Sunday, September 27, 2015

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΜΕΛΩΔΙΑ





Στην "Ιστορία της Φιλοσοφίας" του (αλλά και αλλού) ο Hegel επιχειρηματολογεί περί του ότι στην Κίνα δεν υπήρξε ποτέ πραγματική φιλοσοφία, αλλά ένα είδος "στοχασμού" το οποίο και περιγράφει κατά μία έννοια συνοπτικά, σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις και, βέβαια, σύμφωνα με τις διαθέσιμες γνώσεις στον καιρό του επί της ανατολικής κουλτούρας.

Μια τέτοια άποψη, που εν πολλοίς δέσποσε στους δυτικούς φιλοσοφικούς κύκλους εδώ και δύο αιώνες, είναι σίγουρα αιτιολογήσιμη με βάση ορισμένα "κριτήρια" που μπορεί να εισάγει και προϋποθέσει ένας Δυτικός στον όρο, όμως σε κάθε περίπτωση συζητήσιμη και όχι αναμφισβήτητη.

Με αυτή τη λογική, ακόμα και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είναι "στοχαστές" και όχι όντως φιλόσοφοι. Bέβαια, κάτι τέτοιο έχει μια λογική που εντοπίζει την ουσία της φιλοσοφίας στην "συστηματικότητα" και την "ανάπτυξή" της και όχι στην σύσταση της λέξης, τουτέστιν : φιλόσοφος, ο "φίλος της σοφίας".

Από αυτή την δεύτερη άποψη, η κινέζικη φιλοσοφία, είτε ομιλούμε περί των δύο "Βίβλων" του Ταοϊσμού, τουτέστιν, το κορυφαίας σημασίας για την ιστορία της σκέψης όχι μόνο της Άπω Ανατολής αλλά και της σύνολης ανθρωπότητας, αρχαιότατο I Ching, και το Τao Te Ching, είτε ομιλούμε για τον Κομφούκιο, ακόμα,  αν ανατρέξουμε και ομιλήσουμε περί του "Πατριάρχη" και εισηγητή του "Ζεν" (στα κινέζικα "ch'an", στα σανσκριτικά "dhyāna") στην Κίνα, Ινδού Bodhidharma, τότε, ναι, έχουμε να κάνουμε με "φιλοσοφία". Διαφορετική, ασφαλώς,  από την Δυτική,  αλλά φιλοσοφία.

Στο κάτω κάτω η "σοφία" ως έννοια είναι ανώτερη εκείνης της "φιλοσοφίας", επειδή η φιλοσοφία δύναται να είναι "εν ενεργεία" σε σχέση με τον εαυτό της ή με τις επιστήμες και τις τέχνες,  αλλά παραμένει ακόμα  "εν δυνάμει" σε σχέση με την Αλήθεια. Η  "σοφία" επικαλείται ή διεκδικεί άμεσα το "εν ενεργεία" σε σχέση με την Αλήθεια, και σίγουρα, η ανατολική φιλοσοφία από την φύση της διατείνεται ότι εντοπίζεται εγγύτερα προς το δεύτερο συνθετικό της λέξης "φιλοσοφία".

Από την άλλη, ενώ στην Δύση η Φιλοσοφία και η Τέχνη δεν παρακολουθούν κατ' ανάγκην η μια την άλλη, και εν πολλοίς παίρνουν τον δικό τους δρόμο η καθεμιά, συναντώνται κάποτε, αναχωρίζονται, ανασυναντώνται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε κρίσιμες εποχές κλπ., στην Κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή δύσκολα η τέχνη αυτονομείται από την φιλοσοφία.

Το Τάο, το Ζεν (το κινέζικο ch'an όπως είπαμε) αλλά και άλλα συναφή ή όχι ρεύματα ανακλώνται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στην τέχνη, και δη στo πεδίο της μουσικής, όπου η Κίνα έχει μεγίστη μελωδική, ποιοτικότατη κληρονομιά από τους παρελθόντες αιώνες.

Ως προς τούτο, μπορείτε να ακούσετε στο βίντεο που παρατίθεται άνω, ένα πανέμορφο τραγούδι που δείχνει την ιδιότυπη, μοναδική ίσως σχέση της κινέζικης αντίληψης και νοοτροπίας όχι μόνο με την φύση ή τον περιρρέοντα χώρο, αλλά και με την ενίοτε θαυμαστή  "εικαστικότητα" που αυτά τα δύο παράγουν .

