Το ζήτημα της εξουσίας βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του στοχασμού των επιφανέστερων αναρχικών θεωρητικών, από τον Πιερ Ζοζέφ Προυντόν μέχρι τον Μάρραιη Μπούκτσιν στις μέρες μας. Άλλωστε σε αυτό εντοπιζόταν και το κλειδί για να κατανοήσει κάποιος καλύτερα την μνημειώδη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο κύριες τάσεις του εργατικού κινήματος κατά τον 19ο αιώνα, με την πρώτη να εκπροσωπείται ατύπως από τον Μιχαήλ Μπακούνιν και την δεύτερη από τον Καρλ Μαρξ και την Α΄Διεθνή.
Ο Μπακούνιν κατηγόρησε τον Μαρξ ως "εξουσιαστή" και θεώρησε πως η πολιτική στρατηγική της "δικτατορίας του προλεταριάτου" δεν ήταν παρά μια ακόμα παραχώρηση. από τα αριστερά αυτή τη φορά προς το λερναίο τέρας της εξουσίας. Ο Μαρξ από την άλλη, έβλεπε στους αναρχικούς του καιρού του, μια λατρεία του αυθόρμητου η οποία δεν έκρυβε τίποτε άλλο παρά μια μικροαστική αιτίαση που εδώ απλά έπαιρνε την υπέρτατη ριζοσπαστική μορφή της.
Είναι αλήθεια πως ο Μπακούνιν εν σχέσει με τον Μαρξ και τον Ένγκελς είναι ελάχιστος ως θεωρητικός, θα μπορούσε ίσως κανείς να τον εκλάβει ασφαλέστερα ως ένα είδος τυχοδιώκτη ακτιβιστή επαναστάτη που πίστευε ότι τα πιο λεπτά ζητήματα της θεωρίας θα "λύνονταν στο δρόμο και τα οδοφράγματα".
Και όπως όλοι οι κορυφαίοι αναρχικοί, έτσι και αυτός είχε μια τάση να ανάγει την εξουσία σε μια σχεδόν υπεριστορική αρχή και κατάρα, της οποίας το κράτος ήταν ο ουσιωδέστερος φορέας και διεκπεραιωτής της.
Για τους μαρξιστές του 19ου αιώνα, ωστόσο, η εξουσία δεν ήταν "αχρωμάτιστη". Kατέστησαν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο σαφή την διαφορά ανάμεσα στην εξουσία ενός αστικού κράτους και ενός εργατικού κράτους που υπερασπίζεται τον εαυτό του από "παλινορθωτικές" ή άλλες επίβουλες τάσεις άλλων αστικών κρατών.
Από ρεαλιστική, ή ακόμα και στοιχειωδώς λογική άποψη είναι αδύνατον να μην δικαιώσει κάποιος τον μαρξισμό εδώ. Πράγματι, θα ήταν παντελώς χιμαιρικό να επαναπαυθεί μια επανάσταση στο "αυθόρμητο" των αυτοδιοικουμένων συμβουλίων, χωρίς μια ισχυρή συγκεντρωτική αρχή από τα πάνω.
Μόνο που αυτό, για τους μαρξιστές θεωρητικούς, θα ήταν κάτι προσωρινό, μια αναπόφευκτη ιστορική αναγκαιότητα της μετάβασης, προτού το κράτος εξαφανιστεί σε μια πανανθρώπινη και παγκόσμια κομμουνιστική κοινωνία.
Οι αναρχικοί από την άλλη, έδειχναν να έχουν αποκτήσει περισσότερο μια εμμονή ψυχολογικής και ιδεοληπτικής φύσης με την λέξη "εξουσία". Και όμως, οι ίδιοι, αναγκαστικά και δυσαπόφευκτα εφάνησαν ιδιαίτερα εξουσιαστικοί όταν ο καιρός και η ιστορία το απαιτούσαν.
