Στους ορισμούς 29-48 της Μοναδολογίας, ο Leibniz εκθέτει πρώτα τις δυο βασικές λογικές αρχές που
ακολουθεί πιστά στο έργο του, ήτοι την αρχή της αντίφασης
(principe de contradiction) και της επαρκούς αιτίας (raison suffisante) και κατόπιν προχωρεί στην θεωρητική εποπτεία μιας σχετικής αιτιοκρατίας, τουτέστιν,
στον διαχωρισμό ανάμεσα σε αναγκαίες αλήθειες του Λόγου (Les vérités de
Raisonnement sont nécessaires) και τις τυχαίες, συμπτωματικές ή εξ
αποτελέσματος αλήθειες (vérités contingentes ou de fait), ή αλλιώς, ratio cognoscendi και ratio
essendi, όπως τις
ώριζε και γνώριζε η μεσαιωνική Σχολαστική φιλοσοφία,
Η αρχή της αντίφασης ως συμπληρωματική της αρχής της ταυτότητας -έτσι όπως και οι δυο αρχές αποδίδονται στον Αριστοτέλη-, συνιστά μια αναγκαία παραδοχή για την φιλοσοφία της μπαρόκ εποχής, όπως έχουμε ήδη προείπει, μιας και η καθαρά διαλεκτική εποπτεία δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα, παρά τις πρώιμες εκφάνσεις της στα έργα διαφόρων φιλοσόφων, ανάμεσα σε αυτούς και ο Leibniz.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν ορίζει πως:
"Δει παν το αληθές αυτό εαυτό ομολογούμενον είναι πάντη"
(Αναλυτικά Πρότερα, Α΄ 32)
"το αυτό άμα υπάρχειν τε και μη υπάρχειν αδύνατον, τω αυτώ και κατά το αυτόν"
(Μεταφυσικά. Γ΄, 3, 1005, β, 19)
Κατά συνέπεια, μια πρόταση δεν μπορεί να είναι μαζί αληθής και ψευδής, και γενικώτερα το Είναι δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να συμπίπτει με το μη-Είναι, καθώς κάθε πράγμα είναι ο εαυτός του και δεν μπορεί ταυτόχρονα να μην είναι ο εαυτός του. Αυτή η βασική αρχή της "τυπικής" λογικής καθίσταται αναγκαία ή λειτουργική σε μεμερισμένες, είναι αλήθεια, πραγματικότητες, εκεί που η αμεσότητα ή η ταυτοποίηση του Είναι είναι το ζητούμενο και όχι η συνάφειά του -θα μπορούσε να το πει κανείς έτσι- με άλλα πράγματα. Γιατί εφ' όσον σε μια χρονική στιγμή το Α δεν μπορεί να είναι -Α, αυτό σημαίνει πως την επόμενη χρονική στιγμή δεν θα είχε λόγο να είναι κάτι άλλο, πέρα από Α, στο βαθμό που δεν θα ενείχε ήδη το σπέρμα της ετερότητάς του, το μη-Είναι. Ο χρόνος συνεπώς στις προκείμενες αριστοτέλειες αρχές εμμένει σε ένα πεδίο αναπαραγωγής και ομοιοτυπίας τόσο του εαυτού του και του Είναι του πράγματος, χωρίς καμμία ποιοτική αλλαγή μέσα σ' αυτό το τελευταίο. Μετά τον Hegel (τουλάχιστον) όμως, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να καταλάβουμε καλύτερα πως το μη-Είναι δεν χωρίζεται από το Είναι, μιας και ανά πάσα διαδοχική στιγμή το πράγμα υπόκειται σε αλλαγές οι οποίες θα ήταν αδύνατες αν το Είναι ήταν απόλυτο και όχι ταυτόχρονα και ένα μη-Είναι! -αν δηλαδή αυτό το μη-Είναι δεν συνυπήρχε ήδη μαζί με το Είναι του πράγματος από πριν (για παράδειγμα το Είναι του οίνου στο οποίο μετατρέπονται οι βότρυες είναι μη-Είναι για τους ίδιους τους βότρυες, οι οποίοι ωστόσο, ως βότρυες ενέχουν ήδη αυτό το μη-Είναι ως δυνατότητα, ή ακόμα, -σε άλλες περιπτώσεις- και ως εντελέχεια).
