Monday, June 30, 2014

ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ


Κάποτε, όταν έγραφα το ποίημα Γενιά του Συρμού (κατά τον Σεπτέμβρη του 2007, αν θυμάμαι καλά και σίγουρα δεν έχω πέσει έξω στο έτος), και ενώ έχω την πεποίθηση πως είχα σαφώς προβλέψει -και πιθανώς και άλλοι που δεν τους γνωρίζω- αυτή την τραγική κατάσταση που βλέπουμε σήμερα στο "λογοτεχνικό" διαδίκτυο (και σε πολύ μεγάλο βαθμό και έξω από αυτό), παρ' όλ' αυτά και αναπόφευκτα, μόνο σε γενικές γραμμές θα μπορούσα τότε να φανταστώ την συγκεκριμένη μορφή που θα έπαιρνε το "φαινόμενο" σήμερα.

Είναι άλλο πράγμα το να ξέρεις πως θα περάσει ένα, κάποιο, ό,τι δη όχημα καθώς ακούς από πριν τον "ήχο" του ενώ βρίσκεσαι λίγες στροφές παραπέρα και άλλο ασφαλώς να το βλέπεις τελικώς μπροστά σου.

Βέβαια, το ότι θα έμοιαζε με κάτι σαν απορριμματοφόρο (όχι του δήμου!) που παραδόξως αντί να μαζεύει, αδειάζει σκουπίδια στους δρόμους,  αυτό δεν ήταν και τόσον έξω από το καθαρά μορφικό μέρος της πρόβλεψής σου, όμως σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί και μια ποσοστιαία έκπληξη, καθώς βλέπεις το μπροστινό οδηγικό μέρος του οχήματος γεμάτο από ανθρώπους να τσακώνονται μέσα σε αυτόν τον στενό χώρο για το ποιος θα καθήσει στην θέση του οδηγού. 
Όλα αυτά εν κινήσει, και βεβαίως δεν είναι απορίας άξιον που το όχημα πλέον δεν ελέγχεται και βγαίνοντας από την πορεία του, καταλήγει σε ένα καθ' όλα άξιό του ηρωικό καταβαράθρωμα.

Πλησιάζεις πιο κοντά και βλέπεις τους ανθρώπους αυτούς να κάθονται με τα σωριασμένα σκουπίδια ολόγυρά τους,  περιμένοντας αν όχι τον Γκοντό, τότε σίγουρα ένα άλλο απορριμματοφόρο (μάλλον του "δήμου" αυτή την φορά, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί του "χρόνου") για να τους (τα) μαζέψει.

Υπάρχει άραγε περισσότερο στην παρακμή;

Σχεδόν όλα τα έχουμε δει. 

Δεν είναι μόνο οι μετριότατες ή κακές γραφές , ρηχής, κατά κύριον λόγον συναισθηματολογικής και αμερίμνως κοινοτοπολογικής υφής ή δίκην λαϊκορόκ στιχουργιών που καμώνονται την "ποίηση" έχοντας και μια ψευδαίσθηση μικρο"δημοσιότητας" επιφερομένης από το facebook και τα "μικρομάγαζα"·  τα οποία μικρομάγαζα έχοντας πιθανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα "σούπερ μάρκετ" όσον αφορά την λογοτεχνική "απήχηση", ξημεροβραδιάζονται στα "κοινωνικά μέσα" για ένα "μεροκάματο" έστω και ολίγης αποδοχής, ακολουθώντας την γνωστή συνταγή :

"αν βρίζω από το πρωί ως το βράδυ τον βεζίρη, μπορεί βεβαίως να μην γίνω βεζίρης, αλλά δεν αποκλείεται να γίνω μουσαφίρης!".

Δεν τους πέρασε ποτέ η ιδέα ότι η ποίηση δεν έχει να κάνει με "μαγαζιά" , ούτε με "σούπερ μάρκετ" και "μπακάλικα", ούτε με "βεζίρηδες" και "μουσαφίρηδες", αλλά  ΜΟΝΟΝ με ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΗΣ.

Αυτό κρίνει τα πάντα, αυτό μόνο θα μείνει στο χρόνο. Όλα τα άλλα ποικίλλουν από τους ανεφάρμοστους ευσεβείς πόθους έως τις αυτοσερβιριζόμενες παράνοιες αναγνώρισης και το χρόνιο stalking.

