Η ποίηση ποτέ δεν συνιστά μιαν απλή, ευθύγραμμη, χωρίς αντιφάσεις και μεταμορφωτικές διαδικασίες τυπική αντανάκλαση της ζωής και των διεργασιών του κόσμου (κάτι τέτοιο βέβαια μπορεί να είναι η κακή ποίηση).
Πρόκειται στην ουσία για μια αναπλαστική δύναμη και εφαρμογή επί των ανθρωπίνων πεπραγμένων, το όραμα ενός κόσμου που στην συνολική και οικουμενική προοπτική του δεν "υπάρχει " ακόμα, αλλά μέλλεται.
Για έναν πραγματικό ποιητή όμως, αυτός ο κόσμος δεν "μέλλεται" αλλά είναι ήδη εδώ και τον βιώνει συνεχώς με τον δικό του ανεπανάληπτο τρόπο. Τεκμήριο του βιώματος αυτού κατά κανόνα μπορεί να είναι όχι απλά η γραφή, αλλά η ποιότητα της γραφής.
Από αυτή την άποψη η καλή ποίηση δεν μπορεί να είναι ποτέ ένας καθρέπτης, αλλά μάλλον ό,τι δεν βλέπουμε άμεσα σε αυτόν τον καθρέπτη.
Κάτι τέτοιο ωστόσο από την άλλη, μπορεί να είναι η επιθυμητή και νόμιμη ιδιοσυστασία της ποίησης, αλλά σήμερα τα πράγματα, δυστυχώς, είναι λίγο διαφορετικά για ένα αναπάντεχα μεγάλο ποσοστό των ενδιαφερομένων.
Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες ενός αφόρητου συντηρητισμού και μικροκαρριερισμού που διαπνέει τα λογοτεχνικά στρώματα, και φυσικά μιας κατακόρυφης πτώσης του επιπέδου της συγγραφής και του εκφράζεσθαι.
Φαντάζει η συντριπτική πλειοψηφία των ποιητών, "καθιερωμένων" ή μη, ποιητικιζόντων και "ποιητών" σαν να έχει προκύψει από κάποια ρηχά shows "ταλέντων" τηλεοπτικών διαγωνισμών και να συμπεριφέρεται με συναρμόζοντες προς αυτά τρόπους.
Μια απερίγραπτη διανοητική μονοτονία και φιλαυτία όπως επίσης και ένας σχεδόν ψυχοπαθολογικός φόβος για τις προσωπικές καρριέρες διακατέχει τον "πνευματικό" κόσμο των 200 - 300 ατόμων που ασχολούνται ενεργά με την ποίηση στην Ελλάδα.
Παρωχημένες γραφές, κακίστη τεχνική, γλώσσα φλατ και μονόπλευρη των 250 λέξεων όλων κι όλων, παλαιο-beatnik ή παλαιοφαντασιακή νοοτροπία για κύκλους και εποχές που απλά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν σήμερα και δεν υφίστανται οι όροι για να υπάρξουν και σήμερα, άμετρος ατομικισμός και έλλειψη οράματος, στενοί ορίζοντες, αφόρητη μικροαστική νοοτροπία και παρείστικες ατμόσφαιρες υποβαθμισμένης πνευματικής ποιότητας, άγχος και πανικός για την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη δημιουργία "ονόματος" (λες και αυτό θα ήταν δυνατόν να επισυμβεί σε 300 άτομα και λες και κάθε άνθρωπος δεν είναι έτσι κι αλλιώς γνωστός σε 300 άτομα, χωρίς να αναγκάζεται γι' αυτό να χάνει την αξιοπρέπειά του παριστάνοντας τον "ποιητή"), πάθη και μίση, κολακείες και ίντριγκες, εξαλλότητες, συμπάθειες, δημόσιες σχέσεις και αλληλοϋπονομεύσεις, φανατισμοί και τσακωμοί, όλα αυτά τα θαυμαστά από πολλούς συγγραφείς συμπληρώνονται καταλλήλως και από έναν απαίδευτο, ερασιτεχνικό και ημιμαθή εκδοτικό κόσμο που στην κυριολεξία έχει στηθεί στο πόδι στην Ελλάδα και στη βάση καθαρά της μικροαστικής παρέας και του ούζου στην καλοκαιρινή ταβέρνα.
Λίγοι νοιώθουν την ανάγκη να εκφράσουν ένα κόσμο μέσα από την ποίηση, οι περισσότεροι αναλώνονται στο να γίνουν αναγνωρίσιμοι μέσα στον υπάρχοντα κόσμο.
