Η μεγαλειώδης Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία το 1917 έσχε ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, την κατακλυσμιαία απελευθέρωση πρωτοφανέρωτων καλλιτεχνικών δυνάμεων στην ιστορία της ανθρωπότητας και της τέχνης. Αφ' ης στιγμής τα παρασιτικά στρώματα των κριτικών, των κλικών και των στυγνών κυκλωμάτων εμπορευματικής εκμετάλλευσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας εδέχθησαν εκ των πραγμάτων ένα καίριο πλήγμα στην ίδια την υπόστασή τους και δεν είχαν πλέον κανένα λόγο ύπαρξης, ήταν λογικό ο άνεμος της ελευθερίας που έπνεε κατ'εκείνο τον καιρό να ξεσηκώσει εξ ίσου μεγαλειώδη κύματα δημιουργίας στον ωκεανό της ρωσσικής και σοβιετικής τέχνης.
Βέβαια, σε αυτή την καινούργια κατάσταση δεν έλειψαν και οι παρανοήσεις όπως επίσης και οι κακοτοπιές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των τελευταίων υπήρξε η αλήστου μνήμης "προλετκούλτ", (προπομπός κατά μία έννοια του μεταγενέστερου "σοσιαλιστικού ρεαλισμού" στην τέχνη), η οποία και θεώρησε ότι οι σοβιετικοί καλλιτέχνες θα έπρεπε να σπάσουν μια για πάντα τους δεσμούς τους με τον "αστικό κόσμο" και την "αστική τέχνη", και να στραφούν αποκλειστικά στην ex nihilo δημιουργία μιας καθαρά "προλεταριακής τέχνης".
Τα αδιέξοδα μιας τέτοιας μηχανιστικής λογικής που μετέφερε αυτούσια και καταχρηστικά την πολιτική πάλη και αντιπαράθεση δύο κόσμων στο πεδίο της τέχνης, αλλά ακόμα και το αδύνατον της ύπαρξης μιας "προλεταριακής τέχνης" κατέδειξε με μεγάλη νηφαλιότητα και ευγλωττία ο Λέων Τρότσκυ στο κλασσικό πλέον έργο του "Λογοτεχνία και Επανάσταση".
Ωστόσο, η "προλετκούλτ" τότε απείχε κατά πολύ από το να ορίζει την "επίσημη" μορφή της σοβιετικής τέχνης, μην όντας τίποτε περισσότερο από ένα ρεύμα ανάμεσα σε πολλά άλλα, με τα οποία άλλωστε συναγωνιζόταν σε ένα πεδίο ελεύθερης ανταλλαγής ή σύγκρουσης απόψεων.
Αυτή η ελευθεριακή κατάσταση όμως, δεν κράτησε για πολύ. Το σταλινικό θερμιδώρ που επικράτησε λίγο μετά τον θάνατο του Λένιν, προσανατολίστηκε στην κατασκευή μιας "τέχνης" η οποία έπρεπε στην μορφή να είναι χαζοχαρούμενα αισιόδοξη για το παρόν και το μέλλον της Σοβιετικής Ένωσης, ή το λιγότερο θετική, και στο περιέχομενο τίποτε περισσότερο από μια υμνητική δοξολογία των κατορθωμάτων της σοβιετικής ηγεσίας.
Από αυτή την άποψη η μεταγενέστερη αντιμετώπιση της σοβιετικής κουλτούρας από το σταλινικό καθεστώς δεν διέφερε και πολύ από την μεταχείριση που επεφύλαξαν οι ναζί στην Γερμανία απέναντι σε οποιαδήποτε γερμανική τέχνη, σκέψη και κουλτούρα.
Είναι γι' αυτό το λόγο άλλωστε που ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός μορφικά αλλά και ουσιαστικά μοιάζει τόσο πολύ με την ναζιστική "τέχνη" που αναπτύχθηκε την ίδια εποχή στη Γερμανία: παντού ύμνοι και δοξολογίες για τον Χίτλερ ή τον Στάλιν, ενώ στις εικαστικές αναπαραστάσεις και των δύο χωρών βρίθουν οι χοντροκομμένες "ηρωικές" μορφές με τις βαριοπούλες και τα τουφέκια ανά χείρας, έτοιμες να καθυποτάξουν τους "εχθρούς" ή και τον κόσμο ολόκληρο.