Επιπλέον δε, δεν είναι ούτε οι  "κριτικές" του διαδικτύου, επαινετικές ή εναντιωματικές, το ίδιο τραγικές και ανώφελες,  συντεταγμένες (τρόπος του λέγειν)  όχι σπάνια από ανθρώπους που τρέμουν από τα προσωπικά πάθη τους και είναι προφανές ότι δεν  δύνανται να ομιλήσουν κάτι περισσότερο από  μια τραυλή εκδοχή της νεοελληνικής καθομιλουμένης, ενώ είναι αδύνατον να διαβάσεις έστω και μία(1) πρότασή τους που δεν περιέχει θαρραλέα λογικά χάσματα, ηρωικότατες νοηματικές και γλωσσικές ασυνταξίες και ολόψυχους θυμικούς βερμπαλισμούς του κιλού.

Δεν είναι καν, στο βαθμό που κάτι τέτοιο παρατηρείται πια σε μεγάλο βαθμό τόσο στο ελληνικό όσο και πολύ λιγότερο στο διεθνές διαδίκτυο, η ψευδομαγκιά των θρασύδειλων, και των αγωνιούντων για μια όπως δη "επιβίωση" ψευτών διαφόρων ειδών.

Στην ποίηση δεν αρκεί η "αγάπη" γι' αυτήν (ή για ό,τι φαντάζεσαι πως είναι ποίηση) ή το να είσαι fan της. Για την ακρίβεια αυτό δεν χρειάζεται καθόλου. 
Πρέπει κυρίως να σου κόβει και λίγο ώστε να καταλάβεις από νωρίς  αν κάνεις γι' αυτή την δουλειά ή όχι. Αν δεν κάνεις, και παρ'όλ'αυτά επιμένεις, τότε είναι πολύ δύσκολο να μην καταλήξεις σε -κατά μεγίστην πλειοψηφίαν "έργου"- πρόχειρες γραφές αναθεμάτων καθώς και θυμικά, ανορθολογικά μουρμουρητά ποικίλης ύλης.

Δεν είναι ακόμα ούτε τα 2000 - 3000,  ή όσα, ευρώ που κοστίζει η έκδοση ενός βιβλίου ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ σήμερα ανεξαιρέτως, προκειμένου να έχουν την ψευδαίσθηση μιας "δημοσιότητας".
Τόσοι άνθρωποι σήμερα "αφρίζουν" (και με τις δύο έννοιες!) για να πείσουν τους άλλους ότι είναι "γνωστοί" (στα 500 άτομα όλα κι όλα που συναριθμούν το ποιητικό κοινό), ενώ θα ήταν πιο τίμιο να παραδεχθούν πως είναι απλά εξωπραγματικοί .

Δεν είναι καν η  πάλαι ποτέ δημοσιοσχεσίτικη "πραγματικότητα" του Σωτήρη Σκίπη (αλλά και πολλών άλλων ) έναντι της πραγματικής δημιουργικότητας στην (σχετική ή και πλήρη ακόμα) "αφάνεια" του Σολωμού και του Κάλβου. 
Έτσι κι αλλιώς, πολύ φοβούμαστε πως οι των δικών  μας καιρών αγωνιούντες για τον "αφρό", ενώ δεν έχουν καν το όποιο ταλέντο του εξαφανισμένου σήμερα Σκίπη (και αν θέλουμε να είμαστε και δυσάρεστοι πλην ειλικρινείς, ούτε το ένα εκατοστό της τότε δημοσιότητάς του), πρόκειται να έχουν κατά τα φαινόμενα και κατά πάσα λογοτεχνική νομοτέλεια την ίδια μοίρα.

Δεν είναι η πρώτη φορά λοιπόν που ιδώνονται όλα αυτά τα καμώματα. Έχουν ιδωθεί ξανά σε παλαιότερες εποχές παρακμής αν και όχι στο ίδιο βαθμό και σίγουρα όχι πάντα με τους ίδιους τυπικά φαιδρούς "νεοελληνικούς" όρους.

Είναι πάνω απ' όλα η αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα κόσμο ΣΥΝΟΛΙΚΑ "παράλληλο", έξω από κάθε πραγματικότητα και στοιχειώδη ρεαλισμό τόσο στην λογοτεχνία, όσο, και ακόμα περισσότερο, στην ζωή.