Σε αντίθεση με την Δύση, η κινεζική φιλοσοφική σκέψη ανά τους αιώνες, είτε στην αμεσότητά της είτε στις πλέον αναμενόμενες ή πλέον αναπάντεχες εμμεσότητές της, διαποτίζει συχνά την μουσική αυτής της τόσον σημαντικής από πολλές απόψεις χώρας.




Tuesday, September 22, 2015

ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ AVANT-GARDE ΣΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ





Εξ αρχής θα πρέπει να πω πως δεν θεωρώ κατ' ανάγκην "κακή" την αρνητική στάση απέναντι στην μουσική avant-garde του 20ού αιώνα. Το ανθρώπινο αυτί είναι συνηθισμένο, προσαρμοσμένο αν θέλετε, στην τονική μελωδία επί αιώνες. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να φαίνεται στους φίλους της avant-garde απίθανη μια τέτοια άρνηση από σημαντικό μέρος των ακροατών της ευρύτερης κλασσικής μουσικής ή και γενικώτερα των ανθρώπων της κουλτούρας. 
Προσωπικά, προτιμώ έναν ειλικρινή αρνητή της μουσικής κατεύθυνσης που πήρε σε μεγάλο μέρος ο 20ός αιώνας, παρά έναν αστόχαστο και άκριτο θαυμαστή της, που απλά θέλει εν προκειμένω να "διαφοροποιείται" χωρίς να κατανοεί ακριβώς τον λόγο.

Είναι σίγουρα "δύσκολο", ή τουλάχιστον, όχι ακοπίαστο να πέσει κανείς ξαφνικά "απότομα" από τον ύστερο ρομαντισμό του 190υ αιώνα και των αρχών του 20ού αιώνα (ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις συνεχίστηκε και αρκετά μετά...) και την "Νέα Συμφωνία" που εκκίνησε τόσον ιδιοφυώς ο Hans Rott και εν πολλοίς διεκπεραίωσε ο Mahler,  στον "δωδεκαφθογγισμό" της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, λίγο πιο πριν, στον "πόλεμο κατά της μελωδίας" που εκκίνησε ο πρώτος πραγματικά μοντέρνος συνθέτης του περασμένου αιώνα, Edgard Varèse, ή στις ιδιότροπες μίξεις τονικότητας-ατονικότητας-σειραϊσμού ενός Olivier Messiaen ή ενός Egon Wellesz. Πιθανώς ακόμα πιο δύσκολο, να δεχθεί ακουστικώς την μεταπολεμική μουσική, τον Cage, τον Stockhausen, τον Ξενάκη και τόσους άλλους.

Αλλάζει εδώ, η σύνολη νοοτροπία πρόσληψης ενός μουσικού έργου, και αυτό δεν είναι εύκολο και αρκετές φορές ούτε καν εξ αρχής επιθυμητό από ένα σημαντικό μέρος του κόσμου που ασχολείται με την μουσική. Σε αυτή την περίπτωση, καλείται περισσότερο να εκτιμήσει το έργο τέχνης η διανοητικότητα του ανθρώπου ή το ασυνείδητό του και όχι ο αναμνησιολογικός εθισμός στην τονικότητα, καλής ή κακής ποιότητας από την πλευρά του ακροατή δεν έχει εδώ σημασία.

Ανάλογα ή "συγγενή" φαινόμενα στις άλλες τέχνες, σίγουρα διαπιστώνονται: στην ζωγραφική για παράδειγμα με τον αφηρημένο εξπρεσσιονισμό, στην πεζογραφία αρκεί να θυμηθούμε τους σουρρεαλιστές ή τον Τζόυς κ.ά. Εν μέρει και μόνο μπορεί να βρει κανείς κάτι ανάλογο στην ποίηση:  σίγουρα ο Trackl, o Pound σε αρκετά, ο Eliot σε κάποια σημεία του, ο Paul Celan και ασφαλώς αρκετοί άλλοι. Η ποίηση, έτσι κι αλλιώς, τελείται συνήθως σε μη-ορθολογικό "έδαφος" και από αυτή την άποψη δεν χρειάστηκε ίσως θεαματικές "μεταμορφώσεις" κατά την μοντερνική περίοδό της. Βέβαια, αυτό είναι πολύ σχετικό.

