Thursday, December 29, 2011

CHARLES IVES: Piano Sonata No.2, "Concord"



Κάποτε, ήμουν φανατικός ακροατής του Charles Ives (και τώρα ασφαλώς τον θαυμάζω). Με είχε συναρπάσει κυρίως, η όχι πάντα σε πρώτο ακουστικό πλάνο φανερή επικοινωνία του έργου του με την ποιητική ή και φιλοσοφική κληρονομιά της Αμερικής. Ο Whitman, η Dickinson, o Thoreau, αναζούν στο έργο του Ives μέσα από μια σχεδόν συμπαντική προοπτική, τέτοια που μόνο ο ούλτρα-εκκεντρικός συνθέτης-ασφαλιστής(!) από το Κοννέκτικατ ήξερε να προσδίδει στην μουσική.

Η γνωστή "Σονάτα-Κονκόρντ" του (γνωστή, τέλος πάντων· για όσους ασχολούνται) είναι τόσο μαγευτική, υπέρτατα μαγευτική, αρκεί ο ακροατής να την "αντιληφθεί". Δεν υπάρχει εδώ κάποια εύκολη στο άκουσμα μελωδία, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος που ζωγραφίζεται με τόσο σπάνια μαεστρία και ευαισθησία, ήχο με ήχο, νότα προς νότα σε ένα όλως υπερβατικό απόγευμα της ανθρωπότητας...

Τα τέσσερα μέρη της σονάτας "αντιπροσωπεύουν" προοδευτικά (και κατά μία έννοια είναι αφιερωμένα σε αυτούς) τους Ralph Waldo Emerson, Nathaniel Hawthorne, Bronson και Louisa May Alcott, Henry David Thoreau.

Στο βίντεο άνω, μπορείτε να ακούσετε το τέταρτο μέρος της σονάτας.


Saturday, December 24, 2011

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ

Έχω αναφερθεί και αλλού ότι το άλμα από την γουτεμβέργεια στην ηλεκτρονική εποχή του λόγου, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί νέες, πολύ θετικές , προοπτικές για την παραγωγή και διαθεσιμότητα της ποίησης, όπως επίσης είναι αλήθεια και πρωτοφανέρωτα ζητήματα ή νέα προβλήματα που προκύπτουν και πρέπει βέβαια να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα και συνέπεια.

Αν η μετάβαση από την εποχή του χειρογράφου και του scriptorium στην εποχή του τυπογραφείου, τουτέστιν η μετάβαση από τον λόγο-φύση και λόγο-ανάκτορο προς τον λόγο-άστυ, εσήμανε όχι μόνο μια τιτανική απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την γραφή, αλλά ακόμα, και κυρίως, μια νέα σχέση στο εποικοδόμημα της κουλτούρας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τα "ενδιάμεσα" στρώματα (εκδότες, φιλότεχνοι, διοργανωτές, πάσης φύσεως παρατρεχάμενοι κλπ.), τότε η μετάβαση από την εποχή του τυπογραφείου στην εποχή των πίξελς και της οθόνης, τουτέστιν η μετάβαση από τον λόγο-άστυ στον λόγο-κόσμο, δεν μπορεί παρά να ανακαθορίσει τις μόλις προαναφερθείσες σχέσεις, οι οποίες είναι αλήθεια, από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά έχουν καταστεί ιδιαίτερα προβληματικές, μιας και τα "ενδιάμεσα" στρώματα πολύ συχνά απέβησαν ιδιαζόντως παρασιτικά επί της τέχνης.
Επιπροσθέτως δε οι φιλοδοξίες χειραγώγησης καλλιτεχνών και καλλιτεχνικής "ατμόσφαιρας" από τους ατζέντηδες της κουλτούρας δεν ήταν και ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συναντήσει ένας δημιουργός στην ζωή του, και ακόμα, η όλη αύξουσα στάθμη της "διαμεσολάβησης" και των τακτικών της, προϊόντων των αδηφάγων εμπορο-αγοραστικών προσδοκιών ενός απλήστου και βαρβάρου εκμεταλλευτικού συστήματος οικονομικής ανταλλαγής όπως ο καπιταλισμός, δεν μπορούσε παρά να αποβεί εις βάρος του πνεύματος και των πρωτογενών γνήσιων φορέων του.


Στον βαθμό ωστόσο, που το τέλος της γουτεμβέργειας εποχής (πολύ ορατό πλέον στον κόσμο, καθυστερεί κάπως στην υποπνευματική Ελλάδα) εκ των πραγμάτων επιφέρει και μια βαθμιαία περιθωριοποίηση των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών, τότε, αυτό είναι μια εξέλιξη, πολύ θετική, και σε κάθε περίπτωση αναγκαία, αν θέλουμε κάποτε να απαλλαγούμε από κάθε είδος υπο- ή κατευθυνομένης κουλτούρας.

Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο στο διαδίκτυο είναι όσο το δυνατόν λιγότερη "διαμεσολάβηση". Λιγότερη διαμεσολάβηση σημαίνει περισσότερη ελευθερία και αξιοπρέπεια για τους δημιουργούς και λιγότερη υποτίμηση του αναγνωστικού κοινού όταν επιχειρείται να "χειραγωγηθεί" και να "ποδηγετηθεί" προς όφελος τάσεων ή παρεών κλπ. Το τελευταίο, πρέπει να θεωρείται έτσι κι αλλιώς αδύνατον ή πολύ δύσκολο, γιατί στην ποίηση τουλάχιστον, για να φθάσει ένας άνθρωπος, επί παραδείγματι, να καθίσταται συστηματικός αναγνώστης της, αυτό σημαίνει πως έχει ήδη διαμορφώσει τα κριτήριά του και τις προτιμήσεις του, και κατά συνέπεια, οι μόνοι υποκείμενοι σε "χειραγώγηση" είναι τυχάρπαστοι αναγνώστες ή ατελείς λογοτεχνίζοντες που έχουν μικρο-προσωπικές φιλοδοξίες και προσπαθούν να "κερδοσκοπήσουν" μέσα από τους ανταγωνισμούς και τις μνησικακίες των λογοτεχνικών κύκλων.

Όπως και να έχει, και προς αυτόν τον σκοπό (λιγότερη διαμεσολάβηση, περισσότερη ποιότητα και αξιοπρέπεια), το ηλεκτρονικό βιβλίο πρέπει και μπορεί να συνδράμει τα μάλα, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η έντυπη έκδοση κοστίζει αδικαιολόγητα πολύ στους συγγραφείς και ποιητές (πράγμα βέβαια που δεν φαίνεται να ...πτοεί κανέναν, μιας και σε αυτήν την παράξενη χώρα το γεγονός μιας έκδοσης θεωρείται κάτι ανώτερο και από τον ίδιο τον θεό, ερευνάται ακόμα το γιατί) και τα κριτήρια επιλογής, διαθεσιμότητας και εμπορικής προοπτικής είναι συνήθως (και με φωτεινές εξαιρέσεις βεβαίως) αστεία από ποιοτική άποψη, καθώς στηρίζονται καθαρά σε συντεχνιακές μικρολογικές και μικροσυμφέροντα ενώπιον μάλιστα ενός πολύ ολιγοστού αναγνωστικού κοινού (στην ποίηση κυρίως).
Μονάχα πολύ ανασφαλείς άνθρωποι ή καθ' έξιν μισονεϊστές θα αποστρέφονταν το e-book, και μονάχα εκείνοι των οποίων η όχι και τόσο ποιοτική καλλιτεχνική υπόστασή τους βασίζεται καθαρά στα εκδοτικά δούναι και λαβείν, θα απεύχονταν μια τέτοια εξέλιξη.
Και όπως έχει αποδείξει τόσες φορές η Ιστορία, δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός εδώ. Θυμηθείτε την τύχη του "ζεστού" και "ανθρώπινου" βινυλίου για να πάρετε μια ιδέα περί της τύχης που αναμένει και το έντυπο βιβλίο... Βινύλιο, που χωρίς να σημαίνει ότι δεν ενείχε όντως τέτοιες "καλές" ποιότητες, εν τούτοις, ήταν πλήρως αντιπρακτικό και ελάχιστα εξελίξιμο εν σχέσει με το laser cd που ακολούθησε.

Απ' αυτή την πολύ κρίσιμη άποψη, -και επανερχόμενος συμπαραλλήλως στα της "διαμεσολάβησης"-, φαίνεται πως η Ελλάδα δεν είναι μόνον ή χώρα με τον υπερτροφικό δημοσιοϋπαλληλικό μηχανισμό, αλλά και η χώρα με την υπερπληθώρα "διαμεσολαβητών" πάσης φύσεως και ποικίλης ποιοτικής στάθμης. Και φαίνεται ακόμα πως αυτές οι δυο κατηγορίες συναρτώνται και συνεπιμερίζονται στις λειτουργίες τους τόσο πολύ, ώστε να συναντούμε τόσο συχνά μπροστά μας ένα είδος "πνευματικού ανθρώπου" που δεν διαφέρει από δημόσιο υπάλληλο στην σκέψη και τους ορίζοντες του· έναν στεγνό, καθαρά διεκπεραιωτικό άνθρωπο, που μπλεγμένος σε χίλιες δυο "διαμεσολαβήσεις" κουλτούρας, σπάνια έχει να προσφέρει κάτι με την πέννα του, πέρα από άτσαλη ή πολύ συμβατική γραφή.