Ο Αριστοτέλης αποκρούει την ταυτότητα του Είναι και του μη-Είναι ως "αντιφατική", τουτέστιν, ως "μη υπαρκτή". Και όμως, από ένα σημείο και μετά είναι αδύνατον να υπάρξει πλήρης (και όχι απλά τυπική) Λογική χωρίς αυτή την ταυτότητα του Είναι και του μη-Είναι . Ο Leibniz από την άλλη, καίτοι συνεπής αριστοτελικός όσον αφορά την αρχή της αντίφασης, εν τούτοις όχι λίγες φορές στην Μοναδολογία του -και εξ αιτίας της συγχρονίας μέσω της οποίας συλλαμβάνει τον κόσμο των Μονάδων του-, φτάνει στα πρόθυρα μιας σχετικής εγελιανής ή διαλεκτικής αντίληψης, χωρίς ωστόσο να εισέρχεται αποφασιστικά σε αυτήν.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο -και επιστρέφοντας στους συγκεκριμένους ορισμούς της Μοναδολογίας-, ο Leibniz παραδέχεται πως οι αναγκαίες αλήθειες του Λόγου είναι εκείνες οι οποίες δεν επιτρέπουν την πιθανότητα ύπαρξης του αντιθέτου τους, ενώ οι τυχαίες ή εξ αποτελέσματος αλήθειες είναι εκείνες που προκύπτουν από ατέρμονες αλληλουχίες πράξεων και στις οποίες ο αποκλεισμός του αντιθέτου τους δεν είναι αναγκαίος. Ωστόσο η αρχή της επαρκούς αιτίας πρέπει αναγκαστικά, σύμφωνα με την θεώρηση του Leibniz, να εφαρμόζεται και στις δεύτερες, επειδή δεν θα ήταν δυνατόν αλλιώς να θεωρηθούν υπάρχουσες.
36. Mais la raison suffisante se doit trouver aussi dans les vérités contingentes ou de fait, c’est-à-dire, dans la suite des choses répandues par l’univers des créatures ; où la résolution en raisons particulières pourrait aller à un détail sans bornes, à cause de la variété immense des choses de la Nature et de la division des corps à l’infini. Il y a une infinité de figures et de mouvements présents et passés qui entrent dans la cause efficiente de mon écriture présente; et il y a une infinité de petites inclinations et dispositions de mon âme, présentes et passées, qui entrent dans la cause finale.
37. Et comme tout ce détail n’enveloppe que d’autres contingents antérieurs ou plus détaillés, dont chacun a encore besoin d’une analyse semblable pour en rendre raison, on n’en est pas plus avancé : et il faut que la raison suffisante ou dernière soit hors de la suite ou séries de ce détail des contingences, quelqu’infini qu’il pourrait être.
38. Et c’est ainsi que la dernière raison des choses doit être dans une substance nécessaire, dans laquelle le détail des changements ne soit qu’éminemment, comme dans la source : et c’est ce que nous appelons Dieu.
39. Or cette substance étant une raison suffisante de tout ce détail, lequel aussi est lié par tout ; il n’y a qu’un Dieu, et ce Dieu suffit.
36. Όμως η επαρκής αιτία πρέπει να εντοπίζεται επίσης μέσα στις τυχαίες ή εξ αποτελέσματος αλήθειες, τουτέστιν, στην ακολουθία των πραγμάτων που είναι διασκορπισμένα στο σύμπαν των δημιουργημένων όντων· και των οποίων, η ανάλυση σε ιδιαίτερες, συγκεκριμένες αιτίες, θα μπορούσε να συνεχίζεται σε ατέλειωτες λεπτομέρειες, εξ αιτίας της αχανούς ποικιλίας των πραγμάτων στην φύση και της άπειρης διαιρετότητας των σωμάτων. Υπάρχει μια απειρία παρόντων και παρελθόντων μορφών και κινήσεων που υπεισέρχονται στην επαρκή αιτία της παρούσης συγγραφής μου, και υπάρχει μια πληθώρα από απειροελάχιστες τάσεις και προδιαθέσεις της ψυχής μου, που ορίζουν την τελική αιτία.