Ελάχιστοι νοιώθουν την ανάγκη ΝΑ ΚΑΘΗΣΟΥΝ ΣΟΒΑΡΑ να ασχοληθούν με την ποίηση· οι περισσότεροι καίτοι υποτίθεται ότι την συγγράφουν, μεριμνούν μόνο για το πώς θα ασχοληθούν οι άλλοι μαζί τους.
Ελαχιστότατοι δε, μπορούν να κατανοήσουν πως η τεχνική, η αισθητική και η καλλιέπεια της μορφής δεν είναι κάτι στην ποίηση που θα μπορούσε και να ...μην υπάρχει (ή αν μας ζορίζει και πολύ προτείνουμε και κάποιο σόφισμα της κακιάς ώρας για να το ..."καταδικάσουμε") αλλά Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ.
Δεν θα είχε νόημα σε αυτή την περίπτωση να διαβάζουμε περιεχόμενα που θα μπορούσαν να είναι γνώσιμα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και διαδικασία, αν δεν είχαμε την μορφική τροποποίησή τους και κατά συνέπεια τη θεματική προέκταση και διεμβάθυνσή τους προς κάτι "άλλο" μέσα από την ποίηση.
Ακόμα δε πιο ελάχιστοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν πως η ισοπεδωμένη και παντελώς νηπιώδης χρήση των "ελληνικών" των 250 ή και 500 λέξεων δεν συνιστά φυσικά ποίηση αλλά τεκμήριο αλαλίας και ρηχότητας.
Είναι τραγικό ακόμα να διαβάζει συνεχώς κανείς στίχους όπου οι γράφοντες φαντάζουν να μην υποψιάζονται πως θα μπορούσε να υπάρξει στη σύνταξή τους και κάτι περισσότερο από το πλέον πρωτογενές σχήμα του "υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο" (για δευτερεύουσες προτάσεις κλπ. και πιο περίτεχνες συντάξεις ας μην το συζητάμε καλύτερα...).
Είναι ακόμα τραγικότερο ίσως να διαβάζει κάποιος την ίδια και την ίδια θεματολογία από πολλούς, "κολλημένη" 50 χρόνια τουλάχιστον πίσω. Και όλα αυτά βέβαια σε ολιγόστιχα (πού να κάθεται να γράφει κανείς...) αποφθεγματικά κατασκευάσματα, στα οποία το νόημα που "εκβιάζεται" είναι τόσον τετριμμένο ή χιλιοειπωμένο ή όχι και τόσο καλά συναρτώμενο με τον εαυτό του ("κάπου χάνει" ή το νόημα είναι αδέξιο), ώστε περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ενίοτε η ανάγνωση ενός τιμοκαταλόγου καταστήματος υαλικών παρά τα "ποιήματα".
Είναι σαφές τουλάχιστον για όσους δεν έχουν αποβλακωθεί εντελώς από την μωροφιλοδοξία και το κυνήγι της αναγνώρισης σε άδεια γήπεδα και εν ου παικτοίς, πως αυτή η επί μακρόν βαθειά αλλοτριωτική διαδικασία και αποξένωση της ποίησης από την ουσία της και η μετατροπή της σε κάτι που μοιάζει με ποίηση αλλά δεν είναι, έχει επίσης δημιουργήσει και έναν νέο "ανθρωπολογικό" τύπο.
Ο άνθρωπος που γράφει σήμερα (και μιλάμε φυσικά για την πλειοψηφία και όχι για τις εξαιρέσεις ) δεν καταλαβαίνει "χριστό". Σίγουρα δεν ζει σε αυτόν τον κόσμο, αλλά το δυστύχημα δεν είναι τόσο αυτό, όσο στο ότι φαντάζει να μην ζει σε κανέναν κόσμο απολύτως! Είναι αεροστεγώς κλεισμένος στον εαυτό του και στις φαντασιώσεις "αποδοχής" (ας είναι καλά το ...facebook).