Κατά συνέπεια λοιπόν, τα ηλεκτρονικά περιοδικά κουλτούρας (και δεν αναφερόμαι τόσο, ή και καθόλου, στα λογοτεχνικά sites που ανανεώνονται σχεδόν καθημερινά, αλλά σε σελίδες που ακολουθούν καθαρά το πρότυπο του περιοδικού λογοτεχνικού εντύπου στο διαδικτυακό περιβάλλον), ενέχουν από την φύση τους έναν διαμεσολαβητικό ρόλο σε ένα μέσο ωστόσο (το διαδίκτυο) που τείνει από τη φύση του να αποτινάξει κάθε διαμεσολάβηση και να παραδώσει γυμνή στην ανθρωπότητα την πιο άμεση σχέση ανάμεσα καλλιτέχνη και "κοινό".
Αυτή η αντίφαση (ρόλος διαμεσολαβητικός σε μέσο που καταργεί κάθε διαμεσολάβηση) είναι το πλέον κρίσιμο ζήτημα που υποχρεούνται οι εκδότες των ηλεκτρονικών περιοδικών να σκεφθούν, εφ' όσον βέβαια έχουν μια στοιχειώδη υποδομή πνεύματος που τους επιτρέπει να το διαβλέπουν...

Επειδή ακριβώς, η αναπαραγωγή της λογικής ενός εντύπου περιοδικού κουλτούρας στα δεδομένα ενός ηλεκτρονικού περιοδικού δεν μπορεί παρά να κατακρατάει όλα τα αρνητικά της "διαμεσολάβησης" χωρίς τίποτε το θετικό από τον έντυπο κόσμο. Χρειάζεται συνεπώς ένα ποιοτικό άλμα εδώ, μια νέα αντίληψη που θα πρέπει να ξεκόψει οριστικά από κάθε συντεχνιακή ή προαγωγική λογική, και από κάθε τάση κολακείας της πιο ρηχής επικαιρότητας ή της πιο ρηχής καλλιτεχνικής αξίας, έτσι όπως μπορεί να απαντώνται όλα αυτά ομού σε ένα έντυπο λογοτεχνικό περιοδικό.

Στα λογοτεχνικά πράγματα το διαδίκτυο δεν είναι, ή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως, "εκσυγχρονισμός" αλλά ως μια επιστροφή , εν είδει σπειροειδούς κίνησης του χρόνου στις εποχές του ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης Αναγέννησης (σε ένα νέο και ανώτερο ασφαλώς τεχνολογικό επίπεδο της σημερινής εποχής), όταν τα ενδιάμεσα παρασιτικά στρώματα της τέχνης, ως γέννημα καθαρά μιας ανερχομένης αστικής τάξης και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας αργότερα, απλά δεν υπήρχαν.
Υπήρχε ωστόσο ο ηγεμόνας στον οποίο ο καλλιτέχνης ήταν "υποτελής" καθ' όλη την διάρκεια της "προστατευόμενης" από αυτόν ζωής του.

Με την ηλεκτρονική εποχή, ο ηγεμόνας στο ηλεκτρονικό μέσον δεν υφίσταται (τουλάχιστον ορατά και άμεσα) και μένει μόνο το ζητούμενο μιας άλλης ποιότητας και αντίληψης που θα πρέπει να επιδείξουν οι διαμεσολαβητές αν θέλουν να έχουν έναν πιο εξυγιασμένο ρόλο στο διαδίκτυο.

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, και για να μην παρερμηνευθώ, θεωρώ αναγκαίο να δηλώσω πως όσα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά του ελληνικού διαδικτύου έχουν πέσει στην αντίληψή μου έως τώρα, κρίνω ότι όλα ανεξαιρέτως είναι σοβαρά, ποιοτικά, και με, πιστεύω, υγιείς προθέσεις· ανεξάρτητα βεβαίως, από τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχω ή να μην έχω σε ζητήματα αισθητικής και ύλης.

Από εκεί και πέρα, το μόνο που μένει, είναι να διαπιστώσουμε πόσα και ποια από αυτά τα ηλεκτρονικά περιοδικά θα μπορέσουν κάποια στιγμή να σπάσουν εντελώς τους δεσμούς τους με τον "έξω" (παλαιο)λογοτεχνικό κόσμο, τον εντελώς διαβρωμένο από τις απηρχαιωμένες νοοτροπίες και τις συντεχνιακές-μικροπαρείστικες περιχαρακώσεις του.