37. Και καθώς όλες αυτές οι λεπτομέρειες εμπλέκουν ξανά άλλα πρωτύτερα ή περισσότερο λεπτομερή συμπτωματικά πράγματα, το καθένα από τα οποία χρειάζεται παρόμοια ανάλυση για να αποδώσει την αιτία του, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και να φθάσουμε σε ένα τέλος· και η επαρκής ή τελική αιτία πρέπει να βρίσκεται έξω από αυτήν την ακολουθία ή την σειρά των ιδιαιτέρων συμπτωματικών πραγμάτων, όσο άπειρη και αν μπορεί να είναι αυτή η σειρά.
38. Έτσι η τελική αιτία των πραγμάτων πρέπει να βρίσκεται σε μια αναγκαία υπόσταση, στην οποία η ποικιλία των ιδιαιτέρων και συγκεκριμένων αλλαγών μόνο υπάρχει διακεκριμένη, όπως μέσα στην πηγή της, και αυτή την υπόσταση καλούμε Θεό.
39. Και καθώς αυτή η υπόσταση είναι η επαρκής αιτία για όλη αυτήν την ποικιλία των συμπτωματικών πραγμάτων, τα οποία επίσης είναι πλήρως συνδεδεμένα μεταξύ τους· κατά συνέπεια δεν υπάρχει παρά ένας Θεός, και αυτός ο Θεός επαρκεί.
Σε αυτή την περίπτωση ο Leibniz στην ουσία υιοθετεί την λογική των μεσαιωνικών σχολαστικών "αποδείξεων" περί της ύπαρξης του Θεού, όπως κυρίως ανευρίσκονται στην "Summa Theologica" του Θωμά Ακινάτη:
Respondeo dicendum quod duplex ex demonstratio. Una quae est per causam, et dicitur propter quid: et haec est per priora simpliciter. Alia est per effectum, et dicitur demonstratio quia: et haec est per ea quae sunt priora quoad nos: cum enim effectus aliquis nobis est manifestior quam sua causa, per effectum procedimus ad cognitionem causae. Ex quolibet autem effectu potest demonstrari propriam causam eius esse (si tamen eius effectus sint magis noti quoad nos): quia, cum effectus dependeant a causa, posito effectu necesse est causam praeexistere. Unde Deum esse, secundum quod non est per se notum quoad nos, demonstrabile est per effectus nobis notos.
(Summa Theologica, Prima Pars, Quaestio II, Articulus II)
Σε αυτό αποκρίνομαι πως η απόδειξη μπορεί να ορίζεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι μέσω της αιτίας, και καλείται "a priori" (εκ των προτέρων), και συνίσταται στο να επιχειρηματολογεί κανείς απ' αυτό που προηγείται απόλυτα. Ο άλλος είναι μέσω του αποτελέσματος, και καλείται απόδειξη "a posteriori" (εκ των υστέρων)· αυτό συνίσταται στο να επιχειρηματολογεί κάποιος απ' αυτό που είναι πρωτύτερο σε σχέση μόνο με εμάς. Όταν ένα αποτέλεσμα είναι καλύτερα γνωστό σε εμάς απ' όσο η αιτία του, τότε από το αποτέλεσμα προχωρούμε στην γνώση της αιτίας. Και από κάθε αποτέλεσμα η ύπαρξη της ιδίας αιτίας του μπορεί να αποδειχθεί, τόσο όσο τα αποτελέσματά του είναι καλύτερα γνωστά σε εμάς· επειδή κάθε αποτέλεσμα καθώς στηρίζεται στην αιτία του, εάν το αποτέλεσμα υπάρχει, τότε η αιτια πρέπει να προϋπάρχει. Συνεπώς, η ύπαρξη του Θεού, στο βαθμό που δεν είναι αφ' εαυτής προφανής σε εμάς, μπορεί να αποδειχθεί από εκείνα εκ των αποτελεσμάτων του που είναι γνωστά σε εμάς.