Επέρριπταν βαρειές κατάρες σε ο,τιδήποτε το εξουσιαστικό, αναπαράγοντάς το ωστόσο στην καθημερινή πολιτική πρακτική τους με τρόπο πολύ πιο ωμό, και ακόμα σαφώς πιο ατελέσφορο απ' όσο θα μπορούσε να το κάνει ένας ας πούμε κλασσικός μαρξιστής.
Όμως είναι κάτι πέρα από αληθινό πως τα πάντα στη ζωή είναι εξουσία. Η εξουσία, μοιάζει να είναι η ουσία της ύπαρξης, ακόμα και η απλή κίνηση του να υψώσει κάποιος το φλυτζάνι με τον καφέ του για να τον πιει, είναι μια κίνηση εξουσίας.
Και αυτό, για την σκέψη των αναρχικών θα παραμένει εσαεί μια αντίφαση που θα τους βασανίζει , και κάποτε θα τους οδηγεί, από καθαρή αντίδραση ενός ιδεολογικού αυτοεξορκισμού σε υπερεξουσιαστικές συμπεριφορές.
Μονάχα ίσως η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ μπόρεσε να λύσει αυτή την αντίφαση ανάμεσα σε εξουσία και το δέον όπως εκπροσωπείται από τη φιγούρα του Πρόσπερου.
Βέβαια, από την άλλη, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κάποιος ένα είδος "χιμαιρικού δικαίου" στην κάπως ακατέργαστη αντίληψη των αναρχικών. Σε μια περιοχή που ίσως η διαίσθηση αποδεικνύεται ισχυρότερη της λογικής πειθούς, και η ιστορική εμπειρία, αν μη τι άλλο φαίνεται να τους επιβεβαιώνει όχι όμως και να τους δικαιώνει.
Η καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης στα πρώτα χρόνια της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, ήταν, και σύμφωνα με τα λεγόμενα ακόμα των επιφανέστερων μπολσεβίκων ηγετών όπως ο Τρότσκυ, κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί. Θα αρκούσε για αυτό η εισαγωγή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) να είχε επισυμβεί ένα χρόνο νωρίτερα, και ασφαλώς εκ των πραγμάτων δεν θα συνέτρεχε κανένας λόγος εξέγερσης.
Παρ' όλ'αυτά, τα γεγονότα της Κρονστάνδης αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα από τους μπολσεβίκους.
Όχι άδικα, και από μια άποψη ωστόσο πολύ άδικα, η εξέγερση εξελήφθη ως μια υπονόμευση του εργατικού κράτους, και ακόμα, θεωρήθηκε βέβαιο πως η υιοθέτηση των αιτημάτων της δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε ένα ναυάγιο κάθε προσπάθεια για αυθυποστασία της Ρωσίας στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Σίγουρα θα ήταν εξωπραγματικό αν περίμενε κάποιος "ιδανικές" καταστάσεις εν τω μέσω ανηλεούς εμφυλίου πολέμου και χαοτικού λιμού. Καλώς ή κακώς, η (με προσωρινές διαθέσεις) "στρατιωτικοποίηση" της επανάστασης ήταν ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν τόσες απειλές από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Όμως για την λογική ενός αναρχικού αυτό δεν έχει καμμιά σημασία. Θέλει να προασπίσει το όραμά του πάση θυσία εν τω μέσω κάθε κατάστασης, όσο αντίξοη και αν αυτή είναι, αδιαφορώντας για κάθε συνέπεια.
Εδώ, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται η "ποιητική φλέβα" του αναρχισμού. Στην σχεδόν μηδενιστική, αυτοκαταστροφική περιθωριοποίηση κάθε "αναγκαιότητας" προς όφελος μιας στιγμιαίας , ριζικότατης και καταλυτικής έκφανσης ενός είδους "πολιτικής ποίησης" στα ανθρώπινα.
Για έναν μπολσεβίκο επαναστάτη η "πανανθρώπινη ποίηση" δεν μπορούσε παρά να είναι κάτι που αφορά τις μελλούμενες γενεές, και στο βαθμό που την προετοίμαζαν πολύ προσεχτικά τα βήματα των προγενεστέρων επαναστατών και εικονοκλαστών.