Εάν αυτό καταστεί δυνατό, τότε οι οποιεσδήποτε περιστασιακές αναπαραγωγές των κακών στοιχείων από τον κόσμο των εντύπων περιοδικών, και τα πάσης φύσεως λάθη που σχετίζονται με την συντεχνιακή ή βλαχοδημαρχική νοοτροπία στα καλλιτεχνικά, μπορούν να αντιμετωπιστούν με κάποια μεγαλοψυχία και ελπίδα ότι θα γίνουν σε εύλογο χρόνο συνειδητά και κατανοητά από τους αποπειρώμενους ηλεκτρονικό περιοδικό λόγο.
Εάν ωστόσο, δεν έχουμε σε βάθος χρόνου τίποτε περισσότερο από μια επίπεδη και μονοσήμαντη αναπαραγωγή του κόσμου των εντύπων λογοτεχνικών περιοδικών και των κριτηρίων του, τότε η αδυναμία κατανόησης της φύσης του ηλεκτρονικού μέσου και των νέων αξιακών ανακατατάξεων που επιφέρει (ή οφείλει να επιφέρει) θα έχει αποβεί έτι περισσότερον από μοιραία, και σε κάθε περίπτωση μπορούμε να προσπεράσουμε.

Προσωπικά, παραμένω αισιόδοξος όταν βλέπω νέους ανθρώπους σε αυτά τα πράγματα, που δεν έχουν προλάβει ακόμα, -λόγω ηλικίας περισσότερο, και πιθανώς λόγω δεδηλωμένης πρόθεσης που θα πρέπει μακροπρόθεσμα να αποκτήσει και μια βαρύτητα εφαρμογής-, να καταστούν ένα επιπλέον "γρανάζι" στο όλο αδιέξοδο σύστημα παραγωγής και διάθεσης κουλτούρας εν Ελλάδι.

Και τους εύχομαι φυσικά, να μην γίνουν ποτέ ένα τέτοιο "γρανάζι", πράγμα που είναι ιδιαζόντως εύκολο αν είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν κάθε είδος πνευματικής ανεξαρτησίας, που μπορεί να τους χαρακτηρίζει σε λιγότερο ή περισσότερο βαθμό, και ακόμα, μη εμπλοκής και ενσωμάτωσης στις χιλιοφθαρμένες "δημόσιες σχέσεις", οι οποίες στην Ελλάδα συναποτελούσαν ανέκαθεν ό,τι χειρότερο, για μια λογοτεχνία που έμεινε εξ αιτίας τους, σε ένα μεγάλο ποσοστό, τουλάχιστον πενήντα χρόνια πίσω σε σχέση με τις λογοτεχνίες άλλων χωρών.



Sunday, December 18, 2011

Boris Lyatoshynsky: Symphony No.2 In B Minor, Op.26 (1935-1936)

Το έργο του πολύ σημαντικού Ουκρανού σοβιετικού συνθέτη Boris Lyatoshynsky (1895-1968) κατέστη ευρύτερα γνωστό, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, κατά το έτος 1993, όταν ο Αμερικανός μαέστρος Theodor Kuchar σε συνεργασία με την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουκρανίας προέβη στην ηχογράφηση των πέντε Συμφωνιών του. Κατόπιν, ακολούθησαν και άλλες ηχογραφήσεις, - εκτός από αυτές έχω υπ'όψη μου τις εγγραφές με τον μεγάλο Mravinsky να διευθύνει τις συμφωνίες του Lyatoshynsky.

Ιδιότυπη περίπτωση ο Ουκρανός συνθέτης, έμελε να προστεθεί και αυτός στην λίστα των με τον ένα ή τον άλλο τρόπο "διωκομένων" συνθετών από την σταλινική γραφειοκρατία, στο βαθμό που οι "φωστήρες" της τελευταίας ανεκάλυπταν και στην μουσική του (όπως και σε εκείνη του Mossolov, του Shostakovich, του Prokofiev, της Ustvolskaya και τόσων μα τόσων άλλων κορυφαίων σοβιετικών συνθετών· πραγματικά δεν έχει τέλος ο κατάλογος αυτός) "εκφυλισμένη τέχνη" και "φορμαλιστικές" προθέσεις.

Ως αποτέλεσμα, ο Lyatoshynsky από βραβευμένος δυο φορές με το "βραβείο Στάλιν" συνθέτης (το όνομα του βραβείου αυτού χωρίς αμφιβολία ακούγεται ως κακόγουστο αστείο), αγνοήθηκε σε σημαντικό βαθμό μεταπολεμικά και πολλά έργα του δεν παρουσιάστηκαν κατά την διάρκεια της ζωής του, παραμένοντας μόνον ως παρτιτούρες στο συρτάρι, πριν βεβαίως, όπως ήδη ελέχθη, δοθεί στο έργο του μια ευρύτερη έκταση σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα στις Συμφωνίες του, και πιθανώς και στο Σλαβικό Κονσέρτο του για πιάνο.

Από συνθετική-υφολογική άποψη, θα μπορούσε κάλλιστα να πει κάποιος πως ο Lyatoshynsky ξεκίνησε ως ύστερος ρομαντικός συνθέτης· με έντονη την επίδραση του μεγάλου Rachmaninoff, ασφαλώς, αλλά και με ένα δικό του ιδιότροπο στυλ, που προσωπικά θα το αποκαλούσα "εορταστικό ρομαντισμό" (αν βέβαια, μπορεί να νοηθεί ένα τέτοιο πράγμα).

