Tuesday, February 19, 2013

ΔΕΚΑ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ


1. Ό,τι κατά κύριον λόγον διαχωρίζει την ποίηση από την πεζογραφία, δεν είναι ούτε η αφηγηματικότητα ούτε η αλυσίδα της αιτιότητας, (πράγματα που στην ποίηση διευθετούνται κατ' επιλογήν, ενώ στον πεζό λόγο κατ' ανάγκην), αλλά η γλώσσα.

2. Είναι η γλώσσα που καθορίζει -και αναδραστικά καθορίζεται με τη σειρά της από- τις συνειρμικές αποχρώσεις του ποιητικού λόγου και όχι το αντίθετο, και ακόμα, είναι η γλώσσα  που μπορεί να δημιουργεί μια νέα αιτιότητα, ή μια συγχρονία των ποιητικών μορφών και σκηνών που υπερβαίνει την ευδιάκριτη αιτιότητα της καθημερινότητας ή του πεζού λόγου. Αυτό δεν είναι πάντοτε αντιληπτό από αρκετούς ποιητές, οι οποίοι πιστεύουν ότι ένας εύκολος φαντασιωτισμός ή μια αυθαίρετη ποιητικότητα, χωρίς ενδιάμεσους και μεταβατικούς συνειρμούς, χωρίς υπονοουμένες ή όχι "γέφυρες" και λογικές διεκτάσεις ανάμεσα στα μέρη της γραφής (και άλλα πολλά), μπορεί να ορίζει και ποίηση.

3. Η γλώσσα στην ποίηση δεν είναι πρωτίστως γραμματολογικό εργαλείο για τον ποιητή, αλλά μέσο για ανακαθορισμό  και ανασύσταση του κόσμου ως παράσταση και αξία παράστασης. Αυτό σημαίνει πως η φιλολογία ή ο φιλολογισμός απορρέουν κατά δεύτερο λόγο από την ποίηση και δεν την επιβάλλουν ή την καθορίζουν. Στην δεύτερη περίπτωση μιλάμε για παρερμηνεία σύγχυσης ανάμεσα σε μια επιστήμη και μια τέχνη. 
Εδώ η επιστήμη (πρέπει να) αφαιρείται από την τέχνη, όχι καθ ολοκληρίαν της δεύτερης, αλλά όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο από τους ενδιαφερόμενους.

4. Γλώσσα στην ποίηση σημαίνει πολυσημία, ετεροσημία, αμφισημία κατά το δοκούν ή κατά το επιθυμητό. Δηλαδή, ένα αντικείμενο ή μια αφηρημένη έννοια που στον καθημερινό ή πεζό λόγο προσλαμβάνει συγκεκριμένες σημασίες, στην ποίηση ενδεχομένως (αλλά και κατά το ζητούμενο) αυτό δεν ισχύει, είτε κατά βούληση είτε κατά θέση λόγου. Για παράδειγμα αν ένα "τραπέζι" δεν μπορεί να αποκτήσει και άλλες σημασίες στην ποίηση (εννοιολογικές, εν-οραματικές, αλληλοσυνδεόμενες με άλλες έννοιες),τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να βγει από τον κόσμο της πεζογραφίας και να δοκιμάσει την τύχη του στον κόσμο της ποίησης.
Στην πεζογραφία το να παραμείνει ένα τραπέζι τραπέζι, δεν είναι μεμπτό, αλλά φυσικό ή αναμενόμενο κατά τους (όχι σταθερούς και πλήρως ευδιάκριτους) νόμους της τέχνης της συγγραφής της.
Στην ποίηση όμως κάτι τέτοιο, χωρίς να είναι ακριβώς μεμπτό, συνιστά μια περιττολογία στην φόρμα (δεν χρειάζεται η ποίηση εκεί που η μονοσημία εξυπηρετείται θαυμάσια από την πεζογραφία), και όπου μια φόρμα είτε καθ' ολοκληρίαν, είτε κατά μείζονα λόγο ή κατά μέρος είναι περιττή, τότε έχουμε κακή ή μη εύκολα ανεκτή μέτρια τέχνη.