Για έναν αναρχικό ωστόσο η "ποίηση" είναι ζήτημα του "εδώ και τώρα", χωρίς να έχει σημασία το οποιοδήποτε κόστος στην μακροπρόθεσμη επένδυση που κάνει μια επανάσταση στην "μελλοντική ευτυχία".
Δεν είναι θέμα που μπορεί να λυθεί πάνω σε μια επίπεδη βάση "ρεαλισμού" και "ουτοπίας". Υπάρχει πάντα η ρεαλιστική αναγκαιότητα του "μέλλοντος", υπάρχει ωστόσο και η ατομική αναγκαιότητα του "παρόντος".
Στη διάσταση ατομικού και καθολικού σιγοέβραζε πάντα η αντίθεση αναρχικών και μαρξιστών.
Μια αντίφαση που κατά τα φαινόμενα δεν πρόκειται να τη λύσει οποιαδήποτε διεξοδική ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στους δυο και με όσα επιχειρήματα ανασυρθούν ένθεν και ένθεν (σε αυτό οι μαρξιστές έχουν μάλλον πλεονέκτημα).
Αλλά πρόκειται να λυθεί από την ίδια την Ιστορία αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα της ελευθερίας στην ελευθερία.
Εκτός αν αυτή την αντίφαση δεν την λύσει ποτέ η Ιστορία, και είναι καταδικασμένη να λύνεται πάντοτε στην Ποίηση.
Κάτι, που μπορεί να μην δυσαρεστεί (κατά βάθος) έναν αναρχικό, αλλά σίγουρα θα αφήσει ανικανοποίητο έναν μαρξιστή.
Και ο ποιητής, θα είναι καταδικασμένος πάντα και αυτός, σε αυτή την περίπτωση, να μην έχει καν το ρόλο του διαιτητή, αλλά το ρόλο του "θεωρητικού" μιας αναρχίας, όχι πολιτικής αλλά οντολογικής.
Η οποία, διόλου απίθανο μπορεί, εις πείσμα κάθε ιστορικής αναγκαιότητας και νομοτέλειας να γίνει "νόμος" στα ανθρώπινα, ξαφνικά και από το πουθενά.
Από μία και μοναδική στιγμή αφύπνισης του κόσμου έξω από τον κόσμο.
Ο Μπακούνιν κατηγόρησε τον Μαρξ ως "εξουσιαστή" και θεώρησε πως η πολιτική στρατηγική της "δικτατορίας του προλεταριάτου" δεν ήταν παρά μια ακόμα παραχώρηση. από τα αριστερά αυτή τη φορά προς το λερναίο τέρας της εξουσίας. Ο Μαρξ από την άλλη, έβλεπε στους αναρχικούς του καιρού του, μια λατρεία του αυθόρμητου η οποία δεν έκρυβε τίποτε άλλο παρά μια μικροαστική αιτίαση που εδώ απλά έπαιρνε την υπέρτατη ριζοσπαστική μορφή της.
Είναι αλήθεια πως ο Μπακούνιν εν σχέσει με τον Μαρξ και τον Ένγκελς είναι ελάχιστος ως θεωρητικός, θα μπορούσε ίσως κανείς να τον εκλάβει ασφαλέστερα ως ένα είδος τυχοδιώκτη ακτιβιστή επαναστάτη που πίστευε ότι τα πιο λεπτά ζητήματα της θεωρίας θα "λύνονταν στο δρόμο και τα οδοφράγματα".
Και όπως όλοι οι κορυφαίοι αναρχικοί, έτσι και αυτός είχε μια τάση να ανάγει την εξουσία σε μια σχεδόν υπεριστορική αρχή και κατάρα, της οποίας το κράτος ήταν ο ουσιωδέστερος φορέας και διεκπεραιωτής της.