Κατόπιν, η μουσική του Lyatoshynsky έγινε μάλλον πιο "μοντερνιστική" και οι ευρεσιτεχνίες του Schoenberg και του Shostakovich απηχούνται καθαρά σε αυτή· ιδιαίτερα στις δυο τελευταίες Συμφωνίες του.

Διάλεξα να ακούγεται από το mixpod δεξιά, το τρίτο μέρος της Δεύτερης Συμφωνίας του συνθέτη, έργο μεγάλης αισθητικής και υφολογικής σημασίας κατά τη γνώμη μου, μιας και κατορθώνει να συνενώνει με άκρως αριστοτεχνικό και εμπνευσμένο τρόπο τον ύστερο ρομαντισμό με τον μοντερνισμό στην μουσική.

Saturday, December 10, 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Παραμένει ελάχιστα κατανοητό ως τις μέρες μας νομίζω, πως η ποίηση είναι μια τέχνη που από τη φύση της δεν μπορεί παρά να κινείται, όχι κατ' ανάγκην αντίθετα, αλλά σίγουρα, παρά, και σε ορισμένες πολύ ιδιαίτερες ή ξεχωριστές περιπτώσεις, υπέρ την μάζα.
Στο βαθμό που μια εποχή, ή ένα σύστημα ανταλλαγής, ή ακόμα και σύστημα αξιών πολιτικής, ή ηθικής, ή άλλης μορφής, έχουν ως στόχο τους την "μάζα" ή το "κοινό", η ποίηση κατά κανόνα έρχεται για να περισώσει ένα προσωπικό "οχυρό" του ατόμου έναντι αυτής της συλλογικής κίνησης. Συνιστά συνεπώς μια κίνηση προς την ατομικότητα, αναπόφευκτα ή και αναγκαία ακόμα, γιατί πάντοτε η ανθρωπότητα χρειάζεται ένα πιο "ψύχραιμο" και πλήρες βλέμμα επί των ενεργειών της, μακριά βεβαίως από τον "θόρυβό" της.

Ή αλλιώς, η ποίηση ενέχει πάντοτε την τάση να ελλοχεύει και να παραμονεύει σε ένα μαγικό ακρογιάλι των σοφών έναντι της αχανούς θάλασσας του χρόνου.

Πάνω σε αυτή τη βάση, οι οποιεσδήποτε μαζικοποιημένες περιχαρακώσεις ή "εντάξεις" ή "προωθητικές κινήσεις", και οι συμφυρμοί κάθε είδους προς μια, αναπόφευκτα, αγοραία "ποιητική ατμόσφαιρα", με σκοπό δήθεν την μεγαλύτερη προσβασιμότητα του ποιητή σε ένα κοινό (έστω και ελάχιστο όπως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της ποίησης), όπως βέβαια και το αντίστροφο, δεν μπορεί παρά να προκαλούν έναν υγιή σκεπτικισμό ή μιαν ακόμα υγιέστερη απέχθεια σε όσους πιστεύουν ότι η ποίηση δεν πρέπει να "καταναλώνεται" μέσα στον ιδιαζόντως ενοχλητικό και αντιαισθητικό "θόρυβο της αγοράς", αλλά έξω από αυτόν. Στη δεύτερη περίπτωση βέβαια δεν "καταναλώνεται" αλλά λειτουργεί και λειτουργείται.

Επειδή ακριβώς, -και αυτό στις υποπνευματικές ημέρες μας λησμονείται συχνά- ο ποιητής δεν είναι παρά η συνέχεια του πρωτόγονου μάγου ή αρχαίου ιερέα στους μοντέρνους καιρούς, και όχι μια επανάληψη του πολιτικού, του αγκιτάτορα ή του κονφερασιέ, έστω συνοδεία κάποιας επίφασης πνευματικότητας που ματαίως όμως επιχειρεί να αποδώσει ένα επίχρισμα τέχνης σε μια ατμόσφαιρα (υπο)πνευματικού "σούπερ μάρκετ" ή "ηλεκτρονικής αγοράς"· μιας και τελικά, εδώ στην Ελλάδα, σε αντίθεση με αρκετές άλλες χώρες, κρατούμε ακόμα το διαδίκτυο υποταγμένο και ακαίρως επικουρικό προς τον κόσμο των εντύπων εκδόσεων που παγκοσμίως πνέει τα λοίσθια, αντί να φαίνουμε την ιδιαίτερη δυναμική που μπορεί να έχει το ηλεκτρονικό μέσο, ούτως ώστε να σταθεί αυτάρκες και ολοκληρωτικά αυθύπαρκτο έναντι ενός μάλλον παρακμάζοντος "λογοτεχνικού κόσμου".
Λογοτεχνικός κόσμος, ο οποίος σε μεγάλο ποσοστό, είναι αλήθεια, φθίνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα διαφημιστικής-αγοραστικής σύγχυσης, διανθισμένη μάλιστα με κάποιο νόστο ελαφράς κουλτούρας που μπορεί να συνταιριάξει με κάθε μετριότητα, όταν αυτή ψάχνει τρόπο να αξιοποιήσει τα πτωχά ελληνικά και την άτσαλη έμπνευσή της.