Όμως, είναι ακόμα περισσότερο, η αίσθηση, πως δεν χρειάζεται να είναι κανείς "ήρωας" για να φροντίσει από νωρίς να "κρατήσει τις αποστάσεις" του από αυτό το χάλι, αλλά απλά να έχει μια στοιχειώδη, ελάχιστη, εξυπνάδα και πρόνοια. 
Γιατί πράγματι δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό να καταλάβεις πως "υπέρ" σου θα είναι να μην συμπεριληφθείς σε όλον αυτό τον παρδαλό σωρό.

Έγραφα κάποτε στο Moments of Eternity :

Όποιος επιθυμεί να ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού, θα πρέπει να το πάρει απόφαση πως θα ταξιδεύει μαζί με κούτσουρα και φύκια και κάποια στιγμή θα καταποντιστεί μαζί τους στον καταρράκτη.
Είναι καλύτερο να είσαι ο από πάντα σταθερός και ακλόνητος βράχος στο χείλος του καταρράκτη, επί του οποίου προσκρούουν με λύσσα τα νερά, αδύναμα να τον συμπαρασύρουν, αδύναμα ωστόσο και να βρουν κάποιο έρεισμα πάνω του για να αποφύγουν την πτώση τους.

Πράγμα που πιστεύω σήμερα ακόμα περισσότερο και πραγματικά, με έκπληξη διαπιστώνω πως σε αυτή την εποχή, σπάνια περνάει έστω και μια μέρα χωρίς να με επιβεβαιώνει.



Tuesday, June 10, 2014

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ (σε λογοτεχνία και διαδίκτυο)


Ασφαλώς θα υπήρχαν πολλοί και καλοί λόγοι για  να νοσταλγήσουμε τις εποχές της απόλυτης κυριαρχίας του εντύπου λόγου στα της λογοτεχνίας (σήμερα στην Ελλάδα η κυριαρχία αυτή έχει γίνει πολύ σχετική, ενώ στο εξωτερικό έχει αποβεί πλήρως παρελθούσα), αν δεν υπήρχαν εξ ίσου κάποια ισχυρά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαμε να ανεύρουμε στην διαδικτυακή εποχή και που έχουν να κάνουν κυρίως με την ελευθερία της δημιουργίας, την μεγαλύτερη επιλογή των όρων αυτής της δημιουργίας, αλλά και την κατά πολύ αμεσότερη, ταχύτερη διαθεσιμότητα του καλλιτεχνικού έργου σε σχέση με τους μάλλον βραδυκίνητους ρυθμούς των εκδοτικών μηχανισμών και του περιοδικού λόγου.

Όμως στον έντυπο λόγο  υπήρχε, και εν πολλοίς ή ολίγοις υπάρχει ακόμα -εξαιρουμένων πολύ λίγων περιπτώσεων-, κάτι πολύ ουσιώδες (το οποίο και πρόκειται να προσδιορίσουμε λίγο πιο κάτω) όσον αφορά μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή εμφάνεια και διαφάνεια στα της λογοτεχνίας· κάτι που μοιάζει πλέον να έχει, ή να τείνει να, χαθεί στους λαβύρινθους του (όχι πάντοτε) "λογοτεχνικού" διαδικτύου και των εν αυτώ αποπειρών για ένα "φαίνεσθαι", όσον, όπως και ό,τι δη. 
"Φαίνεσθαι" το οποίο αναπόφευκτα δεν θα μπορούσε παρά να στοιχειώνει τους νόες των πιο ανωρίμων λογοτεχνών (ή παραλογοτεχνών) στην έμμονη ιδέα και φενάκη της πρόσκτησης ενός έστω και περιορισμένου σε ολίγα άτομα διαδικτυακού "μύθου" (μην αμφιβάλλετε ότι μπορεί να υπάρχουν άτομα, και όχι λίγα, τόσο αφελή ή πλήρως ανέμπειρα στους λογοτεχνικούς νόμους ώστε να επιθυμήσουν στα σοβαρά κάτι τέτοιο), στο βαθμό μάλιστα που το διαδίκτυο ψευδαισθητικώς και υποβλητικώς μπορεί κάποτε να επενσταλάζει μια τέτοια επιθυμία στο μυαλό όποιου ενδιαφερόμενου θεωρεί την τέχνη ή απόπειρα τέχνης όχι αυτοσκοπό (και αυτό είναι έτσι κι αλλιώς η μόνη νόμιμη επιθυμία που μπορεί να έχει) αλλά μέσο για μια πάση θυσία και "ό,τι να' ναι" "αυτοπροβολή". Και αν όχι κατ΄ ανάγκην "αυτοπροβολή", τότε για ο,τιδήποτε άλλο που δεν εγκλείεται εξ ορισμού στην έννοια της τέχνης (όπως για παράδειγμα, "προσωπικοί" λογαριασμοί και προσωπικά απωθημένα, λογοτεχνικοί φθόνοι και αντιπαλότητες, τσακωμοί μεταξύ "φατριών", διαδικτυακοί τσακωμοί, ακόμα και ερωτικές πικρίες και απορρίψεις που αναζητούν μια "ψηφιακή" εκδίκηση κλπ. κλπ.) 

