Τα "Gargoyles" για βιολί και μαγνητοταινία, έργο του 1960 του γερμανοαμερικανού συνθέτη Otto Luening (1900 - 1996), υπενθυμίζουν πάντοτε με τρόπο εκλεκτικό από τη μια και σίγουρο από την άλλη, την επανάσταση που θέλησε να επιφέρει η μεταπολεμική ηλεκτρονική avant-garde στη φόρμα της κλασσικής μουσικής του δεύτερου ημίσεως του 20ού αιώνα.
Το όλο έργο, διαρκείας λίγο παραπάνω από εννέα λεπτά, δομείται στην κατά τόπους αιχμηρή ή απαλυνομένη αντίθεση μεταξύ ενός πρωτεύοντος κλασσικού οργάνου όπως το βιολί και της μαγνητοταινίας ως μέσο αναπαραγωγής προετοιμασμένων ήχων, που σκοπό είχαν να επιφέρουν μια νέα διάσταση στην ορθόδοξη ηχητική της κλασσικής ορχήστρας, σπάνια συμπληρωματική, και κατά κανόνα "συνδιαλλακτική".
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο Luening υπήρξε ποτέ ένας ηλεκτρονικός "φορμαλιστής". Η όλη παιδεία και κουλτούρα του συνθέτη ασφαλώς θα τον απέτρεπε από κάτι τέτοιο, αρκεί να θυμηθούμε τις σπουδές του με τον Ferruccio Busoni στο κονσερβατουάρ της Ζυρίχης στα τέλη της δεκαετίας του '10, την δράση του ως ηθοποιός και σκηνικός μάνατζερ για την English Players Company του James Joyce, όπως επίσης και την δημιουργική σχέση του με την ποίηση, καρπός της οποίας ήταν διάφορα τραγούδια πάνω σε στίχους των William Blake, Lord Byron, Percy Bysshe Shelley, Walt Whitman, Emily Dickinson κ.ά.
Η όλη πορεία του συνθέτη κατά τον 20ό αιώνα υπήρξε άκρως σημαντική και στον τομέα της διδασκαλίας, (Πανεπιστήμιο της Arizona, Κολλέγιο του Bennington, Πανεπιστήμιο της Columbia) αρκεί να αναλογιστούμε πως ανάμεσα στους σπουδαστές του υπήρξαν ένας Charles Wuorinen και ένας John Corigliano.
Τα "Gargoyles" τεκμήριο μιας εποχής, κατά την οποία νέοι δρόμοι ανακαλύπτονταν στην μουσική, σήμερα, έχω την εντύπωση πως ακούγεται το ίδιο φρέσκο και εντυπωσιακό, όπως τον καιρό που πρωτοεμφανίστηκε.
Αυτό άλλωστε ήταν πάντα το γνώρισμα της κλασσικής και μεταγενέστερης avant-garde μουσικής που ξεπήδησε από τους κόλπους της πρώτης. Δεν "φθείρεται", δεν "καταναλώνεται", δεν "παλιώνει". Εν αντιθέσει με την βιομηχανία της εύκολης και φθηνής pop, η μουσική ως τέχνη δεν έχει ανάγκη καν να "επιβιώσει".
Γεννιέται ήδη αθάνατη.
Το όλο έργο, διαρκείας λίγο παραπάνω από εννέα λεπτά, δομείται στην κατά τόπους αιχμηρή ή απαλυνομένη αντίθεση μεταξύ ενός πρωτεύοντος κλασσικού οργάνου όπως το βιολί και της μαγνητοταινίας ως μέσο αναπαραγωγής προετοιμασμένων ήχων, που σκοπό είχαν να επιφέρουν μια νέα διάσταση στην ορθόδοξη ηχητική της κλασσικής ορχήστρας, σπάνια συμπληρωματική, και κατά κανόνα "συνδιαλλακτική".
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο Luening υπήρξε ποτέ ένας ηλεκτρονικός "φορμαλιστής". Η όλη παιδεία και κουλτούρα του συνθέτη ασφαλώς θα τον απέτρεπε από κάτι τέτοιο, αρκεί να θυμηθούμε τις σπουδές του με τον Ferruccio Busoni στο κονσερβατουάρ της Ζυρίχης στα τέλη της δεκαετίας του '10, την δράση του ως ηθοποιός και σκηνικός μάνατζερ για την English Players Company του James Joyce, όπως επίσης και την δημιουργική σχέση του με την ποίηση, καρπός της οποίας ήταν διάφορα τραγούδια πάνω σε στίχους των William Blake, Lord Byron, Percy Bysshe Shelley, Walt Whitman, Emily Dickinson κ.ά.
Η όλη πορεία του συνθέτη κατά τον 20ό αιώνα υπήρξε άκρως σημαντική και στον τομέα της διδασκαλίας, (Πανεπιστήμιο της Arizona, Κολλέγιο του Bennington, Πανεπιστήμιο της Columbia) αρκεί να αναλογιστούμε πως ανάμεσα στους σπουδαστές του υπήρξαν ένας Charles Wuorinen και ένας John Corigliano.
Τα "Gargoyles" τεκμήριο μιας εποχής, κατά την οποία νέοι δρόμοι ανακαλύπτονταν στην μουσική, σήμερα, έχω την εντύπωση πως ακούγεται το ίδιο φρέσκο και εντυπωσιακό, όπως τον καιρό που πρωτοεμφανίστηκε.
Αυτό άλλωστε ήταν πάντα το γνώρισμα της κλασσικής και μεταγενέστερης avant-garde μουσικής που ξεπήδησε από τους κόλπους της πρώτης. Δεν "φθείρεται", δεν "καταναλώνεται", δεν "παλιώνει". Εν αντιθέσει με την βιομηχανία της εύκολης και φθηνής pop, η μουσική ως τέχνη δεν έχει ανάγκη καν να "επιβιώσει".
Γεννιέται ήδη αθάνατη.