουν στεγνά, αποξηραμένα και αποφθεγματικά πεντάστιχα ή δεκάστιχα ενός λεξιλογίου των 200 λέξεων που ακολουθούν πιστά τις τεχνητές ψευδο-δημοτικές των Υπουργείων, καλό θα είναι να τα αποβάλλουν στον κάλαθο των αχρήστων. Είναι περιττά.

8. Ο ποιητής δεν έχει υποχρέωση να προβάλλει ιδιωματικό λόγο· κάτι τέτοιο  πρέπει να θεωρείται ευκταίο αλλά όχι ζητούμενο. Όταν αυτό συμβαίνει όμως, ο ποιητής θα πρέπει να έχει μια ευρεία γνώση, όχι απλά "της ελληνικής", αλλά των "μορφών της ελληνικής" μέσα στο χρόνο, όπως ελέχθη και παραπάνω. Είναι άλλο πράγμα να επιχειρείς (ψευδο)ιδιωματικό λόγο από άγνοια, και άλλο από γνώση. Στην δεύτερη περίπτωση ο ποιητής έχει δικαίωμα να τροποποιήσει την γλώσσα στους στίχους του κατά το δοκούν και κατά το βουλητικό, ακόμα και αν η γραμματική έχει διαφορετική γνώμη πάνω σε μεμερισμένα ζητήματα που μπορεί να προκύψουν. Ο πρώτος όμως, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δημιουργήσει ακόμα ένα περιττό ιδίωμα κοντά στα άλλα τεχνητά των υπουργείων.

9. Γλώσσα στην ποίηση και γλωσσαμυντορισμός δεν συμβιβάζονται. Ο δεύτερος είναι ίδιον των μετριοτήτων που προσπαθούν να προσκτήσουν ένα περιστασιακό ή μονιμότερο κύρος ουρλιάζοντας τα υπουργικά εγχειρίδια ως εάν ήταν ο λόγος του θεού προς τους απίστους. Οι ποιητές-"γλωσσαμυντόρες" είναι συνήθως τελειωμένες υποθέσεις με προσδόκιμο πραγματικής συγγραφικής ζωής (και όχι δημοσιοσχεσίτικης παρουσίας) όχι πάνω από λίγα χρόνια.

10. Δεν είναι η ποίηση για την γλώσσα, αλλά η γλώσσα για την ποίηση· πράγμα που πολύ απλά σημαίνει, πως σκοπός εδώ είναι η διεύρυνση του ανθρωπίνου νου, όπως επίσης και μια διαφορετική αντίληψη επί της πραγματικότητας που ξεφεύγει από τα λελογισμένα και νομότυπα πλαίσια της καθημερινής, ή ακόμα και πεζογραφικής, αιτιότητας.
Προς αυτόν τον σκοπό, πρέπει να τείνουν κάθε χρήση της γλώσσας, τυχούσα ευρυμάθεια και οξεία νόηση περί των ποιητικών, πράγματα έτσι κι αλλιώς ζητούμενα στους ποιητές ανά τους καιρούς.


Tuesday, February 12, 2013

OLIVIER MESSIAEN: "Turangalila Symphony"


Η τεράστια δουλειά που γίνεται στην Μεγάλη Βρετανία εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον, όσον αφορά την κλασσική μουσική εκπαίδευση και η οποία έρχεται να προστεθεί σε μια έτσι κι αλλιώς πλούσια μουσική κληρονομιά των περασμένων αιώνων, δεν θα μπορούσε παρά να αποδώσει εντυπωσιακούς καρπούς κάποια στιγμή.
Δείτε το βίντεο που παρατίθεται πάνω και θα εκπλαγείτε.
Αυτός ο ήχος μπορεί να προκύψει μόνο από δοκιμασμένη ορχήστρα δεκαετιών και όμως δημιουργήθηκε από Youth Orchestra.
Για μένα προσωπικά, αυτή η ερμηνεία της "Turangalila Symphony" του Messiaen είναι η καλύτερη που έχω ακούσει εδώ και αρκετά χρόνια.

Την National Youth Orchestra της Μεγάλης Βρετανίας διευθύνει ο Vasily Petrenko με την Cynthia Millar στα κύματα Martenot και την Joanna MacGregor στο πιάνο. 