Αυτό το τόσο "ουσιώδες" λοιπόν του εντύπου χώρου είναι η  σχεδόν ενστικτωδώς αυτενεργούμενη συνείδηση και συνειδητοποίηση του δημοσίου λόγου.   
Κάτι δηλαδή τόσο σημαντικό όσο αντιστρόφως μη αυτονόητο μπορεί να φαντάζει για ένα ηλεκτρονικό μέσο στου οποίου τα "αρνητικά" συγκαταλέγεται, πέρα από τις ψευδαισθήσεις προβολής και δημοσιότητας, η ακόμα πιο σημαντική ψευδαίσθηση μιας "ιδιωτικότητας" του ενεργείν : 
οι άνθρωποι όντας σε ένα δωμάτιο βλέπουν μπροστά τους μια "οθόνη" που τους παραπέμπει σε κάτι επίσης "κλειστό" όσο "ανοιχτό" και αν μπορεί από την φύση του να είναι.
Νοιώθουν ότι μπορούν να "ξεσπαθώσουν"  μπροστά σε όλους έχοντας την αντιφατική αίσθηση ότι δεν τους "βλέπει" κανείς εκείνη την στιγμή -και επειδή ακριβώς δεν τους "βλέπει" κανείς (σε φυσικό επίπεδο). 
Σίγουρα η όλη αυτή "σκηνική" ιδιοσυστασία  εμπίπτει στην περιοχή της κλινικής ψυχολογίας, αλλά όσον αφορά τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στα λογοτεχνικά πράγματα, συνεμπίπτει, θα έλεγε κανείς, και στην περιοχή της κριτικής ή διαγνωστικής ματιάς κειμένων όπως το παρόν.

Όμως τι σημαίνει "αυτοσυνείδηση του δημοσίου λόγου"; 

Σημαίνει πως  είμαστε σε θέση να καταλαβαίνουμε ότι δημοσίως απευθυνόμαστε σε ανθρώπους αγνώστους μας με τους οποίους προϋποθέτουμε ότι μας συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον (στη συγκεκριμένη περίπτωση η λογοτεχνία) και δεν αναγράφουμε σε αυτές τις "απευθύνσεις" ό, τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι ή στις χειρότερες των περιπτώσεων ό,τι θα μας κάνει να "ξαλαφρώσουμε" θυμικά, είτε με υβρεοκοπήματα είτε με  αρρωστημένους χαρακτηρισμούς κ. ά.  (τα γνωστά, τα έχουμε δει, αφθονούν αυτά στο "λογοτεχνικό" και "παραλογοτεχνικό" διαδίκτυο).

Για να γίνει αυτό πιο σαφές, αρκεί να φανταστείτε έναν άνθρωπο που ξαφνικά βγαίνει σε μια πλατεία και αρχίζει και φωνάζει περί του τι τον απασχολεί σε καθαρά ιδιωτικό (ή μη ιδιωτικό) επίπεδο, και όχι σπάνια συνοδεύει με βρισιές και λοιδωρίες τα λεγόμενά του κλπ. κλπ.
Όπως είναι λογικό δεν θα υπήρχε καμμιά αμφιβολία στους παρισταμένους ότι ο άνθρωπος αυτός έχει ψυχολογικά προβλήματα στο βαθμό που κάθε υγιής άνθρωπος, ακόμα και αν νοιώσει μια τέτοια παρόρμηση κάποτε μέσα του, αυτοπροφυλάσσεται και συγκρατείται από την αίσθηση της αυταξιοπρέπειας που αναμένεται να έχει. 

