Monday, May 20, 2013

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΜΑΣΚΑ, Μέρος Α΄



Η αρχή της ταυτότητας, διατυπωμένη από τον Αριστοτέλη και άμεσα συνηρτημένη με την αρχή της αντίφασης και την αρχή του αποκλειομένου μέσου, βεβαιώνει περί του "ταυτού" ενός πράγματος ή της έννοιας, τουτέστιν πως  ταυτίζεται πάντοτε με τον εαυτό του και δεν μπορεί να είναι και να μην είναι ο εαυτός του:

Δει παν το αληθές αυτό εαυτό ομολογούμενον είναι πάντη" (Αριστοτέλης, Αναλυτ. Προτ. Α΄ 32)

ή όπως εξεφράσθη αργότερα και στα λατινικά (ως αρχή της αντίφασης)

impossible est idem esse et non esse,  
δηλαδή , ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι και να μην είναι.

Αν θελήσουμε να εκφράσουμε με έναν μαθηματικό τύπο την αρχή της ταυτότητας, τότε δεν μπορεί να είναι άλλος εκτός από αυτόν: Α=Α . Η αρχή αυτή μας διαβεβαιώνει ότι ένα πράγμα οφείλει πάντοτε να είναι ο εαυτός του και δεν μπορεί ταυτόχρονα να μην είναι ο εαυτός του.
Το κατά πόσο η αλήθεια της αρχής της ταυτότητας συναρμόζεται με την αλήθεια της ζωής, αυτό ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει, αλλά μάλλον με αρνητικό συμπέρασμα. Προς τούτο, ας σκεφθούμε έναν άνθρωπο μετά την παρέλευση αρκετών χρόνων. Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο; προφανώς όχι. Παρατηρούμε κατ' αρχάς τις εξωτερικές αλλοιώσεις της μορφής του και κατά δεύτερον λόγον οποιαδήποτε αλλαγή του σε συμπεριφορικό-ψυχολογικό-πολιτισμικό πεδίο.
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, πως ένας άνθρωπος, λόγου χάριν, μετά από είκοσι χρόνια, δεν είναι ποτέ ο ίδιος.
Σε ακραίες μορφές μάλιστα σημαντικής εξωτερικής παραμόρφωσης που μπορεί να προκληθεί από διάφορους λόγους, δεν υπάρχει τίποτε να μας θυμίζει τον παλαιότερο άνθρωπο όπως τον είχαμε υπ'όψιν μας· νοιώθουμε στην κυριολεξία σαν να βλέπουμε κάποιον άλλον στην θέση του.Το αυτό ισχύει και για ένα αντικείμενο· τίποτε δεν μένει το ίδιο μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, στη διάρκεια του οποίου, έχουμε φθορά, αλλοίωση, τροποποιήσεις λόγω εξωτερικών αιτιών κλπ. κλπ.
Όμως ταυτόχρονα και ενώ διαπιστώνουμε αυτό το "μη Είναι" πλέον του ανθρώπου ή του αντικειμένου, έτσι όπως τα γνωρίζαμε στο παρελθόν, έχουμε εν τούτοις την βεβαιότητα, πως παρ΄ όλ' αυτά πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο ή το ίδιο αντικείμενο, παρά τις αλλοιώσεις και τις αλλαγές και παρά το συμπέρασμα που αυτές οι δύο τελευταίες αναγκαστικά μας καθυποβάλλουν όσον αφορά το ότι δεν είναι ο ίδιος.
Η Γερμανική φιλοσοφία θεώρησε πως έλυσε το ζήτημα με το να άρει τα αντίθετα στην ένωσή τους. Δηλαδή, ένα πράγμα, κάθε στιγμή είναι και δεν είναι ο εαυτός του. Συνέλαβε δηλαδή με λίγα λόγια την ενότητα του Είναι και του μη-Είναι, κυρίως θεωρώντας το μη-Είναι του πράγματος ως την αιτία κάθε αλλαγής του.
Η σύλληψη αυτή είναι σωστή στο βαθμό που αίρει την μονομέρεια της αριστοτέλειας αρχής και μας ωθεί να βλέπουμε τα πράγματα όχι στατικά αλλά μέσα στην δυναμική τους. Κάτι τέτοιο φυσικά προϋποθέτει την πλήρη αλλαγή της στοχαστικής επισκόπησης των εννοιών, και εκεί που η Φιλοσοφία ήταν απασχολημένη να βλέπει ακίνητες οντότητες, μετά τον Χέγκελ έβλεπε κατά κύριον λόγο τις αλλαγές τους. 
Όμως δεν αρκεί· δεν αρκεί δηλαδή να προφέρουμε και να κατανοήσουμε την πρόταση περί της ενότητας του Είναι και του μη-Είναι για να απαντήσουμε στο εξής: όταν λέμε πως ένα πράγμα "είναι και δεν είναι το ίδιο", και ενώ μπορούμε να αντιληφθούμε με μεγάλη βεβαιότητα την αλήθεια της πρότασης "δεν είναι το ίδιο" (το μη-Είναι του πράγματος δηλαδή), θα πρέπει να ορίσουμε ωστόσο από την άλλη και το ΤΙ είναι εκείνο που μας πείθει ακόμα πως "είναι το ίδιο"· ότι η αρχή της ταυτότητας, δηλαδή, επιζεί έστω και σε σχετικό βαθμό, εν μέρει και όχι καθ'ολοκληρίαν.
Για να το αντιληφθούμε καλύτερα αυτό ας σκεφθούμε το εξής: έστω ένας άνθρωπος με ένα σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών γνωρισμάτων A. Μετά την παρέλευση αρκετών ετών διαπιστώνουμε πως έχει απωλέσει αρκετά από τα γνωρίσματα που είχε,  με συνέπεια να έχουμε τώρα το σύνολο Α μείον κάτι (το οποίο το ορίζουμε σημειογραφικά  ως A-α), ενώ έχει προσλάβει άλλα που τα καλούμε B. Έχουμε λοιπόν μια μορφή της οποίας τα γνωρίσματα τώρα είναι Α-α+Β. Εάν λοιπόν ισχυριστούμε πως ενώ δεν είναι ο ίδιος πια (πράγμα που είναι φανερό) ταυτόχρονα είναι ο ίδιος (δηλαδή είναι πάλι ο Α), τότε έχουμε μια ισότητα της μορφής Α=Α-α+Β, πράγμα άτοπον.