Πώς θα προτείνει ένας τέτοιος άνθρωπος έναν κόσμο, καινούργιο, όπως μονάχα η ποίηση μπορεί να κάνει;
Πώς μπορεί να καταλάβει ότι η ποίηση δεν είναι οι εντυπώσεις της μικροιδιώτευσης και μικροιδιωτείας του;
Πώς είναι δυνατόν να μπορέσει αυτός ο άνθρωπος να γράψει ένα ποίημα ή έστω μια πρόταση, όπου να υπάρχει όντως ΚΑΤΙ για να διαβάσει κάποιος, κάτι σε κάθε περίπτωση που να αξίζει τον χρόνο τον οποίο ξόδεψε για την ανάγνωση του;
Και οι λέξεις, μια έτσι κι αλλιώς πονεμένη ιστορία για τους ποιητές στην Ελλάδα που κάποτε τους οδηγεί κιόλας να τις ...μισούν (όπως ακριβώς είναι λογικό να μισούμε τους κινητήρες ενός αεροπλάνου εφ όσον χάριν σε αυτούς το αεροπλάνο πετάει!), να μην σωριάζονται τήδε κακείσε στους στίχους και χωρίς μελέτη της ηχορυθμικής τους και, επιτέλους, να μην σκοντάπτουν η μία πάνω στην άλλη σαν τερατογλωσσίες αμηχανίας και αδεξιότητας, αλλά να τίθενται όσο το δυνατόν πιο άρτια από σύνολη και συνδυασμένη εννοιομορφική άποψη;
Αλήθεια ..πώς κατάντησε η ποίηση "ό,τι να' ναι";
Πού βρέθηκε όλος αυτός ο κόσμος που γράφει (τρόπος του λέγειν, γιατί ...βαριέται κιόλας· ας είναι καλά η παρωχημένη μόδα των ..ιαπωνικών "χαϊκού" που μπορεί να γράψει και ένα οχτάχρονο παιδί!) και συμπεριφέρεται σαν να έχει γράψει τουλάχιστον την "Θεία Κωμωδία" του Dante Alighieri;
Από πότε ασχολείται αυτός ο κόσμος με την ποίηση; πού διδάχθηκε αυτά τα τραγικά ελληνικά χωρίς τίποτε το τραγικό, ή από τους τραγικούς, μέσα τους;
Πού βρίσκει κάθε τρεις και λίγο χιλιάδες ευρώ -σε καιρούς κρίσης μάλιστα- για να τυπώνει; πώς βρίσκει τόσο χρόνο από την ζωή του για να τρέχει από εδώ κι εκεί και -στην ουσία- να παρακαλάει μέσω των "δημοσίων σχέσεων";
Και προσέξτε δεν μιλάμε για τυχάρπαστους συγγραφείς και θαμώνες του "λογοτεχνικού" facebook μόνο, αλλά και για ποιητές -υποτίθεται- που εκδίδουν (έκδοση βιβλίου: το μεγάλο βλαχοφετίχ εν Ελλάδι!), τρέχουν σε αυτές τις απίστευτης βλακείας λογοτεχνικές εκδηλώσεις που συνιστώνται καθαρά πάνω στην θεωρητική βάση του "ό,τι θυμούνται χαίρονται", καθώς και σε "απαγγελίες" ποιημάτων και εκφωνούν "πολιτιστικά" ή παλαιοbeatnik λογύδρια, κλπ. κλπ.
Οι λόγοι αυτής της σημερινής κατάστασης σίγουρα είναι πολλοί και βαθείς μέσα στό χρόνο. Μια τέτοια σχεδόν ανθρωπολογικού τύπου μεταμόρφωση προς το χειρότερο και όχι απλά μια συλλογική συγγραφική παρακμή, έχει να κάνει ασφαλώς με το γεγονός πως ένας κόσμος ήδη πεθαίνει, και ο νέος κόσμος ακόμα δεν έχει φανεί. Κατά συνέπεια όλες οι παλαιού τύπου λογοτεχνικές μορφές και ανθρώπινες φιγούρες απέμειναν ως φαντάσματα να γυροφέρνουν στους ίδιους γνώριμους τόπους ενός κόσμου που δεν υπάρχει πλέον...
Σε αυτό το μεταίχμιο, οντολογικό, κοινωνικό, πολιτικό, σύνολο πανυδρογειακό. όπου ανθρώπινες ζωές και φαντασιώσεις συνθλίβονται και ο,τιδήποτε θεωρείτο αυτονόητο και λελογισμένο πολύ απλά παύει να είναι τέτοιο, υπόσταση και μέλλον σε αυτή την σκληρή δουλειά, την ποίηση, μπορεί να έχουν μόνο οι αφοσιωμένοι "ιερείς", ή ακόμα καλύτερα οι ιεροφάντες της (με την αρχαϊκή και αρχαία έννοια) στον ναό της γραφής τους και όχι σε παραποιητικές και εξωποιητικές διαδικασίες.
Με μια παραδοξότητα ωστόσο (που πάντα ισχύε έτσι κι αλλιώς) για έναν "ιερατικό" χώρο:
τα κάθε λογής "ποίμνια", "ποιμένες" και σίγουρα οι κακοχτισμένες "εκκλησιές" τους προορίζονται, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, να εξαφανιστούν.