Είναι αυτό το πολύτιμο αίσθημα λοιπόν που ανακαλεί στο μυαλό και την συνείδησή του, και του λέει πως οι άνθρωποι σε ένα δημόσιο χώρο ούτε  κατ' ανάγκην σχετίζονται μεταξύ τους, ούτε εξ ορισμού είναι δεδηλωμένη η διάθεσή τους να συμμετέχουν εκόντες - άκοντες στο προσωπικό θέμα του καθενός, και ούτε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος υγιής λόγος για να τους ενδιαφέρει  κάτι τέτοιο. 
Έτσι δικαίως στην αρχή οι "παρευρισκόμενοι", όσοι είναι υγιείς τουλάχιστον, απορούν και μετά σχηματίζουν την πεποίθηση ότι "κάτι δεν πάει καλά στα μυαλά" των δημοσίως και τήδε κακείσε φωνασκούντων και "αγανακτισμένων". 
Κατά συνέπεια οι τελευταίοι μετατρέπονται αναπόφευκτα και αυτοδικαίως σε "αξιοθέατα" προς ηρωική τέρψη των παρευρισκομένων αναγνωστικών οφθαλμών. 
Και ΠΑΡΑΚΜΗ σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ακόμα και η συνειδητή επιθυμία να μεταβάλλει κάποιος τον εαυτό του σε αξιοθέατο, ελπίζοντας σε μια μεγαλύτερη "αναγνωσιμότητα".

Δείτε για παράδειγμα στο υποβαθμισμένο και όχι αδίκως κακόφημο δίκτυο του facebook (αλλά και γενικώτερα στο διαδίκτυο) πόσοι άνθρωποι γίνονται συνειδητά αξιοθέατα, αυτοφαιδρύνονται δηλαδή με την θέλησή τους με το να εξισώνουν πλήρως ιδιωτικό και δημόσιο λόγο, έχοντας φυσικά ως απώτερο σκοπό να προσελκύσουν τα αναγνωστικά μάτια έστω και όχι περισσοτέρων από μερικές δεκάδες όλους κι όλους "νοματαίους". 

Αλλά, πραγματικά, από πόσους "θυμωμένους" για ό,τι δη, πραγματικό ή φανταστικό (κατά μεγάλη πλειοψηφία το δεύτερο) έχουμε γεμίσει! 

Το τίμημα όμως, όπως και να έχει, είναι μεγάλο και δεν φαίνονται να το συνειδητοποιούν κάτω από τις πανίσχυρες ψευδαισθήσεις της ψηφιακής οθόνης οι προσχωρούντες σε μια τέτοια παρακμιακή διάθεση· δεν φαίνεται να έχουν έστω και την ελάχιστη νοημοσύνη ώστε να αναρωτηθούν αν αξίζει πραγματικά να χάνει κανείς την αξιοπρέπειά του και να γίνεται "αξιοθέατο" για να κερδίσει μερικούς αναγνώστες παραπάνω που από μέσα τους θα τον οικτίρουν όσον απέξω θα τον "μπιζάρουν" (ή και μερικοί μπορεί να "επευφημούν" ακόμα) προκειμένου να μην χάσουν ένα θέαμα "αναψυχής" που τους προσφέρεται δωρεάν στην οθόνη τους.
Όμως, είναι δυνατόν η λογοτεχνία και οι άνθρωποί της να προσχωρούν τόσο αφελώς και με τόση παρακμιακή αυτοακύρωση σε τέτοιες μεθόδους;  

Και μήπως σε καιρούς παρακμής δεν αυξάνονται κατά πολύ οι επιθυμίες για ανάλογα φαινόμενα; Σε ποια χρόνια αλήθεια δημιουργήθηκαν τα reality show ; Κατά πόσο το facebook διαφέρει από ένα reality show ; Προφανώς καθόλου αν δεν είναι ακόμα χειρότερο,  γιατί στο πρώτο δεν αρκεί κάποιος να αυτοφαιδρύνεται, πρέπει να απασχολεί και "άλλους", κατά κανόνα παρά την θέλησή τους μιας και ένα reality show απαιτεί "δύο ή περισσότερες πλευρές".

