Έχω αναφερθεί και αλλού ότι το άλμα από την γουτεμβέργεια στην ηλεκτρονική εποχή του λόγου, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί νέες, πολύ θετικές , προοπτικές για την παραγωγή και διαθεσιμότητα της ποίησης, όπως επίσης είναι αλήθεια και πρωτοφανέρωτα ζητήματα ή νέα προβλήματα που προκύπτουν και πρέπει βέβαια να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα και συνέπεια.
Αν η μετάβαση από την εποχή του χειρογράφου και του scriptorium στην εποχή του τυπογραφείου, τουτέστιν η μετάβαση από τον λόγο-φύση και λόγο-ανάκτορο προς τον λόγο-άστυ, εσήμανε όχι μόνο μια τιτανική απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την γραφή, αλλά ακόμα, και κυρίως, μια νέα σχέση στο εποικοδόμημα της κουλτούρας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τα "ενδιάμεσα" στρώματα (εκδότες, φιλότεχνοι, διοργανωτές, πάσης φύσεως παρατρεχάμενοι κλπ.), τότε η μετάβαση από την εποχή του τυπογραφείου στην εποχή των πίξελς και της οθόνης, τουτέστιν η μετάβαση από τον λόγο-άστυ στον λόγο-κόσμο, δεν μπορεί παρά να ανακαθορίσει τις μόλις προαναφερθείσες σχέσεις, οι οποίες είναι αλήθεια, από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά έχουν καταστεί ιδιαίτερα προβληματικές, μιας και τα "ενδιάμεσα" στρώματα πολύ συχνά απέβησαν ιδιαζόντως παρασιτικά επί της τέχνης.
Επιπροσθέτως δε οι φιλοδοξίες χειραγώγησης καλλιτεχνών και καλλιτεχνικής "ατμόσφαιρας" από τους ατζέντηδες της κουλτούρας δεν ήταν και ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συναντήσει ένας δημιουργός στην ζωή του, και ακόμα, η όλη αύξουσα στάθμη της "διαμεσολάβησης" και των τακτικών της, προϊόντων των αδηφάγων εμπορο-αγοραστικών προσδοκιών ενός απλήστου και βαρβάρου εκμεταλλευτικού συστήματος οικονομικής ανταλλαγής όπως ο καπιταλισμός, δεν μπορούσε παρά να αποβεί εις βάρος του πνεύματος και των πρωτογενών γνήσιων φορέων του.
Στον βαθμό ωστόσο, που το τέλος της γουτεμβέργειας εποχής (πολύ ορατό πλέον στον κόσμο, καθυστερεί κάπως στην υποπνευματική Ελλάδα) εκ των πραγμάτων επιφέρει και μια βαθμιαία περιθωριοποίηση των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών, τότε, αυτό είναι μια εξέλιξη, πολύ θετική, και σε κάθε περίπτωση αναγκαία, αν θέλουμε κάποτε να απαλλαγούμε από κάθε είδος υπο- ή κατευθυνομένης κουλτούρας.
Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο στο διαδίκτυο είναι όσο το δυνατόν λιγότερη "διαμεσολάβηση". Λιγότερη διαμεσολάβηση σημαίνει περισσότερη ελευθερία και αξιοπρέπεια για τους δημιουργούς και λιγότερη υποτίμηση του αναγνωστικού κοινού όταν επιχειρείται να "χειραγωγηθεί" και να "ποδηγετηθεί" προς όφελος τάσεων ή παρεών κλπ. Το τελευταίο, πρέπει να θεωρείται έτσι κι αλλιώς αδύνατον ή πολύ δύσκολο, γιατί στην ποίηση τουλάχιστον, για να φθάσει ένας άνθρωπος, επί παραδείγματι, να καθίσταται συστηματικός αναγνώστης της, αυτό σημαίνει πως έχει ήδη διαμορφώσει τα κριτήριά του και τις προτιμήσεις του, και κατά συνέπεια, οι μόνοι υποκείμενοι σε "χειραγώγηση" είναι τυχάρπαστοι αναγνώστες ή ατελείς λογοτεχνίζοντες που έχουν μικρο-προσωπικές φιλοδοξίες και προσπαθούν να "κερδοσκοπήσουν" μέσα από τους ανταγωνισμούς και τις μνησικακίες των λογοτεχνικών κύκλων.
Όπως και να έχει, και προς αυτόν τον σκοπό (λιγότερη διαμεσολάβηση, περισσότερη ποιότητα και αξιοπρέπεια), το ηλεκτρονικό βιβλίο πρέπει και μπορεί να συνδράμει τα μάλα, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η έντυπη έκδοση κοστίζει αδικαιολόγητα πολύ στους συγγραφείς και ποιητές (πράγμα βέβαια που δεν φαίνεται να ...πτοεί κανέναν, μιας και σε αυτήν την παράξενη χώρα το γεγονός μιας έκδοσης θεωρείται κάτι ανώτερο και από τον ίδιο τον θεό, ερευνάται ακόμα το γιατί) και τα κριτήρια επιλογής, διαθεσιμότητας και εμπορικής προοπτικής είναι συνήθως (και με φωτεινές εξαιρέσεις βεβαίως) αστεία από ποιοτική άποψη, καθώς στηρίζονται καθαρά σε συντεχνιακές μικρολογικές και μικροσυμφέροντα ενώπιον μάλιστα ενός πολύ ολιγοστού αναγνωστικού κοινού (στην ποίηση κυρίως).