Στο πεδίο της μουσικής τέχνης, μια χώρα με τέτοια κληρονομιά όπως η Ρωσία, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει πολύ βαρειά την εντελώς ανορθολογική και ιδιοτελή καταπίεση που ασκούσε ο Στάλιν πάνω σε αυτά τα θέματα, όντας πανέτοιμος ανά πάσα στιγμή με τους κονδυλοφόρους του να αναθεματίσει ο,τιδήποτε δεν καταλάβαινε ο ίδιος ή ξέφευγε από τα όρια της προλεταριόφιλης υμνωδίας, ως "θολούρα", "αστική τέχνη", "διανοουμενισμό" κλπ. κλπ.
Πολύ σοβαροί και σημαντικοί συνθέτες καθ' όλη την διάρκεια της ηγεμονίας του Στάλιν συνάντησαν ανυπέρβλητα εμπόδια όσον αφορά την παρουσίαση της δημιουργίας τους στο ευρύτερο σοβιετικό κοινό. Η δε ίδρυση της Association for Contemporary Music (ACM - Ассоциация Современной Музыки) που είχε προηγηθεί κατά το έτος 1923 από τον πολύ σημαντικό συνθέτη Nikolai Roslavets (1881 -1944), μιας καλλιτεχνικής εταιρείας δηλαδή που είχε σκοπό να δηλώσει το ενδιαφέρον πολλών σοβιετικών συνθετών για την δυτική avant-garde μουσική, ήδη σήμαινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πράξη πολέμου για τις πιο σκληροπυρηνικές σταλινικές κλίκες που προσπαθούσαν να επιβληθούν στην σοβιετική τέχνη.
Συνθέτες όπως ο Dmitri Shostakovich, Vissarion Shebalin, Alexander Mosolov, Nikolai Myaskovsky, Gavriil Popov, Vladimir Shcherbachev κ.ά. έγιναν μέλη της ACM και συνέβαλαν ο καθένας κατά το δυνατόν στην διαφήμιση και εξάπλωση της δυτικής avant-garde και σύγχρονης κλασσικής μουσικής στο σοβιετικό κοινό.
Από την άλλη πλευρά, μεγάλη αντίπαλος για την ACM σε όλα τα χρόνια της ύπαρξής της στάθηκε η Russian Association of Proletarian Musicians (RAPM) η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η έκφραση της Προλετκούλτ στο πεδίο της μουσικής.
Όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, μια τέτοια εταιρεία όπως η ACM δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει για πολύ σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείτο από την νοητικά και πνευματικά καθυστερημένη σταλινική γραφειοκρατία. Η εταιρεία διαλύθηκε το 1932 μετά από σοβιετικό διάταγμα, έχοντας ωστόσο προλάβει εν τω μεταξύ να εμβολιάσει την σύνολη ζωή της σοβιετικής κουλτούρας με πολύτιμες και αναντικαταστάτες ιδέες και επιρροές, οι οποίες και υπήρξαν τόσο ισχυρές, ώστε παρά την αντίδραση και τον πόλεμο της γραφειοκρατίας απέναντι σε ό,τι δεν καταλάβαινε ή δεν ήλεγχε, μπόρεσαν να δημιουργήσουν εν πολλοίς το σοβιετικό "συμφωνικό θαύμα".
Η ACM επανιδρύθηκε ως ACM 2 στην Ρωσία το 1990 όταν το ανατολικό μπλοκ κατέρρεε και η Περεστρόικα είχε αναθεωρήσει πλήρως όλη την προηγούμενη σταλινική περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Στην δεύτερη ACM κάνουν την παρουσία τους εξαιρετικοί μεταπολεμικοί ή νεώτεροι συνθέτες όπως η Elena Firsova, ο Vyacheslav Artyomov, o Αlexander Raskatov, o Ivan Sokolov, ο Dmitri Smirnoff κ.ά, ενώ πρώτος πρόεδρος της σε αυτή την δεύτερη περίοδο διετέλεσε ο "ανατρεπτικός" και "ριζοσπαστικός" Edison Denisov.