Όμως, αυτό που περισσότερο πρέπει να απασχολήσει στα σοβαρά όσους καταπιάνονται με αυτά τα ζητήματα, είναι το κατά πόσο διαφέρει το διαδίκτυο από μια πλατεία στην πόλη. Σίγουρα, ελάχιστα όσον αφορά τους όρους δημοσίου χώρου που αντικειμενικά πληροί με τον δικό του τρόποόμως παρ' ολ' αυτά είναι (όχι τόσο) αξιοπερίεργο πως πολύ περισσότεροι χάνουν στο διαδίκτυο την αίσθηση της αυταξιοπρέπειας απ' όσοι στον φυσικό δημόσιο χώρο. 
Πιο συχνά βλέπει κανείς στο διαδίκτυο ανθρώπους σε θυμικές, υβρεολογικές, συκοφαντικές παρακρούσεις και εν γένει εκτροχιασμένες συμπεριφορές παρά σε έναν δημόσιο χώρο του έξω περιβάλλοντος.
Οι λόγοι γι αυτό εξηγήθηκαν παραπάνω.  Το διαδίκτυο μπορεί να παραπλανά εύκολα τους ολιγόμυαλους με τις ψευδαισθήσεις "ιδιωτικής ατμόσφαιρας" που τους παρέχει σε κάτι όμως εξ ορισμού πολύ πιο δημόσιο ακόμα και από έναν δημόσιο χώρο.

Στο βαθμό λοιπόν που τα ιδιωτικά και προσωπικά θέματα του καθενός δεν μπορούν να ενδιαφέρουν τον όποιο άσχετο με αυτά και άγνωστο στο διαδίκτυο, και κυρίως, στο βαθμό που ο κάθε πικραμένος και πικραμένη μπορεί να καθυβρίζει  ή να συκοφαντεί τον οποιονδήποτε, πολλές φορές χωρίς αυτός ο τελευταίος να το γνωρίζει καν ! (π.χ. η εξαιρετικά αήθης και άνανδρη πρακτική του να χυδαιολογείς στο facebook αλλά και αλλού για κάποιον πίσω από την πλάτη του, πολλές φορές χωρίς ο ίδιος να έχει καν την δυνατότητα να το γνωρίζει όπως κατά κανόνα δεν γνωρίζει καν στην πραγματικότητα τον χυδαιολογούντα!) , κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί: 
γιατί οι αποπειρώμενοι απονενοημένα διαβήματα όπως τα άνω περιγραφόμενα δεν θα μπορούσαν να επιχειρήσουν καλύτερα να λύσουν τα ιδιωτικά προβλήματά τους, πραγματικά ή φανταστικά, μέσω της νόμιμης ιδιωτικής οδού όπως για παράδειγμα, προσωπική ηλεκτρονική επιστολογραφία κλπ. ;  
Θα μπορούσε, ακόμα, να τους ρωτήσει οποιοσδήποτε τυχόν "περαστικός" αναγνώστης :
α) ΓΙΑΤΙ μας τα λες αυτά; 
β) ΤΙ έχει να κάνει μ' εμάς η οποιαδήποτε προσωπική αψιμαχία ή προσωπικό σου θέμα με τον οποιονδήποτε.
γ) ΤΙ ακριβώς ζητάς από εμάς· την "συμπάθειά" μας ή επαιτείς κάποιο είδος ..."υποστήριξής" μας σε ένα χώρο όπου συνήθως κανείς δεν γνωρίζει κανέναν προσωπικά και ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι βρωμιά και χυδαιολογία του κατεβαίνει στο κεφάλι για τον άλλον; 
δ) ΤΙ μας ενδιαφέρει εμάς όλο αυτό το θέαμα και για ποιο λόγο ακριβώς θα έπρεπε εμείς να είμαστε ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ;

Να είστε σίγουροι πως όποιος δεν θα σχημάτιζε, στο μυαλό του τουλάχιστον, αυτές τις ερωτήσεις, πιθανώς πάσχει από παρόμοια ψυχολογικά προβλήματα με τους αυτοεκτιθέμενους της "οργής".