Όπως και να έχει, και μιλώντας για την μουσική, προσωπικά είμαι λάτρης της μπαρόκ και ρομαντικής περιόδου, όμως αγαπώ και τα έργα αρκετών καλλιτεχνών  της avant-garde. O Messiaen (avant-garde με μια πολύ ευρεία ή προσωπική έννοια), Ο Stockhausen (κυρίως τα πιο ύστερα "ηλεκτρονικά" έργα του καθώς, βέβαια, και η μνημειώδης όπερα του "Licht" που πάει πολύ πέρα από οποιαδήποτε avant-garde...), ο Lighetti, κ.ά. είναι από τους πλέον αγαπημένους μου συνθέτες, γενικώς στην ιστορία της μουσικής.

Δεν πιστεύω, πως η avant-garde με όποιαν μορφή έσχε στην μουσική του 20ού αιώνα, μπορεί να υπάρξει σήμερα "όπως ήταν". Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αδιέξοδο, και ήδη αυτό το έχουμε παρατηρήσει σε αρκετά έργα νεώτερων συνθετών που αδυνατούν να ξεφύγουν από τα πλαίσια των μόλις περασμένων δεκαετιών.
Πρέπει να "ενσωματωθεί" λοιπόν σε κάτι άλλο. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρξει εν μέρει και κατά κάποιο τρόπο μια εκ νέου "προσέγγιση" σε ένα παρελθόν της ιστορίας της μουσικής (μπαρόκ, αμιγώς κλασσική περίοδος, ρομαντισμός πρώιμος και ύστερος κλπ - αυτό μπορεί να το κρίνει ο εκάστοτε δημιουργός), και εν όλω μια υπέρβασή της ταυτόχρονα. 
Υπέρβαση, η οποία θα είναι όμως ιδωμένη και μέσα από την πολύτιμη εμπειρία της avant-garde του 20ού αιώνα. Επειδή δεν μπορεί κανείς να παραστήσει ότι δεν υπήρχε, δεν μπορεί να την διαγράψει από την τέχνη, είτε του αρέσει προσωπικά είτε όχι. Υπήρξε και "άνοιξε δρόμους", έστω και αν το κόστος γι' αυτό δεν ήταν ασήμαντο (κυρίως όσον αφορά την πληθυσμιακή απήχηση αυτής της μουσικής).

Όπως και να έχει, δεν μπορούμε να ξανακούσουμε πια έναν συνθέτη να γράφει έργα για "προετοιμασμένο πιάνο" με τρόπο ανάλογο που το έκανε ο John Cage. Δεν μπορούμε όμως να υποκριθούμε από την άλλη πως η μουσική του Cage δεν υπήρξε ποτέ. Κυρίως, θα ήταν αδύνατον να δούμε σήμερα έναν συνθέτη να γράφει συμφωνικά στο απόλυτα ρομαντικό στυλ του Dohnanyi (δεν επιλέξαμε τυχαία αυτό το όχι και τόσο "μακρινό" -συγκριτικά- παράδειγμα ενός πολύ σημαντικού δημιουργού).

Η "σύνθεση" εδώ (με την πλευρά του "μέλλοντος" όμως να βαραίνει πιο πολύ), είναι πάντα ο μεγαλύτερος εγγυητής μιας προσδοκούμενης ποιότητας σε παρόν και μέλλον, αν μπορούμε να το πούμε έτσι.

Και ασφαλώς, όχι μόνον στην μουσική.

ΥΓ1. Μπορείτε, όσοι ενδιαφερόμενοι, να διαβάσετε επ' αυτού του θέματος και ένα παλαιότερο αναρτημένο κείμενο στο παρόν ιστολόγιο με τίτλο "Avant-garde και κοινό". 
Εκεί κάνουμε μια απόπειρα να εντοπίσουμε τις αιτίες και αφορμές της έκρηξης της avant-garde στον 20ό αιώνα.

ΥΓ2. Επίσης, μπορείτε να ακούσετε στο βίντεο που παρατίθεται στην αρχή του κειμένου, ένα πραγματικά σπουδαίο έργο: το "Intègrales" του Edgard Varèse, με τον Pierre Boulez να διευθύνει το Ensemble InterContemporain.