Υπάρχουν πολλά πράγματα, που εμένα προσωπικά με ενοχλούν, στο "λογοτεχνικό" τοπίο των ημερών μας.
Με ενοχλεί, κατ'αρχάς, αυτή η δίψα για προβολή με κάθε κόστος· μια νοοτροπία που όπως έχει αποδείξει η Ιστορία της λογοτεχνίας, είναι αδύνατον να αποτινάξουν εύκολα και όσο το δυνατόν έγκαιρα από πάνω τους οι ανώριμες προσωπικότητες και να κατανοήσουν έτσι πως η αγορά και ο θόρυβός της βλάπτουν πάνω απ' όλα την έμπνευση και την δημουργία...
Περαιτέρω δε, είναι και μια ανόητη λογική, μιας και ποτέ ένας λογοτέχνης δεν καταξιώνεται από ανθρώπους του καιρού του, αλλά από άλλους, που έρχονται στο μέλλον όταν οι πρώτοι φεύγουν...
Αλλά για μια γενιά για την οποία η fast επικαιρική δόξα είναι το ζητούμενο και όχι η αίγλη κάποιων πραγμάτων που αντέχουν στο χρόνο, αυτό είναι κάτι που δεν θα είχε και ιδιαίτερο λόγο να το σκεφθεί κάπως σοβαρότερα.


Με ενοχλούν τα πανομοιότυπα ελληνικά που διαβάζω σε σωρούς και σωρούς ποιημάτων κατά τα τελευταία χρόνια, ή αλλιώς τα "ελληνικά του Υπουργείου Παιδείας", με τους κανόνες τους και τις "ρυθμισμένες" κακοτοπιές τους, που είναι ό,τι πιο στενόχωρο, αντιποιητικό και έξω από κάθε γλωσσική πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος, ειδικά και ιδιαίτερα μάλιστα για την ποίηση.

Κάποτε οι ποιητές είχαν το δικό τους "σήμα-κατατεθέν" επί της ελληνικής γλώσσας. Δημιουργούσαν την γλώσσα τους για να εκφραστούν και δεν την παρελαμβάναν έτοιμη από τα σχολικά εγχειρίδια.
Άλλα τα ελληνικά του Σεφέρη, πλήρως διαφορετικά εκείνα του Εμπειρίκου ή του Εγγονόπουλου, σε δικούς τους γαλαξίες τα ελληνικά του Σαχτούρη ή του Καρούζου και όλα μαζί έξω από κάθε απλή, ή απλοποιημένη, ή "κοινώς χρησιμοποιουμένη ελληνική"· κάποτε ο ποιητής έφτιαχνε γλώσσα ομού με την ποίηση, ή το λιγότερο, η ποίησή του συνοδευόταν από την δική του προσωπική εκδοχή της ελληνικής γλώσσας και δεν ακολουθούσε μια πεπατημένη συνταγή κάποιων μαζικοποιημένων και παντελέστατα αλάλων "ελληνικών".
Σήμερα, καταντά σχεδόν απελπιστικό να διαβάζει κανείς σε τόσα ποιήματα αυτά τα εν όλω ισοπεδωμένα, άχρωμα, πλήρως τυποποιημένα επί τόσων ανθρώπων που τα χειρίζονται στη γραφή και κάποτε βαρβαρικά ή ημιβαρβαρικά ελληνικά.

Επιπροσθέτως δε, και συμπαραλλήλως προς το τελευταίο, με ενοχλούν ιδιαίτερα η προχειρότητα του λόγου και η κακή μείξη της γλώσσας με τις νοηματικές ή υπερνοηματικές προθέσεις (αν και ο φλατ νεοέλληνας αποφεύγει συνήθως τις δεύτερες), όπως απαντώνται στα έργα ποιητών που θέλουν να προβάλλονται κιόλας ως "καλοί". Εκνευρίζομαι πραγματικά από τον αβασάνιστο λόγο, και από την διαπίστωση ότι πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα λογίζουν την ποίηση ως κάτι ξεχωριστό από τη γλώσσα· λες και η πρώτη τελείται εν αρχή σε κάποιο κενό όπου και αναμένει να λάβει έκφραση, και δεν συμφύεται εξ ορισμού με τη δεύτερη, και ακόμα, λες και θα μπορούσε να υπάρξει τέχνη χωρίς τεχνική.
Και ακόμα, με ενοχλεί η ίδια και η ίδια θεματολογία, και η συνεπάλληλη προς αυτήν ατολμία προς ευρύτερους θεματικούς ορίζοντες στην ποίηση.