Λογικά συνεπώς δεν ισχύει ότι ταυτόχρονα είναι ο ίδιος, (το πρώτο σκέλος της πρότασης "είναι και δεν είναι ο ίδιος" που συνιστά ολόκληρη την ενότητα του Είναι και του μη-Είναι), επειδή αν ήταν ο ίδιος, τότε θα έπρεπε στο παρελθόν αυτός ο άνθρωπος να ήταν Α-α+Β και όχι Α όπως και ήταν.

Και όμως, σχεδόν πάντοτε η αίσθησή μας συλλαμβάνει, όχι αδικαιολόγητα και παρά το "άτοπον" του πράγματος, ότι ο άνθρωπος αυτός, όντως, είναι ο ίδιος.

Τι ισχύει εδώ; ποιος έχει δίκιο; η ακολουθία και συνεπαγωγή των εννοιών ή η "αίσθησή μας" που μας λέει "είναι και δεν είναι ο ίδιος" (και οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ συμφωνούν μέσω ενός εμπειρικού τρόπου με τον Χέγκελ) και ότι, ναι, πράγματι, παρ' όλο που είναι φανερό πως δεν είναι ο ίδιος πια, εν τούτοις εμείς δεν μπορούμε να παύσουμε να τον αναγνωρίζουμε ως ίδιον και να του απευθυνόμαστε ως εάν ήταν εκείνος που γνωρίζαμε παλαιά. Έτσι, απευθυνόμαστε στον Α-α+Β ως εάν ήταν πάλι ο Α, σαν να μην είχε αλλάξει ποτέ τίποτε σε αυτόν.

Αυτό τό "Είναι" που εμμένει στην ολοφάνερη κυριαρχία του μη-Είναι, είναι περισσότερο, θα μπορούσε να πει κανείς, μιας αξιωματικής αρχής. Δεχόμαστε δηλαδή εκ των προτέρων, πως όσες αλλαγές και αν διαπιστώσουμε στον Α που έχουν ως αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ο Α, εμείς θα συνεχίσουμε να τον αντιμετωπίζουμε ως Α.

