Tuesday, November 30, 2010

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΡΟΤΣΚΥ - ΜΠΡΕΤΟΝ ΣΤΟ ΚΟΓΙΟΑΚΑΝ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟ

Το 1938, ο "πάπας" του υπερρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν επισκέφθηκε στο Κογιοακάν του Μεξικό, τον εξόριστο και μέχρι τότε περιπλανώμενο ανά την υδρόγειο κορυφαίο Ρώσο επαναστάτη Λέον Τρότσκυ και συζήτησαν μεταξύ τους μείζονα προβλήματα του κόσμου, της επανάστασης και της τέχνης.

Καρπός αυτής της συνάντησης υπήρξε ένα κοινό μανιφέστο που συνυπέγραφαν οι δυο και έφερε τον τίτλο "Για Μια Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη".

Στις λίγες σελίδες του κειμένου διακηρυσσόταν η πίστη σε μια επαναστατική αποστολή της τέχνης, στους ιδιαίτερα μάλιστα κρίσιμους εκείνους καιρούς που βίωνε η ανθρωπότητα, αποστολή που ωστόσο θα άφηνε άθικτη και αλώβητη την ουσία της τέχνης.
Με την έννοια, ότι οποιαδήποτε "στράτευση" της τελευταίας κρινόταν εξ αρχής ως κάτι το αδιάφορο αν όχι προβληματικό και επιζήμιο για την επανάσταση και ζητείτο με σαφήνεια η ανεξαρτησία μεν της τέχνης από την πολιτική, αλλά από την άλλη η σαφής συνδρομή της προς αυτήν.

Δεν είναι εύκολο πάντα να περάσει κανείς ανάμεσα από τις συμπληγάδες πέτρες μιας τέτοιας πρόκλησης που έθεσαν στους εαυτούς τους οι δύο αυτές σημαντικές μορφές του προηγούμενου αιώνα. Ακόμα δε περισσότερο, δεν ξέρει κανείς ποτέ μπορεί να αναφανεί η Σκύλλα της ρηχής και κολακευούσης μια ιδεολογική επιλογή "τέχνης" και πότε η Χάρυβδις του απομονωτισμού.

Ο Τρότσκυ, σε αυτό το κείμενο όπως φαίνεται έκανε σαφείς υποχωρήσεις από προηγούμενες πιο "σκληρές" γραμμές του όσον αφορά τα ζητήματα της τέχνης. Στο έργο του "Λογοτεχνία και Επανάσταση", γραμμένο το 1924, είναι αλήθεια πως εκτίμησε με σπάνιο βλέμμα σοφίας και ευαισθησίας την ρωσική λογοτεχνία τόσο στην προεπαναστατική όσο και στην μετεπαναστατική περιόδους της και διέγνωσε με ακρίβεια και οξυδέρκεια τα σημεία ασυνεχείας-συνεχείας ανάμεσα σε αυτές τις δυο.

Παρ' όλ' αυτά ωστόσο, -και πράγμα απόλυτα λογικό για την ασταθή και ταραγμένη εποχή κατά την οποία εγράφη εκείνο το έργο-, η λογοτεχνία όφειλε να έχει καθαρά επαναστατικό προσανατολισμό και να συνεισφέρει εν πνεύματι και γραπτώ λόγω στην σοβιετική σοσιαλιστική κοινωνία που οικοδομείτο τότε με χίλια εμπόδια να ορθώνονται μπροστά της, τόσο εσωτερικά όσο δε και εξωτερικά.

Όπως δεν είναι και τόσο εύκολο να αντιληφθεί κανείς πάντα, η θεώρηση του Τρότσκυ δεν έσχε τίποτα το κοινό με την χυδαία άποψη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως αυτή θα κυριαρχούσε αργότερα στα της καλλιτεχνικής ζωής της Σοβιετικής Ένωσης από την σταλινική γραφειοκρατία.

Ο καλλιτέχνης , για τον Τρότσκυ του 1924 και όχι του Κογιοακάν, έπρεπε να βρίσκεται σε μια φυσική κίνηση υιοθέτησης της εποχής του και των ζητημάτων της, και πάνω απ'όλα σε μια οικειοθελή προσχώρησή του στο νέο ιστορικό ρεύμα που σάρωνε τα πάντα, γκρεμίζοντας παλιές και οικοδομώντας νέες αξίες τόσο στα ανθρώπινα όσο και στα καλλιτεχνικά. Μην προδίδοντας όμως στο ελάχιστο τους ιδιαίτερους και όχι πάντα εύκολα διακριτούς νόμους της τέχνης.