Μονάχα πολύ ανασφαλείς άνθρωποι ή καθ' έξιν μισονεϊστές θα αποστρέφονταν το e-book, και μονάχα εκείνοι των οποίων η όχι και τόσο ποιοτική καλλιτεχνική υπόστασή τους βασίζεται καθαρά στα εκδοτικά δούναι και λαβείν, θα απεύχονταν μια τέτοια εξέλιξη.
Και όπως έχει αποδείξει τόσες φορές η Ιστορία, δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός εδώ. Θυμηθείτε την τύχη του "ζεστού" και "ανθρώπινου" βινυλίου για να πάρετε μια ιδέα περί της τύχης που αναμένει και το έντυπο βιβλίο... Βινύλιο, που χωρίς να σημαίνει ότι δεν ενείχε όντως τέτοιες "καλές" ποιότητες, εν τούτοις, ήταν πλήρως αντιπρακτικό και ελάχιστα εξελίξιμο εν σχέσει με το laser cd που ακολούθησε.
Απ' αυτή την πολύ κρίσιμη άποψη, -και επανερχόμενος συμπαραλλήλως στα της "διαμεσολάβησης"-, φαίνεται πως η Ελλάδα δεν είναι μόνον ή χώρα με τον υπερτροφικό δημοσιοϋπαλληλικό μηχανισμό, αλλά και η χώρα με την υπερπληθώρα "διαμεσολαβητών" πάσης φύσεως και ποικίλης ποιοτικής στάθμης. Και φαίνεται ακόμα πως αυτές οι δυο κατηγορίες συναρτώνται και συνεπιμερίζονται στις λειτουργίες τους τόσο πολύ, ώστε να συναντούμε τόσο συχνά μπροστά μας ένα είδος "πνευματικού ανθρώπου" που δεν διαφέρει από δημόσιο υπάλληλο στην σκέψη και τους ορίζοντες του· έναν στεγνό, καθαρά διεκπεραιωτικό άνθρωπο, που μπλεγμένος σε χίλιες δυο "διαμεσολαβήσεις" κουλτούρας, σπάνια έχει να προσφέρει κάτι με την πέννα του, πέρα από άτσαλη ή πολύ συμβατική γραφή.
Κατά συνέπεια λοιπόν, τα ηλεκτρονικά περιοδικά κουλτούρας (και δεν αναφερόμαι τόσο, ή και καθόλου, στα λογοτεχνικά sites που ανανεώνονται σχεδόν καθημερινά, αλλά σε σελίδες που ακολουθούν καθαρά το πρότυπο του περιοδικού λογοτεχνικού εντύπου στο διαδικτυακό περιβάλλον), ενέχουν από την φύση τους έναν διαμεσολαβητικό ρόλο σε ένα μέσο ωστόσο (το διαδίκτυο) που τείνει από τη φύση του να αποτινάξει κάθε διαμεσολάβηση και να παραδώσει γυμνή στην ανθρωπότητα την πιο άμεση σχέση ανάμεσα καλλιτέχνη και "κοινό".
Αυτή η αντίφαση (ρόλος διαμεσολαβητικός σε μέσο που καταργεί κάθε διαμεσολάβηση) είναι το πλέον κρίσιμο ζήτημα που υποχρεούνται οι εκδότες των ηλεκτρονικών περιοδικών να σκεφθούν, εφ' όσον βέβαια έχουν μια στοιχειώδη υποδομή πνεύματος που τους επιτρέπει να το διαβλέπουν...
Επειδή ακριβώς, η αναπαραγωγή της λογικής ενός εντύπου περιοδικού κουλτούρας στα δεδομένα ενός ηλεκτρονικού περιοδικού δεν μπορεί παρά να κατακρατάει όλα τα αρνητικά της "διαμεσολάβησης" χωρίς τίποτε το θετικό από τον έντυπο κόσμο. Χρειάζεται συνεπώς ένα ποιοτικό άλμα εδώ, μια νέα αντίληψη που θα πρέπει να ξεκόψει οριστικά από κάθε συντεχνιακή ή προαγωγική λογική, και από κάθε τάση κολακείας της πιο ρηχής επικαιρότητας ή της πιο ρηχής καλλιτεχνικής αξίας, έτσι όπως μπορεί να απαντώνται όλα αυτά ομού σε ένα έντυπο λογοτεχνικό περιοδικό.