Το ερώτημα που προκύπτει αναπόφευκτα είναι το εξής: απο πού ακριβώς παίρνουμε την βεβαιότητα ότι ο Α είναι και ο ίδιος; παρ'όλο που διαπιστώνουμε σε αυτόν και αρκετά παλαιά γνωρίσματά του, εξωτερικά και εσωτερικά, να έχουν μείνει άθικτα από τις διάφορες αλλαγές του και να ισχύουν και τώρα, δεν μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι είναι ο ίδιος ή "και" ο ίδιος. Υπάρχει μια μείωση των γνωρισμάτων που είχε και μια πρόσθεση άλλων. Για να πούμε ότι ένας άνθρωπος είναι ίδιος, όπως τον ξέραμε, θα πρέπει το σύνολο των γνωρισμάτων του να είναι ίδιο με εκείνο που ήταν παλαιά.
Όμως εμείς επιμένουμε να θεωρούμε πως "είναι και δεν είναι ο ίδιος" τη στιγμή που, είναι αλήθεια, το πρώτο σκέλος της πρότασης αυτής απλά δεν ισχύει λογικά. Ενώ μπορούμε κάλλιστα να αιτιολογήσουμε και να αποδείξουμε το δεύτερο ("δεν είναι ο ίδιος"), δεν είναι δυνατόν να αιτιολογήσουμε εξ ίσου και το πρώτο. Παρ' όλ' αυτά το δεχόμαστε όμως ως περίπου "αυτονόητο".

Υπάρχει ωστόσο λόγος για την "επιμονή μας" αυτή πέρα βέβαια από την δύναμη της πειθούς της κοινωνικοποίησης που μας κάνει να βεβαιώνουμε κάτι που στην ουσία δεν υπάρχει πλέον: εάν επρόκειτο να παύσουμε να αποκαλούμε τα πράγματα και τους ανθρώπους με τα ονόματά τους σε κάθε αλλαγή τους, τότε πολύ απλά, οποιαδήποτε ζωή, τουλάχιστον οποιαδήποτε κοινωνικοποιημένη ζωή, θα ήταν αδύνατη. Ούτε θα μπορούσε να υπάρξει συνεννόηση και επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, ούτε γνώση επί του εξωτερικού κόσμου, ούτε καν η επιτέλεση των πλέον στοιχειωδών καθημερινών πράξεων θα ήταν δυνατή.
Όμως η αναγνώριση του "δεν είναι ο ίδιος" έχει και μια άλλη συνέπεια: εφ' όσον τα πράγματα και οι άνθρωποι αλλάζουν και δεν είναι ποτέ ίδια με τον εαυτό τους, αυτό πολύ απλά σημαίνει, ότι τίποτε δεν είναι ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πραγματικό. Εάν ήταν, δεν θα άλλαζε.
Ας πάρουμε έναν άνθρωπο Χ που αλλάζει σε διάφορα σημεία του χρόνου στην προοπτική του. Σε καθένα από αυτά τα χρονικά σημεία, νέες ιδιότητες προστίθενται και άλλες από τις υπάρχουσες αφαιρούνται. Έτσι, αντί να έχουμε έναν Χ σταθερό και αναλλοίωτο, έχουμε Χ1, Χ2, Χ3, ... Χν.
Το ερώτημα είναι το εξής: αν ο Χ είναι πραγματικός, πότε ακριβώς ήταν πραγματικός; όταν ήταν Χ1; όταν ήταν Χ2; Χ3; ...Χν ; Επειδή, αν ήταν πραγματικός και ως Χ1 και ως Χ2 κλπ. τότε πολύ απλά δεν μιλάμε για έναν άνθρωπο αλλά για δύο ή περισσότερους στην θέση του ενός, πράγμα άτοπον. Συνεπώς, και κατά πάσα αυστηρή λογική συνέπεια ο Χ δεν είναι "πραγματικός". Δεν έχει καμμιά σημασία, αν βλέπουμε κάποιον που ορίζεται, συστήνεται κάθε φορά και είναι γνωστός μας ως Χ να παρουσιάζεται μπροστά μας. Τίποτε δεν μας εγγυάται, ότι είναι πραγματικός, ίσα ίσα το αντίθετο. Το αυτό ισχύει και για τα αντικείμενα και για κάθε πράγμα που εμπίπτει στο οπτικό πεδίο μας καθώς και στην φαινομενολογία της ζωής.