Μα κυρίως αν ρωτούσατε αυτούς τους τελευταίους: 
ε) "γιατί δεν πας να λύσεις τα προβλήματά σου ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ και έρχεσαι εδώ;"
Οι εθισμένοι σε αυτό το σπορ θα σας έλεγαν αν ήταν ειλικρινείς: 
"επειδή έτσι ελπίζω να κερδίσω αναγνώστες".

Σε ειδικώτερο επίπεδο ανάγοντας το όλο παραπάνω φαινόμενο σε ό,τι επιχειρεί κάποτε να αυτοπλασάρεται ως λογοτεχνική "θέση", "κριτική" και "γνώμη" θα λέγαμε ότι και τα τρία αυτά και σε μια αν μη τι άλλο στοιχειωδώς αξιοπρεπή μορφή τους δεν τα έχουμε γνωρίσει αλλιώς ανά τους αιώνες ει μη μέσω κάποιον ασφαλών γνωρισμάτων: 

1) απουσία ad-hominem-ολογίας και εμμονικής ad-hominem-οπάθειας που κατά κανόνα έχουν ως πηγή τους τον απλό, αγνό και ανόθευτο φθόνο (το argumentum ad hominem έχει απορριφθεί εδώ και αιώνες τόσο από την φιλοσοφία όσο και από τον καλλιτεχνικό δοκιμιακό λόγο και θεωρείται ντροπή να καταφεύγει κάποιος σε αυτό, αλλά μην νομίσετε πως κάτι τέτοιο είναι αυτονόητο για τα ελληνικά δεδομένα), 
2) ακόμα περισσότερο, απουσία προσωπικής εμπάθειας διατυπωμένης με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιαδήποτε μορφή, 
3) υπαρκτό  περιεχόμενο  λόγου του οποίου τα μέρη έχουν πραγματική αιτιατή σύνδεση μεταξύ τους, δηλαδή ΑΙΤΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ μέσα σε αυτά γιατί κάτι λέγεται συγκεκριμένα και όχι άλλο στη θέση του και δεν επαφίεται στη καλή διάθεση της τυχαιογραφίας και της ασυναρτησιογραφίας , 
4) ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΣΑΦΗ και αρθρωμένα με όσο το δυνατόν πιο ΚΑΘΑΡΟ τρόπο από θεωρητική άποψη και όχι ad hoc προχειρολογημένους και αυτοσχέδιους ψευδοθεωρητικισμούς, αυτοσκαριφηματικές θολολογίες και αυθαιρεσιολογίες,
5)  σημαντική φειδώ ή μετρημένη χρήση τόσο των υπερθετικών όσο και των αρνητικών χαρακτηρισμών επί έργων, αποπειρών τέχνης κλπ. 

Η πληθώρα αυτών των τελευταίων (5) εξ άλλου, πάντα σημαίνει και μια αποτυχία της θέσης, της κριτικής ή της γνώμης γιατί αν αυτές δεν είναι ικανές από μόνες τους να πείσουν για το τι θεωρούν και πώς εκλαμβάνουν κάτι εμμέσως και δια του λόγου και "ξεπέφτουν" στις πιο ωμές και άμεσες μορφές χαρακτηριολογίας (δηλαδή υμνολογώντας ή βρίζοντας) έχουν ήδη αποτύχει. 
Η κριτική είναι πάνω απ' όλα ευγένεια (που σημαίνει : αυτοπεποίθηση του εκάστοτε γράφοντος και όχι μόνο αξιοπρέπεια) και ΕΜΜΕΣΟΤΗΤΑ. 

Ο "άμεσος", ωμός και σπανιότατα μιας λογοτεχνικής ιδιοσυστασίας  χαρακτηριολογικός λόγος που φιλοδοξεί να είναι γνωμοδοτικός ή κριτικός, δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από αντίφαση εν όροις και μπορεί να υπάρχει μόνο στα μυαλά των μαστιζομένων από τα προσωπικά πάθη, τις προτιμήσεις ή δυσαρέσκειές τους , όμως δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε για μισό λεπτό -όπως δεν υπήρξε ποτέ- στην Ιστορία της Λογοτεχνίας. 