(Summa Theologica, Prima Pars, Quaestio II, Articulus II)
Η αναγωγή του αποτελέσματος σε επαρκή αιτία ήταν μια προσφιλής αποδεικτική μέθοδος κατά τον Μεσαίωνα, και ο Leibniz την παραλαμβάνει εδώ σχεδόν ανέπαφη, μιας και "γλυτώνει" από πολλές φιλοσοφικές σκοτούρες. Βέβαια, συνιστά απόδειξη εν μέρει. Εφ' όσον ο κόσμος υπάρχει, εφ' όσον προκύπτει ως αποτέλεσμα, τότε η αιτία του επίσης υπάρχει. Αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον Θεό. Σε αυτή την διαβεβαίωση ωστόσο του "δεν μπορεί να είναι άλλη" εντοπίζεται ακριβώς και μια σχετική αδυναμία της απόδειξης (παρά την σημαντική ισχύ της καθώς βεβαιώνει πως ένα "κάτι" δεν μπορεί παρά να προέρχεται από ένα άλλο "κάτι" και πως ο κόσμος θα ήταν παράλογο να προκύπτει από το μηδέν -ex nihilo nihil), η οποία μπορεί να αίρεται μόνο όσον αφορά το περιεχόμενο της λέξεως "θεός"· δηλαδή, του τι ακριβώς εννοεί κάποιος όταν εκφέρει αυτόν τον όρο. Όμως η σύνολη εκκλησιαστική αντίληψη, και κατά την εποχή του Leibniz, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνειών, όσον αφορά την απόλυτη, "μοναρχική" σύλληψη της έννοιας.
Η αρχή της αντίφασης ως συμπληρωματική της αρχής της ταυτότητας -έτσι όπως και οι δυο αρχές αποδίδονται στον Αριστοτέλη-, συνιστά μια αναγκαία παραδοχή για την φιλοσοφία της μπαρόκ εποχής, όπως έχουμε ήδη προείπει, μιας και η καθαρά διαλεκτική εποπτεία δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα, παρά τις πρώιμες εκφάνσεις της στα έργα διαφόρων φιλοσόφων, ανάμεσα σε αυτούς και ο Leibniz.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν ορίζει πως:
"Δει παν το αληθές αυτό εαυτό ομολογούμενον είναι πάντη"
(Αναλυτικά Πρότερα, Α΄ 32)
"το αυτό άμα υπάρχειν τε και μη υπάρχειν αδύνατον, τω αυτώ και κατά το αυτόν"
(Μεταφυσικά. Γ΄, 3, 1005, β, 19)
Κατά συνέπεια, μια πρόταση δεν μπορεί να είναι μαζί αληθής και ψευδής, και γενικώτερα το Είναι δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να συμπίπτει με το μη-Είναι, καθώς κάθε πράγμα είναι ο εαυτός του και δεν μπορεί ταυτόχρονα να μην είναι ο εαυτός του. Αυτή η βασική αρχή της "τυπικής" λογικής καθίσταται αναγκαία ή λειτουργική σε μεμερισμένες, είναι αλήθεια, πραγματικότητες, εκεί που η αμεσότητα ή η ταυτοποίηση του Είναι είναι το ζητούμενο και όχι η συνάφειά του -θα μπορούσε να το πει κανείς έτσι- με άλλα πράγματα. Γιατί εφ' όσον σε μια χρονική στιγμή το Α δεν μπορεί να είναι -Α, αυτό σημαίνει πως την επόμενη χρονική στιγμή δεν θα είχε λόγο να είναι κάτι άλλο, πέρα από Α, στο βαθμό που δεν θα ενείχε ήδη το σπέρμα της ετερότητάς του, το μη-Είναι. Ο χρόνος συνεπώς στις προκείμενες αριστοτέλειες αρχές εμμένει σε ένα πεδίο αναπαραγωγής και ομοιοτυπίας τόσο του εαυτού του και του Είναι του πράγματος, χωρίς καμμία ποιοτική αλλαγή μέσα σ' αυτό το τελευταίο. Μετά τον Hegel (τουλάχιστον) όμως, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να καταλάβουμε καλύτερα πως το μη-Είναι δεν χωρίζεται από το Είναι, μιας και ανά πάσα διαδοχική στιγμή το πράγμα υπόκειται σε αλλαγές οι οποίες θα ήταν αδύνατες αν το Είναι ήταν απόλυτο και όχι ταυτόχρονα και ένα μη-Είναι! -αν δηλαδή αυτό το μη-Είναι δεν συνυπήρχε ήδη μαζί με το Είναι του πράγματος από πριν (για παράδειγμα το Είναι του οίνου στο οποίο μετατρέπονται οι βότρυες είναι μη-Είναι για τους ίδιους τους βότρυες, οι οποίοι ωστόσο, ως βότρυες ενέχουν ήδη αυτό το μη-Είναι ως δυνατότητα, ή ακόμα, -σε άλλες περιπτώσεις- και ως εντελέχεια).
Ο Αριστοτέλης αποκρούει την ταυτότητα του Είναι και του μη-Είναι ως "αντιφατική", τουτέστιν, ως "μη υπαρκτή". Και όμως, από ένα σημείο και μετά είναι αδύνατον να υπάρξει πλήρης (και όχι απλά τυπική) Λογική χωρίς αυτή την ταυτότητα του Είναι και του μη-Είναι . Ο Leibniz από την άλλη, καίτοι συνεπής αριστοτελικός όσον αφορά την αρχή της αντίφασης, εν τούτοις όχι λίγες φορές στην Μοναδολογία του -και εξ αιτίας της συγχρονίας μέσω της οποίας συλλαμβάνει τον κόσμο των Μονάδων του-, φτάνει στα πρόθυρα μιας σχετικής εγελιανής ή διαλεκτικής αντίληψης, χωρίς ωστόσο να εισέρχεται αποφασιστικά σε αυτήν.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο -και επιστρέφοντας στους συγκεκριμένους ορισμούς της Μοναδολογίας-, ο Leibniz παραδέχεται πως οι αναγκαίες αλήθειες του Λόγου είναι εκείνες οι οποίες δεν επιτρέπουν την πιθανότητα ύπαρξης του αντιθέτου τους, ενώ οι τυχαίες ή εξ αποτελέσματος αλήθειες είναι εκείνες που προκύπτουν από ατέρμονες αλληλουχίες πράξεων και στις οποίες ο αποκλεισμός του αντιθέτου τους δεν είναι αναγκαίος. Ωστόσο η αρχή της επαρκούς αιτίας πρέπει αναγκαστικά, σύμφωνα με την θεώρηση του Leibniz, να εφαρμόζεται και στις δεύτερες, επειδή δεν θα ήταν δυνατόν αλλιώς να θεωρηθούν υπάρχουσες.
36. Mais la raison suffisante se doit trouver aussi dans les vérités contingentes ou de fait, c’est-à-dire, dans la suite des choses répandues par l’univers des créatures ; où la résolution en raisons particulières pourrait aller à un détail sans bornes, à cause de la variété immense des choses de la Nature et de la division des corps à l’infini. Il y a une infinité de figures et de mouvements présents et passés qui entrent dans la cause efficiente de mon écriture présente; et il y a une infinité de petites inclinations et dispositions de mon âme, présentes et passées, qui entrent dans la cause finale.
37. Et comme tout ce détail n’enveloppe que d’autres contingents antérieurs ou plus détaillés, dont chacun a encore besoin d’une analyse semblable pour en rendre raison, on n’en est pas plus avancé : et il faut que la raison suffisante ou dernière soit hors de la suite ou séries de ce détail des contingences, quelqu’infini qu’il pourrait être.
