Sunday, February 3, 2013

'Ελληνας λογοτέχνης: ένας διαρκής αναχρονισμός


Η λογοτεχνία και οι διαδικασίες της δεν συνιστούν και δεν μπορούν να συνιστούν μια πολιτισμική νήσο έξω από τον χρόνο και τις μεταμορφώσεις του, ακόμα και όταν ένα (αυθεντικό) λογοτεχνικό έργο προκύπτει από μια τέτοια λογική του συγγραφέα του και την προασπίζει.  
Πρόκειται μάλλον για ένα σημείο αναστοχασμού της κοινωνίας και των σχέσεών της, όπως επίσης και για μια προσπάθεια εκ νέου ορισμού και ανακατεύθυνσης του συλλογικού "δέοντος" μέσα από τα ήδη υπάρχοντα κοινωνιοψυχογραφικά δεδομένα. 
Από αυτήν την άποψη η λογοτεχνία δεν είναι ποτέ μια στυλιστική αντανάκλαση του Είναι (μια παρερμηνεία, στην πρόθυμη δυστυχία της οποίας έχουν περιπέσει κατά καιρούς εκατοντάδες Έλληνες λογοτέχνες), αλλά ένας "συσσωρευτής" προωθημένου πνεύματος προς μια εν δυνάμει συνολικότερη ώθηση της κοινωνίας για να βγει από τα τυχόν αδιέξοδά της, τις συμβάσεις της και τους περιορισμούς της.
Από αυτήν την άποψη η λογοτεχνία δεν περιγράφει έναν κόσμο, αλλά, στο βαθμό που είναι βαθειά εμπνευσμένη, τον αναπλάθει.

Όμως η μεταρρυθμιστική ή (μη άμεσα) επαναστατική ουσία της λογοτεχνίας δεν είναι αυτονόητη, σε κάθε περίπτωση, από το σύνολο των ενδιαφερομένων. Ιδιαίτερα σε χώρες εξαιρετικά καθυστερημένες από πολιτισμική άποψη όπως η Ελλάδα η οποία κατά τους τελευταίους αιώνες δεν γνώρισε Αναγέννηση, Διαφωτισμό, μια σοβαρή αστική τάξη κλπ., ει μη έναν άκρως συντηρητικό και, σε μείζον ποσοστό, υποπνευματικό τουρκοχριστιανοορθόδοξο πολιτισμό, μάλλον το αντίθετο τείνει να γίνει αυτονόητο: ο Έλληνας λογοτέχνης κατά κανόνα νοιώθει ότι πρέπει να "διασώσει" κάτι και όχι να το ξεπεράσει, αισθάνεται την ανάγκη συνήθως να "προφυλάξει" μια (αμφισβητούμενη) "κληρονομιά" και όχι να την εκθέσει στην μεταμορφωτική  βορά του χρόνου· πρόκειται για άτομο κατά κανόνα βαθειά συντηρητικό όσες και αν είναι οι "προοδευτικές" αιτιάσεις και δικαιολογίες του στα λεγόμενα και τα γραπτά του.

Από την άλλη, αυτή η συντηρητική, προστατευτική κίνηση του Έλληνα λογοτέχνη που στο πλείστον των περιπτώσεων και με μαθηματική ακρίβεια καταλήγει σε μεταμφιεσμένη λαογραφία και οπισθοδρομική λατρεία των διακοινωνικών σχέσεων του παρελθόντος, δεν θα μπορούσε παρά να δημιουργήσει και ένα απωθημένο "κοσμοπολιτισμού". Γιατί είναι αλήθεια πως ο Έλληνας λογοτέχνης μην μπορώντας να ξεφύγει από την μιά από την στοργική αγκαλιά ενός γραφικού παρελθόντος, για το οποίο ο ίδιος νοιώθει την ανάγκη να το συντηρήσει έναντι ενός σαρωτικού παγκόσμιου βηματισμού του χρόνου που καταπίνει τα πάντα και δεν αποδίδει πολιτισμικές "αποζημιώσεις"  στους μη έχοντες ήδη σοβαρό πολιτισμό (όπως η Ελλάδα των δύο τελευταίων αιώνων), νοιώθει ακόμα την επιπρόσθετη ανάγκη να ταυτίζεται ολοένα περισσότερο και  σε επίπεδο προσωπικό, διακοινωνικής συμπεριφοράς και οραματισμού ζωής με μορφές της ευρωπαϊκής ή αμερικάνικης λογοτεχνίας. Γι' αυτό και πάντα έχουμε στην Ελλάδα φαινόμενα έξαλλου πιθηκισμού στην προδιάθεση και το λογοτεχνικό lifestyle, όπως wannabe Eliots, wannabe Kerouacs κλπ.