Tuesday, September 15, 2015

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΑΚΡΙΤΗ ΕΠΟΧΗ




Γενικά μιλώντας, θα έλεγε κανείς πως το επίπεδο της κριτικής του λόγου στην χώρα μας, κατά τα τελευταία χρόνια -και συνεπικουρούσης, ασφαλώς, της διαδικτυακής προχειρότητας-, είναι σε τραγική κατάσταση, εξαιρουμένων ασφαλώς αρκετών εξαιρέσεων.
Προς τούτο, θα επιχειρήσουμε να βάλουμε κάποια συσχετιζόμενα με το θέμα σε μια σειρά, έστω σε ένα συνοπτικό-συγκεντρωτικό κείμενο, που θα προτίθεται ωστόσο να παραθέσει την ανάμνηση μιας σίγουρα στοιχειώδους "υγείας" εν προκειμένω.

Η κριτική, η αμφισβήτηση, η διαφοροποίηση, λοιπόν, είναι δικαιώματα και πράγματα, ασφαλώς, επιθυμητά, επειδή χωρίς αυτά δεν νοείται πνευματική ζωή. Δυστυχώς, όμως, ιδιαίτερα στη σημερινή ηλεκτρονική εποχή, (και ακόμα πιο ιδιαίτερα, όταν προσμετράται στην προηγούμενη και ο κλασσικός ανορθολογικός ψυχισμός των νεοελλήνων), όπου ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι του κατεβαίνει και λογαριασμό να μην δίνει, αυτά τα παραπάνω επιθυμητά, δύσκολα πλέον είναι ή θυμίζουν σήμερα ό,τι δηλώνουν ως έννοιες. 

Επιπροσθέτως, όταν τα "κίνητρα" είναι πλήρως εξωλογοτεχνοκειμενικά και αναγόμενα σε αυτή την περίπτωση συνήθως στην σφαίρα του ανταγωνισμού, της πίκρας, του παραπόνου, του φθόνου, της εναντίωσης στην λεγόμενη "συντεχνία" κλπ., τότε όχι σπάνια οι όποιες αιτιάσεις "κριτικής" υπάγονται καθαρά στην σφαίρα του παραλόγου, και ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, όπου τα μίση, τα πάθη, τα πισώπλατα αμόκ και οι κρίσεις ψυχοπαθοσυκοφαντικής φαντασίας αφθονούν.

Όσον δε αφορά την λεγόμενη "συντεχνία", μπορεί να πει κανείς πως κατά μία έννοια, ασφαλώς υπάρχει ως πραγματικότητα. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα κάτι τέτοιο, σίγουρα, δεν λαμβάνει και την καλύτερη των μορφών. Όμως, και τι έγινε.

Δν έχει σημασία καμμιά "συντεχνία", και -κατά το ήμισυ τουλάχιστον- , παραμύθια τούμπανα. Όλα αυτά παραφουσκώνονται στο μυαλό του ανώριμου οπαδού-αναγνώστη, ενώ από την άλλη, πολλές φορές, αντανακλάται στον όρο "συντεχνία", η επιθυμία τυχόντος "διαμαρτυρoμένου" να γίνει "χαλίφης στη θέση του χαλίφη" από καθαρά διοικητική-εξουσιαστική άποψη, μια ματαιοδοξία, ένα σύνδρομο εξουσίας αξιολύπητο, απ' όπου και αν προέρχεται.
Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει πως ο όρος "συντεχνία" και η όποια πραγματικότητά του τυγχάνουν της αρεσκείας μου. 

Επιπροσθέτως, η θέση του "χαλίφη" ή "βεζύρη" (και για την λογοτεχνική πραγματικότητα με το μικρό πληθυσμιακό βεληνεκές της, μόνον "μικροβεζύρη") δεν συνιστά παρά μια πρόσκαιρη θέση εξουσίας, η οποία δεν του εξασφαλίζει κατ' ανάγκην λογοτεχνική καταξίωση στο απώτερο μέλλον. Επειδή, σ' αυτό το τελευταίο, οι οποιεσδήποτε πιθανές σχέσεις "δούναι" και "λαβείν" παύουν να υφίστανται ή να είναι δρώσες, και, συνεπώς, αν δεν έχει κάποιος σοβαρό έργο, πρόκειται αναπόφευκτα να "σβήσει". Ό,τι λοιπόν μπορεί να ληφθεί σοβαρά (όμως σε κάθε περίπτωση ακόμα και αυτό σχετικά) από το "παρελθόν" κάθε μέλλοντος, είναι μόνον η οποιαδήποτε νόμιμη κριτική που τηρεί τουλάχιστον ορισμένες προϋποθέσεις.