38. Et c’est ainsi que la dernière raison des choses doit être dans une substance nécessaire, dans laquelle le détail des changements ne soit qu’éminemment, comme dans la source : et c’est ce que nous appelons Dieu.
39. Or cette substance étant une raison suffisante de tout ce détail, lequel aussi est lié par tout ; il n’y a qu’un Dieu, et ce Dieu suffit.
36. Όμως η επαρκής αιτία πρέπει να εντοπίζεται επίσης μέσα στις τυχαίες ή εξ αποτελέσματος αλήθειες, τουτέστιν, στην ακολουθία των πραγμάτων που είναι διασκορπισμένα στο σύμπαν των δημιουργημένων όντων· και των οποίων, η ανάλυση σε ιδιαίτερες, συγκεκριμένες αιτίες, θα μπορούσε να συνεχίζεται σε ατέλειωτες λεπτομέρειες, εξ αιτίας της αχανούς ποικιλίας των πραγμάτων στην φύση και της άπειρης διαιρετότητας των σωμάτων. Υπάρχει μια απειρία παρόντων και παρελθόντων μορφών και κινήσεων που υπεισέρχονται στην επαρκή αιτία της παρούσης συγγραφής μου, και υπάρχει μια πληθώρα από απειροελάχιστες τάσεις και προδιαθέσεις της ψυχής μου, που ορίζουν την τελική αιτία.
37. Και καθώς όλες αυτές οι λεπτομέρειες εμπλέκουν ξανά άλλα πρωτύτερα ή περισσότερο λεπτομερή συμπτωματικά πράγματα, το καθένα από τα οποία χρειάζεται παρόμοια ανάλυση για να αποδώσει την αιτία του, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και να φθάσουμε σε ένα τέλος· και η επαρκής ή τελική αιτία πρέπει να βρίσκεται έξω από αυτήν την ακολουθία ή την σειρά των ιδιαιτέρων συμπτωματικών πραγμάτων, όσο άπειρη και αν μπορεί να είναι αυτή η σειρά.
38. Έτσι η τελική αιτία των πραγμάτων πρέπει να βρίσκεται σε μια αναγκαία υπόσταση, στην οποία η ποικιλία των ιδιαιτέρων και συγκεκριμένων αλλαγών μόνο υπάρχει διακεκριμένη, όπως μέσα στην πηγή της, και αυτή την υπόσταση καλούμε Θεό.
39. Και καθώς αυτή η υπόσταση είναι η επαρκής αιτία για όλη αυτήν την ποικιλία των συμπτωματικών πραγμάτων, τα οποία επίσης είναι πλήρως συνδεδεμένα μεταξύ τους· κατά συνέπεια δεν υπάρχει παρά ένας Θεός, και αυτός ο Θεός επαρκεί.
Σε αυτή την περίπτωση ο Leibniz στην ουσία υιοθετεί την λογική των μεσαιωνικών σχολαστικών "αποδείξεων" περί της ύπαρξης του Θεού, όπως κυρίως ανευρίσκονται στην "Summa Theologica" του Θωμά Ακινάτη:
Respondeo dicendum quod duplex ex demonstratio. Una quae est per causam, et dicitur propter quid: et haec est per priora simpliciter. Alia est per effectum, et dicitur demonstratio quia: et haec est per ea quae sunt priora quoad nos: cum enim effectus aliquis nobis est manifestior quam sua causa, per effectum procedimus ad cognitionem causae. Ex quolibet autem effectu potest demonstrari propriam causam eius esse (si tamen eius effectus sint magis noti quoad nos): quia, cum effectus dependeant a causa, posito effectu necesse est causam praeexistere. Unde Deum esse, secundum quod non est per se notum quoad nos, demonstrabile est per effectus nobis notos.