Sunday, February 3, 2013

'Ελληνας λογοτέχνης: ένας διαρκής αναχρονισμός


Η λογοτεχνία και οι διαδικασίες της δεν συνιστούν και δεν μπορούν να συνιστούν μια πολιτισμική νήσο έξω από τον χρόνο και τις μεταμορφώσεις του, ακόμα και όταν ένα (αυθεντικό) λογοτεχνικό έργο προκύπτει από μια τέτοια λογική του συγγραφέα του και την προασπίζει.  
Πρόκειται μάλλον για ένα σημείο αναστοχασμού της κοινωνίας και των σχέσεών της, όπως επίσης και για μια προσπάθεια εκ νέου ορισμού και ανακατεύθυνσης του συλλογικού "δέοντος" μέσα από τα ήδη υπάρχοντα κοινωνιοψυχογραφικά δεδομένα. 
Από αυτήν την άποψη η λογοτεχνία δεν είναι ποτέ μια στυλιστική αντανάκλαση του Είναι (μια παρερμηνεία, στην πρόθυμη δυστυχία της οποίας έχουν περιπέσει κατά καιρούς εκατοντάδες Έλληνες λογοτέχνες), αλλά ένας "συσσωρευτής" προωθημένου πνεύματος προς μια εν δυνάμει συνολικότερη ώθηση της κοινωνίας για να βγει από τα τυχόν αδιέξοδά της, τις συμβάσεις της και τους περιορισμούς της.
Από αυτήν την άποψη η λογοτεχνία δεν περιγράφει έναν κόσμο, αλλά, στο βαθμό που είναι βαθειά εμπνευσμένη, τον αναπλάθει.

Όμως η μεταρρυθμιστική ή (μη άμεσα) επαναστατική ουσία της λογοτεχνίας δεν είναι αυτονόητη, σε κάθε περίπτωση, από το σύνολο των ενδιαφερομένων. Ιδιαίτερα σε χώρες εξαιρετικά καθυστερημένες από πολιτισμική άποψη όπως η Ελλάδα η οποία κατά τους τελευταίους αιώνες δεν γνώρισε Αναγέννηση, Διαφωτισμό, μια σοβαρή αστική τάξη κλπ., ει μη έναν άκρως συντηρητικό και, σε μείζον ποσοστό, υποπνευματικό τουρκοχριστιανοορθόδοξο πολιτισμό, μάλλον το αντίθετο τείνει να γίνει αυτονόητο: ο Έλληνας λογοτέχνης κατά κανόνα νοιώθει ότι πρέπει να "διασώσει" κάτι και όχι να το ξεπεράσει, αισθάνεται την ανάγκη συνήθως να "προφυλάξει" μια (αμφισβητούμενη) "κληρονομιά" και όχι να την εκθέσει στην μεταμορφωτική  βορά του χρόνου· πρόκειται για άτομο κατά κανόνα βαθειά συντηρητικό όσες και αν είναι οι "προοδευτικές" αιτιάσεις και δικαιολογίες του στα λεγόμενα και τα γραπτά του.

Από την άλλη, αυτή η συντηρητική, προστατευτική κίνηση του Έλληνα λογοτέχνη που στο πλείστον των περιπτώσεων και με μαθηματική ακρίβεια καταλήγει σε μεταμφιεσμένη λαογραφία και οπισθοδρομική λατρεία των διακοινωνικών σχέσεων του παρελθόντος, δεν θα μπορούσε παρά να δημιουργήσει και ένα απωθημένο "κοσμοπολιτισμού". Γιατί είναι αλήθεια πως ο Έλληνας λογοτέχνης μην μπορώντας να ξεφύγει από την μιά από την στοργική αγκαλιά ενός γραφικού παρελθόντος, για το οποίο ο ίδιος νοιώθει την ανάγκη να το συντηρήσει έναντι ενός σαρωτικού παγκόσμιου βηματισμού του χρόνου που καταπίνει τα πάντα και δεν αποδίδει πολιτισμικές "αποζημιώσεις"  στους μη έχοντες ήδη σοβαρό πολιτισμό (όπως η Ελλάδα των δύο τελευταίων αιώνων), νοιώθει ακόμα την επιπρόσθετη ανάγκη να ταυτίζεται ολοένα περισσότερο και  σε επίπεδο προσωπικό, διακοινωνικής συμπεριφοράς και οραματισμού ζωής με μορφές της ευρωπαϊκής ή αμερικάνικης λογοτεχνίας. Γι' αυτό και πάντα έχουμε στην Ελλάδα φαινόμενα έξαλλου πιθηκισμού στην προδιάθεση και το λογοτεχνικό lifestyle, όπως wannabe Eliots, wannabe Kerouacs κλπ.