Απ' αυτή την άποψη, κριτική σημαίνει: επιχειρηματολογία, επαρκής παραδειγματολογία, αναλυτικό σκεπτικό, τεκμηρίωση, πάντοτε πάνω στο έργο, και σε όσον το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση γραφής ώστε να δοθεί η ευκαιρία στα μόλις προαναφερθέντα να υπάρξουν. Πάνω σε αυτή τη βάση ο αναγνώστης θα κρίνει αν μια κριτική έχει λόγο ύπαρξης ή είναι για τα "μπάζα". Με λίγα λόγια η κριτική και η αμφισβήτηση προϋποθέτουν υπευθυνότητα και τεκμηριωμένο λόγο και όχι συνθηματολογία και αρλουμποφρένεια.

Δεν μας ενδιαφέρει τι "διαπιστώνει" ένας κριτικός ή "κριτικός" (ακόμα χειρότερα η πληθώρα των αυτοσχεδίων ή περιστασιακών ψευδοκριτικών στο διαδίκτυο) επί ενός έργου. Κάλλιστα μπορεί να αυθαιρεσιολογεί, να λέει ψέμματα, ή απλά να πρόκειται για διανοητικά ανεπαρκές άτομο. Μας ενδιαφέρει το πώς παραδειγματολογεί αφθόνως ή επαρκώς επ' αυτού και το πώς τεκμηριώνει με σαφείς αιτιατές συσχετίσεις αυτό που διαπιστώνει
Δεν μας ενδιαφέρει ακόμα η οποιαδήποτε "προσποίηση" επιχειρηματολογίας σε λίγες μόλις γραμμές, που τις περισσότερες φορές ομοιάζει με επίφαση "πιωμένης". ασυνάρτητης κουλτούρας, όχι σπάνια διανθισμένης με φάλτσο ναρκισσισμό της ψαραγοράς από την πλευρά του αυτοσχεδίου κριτικού.

Η ποίηση μπορεί μεν να είναι μη ορθολογικό φαινόμενο, αλλά η κριτική οφείλει να είναι υπέρτατα ορθολογική.

Φωνασκίες, λαϊκισμοί, απλές ατεκμηρίωτες "διαπιστώσεις", χοντροκομμένες διαστρεβλώσεις και παραμορφώσεις, παραπληροφόρηση, ύβρεις, συκοφαντίες, λάσπες κλπ. δεν συνιστούν κριτική και αναπόφευκτα οδηγούνται στον κάδο των λεκτικών σκουπιδιών.
Ακόμα περισσότερο, οδηγείται στα σκουπίδια κάθε προϊόν εκείνου του πολύ νοσηρού φαινομένου που ευδοκιμεί ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, τουτέστιν, το να βρίζει ή να παραμορφώνει κανείς κάποιον λογοτέχνη είτε σε προσωπική βάση είτε πάνω σε  κάποιο έργο του, δίχως να κατονομάζει τίποτε από αυτά τα δύο (!), και επιχειρώντας ντροπαλά, πλην όμως σκόπιμα, να αφήνει δυσφημιστικές και παρανοϊκές εντυπώσεις. 
Ως προς αυτό, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στο διαδίκτυο και δη στα κοινωνικά μέσα προσχωρούν σε αυτή την γελοία τακτική, και ολοένα και περισσότεροι θυμίζουν, κατά μία έννοια, την ταινία "Ο Εξορκιστής", όταν η δαιμονισμένη ...στριφογυρίζοντας το κεφάλι της και έχοντας πει τα μύρια όσα ακατονόμαστα κατά του "εξορκιστή", δεν θα μπορούσε παρά να λάβει την εξής έκπληκτη απάντηση από αυτόν τον τελευταίο: 

" are you talking to ...me?!".

