Thursday, January 23, 2014

RALPH VAUGHAN WILLIAMS: "Symphony No.2 (A London Symphony)"

 
Μια από τις πλέον αγαπημένες μου συμφωνίες από όλες τις εποχές, τα ρεύματα και τις τάσεις της κλασσικής μουσικής. Ένα πραγματικό αριστούργημα, τέτοιο που μόνο η ύστερη ρομαντική σχολή της βρεττανικής μουσικής, και πιο συγκεκριμένα, ο Ralph Vaughan Williams, θα μπορούσε να εμπνευστεί και γράψει .
Η συμφωνία συνετέθη ανάμεσα στα έτη 1912 και 1913 και είναι αφιερωμένη στον συνθέτη και στενό φίλο του Vaughan Williams, George Butterworth.

Το έργο  αναθεωρήθηκε αρκετές φορές πριν καταλήξει σε μια τελική μορφή, και η version του 1920 είναι και η πρώτη εκδοθείσα και επικρατήσασα.

Μπορείτε να ακούσετε στο βίντεο άνω την "Συμφωνία του Λονδίνου" του Ralph Vaughan Williams, συνοδευόμενη από εξαιρετικό εικαστικό υλικό των  ζωγράφων John Atkinson Grimshaw, William Wyllie, George Hyde Pownell, Rose Maynard Barton, Edward Seago, Claude Monet, Frederick William Scarborough and Abraham Pether.

Την Φιλαρμονική του Λονδίνου διευθύνει ο Sir Roger Norrington . 

Wednesday, January 8, 2014

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ


Η ποίηση είναι μυστήρια τέχνη.
Είναι αδύνατον να την περιορίσεις σε κανόνες και δόγματα, και ο "χρυσούς κανών" εδώ δεν υπάρχει, όχι γιατί συνιστά μιαν ουτοπία, αλλά επειδή αν "εφαρμοζόταν" σίγουρα θα προκαλούσε μια "δυστοπία" και στη συγκεκριμένη περίπτωση μια δυστοπία του Λόγου
Ωραία το έλεγε εξ άλλου ο Blake καίτοι όχι τόσο ευγενικά: 

"He has observ'd the Golden Rule 
Till he's become the Golden Fool".

 ("Miscellaneous Epigrams", II, Poetical Works).

Οι "κανόνες" στην ποίηση είναι, πολύ απλά, για τις μετριότητες. 
Οι πραγματικοί ποιητές ποτέ δεν τους είχαν και δεν τους έχουν ανάγκη. 
Γιατί η ποίηση, όπως και η Ζωή έχει πάντα την τάση να τους "ανατρέπει" (και, βέβαια από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να συγχέουμε τους "κανόνες" με τις εμπειρικές ή θεωρητικές παρατηρήσεις που σε καμμία περίπτωση έτσι κι αλλιώς δεν είναι και αυτές απόλυτες και προκύπτουν από την ίδια την ιστορία της λογοτεχνίας, την άμεση εμπειρία της ποιητικής γραφής των αιώνων και όχι από τις ανασφάλειες των ποιητών και "ποιητών").

Αυτή η αναδιασάλευση, αναδιανομή και εκ νέου τεκμηρίωση του λεκτικού σύμπαντος που είναι η ποίηση, αυτή η  fuga που εδώ οδηγεί σε toccata (ένα "toccare"-εγγίζειν το τι ακριβώς, θα δούμε παρακάτω) και όχι όπως συνήθως συμβαίνει στην μουσική τέχνη το αντίστροφο, και της οποίας ακόμα ο πυρήν ποτέ δεν είναι δυνατόν να εγκλωβιστεί σε έναν (τις περισσότερες φορές μάλιστα εξόχως αντιποιητικό) "χρυσούν κανόνα",  είναι τεκμήριον πάντοτε a posteriori, εκ του αποτελέσματος και ποτέ αυταπόδεικτο εκ πεφρασμένης προθέσεως.
Οι προθέσεις, οι παρηγοριές, οι αυθυποβολές, οι ιδιοσύστατοι και αυτοσχέδιοι "κανόνες" εδώ δεν μετράνε.
Ό,τι περιέρχεται σε αναγνώσιμη και αναγνωστική ισχύ είναι μόνον το αποτέλεσμα,  το οποίο όσο δεν υπάρχει τόσο περισσότερο θα περιδινίζεται η συνείδηση των ατυχησάντων ή των πρωτοπείρων σε ένα witchhunt της "πρόθεσης", τόσο της δικής τους όσο και των άλλων.
Με λίγα λόγια όταν δεν υπάρχει ποίηση, ποίηση πραγματική, τόσο η μαντεία και δίκη προθέσεων θα αφθονούν και τα χρυσά μυστικά των λέξεων που αποκρούουν κάθε "χρυσούν κανόνα" θα παραδίδουν την θέση τους σε μια στεγνή ηθικολογία της γραφής.