5. Το γεγονός ότι η γλώσσα στην ποίηση δεν συνιστά πρωτίστως γραμματική και συντακτική αξία, δεν σημαίνει πως η ποίηση δεν μπορεί να προωθήσει ή να υπερασπίσει νέες γραμματικές και γραμματολογικές αξίες, κατά βούληση ή κατά συγκυρία. Έχει συμβεί αρκετές φορές στην ιστορία της τέχνης, επειδή ακριβώς η ποίηση προσφέρεται όχι μόνο για αναπροσαρμογή της παράστασης του κόσμου αλλά και για την αναπροσαρμογή του λόγου, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο ή σκόπιμο. Έτσι η ποίηση, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, δημιουργεί γλώσσα.

6. Ακριβώς λόγω του μόλις παραπάνω(Θέση 5), η ποίηση δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί πάντοτε -ή και καθόλου- την πεπατημένη γραμματική ή το άτυπα "διαδεδομένο λεξιλόγιο" καθημερινής χρήσης μιας γλώσσας, όταν νοιώθει την ανάγκη να τροποποιήσει και να επεκτείνει και τα δυο. Ιδιαίτερα δε σε γλώσσες με πλούσια ιστορία και με εξέχουσα πολυμορφία όπως η ελληνική γλώσσα,  την οποία κάθε λίγο τα υπουργεία επιχειρούν να την βάλουν στο κρεβάτι του  Προκρούστη ώστε να προκύψει μία μόνο μορφή της προς χρήση, θα ήταν εγκληματική μια αδιαφορία "μη-επέμβασης" της ποίησης επί των γλωσσικών.
Η εξουσία πάντοτε έχει τάσεις ολοκληρωτισμού (και) στη γλώσσα, η ποίηση είναι πάντοτε ελευθεριάζουσα στην αντίληψη. Η εξουσία πάντα θέλει να έχει ΜΙΑ μορφή της γλώσσας που θα χρησιμοποιείται από όλους τους υπηκόους, ενώ αντίθετα η ποίηση οφείλει να τορπιλλίζει εδώ την γλωσσική μονομέρεια της εξουσίας καθώς θα ποικιλοτροπεί και πολυμορφοποιεί την γλώσσα, αξιοποιώντας ενδεχομένως όλες τις ιστορικές φάσεις και περιόδους αυτής της γλώσσας.

7. Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα η οποία είναι μοναδικό φαινόμενο ποικιλομορφίας και οβιδιακών μεταμορφώσεων μέσα στο χρόνο, ο ποιητής οφείλει να την γνωρίζει όσο το δυνατόν καλύτερα και να την χρησιμοποιεί, εάν το επιθυμεί, σε όλη της την διιστορική έκταση. 
Τα σύγχρονα ελληνικά της άνοστης, καθαρά τεχνητής ψευδο-δημοτικής του υπουργείου με τις 2000-3000 λέξεις που την πλαισιώνουν κατά κανόνα στην καθημερινή εκφορά του λόγου (στην καλύτερη των περιπτώσεων, γατί συνήθως τα modern Greek δεν ξεπερνούν τις 500 με 1000 λέξεις), δεν είναι μόνο μια απελπιστική πτώχευση της ελληνικής γλώσσας, αλλά κυρίως, μια διαστροφή της. Σκοπός μιας τέτοιας διαστροφής είναι η αποξήρανση του νου των υπηκόων, και όσον αφορά την ποίηση, η παραγωγή πανομοιότυπων ποιητών που θα τους είναι αδύνατον -μην έχοντας ούτε την γνώση , ούτε την θέληση- να γράψουν κάτι πέρα έξω απ' αυτά τα τραγικά ελληνικά. Πολλές φορές μια τέτοια αντίληψη συμπροπαγανδίζεται από τεμπέληδες ή πτωχόλαλους ποιητές που διαπρέπουν στην φαντασιωτική δυστυχία της αναμονής της μεγίστης δυνατής αναγνώρισης μέσω του ελαχίστου δυνατού ποιητικού αποτελέσματος. Λένε: "λιτότητα". Αυτό είναι παραλογισμός γιατί λιτότητα μπορεί να υπάρξει μόνο στην οικονομία και όχι σε μια γλώσσα ή μια τέχνη. Στην ποίηση ειδικά μας ενδιαφέρει το απέριττο και όχι το λιτό. Το πρώτο δεν έχει να κάνει με ποσοτικά μεγέθη αλλά με ποιοτικά. Λιτό σημαίνει πτωχό, και ως εκ τούτου δεν ενδιαφέρει την ποίηση εξ ορισμού και εξ αρχής ομηρικών επών. Λέμε επιδοκιμαστικά "είναι πλούσια γλώσσα η ελληνική"· λέμε αποδοκιμαστικά "πολύ φτωχή γλώσσα". 
Πολύ απλά, το απέριττο δημιουργεί ισορροπημένη τέχνη, ενώ το λιτό (και συνεπώς περιττό) υπηκόους και υποταγμένους ανθρώπους που έχουν ήδη αλλοτριωθεί στην απόλαυση της αυτομιζέριας τους.
Κατά συνέπεια, και συνυπολογιζομένων των μόλις άνω προλεχθέντων, όσοι είναι εθισμένοι στο να παράγουν στεγνά, αποξηραμένα και αποφθεγματικά πεντάστιχα ή δεκάστιχα ενός λεξιλογίου των 200 λέξεων που ακολουθούν πιστά τις τεχνητές ψευδο-δημοτικές των Υπουργείων, καλό θα είναι να τα αποβάλλουν στον κάλαθο των αχρήστων. Είναι περιττά.

