Φαίνεται, κατά κάποιο τρόπο που υπαγορεύεται τόσο από την ιστορία της Αισθητικής, όσο ακόμα και από την όχι άμεση σχέση που αποκτάει αυτή με τις ενδότερες κοινωνικές διεργασίες κάθε εποχής, πως η ποίηση, εκτός των άλλων, παραμένει πάντα ο σκοπός του ίδιου του εαυτού της.
Αυτό σημαίνει, ότι όπως κάθε αυτοπεριεχόμενο σύμπαν, έτσι και η ποίηση αναπτύσσει τους δικούς της (αμφίβολους και ρευστούς σε αυτή την περίπτωση) νόμους, επιχαράσσει τις δικές της συνοριακές γραμμές ανάμεσα στην ίδια και τον τρέχοντα λόγο, και ακόμα, μέσω της εμπειρικής συγγένειας και της εκλεκτικής σχέσης που μπορεί να έχει με την φιλοσοφία, προτείνει ή αφήνει να υφίστανται συγκεκριμένες εννοιολογικές γέφυρες με αυτή την τελευταία, οι οποίες δεν (πρέπει να) διαταράσσουν την μορφική αυτονομία της ή να την μετασχηματίζουν σε κάποια άλλη υπόσταση του λόγου.
Αυτό σημαίνει, ότι όπως κάθε αυτοπεριεχόμενο σύμπαν, έτσι και η ποίηση αναπτύσσει τους δικούς της (αμφίβολους και ρευστούς σε αυτή την περίπτωση) νόμους, επιχαράσσει τις δικές της συνοριακές γραμμές ανάμεσα στην ίδια και τον τρέχοντα λόγο, και ακόμα, μέσω της εμπειρικής συγγένειας και της εκλεκτικής σχέσης που μπορεί να έχει με την φιλοσοφία, προτείνει ή αφήνει να υφίστανται συγκεκριμένες εννοιολογικές γέφυρες με αυτή την τελευταία, οι οποίες δεν (πρέπει να) διαταράσσουν την μορφική αυτονομία της ή να την μετασχηματίζουν σε κάποια άλλη υπόσταση του λόγου.
Ακόμα, το αυτοπεριεχόμενο της ποίησης, ορίζει κατά κάποιο, όχι πάντοτε ευδιάκριτο, τρόπο μια εννοιολογία και μια σημαντική των λέξεων, οι οποίες δεν φαίνονται να αποκρίνονται στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου, όπως το κάνει ο τρέχων ή ο μονοδιάστατος καθημερινός λόγος. Για αυτόν τον τελευταίο, η τυπική ή αριστοτέλεια λογική του Α=Α είναι όχι μόνο ό,τι πιο αυτονόητο, αλλά ακόμα και ό,τι πιο χρηστικό και αρμόζον ίσως θα μπορούσε να περιμένει κάποιος από μια δομή λόγου που έχει πρωτίστως ως αποστολή της την ακριβέστερη επικοινωνιακή αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα στα ενσυνείδητα και έλλογα όντα.
Πάνω σε αυτή τη βάση και για αυτόν τον σκοπό, το μοντέλο της επικοινωνιακής ratio και της "γλωσσικής διυποκειμενικότητας" που πρότεινε ο Jürgen Habermas, μπορεί να φαίνεται ως ό,τι καταλληλότερο, στο βαθμό που ο Λόγος παραμένει στο έδαφος μια "πρακτικότερης" λειτουργίας ακόμα και όταν αυτή προσλαμβάνει φιλοσοφικές ή στοχαστικές μορφές.
Στην ποίηση ωστόσο αίφνης, η Ratio (ο Λόγος όπως ορίστηκε στους μοντέρνους καιρούς του ευρωπαϊκού στοχασμού, ή ο Λόγος με την Αιτία μέσα του) αποκλίνει σημαντικά από την αριστοτέλεια ή habermas-ική θεώρηση των πραγμάτων και ορίζει, όχι σπάνια, νέες εννοιολογικές αλληλουχίες στα όντα, επί των οποίων η αρχή της ταυτότητας απλά παύει πια να υφίσταται.
Προϊούσης μάλιστα κάθε εποχής ή εμφανιζομένων των πιο μοντέρνων καιρών, η εννοιολογική απόκλιση και αυτονομία της ποίησης από τον τρέχοντα χρηστικό λόγο μπορεί να είναι τέτοια, ώστε να δημιουργεί την εντύπωση (τουλάχιστον) μιας εμφάνισης ενός νέου κόσμου στην ανθρώπινη συνείδηση, στον οποίο νέες αξίες ορίζονται ως καθοριστικές και νέες κατηγορίες σκέψης και έκφρασης αντικαθιστούν σιγά σιγά εκείνες της αριστοτελικής λογικής.
Ίσως ο Kant από την φιλοσοφία των νεοτέρων καιρών να βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση και το αυτοπεριεχόμενο σύμπαν της, όταν ομιλεί για το "πράγμα καθ'εαυτό" (Ding an sich), αφήνοντάς το σε μια μάλλον διηνεκή βάση, πίσω από το πέπλο της ανθρώπινης αντίληψης.
Για τον Kant, μπορούμε και έχουμε πρόσβαση στο "Ding an sich", πολύ έμμεση, πολύ αμφίβολη ίσως, μέσω των αισθητηριακών παραστάσεων και εννοιών που προκύπτουν στην ανθρώπινη συνείδηση από αυτές· το "πράγμα καθ' εαυτό" ωστόσο παραμένει άγνωστο στην ουσία του και εν πολλοίς εικαζόμενο.
Η καντιανή σύλληψη μιας Ratio αυθυπόστατης πίσω από την ημιδιαφανή "κουρτίνα" του "Ding an sich", αυτοπεριεχομένης και αυτοκαθοριζομένης στις λειτουργίες και εννοιολογίες της, η οποία και δημιουργεί συμπαντικούς νόμους στην Φύση, φαίνεται πως συναρμονίζεται με τον πλέον επιτυχή τρόπο με αυτήν ακόμα την φύση της ποίησης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι "εξηγεί" αυτήν την τελευταία, ή ακόμα, ότι έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα "μοντέλο" φιλοσοφικής θεώρησης που μπορεί να επιπροστεθεί στην υπόσταση της ποίησης ως "άρχουσα" αντίληψή της, και χωρίς ακόμα αυτό να σημαίνει πως υπερέχει από γνωσιολογική άποψη της εγελιανής ή οποιασδήποτε άλλης θεώρησης του κόσμου στο έδαφος της καθαρής φιλοσοφίας.
(συνεχίζεται)