Αυτή η αντινομία (και η οποία ποτέ δεν μετασχηματίζεται σε δημιουργική αντίφαση, πλην μεμερισμένων περιπτώσεων) που χαρακτηρίζει την ελληνική λογοτεχνία, συνήθως καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα: συντηρητισμός στην γραφή από τη μια, ενώ από την άλλη, κακοταιριασμένη "κοσμοπολίτικη" ατμόσφαιρα στην αντίληψη (και όχι στο τρόπο) ζωής.
 
Είναι αλήθεια σε κάθε περίπτωση πως στον ίδιον άνθρωπο, τον ίδιο Έλληνα λογοτέχνη, συναντούμε κατά κανόνα τους πτωχευμένους απόηχους ενός Κόντογλου και ενός Θεοτοκά μαζί.

Σε επίπεδο λογοτεχνικής γραφειοκρατίας  τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Στην Ελλάδα οι καθαρά εξωλογοτεχνικές διαδικασίες της λογοτεχνίας (εκδόσεις, εκδηλώσεις, κλίκες, αντιπαλότητες μεταξύ κλικών κλπ.) τείνουν να γίνουν η ουσία (και όχι το αποβλητέο πάρεργο) της λογοτεχνικής ζωής σε αυτή την χώρα.

Σπάνια οι Έλληνες λογοτέχνες ασχολούνται σοβαρά με το καθαρά πνευματικό μέρος της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Η όλη κρίση (φοβική και αμυντική συνήθως) και προδιάθεσή τους είναι καθαρά από την πλευρά μιας αυτοσυντηρούμενης κλίκας ή παρέας στην οποία ανήκουν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι γράφει κάποιος, αλλά για το σε ποια κλίκα ενδεχομένως ανήκει, και κατ' ακολουθία καθορίζεται και η στάση απέναντί του.

Όπως είναι λογικό, μια τέτοια εξωλογοτεχνική και παραλογοτεχνική δραστηριότητα του συντριπτικά μεγαλύτερου ποσοστού των εν Ελλάδι  λογοτεχνών (είτε αυτοί είναι  αρχηγίσκοι μιας κλίκας είτε ακολουθούντες και δουλοπρεπείς "επενδυτές" που ελπίζουν πως μια μέρα θα ανταμειφθούν από τα αφεντικά τους με μια κάποια "αναγνώριση") έρχεται να συντηρητικοποιήσει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, αν λάβουμε υπ' όψη την εξαιρετικά οπισθοδρομική και "προστατευτική" αντίληψη του Έλληνα λογοτέχνη για το "παρελθόν" , όπως περιεγράφη λίγο παραπάνω.

Το θέαμα που κάποια στιγμή παράγεται από τον όλο αυτό συνδυασμό αντινομιών είναι κάτι περισσότερο από τραγελαφικό: 
άνθρωποι βαθειά ξεκομμένοι από τις πιο ζωντανές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της κοινωνίας τους, ασχολούνται και μεριμνούν κατά το πλείστον του χρόνου τους  για τον "έλεγχο" των κεντρικών σημείων της πνευματικής παραγωγής (εν είδει αντιπάλων μαφιόζικων συμμοριών που αντιμάχονται για τον έλεγχο των "μαγαζιών"),  αλλεπάλληλες συσσωρεύσεις εκδηλώσεων και εκδηλώσεων (με το ίδιο πάντα κοινό των 50-100 ατόμων) λογοτεχνικής νεκροφιλίας και νοσταλγικής αναμνησιολογίας διαφόρων παρελθόντων αυτής της χώρας, σύσταση  λογοτεχνικών "γενεών" κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση (το χόμπυ του Έλληνα λογοτέχνη ειναι να δημιουργεί λογοτεχνικές "γενεές" και να ανήκει και ο ίδιος σε κάποια από αυτές), μικρομεγαλισμός στην εκφορά γνώμης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όταν σπάνια θα ασχοληθούν με αυτούς, σεχταρισμός και υστερία στην αντιμετώπιση των "εχθρών", μετατροπή των διαφόρων μικροεκδοτών σε παραρτήματα κλικών στην αναζήτηση ενός μικρομεροκάματου δόξας μέσα στο όλο χάος, γραφή μέτρια και ακολουθούσα μια άχρωμη ελληνική των 50 ή 500 λέξεων (κάποτε θα πρέπει να ερευνηθεί ιδιαίτερα η βαθειά προγλωσσική ύπνωση  των Ελλήνων λογοτεχνών καθώς και ο ρόλος τους στην καταστροφή και την ισοπέδωση μιας γλώσσας στο όνομα μάλιστα της προάσπισής της), βαθύ κόμπλεξ απέναντι στους πραγματικά ταλαντούχους συγγραφείς και ποιητές, τους οποίους μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν σε επίπεδο γραφής και ποιότητας, επιχειρούν να τους απομονώσουν με καθαρά παραλογοτεχνικές διαδικασίες.