Μόνο που η ηθικολογία δεν συνιστά τέχνη, αλλά το αδιέξοδό της.

Γιατί αν είναι αλήθεια, όπως έλεγαν οι παλιοί,  πως όταν τρώμε δεν  (πρέπει να) μιλάμε, τότε είναι εξ ίσου αλήθεια πως όταν γράφουμε δεν ηθικολογούμε.
Και οι δυο διαπιστώσεις αποτελούν σίγουρα αξιόπιστες παρατηρήσεις ανά τον χρόνο της ανθρώπινης εμπειρίας.
Κατά συνέπεια, τα πάντα επαφίενται στο αν ένας άνθρωπος κάνει γι' αυτή τη δουλειά ή όχι. Αν, όπως λέγεται λαϊστί ή αργκοφώνως, "το έχει".

Δεν ξέρουμε ή δεν είναι εύκολο να ξέρουμε γιατί ένας άνθρωπος "το έχει" στην ποίηση και άλλος όχι. Αυτά είναι πράγματα που εμμένουν λιγότερο ή περισσότερο αδιευκρίνιστα ακόμα και στις σκοτεινές πρωταρχές του σχηματισμού της ανθρώπινης αντιληπτικής ικανότητας και των συνεπάλληλων προς αυτήν δεξιοτεχνιών και πιθανώς θα παραμείνουν εσαεί το ίδιο "σκοτεινά".
Σημασία έχει όμως πως όσο πιο τελούσα εν εγρηγόρσει είναι η αυτοσυνείδηση, τουτέστιν, όσο πιο συχνά τηρείται το τετριμμένο πλην πλήρως αληθινό "γνώθι σαυτόν", τόσο περισσότερο διαφεύγει κανείς από άλλες παρενέργειες, "λαιστρυγονικού" ή όχι τύπου και σε κάθε περίπτωση ανεπιθύμητες.

Είναι δείγμα ευφυίας, να γνωρίζεις ήδη από πολύ νωρίς για ποιο πράγμα είσαι κατάλληλος και για ποιο ακατάλληλος.