(Summa Theologica, Prima Pars, Quaestio II, Articulus II)
Σε αυτό αποκρίνομαι πως η απόδειξη μπορεί να ορίζεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι μέσω της αιτίας, και καλείται "a priori" (εκ των προτέρων), και συνίσταται στο να επιχειρηματολογεί κανείς απ' αυτό που προηγείται απόλυτα. Ο άλλος είναι μέσω του αποτελέσματος, και καλείται απόδειξη "a posteriori" (εκ των υστέρων)· αυτό συνίσταται στο να επιχειρηματολογεί κάποιος απ' αυτό που είναι πρωτύτερο σε σχέση μόνο με εμάς. Όταν ένα αποτέλεσμα είναι καλύτερα γνωστό σε εμάς απ' όσο η αιτία του, τότε από το αποτέλεσμα προχωρούμε στην γνώση της αιτίας. Και από κάθε αποτέλεσμα η ύπαρξη της ιδίας αιτίας του μπορεί να αποδειχθεί, τόσο όσο τα αποτελέσματά του είναι καλύτερα γνωστά σε εμάς· επειδή κάθε αποτέλεσμα καθώς στηρίζεται στην αιτία του, εάν το αποτέλεσμα υπάρχει, τότε η αιτια πρέπει να προϋπάρχει. Συνεπώς, η ύπαρξη του Θεού, στο βαθμό που δεν είναι αφ' εαυτής προφανής σε εμάς, μπορεί να αποδειχθεί από εκείνα εκ των αποτελεσμάτων του που είναι γνωστά σε εμάς.
(Summa Theologica, Prima Pars, Quaestio II, Articulus II)
Η αναγωγή του αποτελέσματος σε επαρκή αιτία ήταν μια προσφιλής αποδεικτική μέθοδος κατά τον Μεσαίωνα, και ο Leibniz την παραλαμβάνει εδώ σχεδόν ανέπαφη, μιας και "γλυτώνει" από πολλές φιλοσοφικές σκοτούρες. Βέβαια, συνιστά απόδειξη εν μέρει. Εφ' όσον ο κόσμος υπάρχει, εφ' όσον προκύπτει ως αποτέλεσμα, τότε η αιτία του επίσης υπάρχει. Αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον Θεό. Σε αυτή την διαβεβαίωση ωστόσο του "δεν μπορεί να είναι άλλη" εντοπίζεται ακριβώς και μια σχετική αδυναμία της απόδειξης (παρά την σημαντική ισχύ της καθώς βεβαιώνει πως ένα "κάτι" δεν μπορεί παρά να προέρχεται από ένα άλλο "κάτι" και πως ο κόσμος θα ήταν παράλογο να προκύπτει από το μηδέν -ex nihilo nihil), η οποία μπορεί να αίρεται μόνο όσον αφορά το περιεχόμενο της λέξεως "θεός"· δηλαδή, του τι ακριβώς εννοεί κάποιος όταν εκφέρει αυτόν τον όρο. Όμως η σύνολη εκκλησιαστική αντίληψη, και κατά την εποχή του Leibniz, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνειών, όσον αφορά την απόλυτη, "μοναρχική" σύλληψη της έννοιας.
Και ο Leibniz θα επικυρώσει με την σειρά του την ίδια
"μοναρχική" αντίληψη περί Θεού και στην Μοναδολογία του. Ωστόσο η όλη
δομή του συστήματός του είναι τέτοια που ξεπερνάει κατά πολύ την στενή
εκκλησιαστική παραδοχή ή ερμηνεία περί Θεού.
Για άλλη μια φορά, και σε αυτήν την περίπτωση, καταδεικνύεται πως πολλές φορές οι σκέψεις (γενικώτερες, αναλυτικές, φιλοσοφικές) των ανθρώπων είναι κατά πολύ πιο προχωρημένες από τις οποιεσδήποτε πίστεις και τις πεποιθήσεις τους.
Για άλλη μια φορά, και σε αυτήν την περίπτωση, καταδεικνύεται πως πολλές φορές οι σκέψεις (γενικώτερες, αναλυτικές, φιλοσοφικές) των ανθρώπων είναι κατά πολύ πιο προχωρημένες από τις οποιεσδήποτε πίστεις και τις πεποιθήσεις τους.
(συνεχίζεται)