Αυτή η αντινομία (και η οποία ποτέ δεν μετασχηματίζεται σε δημιουργική αντίφαση, πλην μεμερισμένων περιπτώσεων) που χαρακτηρίζει την ελληνική λογοτεχνία, συνήθως καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα: συντηρητισμός στην γραφή από τη μια, ενώ από την άλλη, κακοταιριασμένη "κοσμοπολίτικη" ατμόσφαιρα στην αντίληψη (και όχι στο τρόπο) ζωής.
 
Είναι αλήθεια σε κάθε περίπτωση πως στον ίδιον άνθρωπο, τον ίδιο Έλληνα λογοτέχνη, συναντούμε κατά κανόνα τους πτωχευμένους απόηχους ενός Κόντογλου και ενός Θεοτοκά μαζί.

Σε επίπεδο λογοτεχνικής γραφειοκρατίας  τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Στην Ελλάδα οι καθαρά εξωλογοτεχνικές διαδικασίες της λογοτεχνίας (εκδόσεις, εκδηλώσεις, κλίκες, αντιπαλότητες μεταξύ κλικών κλπ.) τείνουν να γίνουν η ουσία (και όχι το αποβλητέο πάρεργο) της λογοτεχνικής ζωής σε αυτή την χώρα.

Σπάνια οι Έλληνες λογοτέχνες ασχολούνται σοβαρά με το καθαρά πνευματικό μέρος της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Η όλη κρίση (φοβική και αμυντική συνήθως) και προδιάθεσή τους είναι καθαρά από την πλευρά μιας αυτοσυντηρούμενης κλίκας ή παρέας στην οποία ανήκουν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι γράφει κάποιος, αλλά για το σε ποια κλίκα ενδεχομένως ανήκει, και κατ' ακολουθία καθορίζεται και η στάση απέναντί του.

Όπως είναι λογικό, μια τέτοια εξωλογοτεχνική και παραλογοτεχνική δραστηριότητα του συντριπτικά μεγαλύτερου ποσοστού των εν Ελλάδι  λογοτεχνών (είτε αυτοί είναι  αρχηγίσκοι μιας κλίκας είτε ακολουθούντες και δουλοπρεπείς "επενδυτές" που ελπίζουν πως μια μέρα θα ανταμειφθούν από τα αφεντικά τους με μια κάποια "αναγνώριση") έρχεται να συντηρητικοποιήσει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, αν λάβουμε υπ' όψη την εξαιρετικά οπισθοδρομική και "προστατευτική" αντίληψη του Έλληνα λογοτέχνη για το "παρελθόν" , όπως περιεγράφη λίγο παραπάνω.

Το θέαμα που κάποια στιγμή παράγεται από τον όλο αυτό συνδυασμό αντινομιών είναι κάτι περισσότερο από τραγελαφικό: 
άνθρωποι βαθειά ξεκομμένοι από τις πιο ζωντανές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της κοινωνίας τους, ασχολούνται και μεριμνούν κατά το πλείστον του χρόνου τους  για τον "έλεγχο" των κεντρικών σημείων της πνευματικής παραγωγής (εν είδει αντιπάλων μαφιόζικων συμμοριών που αντιμάχονται για τον έλεγχο των "μαγαζιών"),  αλλεπάλληλες συσσωρεύσεις εκδηλώσεων και εκδηλώσεων (με το ίδιο πάντα κοινό των 50-100 ατόμων) λογοτεχνικής νεκροφιλίας και νοσταλγικής αναμνησιολογίας διαφόρων παρελθόντων αυτής της χώρας, σύσταση  λογοτεχνικών "γενεών" κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση (το χόμπυ του Έλληνα λογοτέχνη ειναι να δημιουργεί λογοτεχνικές "γενεές" και να ανήκει και ο ίδιος σε κάποια από αυτές), μικρομεγαλισμός στην εκφορά γνώμης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όταν σπάνια θα ασχοληθούν με αυτούς, σεχταρισμός και υστερία στην αντιμετώπιση των "εχθρών", μετατροπή των διαφόρων μικροεκδοτών σε παραρτήματα κλικών στην αναζήτηση ενός μικρομεροκάματου δόξας μέσα στο όλο χάος, γραφή μέτρια και ακολουθούσα μια άχρωμη ελληνική των 50 ή 500 λέξεων (κάποτε θα πρέπει να ερευνηθεί ιδιαίτερα η βαθειά προγλωσσική ύπνωση  των Ελλήνων λογοτεχνών καθώς και ο ρόλος τους στην καταστροφή και την ισοπέδωση μιας γλώσσας στο όνομα μάλιστα της προάσπισής της), βαθύ κόμπλεξ απέναντι στους πραγματικά ταλαντούχους συγγραφείς και ποιητές, τους οποίους μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν σε επίπεδο γραφής και ποιότητας, επιχειρούν να τους απομονώσουν με καθαρά παραλογοτεχνικές διαδικασίες.