Για τους μαρξιστές του 19ου αιώνα, ωστόσο, η εξουσία δεν ήταν "αχρωμάτιστη". Kατέστησαν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο σαφή την διαφορά ανάμεσα στην εξουσία ενός αστικού κράτους και ενός εργατικού κράτους που υπερασπίζεται τον εαυτό του από "παλινορθωτικές" ή άλλες επίβουλες τάσεις άλλων αστικών κρατών.
Από ρεαλιστική, ή ακόμα και στοιχειωδώς λογική άποψη είναι αδύνατον να μην δικαιώσει κάποιος τον μαρξισμό εδώ. Πράγματι, θα ήταν παντελώς χιμαιρικό να επαναπαυθεί μια επανάσταση στο "αυθόρμητο" των αυτοδιοικουμένων συμβουλίων, χωρίς μια ισχυρή συγκεντρωτική αρχή από τα πάνω.
Μόνο που αυτό, για τους μαρξιστές θεωρητικούς, θα ήταν κάτι προσωρινό, μια αναπόφευκτη ιστορική αναγκαιότητα της μετάβασης, προτού το κράτος εξαφανιστεί σε μια πανανθρώπινη και παγκόσμια κομμουνιστική κοινωνία.
Οι αναρχικοί από την άλλη, έδειχναν να έχουν αποκτήσει περισσότερο μια εμμονή ψυχολογικής και ιδεοληπτικής φύσης με την λέξη "εξουσία". Και όμως, οι ίδιοι, αναγκαστικά και δυσαπόφευκτα εφάνησαν ιδιαίτερα εξουσιαστικοί όταν ο καιρός και η ιστορία το απαιτούσαν.
Επέρριπταν βαρειές κατάρες σε ο,τιδήποτε το εξουσιαστικό, αναπαράγοντάς το ωστόσο στην καθημερινή πολιτική πρακτική τους με τρόπο πολύ πιο ωμό, και ακόμα σαφώς πιο ατελέσφορο απ' όσο θα μπορούσε να το κάνει ένας ας πούμε κλασσικός μαρξιστής.
Όμως είναι κάτι πέρα από αληθινό πως τα πάντα στη ζωή είναι εξουσία. Η εξουσία, μοιάζει να είναι η ουσία της ύπαρξης, ακόμα και η απλή κίνηση του να υψώσει κάποιος το φλυτζάνι με τον καφέ του για να τον πιει, είναι μια κίνηση εξουσίας.
Και αυτό, για την σκέψη των αναρχικών θα παραμένει εσαεί μια αντίφαση που θα τους βασανίζει , και κάποτε θα τους οδηγεί, από καθαρή αντίδραση ενός ιδεολογικού αυτοεξορκισμού σε υπερεξουσιαστικές συμπεριφορές.
Μονάχα ίσως η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ μπόρεσε να λύσει αυτή την αντίφαση ανάμεσα σε εξουσία και το δέον όπως εκπροσωπείται από τη φιγούρα του Πρόσπερου.
Βέβαια, από την άλλη, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κάποιος ένα είδος "χιμαιρικού δικαίου" στην κάπως ακατέργαστη αντίληψη των αναρχικών. Σε μια περιοχή που ίσως η διαίσθηση αποδεικνύεται ισχυρότερη της λογικής πειθούς, και η ιστορική εμπειρία, αν μη τι άλλο φαίνεται να τους επιβεβαιώνει όχι όμως και να τους δικαιώνει.
Η καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης στα πρώτα χρόνια της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, ήταν, και σύμφωνα με τα λεγόμενα ακόμα των επιφανέστερων μπολσεβίκων ηγετών όπως ο Τρότσκυ, κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί. Θα αρκούσε για αυτό η εισαγωγή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) να είχε επισυμβεί ένα χρόνο νωρίτερα, και ασφαλώς εκ των πραγμάτων δεν θα συνέτρεχε κανένας λόγος εξέγερσης.
Παρ' όλ'αυτά, τα γεγονότα της Κρονστάνδης αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα από τους μπολσεβίκους.