Με ενοχλεί η τάση προς τον "ιδιωτικό" λόγο, ή το "ιδιωτικό όραμα" που έχουν πολλοί πρόσφατοι ποιητές. Για μένα, αυτό είναι φτώχεια πνεύματος και λόγου, στενότητα οριζόντων ή και εξωραϊσμένη αμορφωσιά ακόμα.
Μετά από τόσους και τόσους αιώνες Ιστορίας και Τέχνης, και ιδιαίτερα μετά από έναν πολυτάραχο εικοστό αιώνα, το να ασχολείται ένας ποιητής μόνον ή κατά κύριο λόγο με τον ιδιωτικό μικρόκοσμό του, ή με συναισθηματικότροπα λουλουδάκια και αστράκια, αυτό το βρίσκω τουλάχιστον αξιοπερίεργο, αν θέλω να εκφραστώ κάπως ευγενικά επί της ανθρώπινης ανοησίας.

Με ενοχλούν οι μαζικοποιημένες εκδηλώσεις ποίησης, και προσωπικά δεν έχανα την ευκαιρία στο παρελθόν να αρνηθώ οποιαδήποτε συμμετοχή, όποτε μου προέτειναν κάτι τέτοιο.
Μα προς θεού, τι σόι ποίηση μπορεί να υφίσταται σε "ξεπετάδικες" διοργανώσεις όπου οι αφελείς, άλλα έμπλεοι φημικών προσδοκιών στιχοποιοί στοιβάζονται πέντε- πέντε ή δέκα-δέκα ανά βραδιά; για σκεφθείτε λίγο πόσο τραγικό είναι αυτό... και πόσο τελικώς καταδεικνύει πως εκείνοι που πραγματικά ενδιαφέρονται για την ποίηση σε κάθε καιρό είναι πολύ, μα πολύ λίγοι... τόσο από την πλευρά των γραφόντων όσο και από την πλευρά των εκάστοτε "διοργανωτών".
Περαιτέρω δε, κρίνω αυτές τις εκδηλώσεις στην πλειοψηφία τους, και βέβαια εξαιρουμένων των εξαιρέσεων, ως παρωχημένες, ατελέσφορες ή και γραφικές ακόμα.

Με ενοχλεί ο βλαχοδημαρχικός φετιχισμός της έκδοσης στην αλλοπρόσαλλη πνευματικά Ελλάδα, όπου μόνο η ελαφρά κουλτούρα, ή αλλιώς η λατρεία του γούστου αλλά όχι της αισθητικής, έχει κάποια εμπορική (αλλά σε κάθε περίπτωση όχι μακροπρόθεσμη) τύχη. Απωθημένο παλαιότερων εποχών, οπότε η έκδοση ενός βιβλίου ipso facto εσήμαινε, και κατά μία παράξενη και ανεξιχνίαστη λογική, μια καταξίωση ζωής...
Όπως και να έχει, παραμένει έξω από τη σφαίρα κάθε λογικής η προθυμία πολλών άνθρωπων να ξοδεύουν κάθε τρεις και λίγο χιλιάδες, στην κυριολεξία, ευρώ , για να τυπώνουν κατά κανόνα ελλιποβαρή πράγματα... Σε μια εποχή μάλιστα, κατά την οποία ο έντυπος κόσμος απλά φθίνει και μέλλει να καταστεί εκ των πραγμάτων, και αργά ή γρήγορα, "μουσειακό είδος".