Στα λογοτεχνικά πράγματα το διαδίκτυο δεν είναι, ή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως, "εκσυγχρονισμός" αλλά ως μια επιστροφή , εν είδει σπειροειδούς κίνησης του χρόνου στις εποχές του ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης Αναγέννησης (σε ένα νέο και ανώτερο ασφαλώς τεχνολογικό επίπεδο της σημερινής εποχής), όταν τα ενδιάμεσα παρασιτικά στρώματα της τέχνης, ως γέννημα καθαρά μιας ανερχομένης αστικής τάξης και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας αργότερα, απλά δεν υπήρχαν.
Υπήρχε ωστόσο ο ηγεμόνας στον οποίο ο καλλιτέχνης ήταν "υποτελής" καθ' όλη την διάρκεια της "προστατευόμενης" από αυτόν ζωής του.
Με την ηλεκτρονική εποχή, ο ηγεμόνας στο ηλεκτρονικό μέσον δεν υφίσταται (τουλάχιστον ορατά και άμεσα) και μένει μόνο το ζητούμενο μιας άλλης ποιότητας και αντίληψης που θα πρέπει να επιδείξουν οι διαμεσολαβητές αν θέλουν να έχουν έναν πιο εξυγιασμένο ρόλο στο διαδίκτυο.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, και για να μην παρερμηνευθώ, θεωρώ αναγκαίο να δηλώσω πως όσα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά του ελληνικού διαδικτύου έχουν πέσει στην αντίληψή μου έως τώρα, κρίνω ότι όλα ανεξαιρέτως είναι σοβαρά, ποιοτικά, και με, πιστεύω, υγιείς προθέσεις· ανεξάρτητα βεβαίως, από τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχω ή να μην έχω σε ζητήματα αισθητικής και ύλης.
Από εκεί και πέρα, το μόνο που μένει, είναι να διαπιστώσουμε πόσα και ποια από αυτά τα ηλεκτρονικά περιοδικά θα μπορέσουν κάποια στιγμή να σπάσουν εντελώς τους δεσμούς τους με τον "έξω" (παλαιο)λογοτεχνικό κόσμο, τον εντελώς διαβρωμένο από τις απηρχαιωμένες νοοτροπίες και τις συντεχνιακές-μικροπαρείστικες περιχαρακώσεις του.
Εάν αυτό καταστεί δυνατό, τότε οι οποιεσδήποτε περιστασιακές αναπαραγωγές των κακών στοιχείων από τον κόσμο των εντύπων περιοδικών, και τα πάσης φύσεως λάθη που σχετίζονται με την συντεχνιακή ή βλαχοδημαρχική νοοτροπία στα καλλιτεχνικά, μπορούν να αντιμετωπιστούν με κάποια μεγαλοψυχία και ελπίδα ότι θα γίνουν σε εύλογο χρόνο συνειδητά και κατανοητά από τους αποπειρώμενους ηλεκτρονικό περιοδικό λόγο.
Εάν ωστόσο, δεν έχουμε σε βάθος χρόνου τίποτε περισσότερο από μια επίπεδη και μονοσήμαντη αναπαραγωγή του κόσμου των εντύπων λογοτεχνικών περιοδικών και των κριτηρίων του, τότε η αδυναμία κατανόησης της φύσης του ηλεκτρονικού μέσου και των νέων αξιακών ανακατατάξεων που επιφέρει (ή οφείλει να επιφέρει) θα έχει αποβεί έτι περισσότερον από μοιραία, και σε κάθε περίπτωση μπορούμε να προσπεράσουμε.
Προσωπικά, παραμένω αισιόδοξος όταν βλέπω νέους ανθρώπους σε αυτά τα πράγματα, που δεν έχουν προλάβει ακόμα, -λόγω ηλικίας περισσότερο, και πιθανώς λόγω δεδηλωμένης πρόθεσης που θα πρέπει μακροπρόθεσμα να αποκτήσει και μια βαρύτητα εφαρμογής-, να καταστούν ένα επιπλέον "γρανάζι" στο όλο αδιέξοδο σύστημα παραγωγής και διάθεσης κουλτούρας εν Ελλάδι.
Και τους εύχομαι φυσικά, να μην γίνουν ποτέ ένα τέτοιο "γρανάζι", πράγμα που είναι ιδιαζόντως εύκολο αν είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν κάθε είδος πνευματικής ανεξαρτησίας, που μπορεί να τους χαρακτηρίζει σε λιγότερο ή περισσότερο βαθμό, και ακόμα, μη εμπλοκής και ενσωμάτωσης στις χιλιοφθαρμένες "δημόσιες σχέσεις", οι οποίες στην Ελλάδα συναποτελούσαν ανέκαθεν ό,τι χειρότερο, για μια λογοτεχνία που έμεινε εξ αιτίας τους, σε ένα μεγάλο ποσοστό, τουλάχιστον πενήντα χρόνια πίσω σε σχέση με τις λογοτεχνίες άλλων χωρών.