Έχω την εντύπωση πως αν σήμερα ένα μεγάλο μέρος, αν όχι η πλειοψηφία, των αυτοδηλουμένων (δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα αυτό μόνο εκ του αποτελέσματος μπορεί να το διαπιστώσει κανείς) ποιητών στην Ελλάδα γράφει τόσον ομοιομόρφα και πανομοιότυπα, σίγουρα δε  όσο το δυνατόν πιο στεγνά, άχαρα και σε μια καθαρά (είτε συνειδητοποιείται είτε όχι) "θρησκευτικού" τύπου εξιδανίκευση της "ασκητικής" των εννοιών όπως επίσης και στην ανάγκη εξορκισμού των πλέον ουσιωδών χυμών της γραφής, τόσο περισσότερο η πραγματική αιτία αυτής της άνυδρης πνευματικής ερήμου θα αποκρύπτεται:
Τις περισσότερες φορές, όταν δεν έχουμε ανθρώπους θύματα των εαυτών τους και μιας φιλοδοξίας που πολύ απλά δεν "ταιριάζει"σε αυτούς , τότε έχουμε έλλειψη αξιολέκτου περιεχομένου, ή  έλλειψη "ουσίας". Πολύ απλά κάτι που δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα να το πεις ή μια ανυπόφορη "ιδιώτευση" των νοημάτων (για να μην πούμε "ιδιωτεία") που αναπόφευκτα συμπαρατίθεται σε μια πτωχεία καθολικότερων οραμάτων.
Κάποιες φορές αυτό μπορεί να συνοδεύεται  από κλισαρισμένη αισθητική παλαιάς μόδας, σε άλλες περιπτώσεις (τις περισσότερες) με  ένα οικτρό λεξιλόγιο των 2000 όλων και όλων λέξεων μιας καθαρά τυποποιημένης "μαζικής" "ελληνικής που είναι άξια μόνο για υπονοητικούς και δύσλαλους, άλλοτε σε μια ανορθολογική (συνήθως κλασσική "νεοελληνική") εξιδανίκευση του "λιτού", που πέφτει στην γκάφα να εκλαμβάνει και να εξισώνει έναν οικονομικό, -και επομένως καθαρά ποσοτικό- όρο με τον κατ' εξοχήν ποιοτικό όρο "απέριττο" και μην βλέποντας πως οι διόλου "λιτοί" χιλιάδες στίχοι της "Ιλιάδας" και της "Οδύσσειας" ή της "Θείας Κωμωδίας" του Dante (αλλά και άλλων, και άλλων παλαιοτέρων ή πιο συγχρόνων) είναι ΑΠΕΡΙΤΤΟΙ ενώ τα κατά κανόνα στεγνά ολιγόστιχα των πρώτων είναι εξ όλου ΠΕΡΙΤΤΑ !
Γιατί, κακά τα ψέμματα, αν η ποίηση είναι δύσκολη τέχνη, τότε η μεγάλη ή συγκριτικά μεγαλύτερη φόρμα είναι το μέτρο της δυσκολίας της. 
Εκεί κρίνεται ο πραγματικός ποιητής στην διαφορά του με τον ευκαιριακό.

Θα αποτελούσε σίγουρα μια από τις πιο διασκεδαστικές ασχολίες στον χώρο του πνεύματος να διαπιστώνει κάποιος κάθε φορά το πώς οι διάφοροι ιδιοκανόνες των ποιητών και "ποιητών" φαντάζουν ως ό,τι περισσότερο ανέτρεπαν, ή απέφευγαν και σε κάθε περίπτωση  απέκρουαν νοί τε γραφή τόσοι και τόσοι πραγματικά κορυφαίοι ποιητές στην ιστορία της ανθρωπότητας ανά έργα, καιρούς και περιστάσεις !

Όμως έχω την εντύπωση πως αυτή η δογματική ομοιομορφία οφείλεται κυρίως στην αδυναμία κατανοήσεως του ΤΙ ακριβώς είναι μια "λέξη".  Και αυτό δεν μπορούμε να το δούμε ποιητικά, ή μόνον ποιητικά, αλλά πρωτίστως φιλοσοφικά.
Επειδή είναι μια άλλη ακόμα αλήθεια, πως από τον καιρό του Διονυσίου Σολωμού (ο οποίος έκανε μια πολύ σοβαρή και συστηματική δουλειά κυρίως στην γερμανική φιλοσοφία σε σχέση με την ποιητική του), ελάχιστοι ποιητές στην Ελλάδα είχαν και έχουν την όρεξη να διελευκάνουν ποιητικές περιοχές κάτω από το φως της Φιλοσοφίας και έτσι αν μη τι άλλο να αποφύγουν σημαντικά σημασιολογικά ολισθήματα ακόμα και επί των πλέον βασικών  εννοιών της ποίησης.

Τι είναι λοιπόν μια "λέξη";

Όμως, πριν απαντήσουμε σε αυτό ας επανέλθουμε πρώτα στον Francis Bacon και την συνοπτική, σχεδόν επιγραμματική διαπίστωσή του:


"words react on understanding"
 
όπως την ανευρίσκουμε στο κλασσικό πλέον έργο του "Novum Organum" (1620).