Διάλεξα να ακούγεται από το mixpod δεξιά, το πρώτο μέρος (allegro energico) της Πρώτης Συμφωνίας ενός πολύ ξεχωριστού σοβιετικού συνθέτη και μέλους της ACM, του Gavriil Popov (1904 -1972).
Η Συμφωνία αυτή είναι πολύ σημαντική για την ιστορία της σοβιετικής συμφωνικής μουσικής, ενώ ο μεγαλύτερος ίσως συμφωνιστής του 20ού αιώνα, ο Dmitri Shostakovich την θαύμαζε ιδιαίτερα, αναγνωρίζοντάς την και ως μια σημαντική επιρροή στο δικό του έργο.
Τα αδιέξοδα μιας τέτοιας μηχανιστικής λογικής που μετέφερε αυτούσια και καταχρηστικά την πολιτική πάλη και αντιπαράθεση δύο κόσμων στο πεδίο της τέχνης, αλλά ακόμα και το αδύνατον της ύπαρξης μιας "προλεταριακής τέχνης" κατέδειξε με μεγάλη νηφαλιότητα και ευγλωττία ο Λέων Τρότσκυ στο κλασσικό πλέον έργο του "Λογοτεχνία και Επανάσταση".
Ωστόσο, η "προλετκούλτ" τότε απείχε κατά πολύ από το να ορίζει την "επίσημη" μορφή της σοβιετικής τέχνης, μην όντας τίποτε περισσότερο από ένα ρεύμα ανάμεσα σε πολλά άλλα, με τα οποία άλλωστε συναγωνιζόταν σε ένα πεδίο ελεύθερης ανταλλαγής ή σύγκρουσης απόψεων.
Αυτή η ελευθεριακή κατάσταση όμως, δεν κράτησε για πολύ. Το σταλινικό θερμιδώρ που επικράτησε λίγο μετά τον θάνατο του Λένιν, προσανατολίστηκε στην κατασκευή μιας "τέχνης" η οποία έπρεπε στην μορφή να είναι χαζοχαρούμενα αισιόδοξη για το παρόν και το μέλλον της Σοβιετικής Ένωσης, ή το λιγότερο θετική, και στο περιέχομενο τίποτε περισσότερο από μια υμνητική δοξολογία των κατορθωμάτων της σοβιετικής ηγεσίας.
Από αυτή την άποψη η μεταγενέστερη αντιμετώπιση της σοβιετικής κουλτούρας από το σταλινικό καθεστώς δεν διέφερε και πολύ από την μεταχείριση που επεφύλαξαν οι ναζί στην Γερμανία απέναντι σε οποιαδήποτε γερμανική τέχνη, σκέψη και κουλτούρα.
Είναι γι' αυτό το λόγο άλλωστε που ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός μορφικά αλλά και ουσιαστικά μοιάζει τόσο πολύ με την ναζιστική "τέχνη" που αναπτύχθηκε την ίδια εποχή στη Γερμανία: παντού ύμνοι και δοξολογίες για τον Χίτλερ ή τον Στάλιν, ενώ στις εικαστικές αναπαραστάσεις και των δύο χωρών βρίθουν οι χοντροκομμένες "ηρωικές" μορφές με τις βαριοπούλες και τα τουφέκια ανά χείρας, έτοιμες να καθυποτάξουν τους "εχθρούς" ή και τον κόσμο ολόκληρο.
Στο πεδίο της μουσικής τέχνης, μια χώρα με τέτοια κληρονομιά όπως η Ρωσία, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει πολύ βαρειά την εντελώς ανορθολογική και ιδιοτελή καταπίεση που ασκούσε ο Στάλιν πάνω σε αυτά τα θέματα, όντας πανέτοιμος ανά πάσα στιγμή με τους κονδυλοφόρους του να αναθεματίσει ο,τιδήποτε δεν καταλάβαινε ο ίδιος ή ξέφευγε από τα όρια της προλεταριόφιλης υμνωδίας, ως "θολούρα", "αστική τέχνη", "διανοουμενισμό" κλπ. κλπ.