Όλα αυτά βέβαια, είναι τα θλιβερά πάρεργα μιας εξόχως τραγελαφικής αντινομίας που γίνονται ουσία: τα αποτελέσματα στα οποία οδηγείται η πνευματική ζωή μιας χώρας η οποία μην τολμώντας να  χειραφετηθεί από αυτό που ποτέ δεν ήταν, καταλήγει εν τέλει σε κάτι που δεν θα γίνει ποτέ. 

Μα το πιο τραγικό δεν ελέχθη ακόμα και δεν είναι άλλο από το εξής:  
 ο Έλληνας λογοτέχνης δεν έχει αλλάξει καθόλου εδώ και δεκαετίες. Θυμηθείτε τον στην δεκατία του 80, του 90 και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Ο ίδιος πάντοτε γυρολόγος και μικρογραφειοκράτης, με κάποια έκδοση στο μυαλό του ή κάποια νεκροφιλική έκδηλωση, συζητώντας για ανούσια θέματα στο επίπεδο μιας μεσημβρινής κουτσομπολίστικής τηλεοπτικής εκπομπής. Με λίγα λόγια, ο ίδιος πάντοτε απομονωμένος από τις εξελίξεις της εποχής του άνθρωπος, που πιστεύοντας ότι προφυλάσσει ή προστατεύει ένα "παρελθόν" δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συντηρεί, και να αυτοσυντηρείται ο ίδιος σε, μια κάστα απομονωμένων και τραγικά ξεπερασμένων από την εποχή τους ανθρώπων.

Η περιθωριοποίηση της ελληνικής λογοτεχνίας εν συνόλω, δεν έρχεται ως αποτέλεσμα της χαμηλής αναγνωστικής διάθεσης ή παιδείας του κόσμου, όπως αυτάρεσκα και με υπερφίαλη βλακεία πιστεύουν άνθρωποι που γράφουν μέτρια έτσι κι αλλιώς. Έρχεται ως η φυσιολογική συνέπεια της αυτοπεριχαράκωσης, της δειλίας, της φοβίας, της αυτοσυντήρησης απέναντι σε μια κοινωνία που μετέρχεται συνταρακτικές ανακατατάξεις και απέναντι στις πιο ζωντανές και ριζοσπαστικές τάσεις αυτής της τελευταίας.  
Με λίγα λόγια, εδώ ο κόσμος χάνεται και ο Έλληνας λογοτέχνης καμώνεται σαν να μην τρέχει τίποτα· συνεχίζει απτόητος τα αφιερώματα και τις εκδηλώσεις για τον Ελύτη και τον Ρίτσο και αναστενάζει μελαγχολικά για τους χαμένους παραδείσους της ελληνικής λαογραφίας και ηθογραφίας.

Σίγουρα αυτή η κατάσταση έχει κακοφορμίσει και όζει πλέον, και χρειάζεται κάτι άλλο. Κάτι άλλο, του οποίου τα πρώτα υγιή σημάδια μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος εδώ και εκεί, αλλά δεν συνιστά ακόμα ένα συμπαγές όλον (και δεν είναι ευκταίο, θα πρέπει να λεχθεί και αυτό, να προβάλλει ως "όλον"·  ο κίνδυνος μιας νέας εξουσιαστικής τάσης και γραφειοκρατίας, θα πρέπει να αποφευχθεί εξ αρχής).

Όμως το θέμα δεν είναι να αντιτάξει κάποιος ένα "αντίπαλο δέος" απέναντι σε ένα σύνολο παρωχημένων και οπισθοδρομικών ανθρώπων που ήδη έχουν αποβληθεί από την δρώσα ζωή μιας χώρας ή εμμένουν στο περιθώριό της, όπως είναι οι Έλληνες λογοτέχνες.
Ούτε φυσικά να δημιουργηθεί ένας εναλλακτικός κόσμος, μια εναλλακτική κουλτούρα, γιατί το ζητούμενο δεν είναι να αντιπαραταχθεί μια αλλη λογοτεχνική μικροεξουσία στην ήδη υπάρχουσα, αλλά να καταστραφεί κάθε έννοια εξουσίας στα πνευματικά πράγματα.

Και αυτό, μονάχα μια αυτοδιευθυνόμενη λογοτεχνία μπορεί να το εγγυηθεί, και αξίζει σίγουρα να δούμε το πώς και το γιατί, κάποια άλλη φορά.