Όπως και να 'χει, φαίνεται, πως είναι αδύνατον για αυτή την χώρα, σε ένα σημαντικό πληθυσμιακό ποσοστό της τουλάχιστον, να μάθει τι είναι διάλογος και κριτική. Ανάγουν τα πάντα σε προσωπική-θυμική βάση και καταλήγουν έξαλλοι, άνευ αρχών, και κυρίως, άνευ καμμιάς λογικής, προπαγανδιστές. Και πάνω σε αυτή τη βάση αναπτύσσονται "τυφλές πίστεις", φθόνοι, μίση, εμπάθειες και διάφορα.

Εν κατακλείδι, θα έλεγα, πως ο σύνολος κόσμος της λογοτεχνίας, σε αυτή τη χώρα, πιθανώς αποτυγχάνει στις προθέσεις του, ως προς αυτό το παρακάτω ερώτημα-πρόκληση, αν του ετίθετο. Ερώτημα φυσικά που μπορεί να έχει αξία μόνον ως "τεστ", μιας και η περίπτωση να συμβεί ποτέ ό,τι "προτείνει", πρέπει να θεωρείται απίθανη:

θα δέχοταν, έστω υποθετικά, να μην υπάρχουν προπαγάνδες, κυκλώματα, "κριτικές" της πλάκας, γκαιμπελισμοί, οπαδικό πνεύμα, δημόσιες σχέσεις και άλλες αηδίες, και να αποφασίζουν ΜΟΝΟΝ οι αναγνώστες , παντελώς ανεπηρέαστα, για το τι τους αρέσει ή όχι; να γίνουν δηλαδή οι αναγνώστες οι ΜΟΝΟΙ κριτικοί της ποίησης και να μην επιχειρεί κανείς άλλος να μιλήσει για λογαριασμό τους και να τους ποδηγετήσει;

Για σκεφθείτε το λίγο.

Εγώ σας λέω, ότι το 90% των λογοτεχνών και "λογοτεχνών" στη χώρα μας, αν το άκουγε αυτό ως υποθετικό σενάριο μελλούμενης πραγματικότητας, θα φρόντιζε να τρελλαθεί προκαταβολικώς.





Friday, September 4, 2015

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ WILLIAM WORDSWORTH




Sweet is the lore which Nature brings;
Our meddling intellect
Mis-shapes the beauteous forms of things:—
We murder to dissect.

(William Wordsworth, από το ποίημα "The Tables Turned", - "Lyrical Ballads")


Γλυκειά είναι η γνώση μοναχά που η Φύση ορίζει·
ο νους μας που παντού επεμβαίνει
την όψη την εξαίσια των πραγμάτων ασχημίζει :
ό,τι ανατέμνει αυτός, πεθαίνει. 

(απόδοση των στίχων στην ελληνική: 
Κώστας Κουτσουρέλης)

_____


ή αλλιώς, 

ΓΙΑΤΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΑΓΓΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΜΙΑ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ "ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ" ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ



Ο ανθρώπινος νους και η Φύση δεν είναι κατ' ανάγκην αλληλοαποκλειόμενες, ή εχθρικές μεταξύ τους, υποστάσεις. Σε τελική ανάλυση, είναι η ίδια η Φύση που προσπαθεί να αλλάξει τον εαυτό της μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η οποία δραστηριότητα υπαγορεύεται, φυσικά, από τα νοητικά περιεχόμενα του εκάστοτε δρώντος. 

Στο κάτω κάτω "η γνώση μοναχά που η φύση ορίζει" είναι μια αφαίρεση χωρίς περιεχόμενο. Πώς την "ορίζει" από μόνη της ακριβώς αυτή την "γνώση" ; Αδύνατον να συμβεί αυτό, ακόμα και στις πιο φαινομενικά "άμεσες" περιπτώσεις χωρίς την ύπαρξη ενός διαμεσολαβητή, που είναι ο νους, και δίνει το περιεχόμενο σε αυτή την "γνώση". 

Λέμε: "την άνοιξη η Φύση αναγεννάται" και το θεωρούμε αυτό ως ένα παράδειγμα, ανάμεσα σε πολλά, "άμεσης" γνώσης που προσφέρει η Φύση.
Και όμως, ακόμα και αυτή η διαπίστωση, είναι διαμεσολαβημένη ήδη από "έννοιες", κατά κάποιο τρόπο προεπιλεγμένες, που υποβάλλουν ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο σε αυτή τη "γνώση".