Ίσως πιο τραγικό είναι ακόμα  όταν πολλές φορές οι έχοντες επί μακρόν και με συστηματικό τρόπο περιπέσει στα παραπάνω πολύ βαρειά ατοπήματα επιχειρούν κάτι πιο "σουλουπωμένο" σε περίπτωση που συνειδητοποιήσουν πως αυτό που κέρδισαν με όλα αυτά ή παρόμοια καμώματα δεν είναι παρά, αν όχι μια τρύπα στο νερό (αυτό θα ήταν κατόρθωμα ανάλογο με εκείνο του Μωυσή στην Ερυθρά Θάλασσα) τότε σίγουρα μια πολύ μεγάλη τρύπα στο λόγο
Υποκρίνονται μετά λοιπόν έναν πιο "σοβαρό" λόγο ελπίζοντας παραδόξως πώς, ότι οι αναγνώστες θα έχουν ξεχάσει τα "προηγούμενα". Όμως αυτά ακριβώς  τα επί μακρόν χρόνον προηγούμενα καμώματά τους έχουν ήδη ακυρώσει εξ αρχής μια τέτοια "νέα" απόπειρα που έτσι κι αλλιώς δεν θα φάνταζε ως τίποτε άλλο παρά λύκο που ξέχασε από την βιασύνη του να φορέσει την προβιά.
Η ψυχή και τα πάθη της πάντα είναι "βιαστικά". 
Ο νηφάλιος λόγος "ίσταται" κάθε φορά στο σημείο του. 

Στον έντυπο λόγο λοιπόν δεν θα μπορούσαν ούτε για μια στιγμή να ευδοκιμήσουν τέτοια φαινόμενα και αυτό όχι γιατί δεν θα υπήρχαν άνθρωποι που θα επιθυμούσαν μια ωμή παρακμή και τυφλή δημαγωγία και εκεί, όμως η φύση του μέσου δεν το επιτρέπει, τουλάχιστον εύκολα , και ευτυχώς.
Στο διαδίκτυο είναι αλλιώς. 
Επαφίεται στην ωριμότητα και το αίσθημα αξιοπρέπειας του καθενός :
α) να ξέρει τι λέει 
β) να ξέρει ΓΙΑΤΙ το λέει 
γ) να λέει ΤΙ νομίμως και κατά λογική συνέπεια αφορά τους αναγνώστες και να μην προσφέρει σε κοινή θέα τα όποια προσωπικά ή ψυχολογικά προβλήματά του.
δ) να έχει επιχειρήματα  σαφώς διατυπωμένα στις πλήρεις αιτιατές σχέσεις τους (αποδεικτική επιχειρηματολογία) επί  θέσεων και μόνο και να μην είναι αυθαίρετος ή να διαστρεβλώνει τις θέσεις του άλλου.

Στο ηλεκτρονικό μέσο διαπιστώνουμε μεν περισσότερη ελευθερία αλλά αυτή η ελευθερία έχει δυο όψεις. Μία ουσιαστική και μία ψευδεπίγραφη που αυτοαναιρείται στην έννοια και την πρακτική της χαοτικής αυθαιρεσιολογίας και χυδαιολογίας. 
Είναι σίγουρα μια εποχή παρακμής, ως προς αυτό δεν διίστανται οι γνώμες των πιο αξιολόγων ανθρώπων σήμερα.
Και από την φύση του το διαδίκτυο έχει συγκεντρώσει τόση σαβούρα και σκουπιδολογία που ακόμα και αν αυτή η τελευταία δεν έχει κάποια τύχη "μακροημέρευσης" από την άποψη της αξίας, της αξιοπιστίας και του κύρους (όχι περισσότερο απο ένα δυο μέρες κάθε φορά), εν τούτοις από την άποψη του όγκου θα χρειαστεί ίσως μέχρι και μια γενιά για να καθαριστεί πλήρως. Όμως θα εξαφανιστεί έτσι κι αλλιώς.

Και αυτό γιατί κάθε παρακμή κάποτε συμπληρώνει αναπόφευκτα τον κύκλο της. 
Η παρακμή είναι πάνω απ'όλα δυστυχία, κατάθλιψη , μιζέρια, και η ανθρώπινη φύση -ευτυχώς- ποτέ δεν είναι πρόθυμη να τα  ανέχεται αυτά επί μακρόν .