Μα, θα μπορούσε να πει κάποιος, η βεβαίωση της ύπαρξης του ιδίου ανθρώπου, τουτέστιν η εκφορά της πρότασης "είναι ο ίδιος" που συνυπάρχει με την πρόταση "δεν είναι ο ίδιος" την οποία δεχθήκαμε ως αναμφίβολη, έγκειται σε κάτι που δεν φαίνεται, είτε αυτό είναι η ψυχή του, είτε το πνεύμα του, ή οποιαδήποτε άλλη έννοια μπορεί να εκλάβει κάποιος ως σταθερό σημείο αναφοράς της βεβαίωσης της ταυτότητάς του και παρά τις αλλαγές που υφίσταται μέσα στον χρόνο καθώς και από άλλα αίτια. Εξ άλλου, υπάρχει η σύνολη ιστορία του ιδίου ανθρώπου. Όλα τα περιστατικά και τα γεγονότα, που σχετίζονται με την ζωή του ανήκουν στην ιστορία του, η οποία αφορά πάντοτε ένα και το αυτό πρόσωπο και όχι άλλο.
Δεκτόν.
Όμως, κάτι τέτοιο δεν μας λύνει καθόλου το μέγα ζήτημα της μη ισχύος της αρχής της ταυτότητας. Επειδή δεν είναι η "ψυχή" και το "Πνεύμα" του συγκεκριμένου ανθρώπου που μας παρουσιάζονται κάθε φορά, αλλά η μορφή του, ο δεδομένος άνθρωπος Χ. Δεν συνομιλούμε με το πνεύμα του και μόνο πολύ έμμεσα λέμε κάποτε ότι "μιλάμε στη ψυχή" κάποιου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κρατούμε στην πραγματικότητα συνομιλία με κάτι άυλο και αόρατο ει μη μόνον με τον φαινομενικό άνθρωπο Χ που μας παρουσιάζεται.
Επιπλέον η ιστορία του αναφέρεται πάντοτε στον ίδιο, γιατί απλούστατα έχουμε μάθει να τον αντιμετωπίζουμε κάθε φορά ως τον ίδιο, μέσω της πειθούς της ταυτότητας και της κοινωνικοποίησης, όπως κατεδείχθη και πιο πάνω. Εάν επρόκειτο να αποδώσουμε τα διάφορα γεγονότα της ζωής του σε διαφορετικούς ανθρώπους, τότε δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συνεννοηθούμε μαζί του ή να τον λογίσουμε ως δρώσα καθημερινή οντότητα. Κατά συνέπεια, καίτοι είναι σωστό ή υπολογίσιμο πως αυτό που "μένει ίδιο"  πάνω του κάθε φορά πιθανώς είναι κάτι που δεν βλέπουμε, δεν μπορεί ωστόσο να σημαίνει τίποτε άλλο από την εξής αλήθεια που έχει να κάνει με τον άνθρωπο Χ: πρόκειται για την ιστορία μιας μάσκας. Ο πραγματικός Χ αν υπάρχει, είναι κάπου αλλού.

Για σκεφθείτε το λίγο: βασίζουμε όλη την ζωή μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, στην κυριολεξία πάνω στην πειθώ μιας πλάνης.
Πείθουμε συνεχώς και υποσυνείδητα  τους εαυτούς μας (έχοντας προηγηθεί φυσικά η πειθώ της κοινωνικοποίησης την οποία συνεχίζουμε και διαιωνίζουμε εμείς με την σειρά μας για να μπορούμε να ζούμε) ότι αντικείμενα, άνθρωποι και εμείς, παραμένουν στην ουσία ίδια,  όσο και αν δεχόμαστε ότι "δεν είναι πια τα ίδια". Και πίσω από αυτήν την πειθώ υπάρχει, κατά πάσα λογική ακολουθία και μια σκοπιμότητα: η επιτέλεση και η απρόσκοπτη συνέχεια της ζωής, ήτοι του θεάτρου της ζωής.
Επειδή αν τα αντικείμενα και οι άνθρωποι δεν είναι στην ουσία πραγματικές οντότητες, όπως μπορεί να μας δείξει η πιο αυστηρή λογική ανάλυση, τότε αυτά που εμμένουν μπροστά μας, και ακόμα εμείς οι ίδιοι, δεν είναι παρά "ρόλοι" και "σκηνικά" στο μεγάλο κοσμικό θέατρο της ζωής.
Εάν τα πράγματα, οι άνθρωποι, εμείς οι ίδιοι, είμασταν πραγματικοί. τότε δεν θα αλλάζαμε και θα είχαμε μια δεδομένη ταυτότητα καθ' όλο το μήκος του βιωτού χρόνου.
Με λίγα λόγια, η αλλαγή από μόνη της ορίζει ένα ψέμμα. Αυτό το μεγάλο κοσμικό ψέμμα από την άλλη όμως, είναι και η αναγκαία συνθήκη της ζωής όπως την ξέρουμε.

Και μένει να ρωτήσει τώρα κάποιος; και πού είναι το πραγματικό, εάν υπάρχει,  εφ' όσον δεν είναι "εδώ";


(συνεχίζεται)