Δεν υπάρχει γνώση έξω από την γλώσσα, και η γλώσσα είναι καθαρά ανθρώπινη διαμεσολαβητική δυνατότητα, όχι κάτι το άμεσα παρουσιαζόμενο στην Φύση.
Ακόμα και αυτή η "φυσική γνώση" , λοιπόν, είναι ήδη διαμεσολαβημένη, αλλιώς δεν δύναται να υπάρξει ως "γνώση" . 

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, ένα μεγάλο "πάρκο" σε αντιπαράθεση με μια "ζούγκλα". 

Πού θα προτιμούσατε να ζείτε; ποια γνώση, σε αυτές τις δυο περιπτώσεις, είναι πιο "γλυκειά"; Αν απαντήσετε, -όπως θα απαντούσα εγώ τουλάχιστον-: εκείνη του "πάρκου", τότε ο νους και η ανθρώπινη δραστηριότητα όχι μόνο δεν "άσχήμυναν" τα πράγματα, αλλά τα ομόρφυναν κατά πολύ.

Επιπροσθέτως, άλλο "ανάλυση" και άλλο "ανατομία". Αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται. Όπως επίσης άλλο η "σύνθεση" και άλλο μια "πρόσθεση" των εξ ανατομίας προκυπτόντων μερών.

Συχνά, είναι αλήθεια, η ανθρωπότητα πέφτει στο διπλό σφάλμα της "ανατομίας"-"πρόσθεσης", χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει η πιο "καλή" δυνατότητα του νου, όπως περιεγράφη λίγο πιο πάνω .

Γενικώτερα, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που το μυαλό του ανθρώπου τα κάνει χειρότερα, αλλά και κάποιες, όχι αμελητέες, που τα κάνει σαφώς καλύτερα τα πράγματα. Όμως, αυτό, είναι έτσι κι αλλιώς το νόημα της ανθρώπινης περιπέτειας, της ανθρώπινης εξορίας σε αυτό τον αναπάντεχο, μυστηριώδη κόσμο που ζούμε.


Επίμετρο:

Είναι, ασφαλώς, κοινή αντίδραση στους ανθρώπους η κάποτε και ανά περιστάσεις  αιφνίδια, θυμική τάση φυγής από τον "πολιτισμό" προς την "φύση" γενικώς
Πολλώ δε μάλλον, μια τέτοια τάση δεν θα μπορούσε παρά να φτάσει σε ένα στοχαστικό απώγειό της κατά την περίοδο του Ρομαντισμού στην ποίηση, και ένα παράδειγμα ως προς αυτό το τελευταίο,  αποτελεί εν πολλοίς και η ποίηση του Wordsworth με την συχνή "φυσιολατρία" που την διακατέχει. 
Ας σκεφθούμε όμως, πως η ανθρώπινη τάση φυγής προς την Φύση, όταν παρουσιάζεται, δεν έχει να κάνει με την οποιαδήποτε "Φύση" αδιακρίτως, αλλά με μια Φύση περισσότερο ή λιγότερο ήδη "εξανθρωπισμένη", μιας και δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ως συχνό το φαινόμενο "απόδρασης" σε μια ζούγκλα ή σε ένα έρημο νησί στον ωκεανό. Ως προς αυτή, λοιπόν την επιθυμία απόδρασης στην φύση, περισσότερο κατάλληλη, από την πλειοψηφία των ανθρώπων (και όχι φυσικά από ειδικούς αθλητές), θεωρείται μια εξοχική τοποθεσία ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο μέρος που έχει, εν μέρει, στον έναν ή τον άλλον βαθμό υπαρκτή κάποια πρόσβαση του πολιτισμού σε αυτό, και επομένως, ομιλούμε εδώ για μια φύση ήδη αλλαγμένη σημαντικά από τον "νου".
Από μια παραπλήσια μάλιστα άποψη και η ποίηση του Wordsworth, αποτελεί σημαντικό παράδειγμα, για το πώς ο ποιητικός "νους " επεμβαίνει και όχι μόνο δεν "ασχημίζει", αλλά τουναντίον "ομορφαίνει" την Φύση, σε αυτή την περίπτωση εν στιχικώ λόγω, παρά την δεδηλωμένη θέση του ποιητικού αποσπάσματός του που απετέλεσε και την αφορμή  ύπαρξης του παρόντος κειμένου· επειδή, πρόκειται, ασφαλώς, για περίπτωση μεγάλου ποιητή στην Αγγλική γλώσσα και κουλτούρα.
Κυρίως, ό,τι θα έπρεπε περισσότερο να διευκρινιστεί είναι πως σπάνια η νοητική λειτουργία του ανθρώπου, -ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με επεμβάσεις στον έξω κόσμο που την ακολουθεί-, διαχωρίζεται από το βουλητικό μέρος. Θα ήταν καλύτερο, προφανώς, ο Άγγλος ποιητής να "ψέξει" (αν σώνει και καλά θα έπρεπε να ψέξει κάτι σε ένα τόσο λεπτό και εξαρτώμενο από πολλούς παράγοντες κάθε φορά θέμα) την "βούληση" του ανθρώπου  ως προς πολλές επιλογές του, και όχι τον "νου"·  γενικώτερα, ό,τι δηλώνεται πίσω από την λατινική λέξη voluntas, και εμπεριέχει με ένα αναμφισβήτητο τρόπο, την ελεύθερη κρίση, επιθυμία, θέληση και απόφαση του ανθρώπου για ό,τιδήποτε εμπίπτει στην σφαίρα των "αλλαγών" που επιχειρεί σε αυτόν τον κόσμο.