Γιατί "react on understanding" ;

Επειδή κάλλιστα θα μπορούσε να πει κάποιος, πως οι λέξεις είναι "μάσκες" και όχι αυτοπεριεχόμενες οντότητες.
Βλέπετε, αν ήταν το δεύτερο, τότε πολύ απλά γλώσσα και ύλη θα ταυτίζονταν και κάθε φορά που θα λέγαμε μια λέξη θα την "βλέπαμε" κιόλας μπροστά μας ως εάν ήταν "πράγμα"!

Η λέξη συνεπώς δεν είναι μόνο κάτι το"φωτεινό", αλλά και εξ ίσου "σκοτεινό". Αυτό που ορίζει, αυτό που "συλλαμβάνει" εν τέλει διαφεύγει
Όμως παρ' όλ' αυτά "κάτι" μένει εκεί ακόμα, όχι αμελητέο, όχι λιγότερο από μια σημασία, αλλά και όχι περισσότερο από μια έκφανση του Λόγου ο οποίος ως Λόγος με κεφαλαίο Λ ξεπερνάει κατά πολύ την έννοια του ομιλουμένου ή γραπτού λόγου.
Για παράδειγμα, όταν προφέρεις την λέξη "νερό" δεν έχεις τίποτε περισσότερο από το ηχητικό αντίκρυσμα μιας συνάρθρωσης φθόγγων, που στην σχεδόν ομόχρονη ή σε ελαχιστότατο χρόνο τελουμένη συνεκδιαδοχή τους, δηλώνουν μια "έννοια".
Αυτό είναι η "λέξη" σε ένα πρώτο επίπεδο "αναγνώρισης".
Έχει όμως και άλλα.

Έννοια, λοιπόν, που προκύπτει από μια παράσταση η οποία αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο απλός νους κάθε άλλο παρά "άμεση" είναι. Επειδή, δεν υπάρχει παράσταση που να μην "διαμεσολαβείται" από τις αισθήσεις μας και ολόκληρη η ζωή μας (τουλάχιστον η καθημερινή ή η εξ ανάγκης πλήρως λαμβάνουσα υπ' όψιν τις πλέον φανερές αιτιατές αλυσίδες των γεγονότων) δεν είναι παρά μια άτυπη συμφωνία "καλή τη πίστει" με τις αισθήσεις μας, ούτως ώστε να μπορούμε να ξυπνάμε το πρωί, να πηγαίνουμε στην δουλειά μας, να ερωτευόμαστε, να γράφουμε κλπ.
"Καλή τη πίστει", ασφαλώς, όσον αφορά το αξιόπιστο των αισθητηριακώς προσλαμβανομένων, μιας και δεν υπάρχει τρόπος να "αποδεικνύεται" πως το "δένδρο", για παράδειγμα,  που βλέπω μπροστά μου ευρίσκεται όντως έξω από το περιεχόμενο των αισθήσεών μου!

Προσπαθείστε λίγο να δείτε έναν ποταμό αγνοώντας πλήρως την λέξη "νερό" ή όποιαν άλλη λέξη συνδέεται με το υδάτινο στοιχείο και θα καταλάβετε τι θέλω να πω.
Σε αυτήν την περίπτωση, πολύ απλά ο ποταμός θα σας φανεί ό,τι πιο μυστηριακό και σκοτεινό έχετε δει ποτέ· ως το αποτέλεσμα μιας ανήκουστης μαγείας επί του καθόλου φαίνεσθαι των όντων. Και μάλιστα, δεν θα είναι υπερβολή αν έλεγε κάποιος  πως δεν θα πιστεύατε σε αυτό που θα βλέπατε μπροστά σας. Και όμως είναι ο ίδιος ποταμός που περιέπιπτε στην αντίληψή σας, όταν σκεφτόσαστε την λέξη "νερό".

Μπορείτε όμως να κάνετε και το αντίστροφο.