8. Ο ποιητής δεν έχει υποχρέωση να προβάλλει ιδιωματικό λόγο· κάτι τέτοιο  πρέπει να θεωρείται ευκταίο αλλά όχι ζητούμενο. Όταν αυτό συμβαίνει όμως, ο ποιητής θα πρέπει να έχει μια ευρεία γνώση, όχι απλά "της ελληνικής", αλλά των "μορφών της ελληνικής" μέσα στο χρόνο, όπως ελέχθη και παραπάνω. Είναι άλλο πράγμα να επιχειρείς (ψευδο)ιδιωματικό λόγο από άγνοια, και άλλο από γνώση. Στην δεύτερη περίπτωση ο ποιητής έχει δικαίωμα να τροποποιήσει την γλώσσα στους στίχους του κατά το δοκούν και κατά το βουλητικό, ακόμα και αν η γραμματική έχει διαφορετική γνώμη πάνω σε μεμερισμένα ζητήματα που μπορεί να προκύψουν. Ο πρώτος όμως, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δημιουργήσει ακόμα ένα περιττό ιδίωμα κοντά στα άλλα τεχνητά των υπουργείων.

9. Γλώσσα στην ποίηση και γλωσσαμυντορισμός δεν συμβιβάζονται. Ο δεύτερος είναι ίδιον των μετριοτήτων που προσπαθούν να προσκτήσουν ένα περιστασιακό ή μονιμότερο κύρος ουρλιάζοντας τα υπουργικά εγχειρίδια ως εάν ήταν ο λόγος του θεού προς τους απίστους. Οι ποιητές-"γλωσσαμυντόρες" είναι συνήθως τελειωμένες υποθέσεις με προσδόκιμο πραγματικής συγγραφικής ζωής (και όχι δημοσιοσχεσίτικης παρουσίας) όχι πάνω από λίγα χρόνια.

10. Δεν είναι η ποίηση για την γλώσσα, αλλά η γλώσσα για την ποίηση· πράγμα που πολύ απλά σημαίνει, πως σκοπός εδώ είναι η διεύρυνση του ανθρωπίνου νου, όπως επίσης και μια διαφορετική αντίληψη επί της πραγματικότητας που ξεφεύγει από τα λελογισμένα και νομότυπα πλαίσια της καθημερινής, ή ακόμα και πεζογραφικής, αιτιότητας.
Προς αυτόν τον σκοπό, πρέπει να τείνουν κάθε χρήση της γλώσσας, τυχούσα ευρυμάθεια και οξεία νόηση περί των ποιητικών, πράγματα έτσι κι αλλιώς ζητούμενα στους ποιητές ανά τους καιρούς.