Πολύ σοβαροί και σημαντικοί συνθέτες καθ' όλη την διάρκεια της ηγεμονίας του Στάλιν συνάντησαν ανυπέρβλητα εμπόδια όσον αφορά την παρουσίαση της δημιουργίας τους στο ευρύτερο σοβιετικό κοινό. Η δε ίδρυση της Association for Contemporary Music (ACM - Ассоциация Современной Музыки) που είχε προηγηθεί κατά το έτος 1923 από τον πολύ σημαντικό συνθέτη Nikolai Roslavets (1881 -1944), μιας καλλιτεχνικής εταιρείας δηλαδή που είχε σκοπό να δηλώσει το ενδιαφέρον πολλών σοβιετικών συνθετών για την δυτική avant-garde μουσική, ήδη σήμαινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πράξη πολέμου για τις πιο σκληροπυρηνικές σταλινικές κλίκες που προσπαθούσαν να επιβληθούν στην σοβιετική τέχνη.
Συνθέτες όπως ο Dmitri Shostakovich, Vissarion Shebalin, Alexander Mosolov, Nikolai Myaskovsky, Gavriil Popov, Vladimir Shcherbachev κ.ά. έγιναν μέλη της ACM και συνέβαλαν ο καθένας κατά το δυνατόν στην διαφήμιση και εξάπλωση της δυτικής avant-garde και σύγχρονης κλασσικής μουσικής στο σοβιετικό κοινό.
Από την άλλη πλευρά, μεγάλη αντίπαλος για την ACM σε όλα τα χρόνια της ύπαρξής της στάθηκε η Russian Association of Proletarian Musicians (RAPM) η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η έκφραση της Προλετκούλτ στο πεδίο της μουσικής.
Όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, μια τέτοια εταιρεία όπως η ACM δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει για πολύ σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείτο από την νοητικά και πνευματικά καθυστερημένη σταλινική γραφειοκρατία. Η εταιρεία διαλύθηκε το 1932 μετά από σοβιετικό διάταγμα, έχοντας ωστόσο προλάβει εν τω μεταξύ να εμβολιάσει την σύνολη ζωή της σοβιετικής κουλτούρας με πολύτιμες και αναντικαταστάτες ιδέες και επιρροές, οι οποίες και υπήρξαν τόσο ισχυρές, ώστε παρά την αντίδραση και τον πόλεμο της γραφειοκρατίας απέναντι σε ό,τι δεν καταλάβαινε ή δεν ήλεγχε, μπόρεσαν να δημιουργήσουν εν πολλοίς το σοβιετικό "συμφωνικό θαύμα".
Η ACM επανιδρύθηκε ως ACM 2 στην Ρωσία το 1990 όταν το ανατολικό μπλοκ κατέρρεε και η Περεστρόικα είχε αναθεωρήσει πλήρως όλη την προηγούμενη σταλινική περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Στην δεύτερη ACM κάνουν την παρουσία τους εξαιρετικοί μεταπολεμικοί ή νεώτεροι συνθέτες όπως η Elena Firsova, ο Vyacheslav Artyomov, o Αlexander Raskatov, o Ivan Sokolov, ο Dmitri Smirnoff κ.ά, ενώ πρώτος πρόεδρος της σε αυτή την δεύτερη περίοδο διετέλεσε ο "ανατρεπτικός" και "ριζοσπαστικός" Edison Denisov.
Διάλεξα να ακούγεται από το mixpod δεξιά, το πρώτο μέρος (allegro energico) της Πρώτης Συμφωνίας ενός πολύ ξεχωριστού σοβιετικού συνθέτη και μέλους της ACM, του Gavriil Popov (1904 -1972).
Η Συμφωνία αυτή είναι πολύ σημαντική για την ιστορία της σοβιετικής συμφωνικής μουσικής, ενώ ο μεγαλύτερος ίσως συμφωνιστής του 20ού αιώνα, ο Dmitri Shostakovich την θαύμαζε ιδιαίτερα, αναγνωρίζοντάς την και ως μια σημαντική επιρροή στο δικό του έργο.