Με ενοχλεί αυτό το "αλαλούμ" ή "ό,τι να' ναι" της περιρρεούσης κουλτούρας του ποιητικού ή και γενικώτερα, λογοτεχνικού κόσμου. Φαίνεται, πως οι διάφορες υποκουλτούρες κατά τα παρελθόντα έτη, ήταν περισσότερο "δραστικές" απ' όσο νομίζαμε και αφήσαν πληθώρα ιχνών σε πολλούς ανθρώπους που πιστεύουν ότι μπορούν να παντρέψουν την ποίηση με τις εκάστοτε μαζικοποιημένες ανοησίες της εποχής τους.
Και από την άλλη, μαζί με αυτό τον βάρβαρο "εκσυγχρονισμό" (που λανσάρεται κυρίως από έντυπα και εμπορικά φιλόδοξους συγγραφείς), παραμένει ως τυπικό δείγμα νεολληνικής σύγχυσης το γεγονός ότι πολλοί λειτουργούν ακόμα με συναισθήματα, λογικές και νοοτροπίες της δεκαετίας του '50 στα ποιητικά ή λογοτεχνικά.
Τίποτε δεν φαίνεται να έχει αλλάξει γι' αυτούς από τότε, ο εικοστός πρώτος αιώνας δεν φαίνεται πως υπάρχει ακόμα στην συνείδησή τους και κατά συνέπεια , εκεί που το σύγχρονο (το όντως σύγχρονο και ουσιαστικό τέτοιο) θα έπρεπε να καταλάβει την θέση του στην λογοτεχνία, αγνοείται ή παραμερίζεται και "εκσυγχρονίζεται" άτσαλα και βεβιασμένα το παρωχημένο! Είτε μέσα από την αισθητική (το γούστο μάλλον) της υποκουλτούρας είτε μέσα από άλλες "μαζικοποιητικές" τακτικές.
Και εκεί που η ουσία της ποίησης θα έπρεπε να τηρηθεί ως απόλυτη αξία και αλώβητη πραγματικότητα στην εφαρμογή της, αντιθέτως, εξισούται με παρωχημένα "λογοτεχνικά κλίματα" εν Ελλάδι, ως αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερου φετιχισμού του παρελθόντος που μπορεί να διαπνέει την νεολληνική νοοτροπία, και ο οποίος συναρτάται πάντοτε με την αρμόζουσα και κατάλληλη παρδαλότητα, προς κάθε τι ανούσια "επίκαιρο" και επιφανειακότατα εκλαμβανόμενο ως "σύγχρονο".

Υπάρχουν τόσα πράγματα για να ενοχληθεί κάποιος από το περιρρέον λογοτεχνικό τοπίο των ημέρων μας· αρκούν ωστόσο αυτά από καθαρά ενδεικτική και δειγματοληπτική άποψη.

Σε κάθε περίπτωση, βλέπω ή διαπιστώνω πως ο ιερατικός και εν γένει αξιακός ρόλος της ποίησης χάνεται (και αυτό δεν πρέπει να το αφήσουμε να γίνει) προς όφελος ενός νέου τύπου οκνηρού και ακατέργαστου ή ημικατηργασμένου "λογοτέχνη" που ξοδεύει το καιρό του ανάμεσα facebook και λογοτεχνικές εκδηλώσεις, παλαιομοδίτικης υφής είναι αλήθεια, όπου στοιβάζονται κάθε φορά ως κοινό τα ίδια τριάντα ή πενήντα ή εκατό άτομα που περιφέρονται σε αυτές, άγνωστο για ποιο λόγο ακριβώς.
Τα μυαλά αυτών των "λογοτεχνών" είναι γεμάτα μεν από φαντασιώσεις και προσδοκίες της αγοράς και της φήμης, όχι όμως και από θέληση για ΥΠΕΥΘΥΝΗ δημιουργία, σε καμμιά περίπτωση από πρόθεση κόπου, μηδέ από απόπειρα τεχνικής, μαστοριάς και οράματος..., για την επίτευξη μιας πραγματικής ποίησης επιτέλους.
Και όλα αυτά, διαπιστώνονται πάντοτε εκ του αποτελέσματος. Και εξ αυτού αναφαίνονται και οι προθέσεις βέβαια.

Ένας νέος τύπος "λογοτέχνη" που θα παραμείνει ίσως ως το στίγμα μιας συγχισμένης και μεταβατικής εποχής, αλλά όχι ως αυθυπόστατη αξία στο μέλλον.

Εκεί, όπως πάντα, η ποίηση θα έχει την τελευταία λέξη πάνω από κονιορτούς επί κονιορτών γραφής, έντυπης ή μη, που θα έχουν συσσωρευθεί και ξεχυθεί στο ίδιο πάντα διαιώνιο ανέκφραστο κενό ανά τις εποχές και τα χρόνια...


Sunday, December 4, 2011

VSEVOLOD PUDOVKIN: Chess Fever (1925)

Ένα εξαιρετικό φιλμ χιουμοριστικής υφής με αντικείμενο την ένταση του σκακιού, και πραγματοποιημένο από τον μεγάλο σοβιετικό δημιουργό Vsevolod Pudovkin σε συνεργασία με τον Nikolai Shpikovsky κατά το έτος 1925.
Το φιλμ, όπως είναι εύκολα αντιληπτό, δεν απευθύνεται μόνο στους φίλους του πρώιμου μετεπαναστατικού σοβιετικού σινεμά, αλλά, επίσης (αν όχι κυρίως) και στους σκακιστές. Προσωπικά, ανήκοντας και στις δυο κατηγορίες, δεν μπορώ παρά να υπογραμμίσω την έντονη απόλαυση που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος βλέποντας μορφές όπως ο μεγάλος Capablanca ή ο Frank Marshall επί της αγωνιστικής σκακιέρας, και μάλιστα μέσα από την κάμερα ενός πραγματικά έξοχου σκηνοθέτη εκείνων των ανεπανάληπτων εποχών.