Όχι άδικα, και από μια άποψη ωστόσο πολύ άδικα, η εξέγερση εξελήφθη ως μια υπονόμευση του εργατικού κράτους, και ακόμα, θεωρήθηκε βέβαιο πως η υιοθέτηση των αιτημάτων της δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε ένα ναυάγιο κάθε προσπάθεια για αυθυποστασία της Ρωσίας στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Σίγουρα θα ήταν εξωπραγματικό αν περίμενε κάποιος "ιδανικές" καταστάσεις εν τω μέσω ανηλεούς εμφυλίου πολέμου και χαοτικού λιμού. Καλώς ή κακώς, η (με προσωρινές διαθέσεις) "στρατιωτικοποίηση" της επανάστασης ήταν ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν τόσες απειλές από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Όμως για την λογική ενός αναρχικού αυτό δεν έχει καμμιά σημασία. Θέλει να προασπίσει το όραμά του πάση θυσία εν τω μέσω κάθε κατάστασης, όσο αντίξοη και αν αυτή είναι, αδιαφορώντας για κάθε συνέπεια.
Εδώ, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται η "ποιητική φλέβα" του αναρχισμού. Στην σχεδόν μηδενιστική, αυτοκαταστροφική περιθωριοποίηση κάθε "αναγκαιότητας" προς όφελος μιας στιγμιαίας , ριζικότατης και καταλυτικής έκφανσης ενός είδους "πολιτικής ποίησης" στα ανθρώπινα.
Για έναν μπολσεβίκο επαναστάτη η "πανανθρώπινη ποίηση" δεν μπορούσε παρά να είναι κάτι που αφορά τις μελλούμενες γενεές, και στο βαθμό που την προετοίμαζαν πολύ προσεχτικά τα βήματα των προγενεστέρων επαναστατών και εικονοκλαστών.
Για έναν αναρχικό ωστόσο η "ποίηση" είναι ζήτημα του "εδώ και τώρα", χωρίς να έχει σημασία το οποιοδήποτε κόστος στην μακροπρόθεσμη επένδυση που κάνει μια επανάσταση στην "μελλοντική ευτυχία".
Δεν είναι θέμα που μπορεί να λυθεί πάνω σε μια επίπεδη βάση "ρεαλισμού" και "ουτοπίας". Υπάρχει πάντα η ρεαλιστική αναγκαιότητα του "μέλλοντος", υπάρχει ωστόσο και η ατομική αναγκαιότητα του "παρόντος".
Στη διάσταση ατομικού και καθολικού σιγοέβραζε πάντα η αντίθεση αναρχικών και μαρξιστών.
Μια αντίφαση που κατά τα φαινόμενα δεν πρόκειται να τη λύσει οποιαδήποτε διεξοδική ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στους δυο και με όσα επιχειρήματα ανασυρθούν ένθεν και ένθεν (σε αυτό οι μαρξιστές έχουν μάλλον πλεονέκτημα).
Αλλά πρόκειται να λυθεί από την ίδια την Ιστορία αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα της ελευθερίας στην ελευθερία.
Εκτός αν αυτή την αντίφαση δεν την λύσει ποτέ η Ιστορία, και είναι καταδικασμένη να λύνεται πάντοτε στην Ποίηση.
Κάτι, που μπορεί να μην δυσαρεστεί (κατά βάθος) έναν αναρχικό, αλλά σίγουρα θα αφήσει ανικανοποίητο έναν μαρξιστή.
Και ο ποιητής, θα είναι καταδικασμένος πάντα και αυτός, σε αυτή την περίπτωση, να μην έχει καν το ρόλο του διαιτητή, αλλά το ρόλο του "θεωρητικού" μιας αναρχίας, όχι πολιτικής αλλά οντολογικής.
Η οποία, διόλου απίθανο μπορεί, εις πείσμα κάθε ιστορικής αναγκαιότητας και νομοτέλειας να γίνει "νόμος" στα ανθρώπινα, ξαφνικά και από το πουθενά.
Από μία και μοναδική στιγμή αφύπνισης του κόσμου έξω από τον κόσμο.