Η ποίηση έχει υπάρξει διαιωνίως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και αναλόγως των εκφραστικών τάσεων κάθε εποχής, ως μια κορύφωση και υπέρβαση του Λόγου και ποτέ ως μια εσωτερική ακολουθία του. Πράγμα που σημαίνει λειτουργικά , πως ο ποιητικός λόγος εκκινείται μεν από μια "επίπεδη" νοηματική αφετηρία, χρησιμοποιώντας την ως αφορμή και πρώτη ύλη ανάπτυξης, για να καταφθάσει ωστόσο, στο άλλο του Λόγου, σ' εκείνο που κείται βυθισμένο ή μη άμεσα ορατό στην σύνταξη και διέκτασή του.
Προς τούτο, οι τυπικές δομές και εννοιολογικές αλληλοσυσχετίσεις όπως ισχύουν σε μιαν συμβατική εκφορά του Λόγου, φαίνονται να υποχωρούν ή και να καταπαύουν πλήρως στον ποιητικό Λόγο, και ακόμα, οι τοπικοί ή χρονικοί περιορισμοί των πραγμάτων και των ανθρώπων αίρονται κατά το δοκούν ή σκόπιμο του ποιητή.
Γνώρισμα της πεζογραφίας λόγου χάριν είναι πως δημιουργεί ή παρακολουθεί τον χρόνο κατά την πρόοδο της αφήγησής της. Η ποίηση ωστόσο, προβαίνει κυρίως στο αντίθετο: αφαιρεί ή καταργεί τον χρόνο κατά την ανάπτυξη του ποιητικού σώματος, αποφεύγοντας έτσι ή κάνοντας αδύνατες τις μονοσήμαντες αντιστοιχίες μεταξύ των πραγμάτων ή ανθρώπων.
Στην πεζογραφία, ένα τραπέζι οφείλει κατά κανόνα να παραμένει τραπέζι καθ' όλη την έκταση του πεζογραφήματος ή ο κύριος τάδε σπάνια δεν ακολουθείται από την μυθογραφική ταυτότητά του που τον κάνει σταθερά αναγνωρίσιμο καθ'όλη την διάρκεια της ανάγνωσης.
Στην ποίηση ωστόσο, αυτές οι μονοσήμαντες σταθερές δεν κατισχύουν κατά κανόνα. Εδώ, οι αμφιπολυσήμαντες αντιστοιχίες ανάμεσα σε όντα και έννοιες, είναι κυριαρχικές,υπονομεύοντας (και καθόλου στη κυριολεξία) κάθε επίπεδη αναφορά του Λόγου προς τον κόσμο.
Εάν ένα αντικείμενο σε ένα ποίημα δεν δηλώνει τίποτε άλλο πέραν του εαυτού του, τότε έχουμε μια ποίηση μάλλον φτωχή ή ρηχή, η οποία δεν προχωράει σε εκείνο, εξ αιτίας του οποίου υφίσταται ο διαχωρισμός ανάμεσα ποίηση και πεζογραφία: στο πολύπτυχο και πολυδιάστατο του Λόγου, και στην ανάγκη αντικατάστασης του φαίνεσθαι από ένα πιο δραστικό Είναι που νέμεται το πραγματικό καθ'όλη την διάρκεια του ποιήματος.
Γι' αυτό τον σκοπό της πολυσημίας η ποίηση μετέρχεται διάφορες μεθόδους, που από την άλλη βέβαια συνιστούν και έμφυτα γνωρίσματα ενός πολύτροπου Λόγου και κάθε άλλο παρά προστίθενται εξωτερικώς σε αυτόν: οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, τα σχήματα λόγου, το πλούσιο και άνετο της έκφρασης, η σωστή ηχορυθμική των στίχων (από μόνη της μια μεγάλη υπόθεση που δεν εξαντλείται σε επίπολαιες ή "δοκιμασμένες" συνταγές ακουστικότητας), ο συνδυασμός αυτής της ηχορυθμικής με την εννοιολογική "τρισδιάστατη" προοπτική των στίχων και η σύμμειξη αυτών των δύο σε μια αμιγή εννοιολογική ηχορυθμική, κ.ά. κ.ά. , όλ΄αυτά αν δεν υπάρχουν τότε πολύ απλά δεν έχουμε ποίηση, γιατί είναι τα μόνα διακριτικά γνωρίσματά της από κάθε άλλη περιοχή του Λόγου.
Π.χ. ποίηση χωρίς μεταφορά δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά πορτ-μπαγκάζ χωρίς αυτοκίνητο, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε.
Και βέβαια, αν δεν υφίσταται η Ποίηση πολυσημικά (περισσότερο ή λιγότερο, και επιτρέποντας κατά στιχικούς τόπους μόνον όσες μονοσημίες είναι αναγκαίες ως εννοιολογικό "κοντράστ" προς την πολυσημία), τότε δεν υφίσταται και ως τέχνη.
Ακριβώς επειδή η ποίηση είναι μια έξοδος προς ένα "θαύμα" εννοιολογικό-λεκτικό πρώτα και εν δυνάμει οντολογικό και δεν μπορεί να συμβιώνει με την μονοδιάστατη ρηχότητα ή τον συναισθηματολογικό ερασιτεχνισμό.
Η ποίηση, είναι πάνω απ' όλα η τέχνη του ομιλείν. Με την διαφορά ωστόσο, πως ομιλεί ταυτόχρονα σε πολλές κατευθύνσεις για να την προσλάβει τελικώς μονάχα ο ιδανικός αναγνώστης.
Δεν έχει καμμιά σημασία αν αυτός μπορεί να υπάρξει ή όχι. Σημασία έχει, πως ποιητικά είναι κάτι περισσότερο από δρων και αυτό είναι υπεραρκετό.