Σημειώσεις:

1. Οι παραπάνω σκέψεις μου, εκτός από τον τίτλο επί του σχολίου και το εκτενές "επίμετρο" που προσετέθησαν εδώ, πρωτοπαρουσιάστηκαν ως σχόλιο σε σχετική ανάρτηση στην προσωπική σελίδα του κ. Κώστα Κουτσουρέλη στο facebook.

2. Μια όχι πρωτεύουσα επιφύλαξη που έχω, χωρίς σε καμμιά περίπτωση να μειώνει την προτεινόμενη απόδοση των στίχων του Wordsworth στην ελληνική που επεχείρησε ο κ.Κουτσουρέλης (ο οποίος έτσι κι αλλιώς, μας έχει συνηθίσει σε εξαιρετικές μεταφράσεις ποιημάτων), είναι η επιλογή της λέξης "νους" για το αγγλικό "intellect", ενώ είναι σαφώς προτιμώτερη εδώ, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, η χρήση της λέξης διάνοια. Ο διαχωρισμός εξ άλλου είναι πολύ παλιός, -και έτσι όπως πέρασε και στην αγγλική γλώσσα εκ της λατινικής- και πήρε την πιο "πάγια" μορφή του κατά την μακρά περίοδο της μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας. Μην θέλοντας ωστόσο να διαταράξω την συναρμογή του σχολίου με τους παρατιθέμενους στίχους του Wordsworth έτσι όπως μεταφράστηκαν, χρησιμοποιώ και εγώ κατ' ανάγκην την λέξη "νους" στο σχόλιό μου, με την μεγαλύτερη δυνατή ελεύθερη έννοια όμως, εκείνη που προσεγγίζει περισσότερο την σημασία της "διάνοιας".

3. Με ένα ποίημα, ασφαλώς, δεν μπορεί να "διαφωνήσει" κανείς, - στην συγκεκριμένη περίπτωση ομιλούμε για ολόκληρο το "The Tables Turned" και όχι μόνον το παρατιθέμενο στην αρχή του άνω κειμένου απόσπασμα. Ένα ποίημα, πάνω απ' όλα, είναι αισθητικό γεγονός και όχι εξαγγελία "θέσεων".  

Είναι νόμιμο, ωστόσο, το να αντιπαρατεθεί κάποιος με το όποιο "φιλοσοφικό" περιεχόμενο ενός ποιήματος ή ενός αποσπάσματός του, είτε αυτό είναι στιγμιαίο-περιστασιακό είτε μονιμότερο ως "θέση" στο έργο ενός ποιητή, και όπως κατά μεγίστη πιθανότητα θα είχε, αν εκφραζόταν ως άποψη εκτός αισθητικής και εκτός στιχικού-ποιητικού λόγου.