Όλα αυτά βέβαια, είναι τα θλιβερά πάρεργα μιας εξόχως τραγελαφικής αντινομίας που γίνονται ουσία: τα αποτελέσματα στα οποία οδηγείται η πνευματική ζωή μιας χώρας η οποία μην τολμώντας να  χειραφετηθεί από αυτό που ποτέ δεν ήταν, καταλήγει εν τέλει σε κάτι που δεν θα γίνει ποτέ. 

Μα το πιο τραγικό δεν ελέχθη ακόμα και δεν είναι άλλο από το εξής:  
 ο Έλληνας λογοτέχνης δεν έχει αλλάξει καθόλου εδώ και δεκαετίες. Θυμηθείτε τον στην δεκατία του 80, του 90 και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Ο ίδιος πάντοτε γυρολόγος και μικρογραφειοκράτης, με κάποια έκδοση στο μυαλό του ή κάποια νεκροφιλική έκδηλωση, συζητώντας για ανούσια θέματα στο επίπεδο μιας μεσημβρινής κουτσομπολίστικής τηλεοπτικής εκπομπής. Με λίγα λόγια, ο ίδιος πάντοτε απομονωμένος από τις εξελίξεις της εποχής του άνθρωπος, που πιστεύοντας ότι προφυλάσσει ή προστατεύει ένα "παρελθόν" δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συντηρεί, και να αυτοσυντηρείται ο ίδιος σε, μια κάστα απομονωμένων και τραγικά ξεπερασμένων από την εποχή τους ανθρώπων.

Η περιθωριοποίηση της ελληνικής λογοτεχνίας εν συνόλω, δεν έρχεται ως αποτέλεσμα της χαμηλής αναγνωστικής διάθεσης ή παιδείας του κόσμου, όπως αυτάρεσκα και με υπερφίαλη βλακεία πιστεύουν άνθρωποι που γράφουν μέτρια έτσι κι αλλιώς. Έρχεται ως η φυσιολογική συνέπεια της αυτοπεριχαράκωσης, της δειλίας, της φοβίας, της αυτοσυντήρησης απέναντι σε μια κοινωνία που μετέρχεται συνταρακτικές ανακατατάξεις και απέναντι στις πιο ζωντανές και ριζοσπαστικές τάσεις αυτής της τελευταίας.  
Με λίγα λόγια, εδώ ο κόσμος χάνεται και ο Έλληνας λογοτέχνης καμώνεται σαν να μην τρέχει τίποτα· συνεχίζει απτόητος τα αφιερώματα και τις εκδηλώσεις για τον Ελύτη και τον Ρίτσο και αναστενάζει μελαγχολικά για τους χαμένους παραδείσους της ελληνικής λαογραφίας και ηθογραφίας.

Σίγουρα αυτή η κατάσταση έχει κακοφορμίσει και όζει πλέον, και χρειάζεται κάτι άλλο. Κάτι άλλο, του οποίου τα πρώτα υγιή σημάδια μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος εδώ και εκεί, αλλά δεν συνιστά ακόμα ένα συμπαγές όλον (και δεν είναι ευκταίο, θα πρέπει να λεχθεί και αυτό, να προβάλλει ως "όλον"·  ο κίνδυνος μιας νέας εξουσιαστικής τάσης και γραφειοκρατίας, θα πρέπει να αποφευχθεί εξ αρχής).

Όμως το θέμα δεν είναι να αντιτάξει κάποιος ένα "αντίπαλο δέος" απέναντι σε ένα σύνολο παρωχημένων και οπισθοδρομικών ανθρώπων που ήδη έχουν αποβληθεί από την δρώσα ζωή μιας χώρας ή εμμένουν στο περιθώριό της, όπως είναι οι Έλληνες λογοτέχνες.
Ούτε φυσικά να δημιουργηθεί ένας εναλλακτικός κόσμος, μια εναλλακτική κουλτούρα, γιατί το ζητούμενο δεν είναι να αντιπαραταχθεί μια αλλη λογοτεχνική μικροεξουσία στην ήδη υπάρχουσα, αλλά να καταστραφεί κάθε έννοια εξουσίας στα πνευματικά πράγματα.

Και αυτό, μονάχα μια αυτοδιευθυνόμενη λογοτεχνία μπορεί να το εγγυηθεί, και αξίζει σίγουρα να δούμε το πώς και το γιατί, κάποια άλλη φορά.