Προσπαθείστε να σκεφθείτε την λέξη "νερό" ΕΞΩ από κάθε αναφορά σε ο,τιδήποτε το δηλώνει, καταδεικνύει, το περιέχει. Θα διαπιστώσετε ότι σε αυτή την περίπτωση η λέξη "νερό" θα καταπέσει κάτω σαν μια άδεια μάσκα.
Στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να σκεφθούμε την λέξη "νερό" έξω από "κάτι" που την περιέχει σε μορφή και σχήμα, είτε αυτό είναι θάλασσα, είτε ποταμός, είτε το τρεχούμενο νερό της βρύσης ή η βροχή κλπ.
ΈΞΩ απ΄όλα αυτά η λέξη "νερό" μένει μια άδεια μάσκα, και εξ αυτού ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη πως το "νερό" ως "νερό", ό,τι γενικώς συνδηλώνεται από την συνάρθρωση των τεσσάρων φθόγγων ν,ε,ρ,ο, πολύ απλά ΔΕΝ υπάρχει! 
Ή αν υπάρχει τότε  δεν μπορεί παρά να ανήκει στην σκοτεινή περιοχή της "υποστάσεως", με την φιλοσοφική έννοια, αλλά επ' αυτού δεν θα συνεχίσουμε περαιτέρω γιατί μια τέτοια κουβέντα θα μας πήγαινε πολύ μακρύτερα από τις ανάγκες του παρόντος κειμένου.

ΑΥΤΟ ακριβώς "διαφεύγει" από κάθε λέξη που ομιλούμε και γράφουμε. Μια μάλλον "σκοτεινή" υπόσταση του πράγματος, που για να την συλλάβουμε θα πρέπει ίσως κάποτε να "παντρέψουμε" μια "συνολικότερη όραση" με την "σκέψη".
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, γενικά δείχνει μάλλον περιορισμένος σε αυτό χωρίς όμως να είναι κατ' ανάγκην ή να πρέπει να είναι έτσι κατ' ανάγκην για πάντοτε. Μπορούμε  ή έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε ένα πράγμα κάθε φορά, όχι πολλά.
Όταν κατορθώσουμε να σκεφτόμαστε πολλά εν ταυτώ χρόνω, αυτό να είστε σίγουροι, πως θα γίνει μονάχα με μια αναγωγή της συνηθισμένης "εγχρόνου", "αιτιατής" σκέψης σε ποίηση!  

Ποίηση, δηλαδή, εννοώ ποίηση πραγματική, και  όχι, προς θεού πλέον, αυτά τα ξεροκόκκαλα έκφρασης πεταμένα σε μη πεινασμένους σκύλους, στα οποία με τόσο μαζοχιστικό τρόπο προσφεύγουν ως λύση ανάγκης πολλοί γραφείς, σχεδόν, θα έλεγε κανείς, "αυτοτιμωρούμενοι" και στα πλαίσια μιας χριστιανικής προπαγάνδας αιώνων και αιώνων προσλαμβανομένης ανεπαισθήτως υπό του  συλλογικού ασυνειδήτου.
Όχι αυτό το πράγμα λοιπόν, αλλά η Ποίηση ως Ζωή και η Ζωή ως Ποίηση, Οι Χυμοί της Γραφής, ο Έρωτας για  εκείνη την Ζωή που συνήθως "διαφεύγει" της ανθρώπινης παρατηρητικότητας και εμπειρίας, αλλά είναι ίσως η πλέον πολύτιμη.
Και στην ποίηση δουλεύουμε μεν με λέξεις, αλλά ο σκοπός είναι να εκφράζουμε ό,τι συνήθως ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ. 
Αλλιώς δεν θα επιφαινόταν η ανάγκη να υπάρχει η ποίηση και ο "έγχρονος" πεζός λόγος θα ήταν αρκετός.

Και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, μπορεί να καταλάβει μεν τι είναι στίχος,  αλλά όχι ποίηση εν συνόλω.
Η ύπαρξη του στίχου ή των στίχων δεν συνεπάγεται αυτόματα ποίηση.
Η όλη διαφορά δεν είναι παρά θέμα αντίληψης. 

Να μπορεί να βλέπει κανείς, πρώτα και πάνω απ' όλα, όχι το δάσος, ούτε το δένδρο, αλλά την ΖΩΗ που σφύζει και μαίνεται εκεί μέσα!