Είναι λογικό πως ένας πολιτικός επαναστάτης, ανεξάρτητα από την μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική καλλιέργειά του (που είχε αναμφίβολα ο Τρότσκυ) ποτέ δεν θα μπορέσει να δει να την τέχνη ως ένα καθαρό και "αυτοφυές" φαινόμενο. Περαιτέρω δε, μια κάποια ωφελιμιστική προσδοκία είναι πάντα αναμενόμενη από αυτόν, η οποία όμως δεν καταλήγει εύκολα σε ένα χυδαίο σφετερισμό της Τέχνης από την πολιτική.

Πρόκειται μάλλον για μια ελπίδα συνδρομής της τέχνης προς την επανάσταση με έμμεσο ή άμεσο τρόπο παρά για απαίτηση.

Και εδώ είναι το όριο του πολιτικού. Στο βαθμό που αυτός ζητάει και δεν απαιτεί ή επιβάλλει, σεβόμενος την ανεξαρτησία της τέχνης, τότε δεν υπάρχει και ουσιώδης λόγος μομφής προς αυτόν, όσο και αν η αίτηση συνεπικουρίας του καλλιτέχνη προς την επανάσταση, μπορεί όντως να ακούγεται λίγο "ενοχλητική".

Στο κείμενο ωστόσο του Κογιοακάν ο Τρότσκυ, ίσως και υπό την επίδραση του Μπρετόν ακούγεται πιο "ελευθεριακός" και πιο "ανεκτικός" όσον αφορά τη σχέση τέχνης-πολιτικής και σε κάθε περίπτωση η διάσταση που τον χώριζε έως τότε από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, φαίνεται να μεγαλώνει τόσο ώστε να καθίσταται πλέον ένα αγεφύρωτο ρήγμα ανάμεσα σε αυτόν και οποιαδήποτε σταλινική αντίληψη σφετερισμού της τέχνης.

Δεν είμαι σίγουρος ωστόσο αν μια ανεξάρτητη "συμμαχία" ανάμεσα σε τέχνη και πολιτική είναι το δέον , τόσο για τη μια όσο και για την άλλη, έστω και κάτω από τους μέγιστους δυνατούς ελευθεριακούς όρους που έθεσαν απο κοινού ένας Τρότσκυ και ένας Μπρετόν.

Η τέχνη ΔΕΝ είναι πολιτική έκφραση, ούτε εν ωμότητι ούτε ακροθιγώς , όπως και η επιστήμη δεν μπορεί να είναι πολιτική έκφραση. Το αν ένας καλλιτέχνης εμφορείται από ένα συγκεκριμένο πολιτικό ιδανικό και συγκεκριμένη ιδεολογική επιλογή, αυτό είναι κάτι που μπορεί να ενδιαφέρει την τέχνη ΜΟΝΟΝ αν παράγει πραγματικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ή συνεισφέρει σε αυτό. Και αν κάποτε η τέχνη μπορεί να γίνει πολιτική έκφραση, αυτό συμβαίνει για καλλιτεχνικούς και όχι πολιτικούς λόγους.

Και αυτό γιατί, η τέχνη θα είναι πάντα μια έξοδος από την Ιστορία, ενώ η πολιτική και πιο συγκεκριμένα η επανάσταση, η πιο ωμή είσοδος στην Ιστορία.

Καμμία "υποχρέωση" δεν έχει η τέχνη ει μη μόνον στον εαυτό της.

Καθώς μάλιστα η γλώσσα της δανείζεται την εποχή της ως αναγκαίο εφαλτήριο επέκτασης προς άγνωστες κατευθύνσεις, ωστόσο η ίδια παραμένει στην ουσία της άχρονη. Από την άλλη δεν υπάρχει τίποτε πιο έγχρονο από μια επανάσταση, και κακά τα ψέμματα, η τέχνη ποτέ δεν αισθάνεται άνετα μέσα σε ο,τιδήποτε το "επίκαιρο", ακόμα και αν αυτό εντοπίζεται σε μια κορυφαία έκφρασή του όπως εκείνη λόγου χάριν της ρωσσικής επανάστασης και της συνέχειάς της ή όχι στο χρόνο.

Μιλώντας με προσωκρατικούς όρους, η τέχνη είναι μάλλον παρμενίδεια ενώ η πολιτική ηρακλείτεια.

Και σαφώς μπορούν να συναντηθούν κάποτε και οι δυο, αλλά ΜΟΝΟΝ ως ξεχωριστοί κόσμοι που εκτιμούν στην βάση μιας αχανούς ελευθερίας ο ένας τον άλλον. Σαν δυο αετοί που μπορούν να συναντηθούν στα ύψη μόνον και όχι στο σηπόμενο έδαφος της σκοπιμότητας.