Monday, June 25, 2012

ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΕΥΔΟΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

Οι απόπειρες των ναζιστών κατά τα τέλη της δεκαετίας του 20 να προσδώσουν ένα συμπαγές θεωρητικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο στην σύνολη πολιτική ιδεοληψία τους, παρέμεναν, θα μπορούσε να πει κανείς με μεγάλη ασφάλεια διάγνωσης, εξ ίσου ανορθολογικές όσο και η καθαρά πολιτικο-οικονομική αντίληψή τους που δεν ξέφευγε από τα όρια του εμπειρικού αυτοσχεδιασμού, του λαϊκισμού και της εθνικόφρονης αισθηματολογίας και ενός "αντικαπιταλισμού" στα λόγια που συνοδευόταν από εξόχως φιλοκαπιταλιστικές πρακτικές και συμμαχίες.

Το κλασσικό στην ναζιστική φιλολογία έργο του Alfred Rosenberg , "Ο Μύθος του 20ού Αιώνα" ("Der Mythus des 20.Jahrhunderts"), συνιστά ένα μνημείο άρσης και ισοπέδωσης κάθε ορθολογισμού και διαλεκτικής που εμφορεί την λαμπρή γερμανική φιλοσοφία των περασμένων αιώνων, και διακατέχεται πλήρως από μια ανέλεγκτη ορμή ανεύρεσης ενός "μύθου" που θα μπορούσε να δώσει τέλος τόσο στην οικονομική κρίση των καιρών, όσο επίσης και στις συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών.

Προς αυτό το σκοπό ο Rosenberg μεταχειρίζεται την Ιστορία πλήρως αν-ιστορικά επιθυμώντας να εξάγει απ' αυτήν "αιώνιες αλήθειες" όπως η "φυλή" και το "αίμα" και ακόμα, αιώνιους "εχθρούς" όπως οι Εβραίοι, η υποτιθέμενη δράση των οποίων (σε αγαστή συνεργασία με τους μπολσεβίκους βεβαίως) μυστικοποιήθηκε στην συνείδηση του μέσου ναζί τόσο, ώστε από ένα σημείο και πέρα αδυνατεί να ξεχωρίσει κάποιος στην όλη ναζιστική ρητορική την έξαλλη συνωμοσιολογία από την θυμική καταδιωκτική μανία.

Η μυθολογία, τόσο στη σκέψη του Rosenberg όσο και σε εκείνη άλλων επιφανών ναζιστών "φιλοσόφων" χρησιμοποιήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχετυπικής αναφοράς σε παγκόσμιες ουσίες προς χάριν καθαρά "εθνικών" ουσιών, οι οποίες, κατά την πλήρως διαστρεβλωτική αυτή αντίληψη, παραμένουν διαιωνίως αναλλοίωτες και ζωντανές, και προσκαίρως μόνον καταπιέζονται από την δράση των εχθρών του γερμανικού Ράιχ.
Σε αυτή την προοπτική κατά συνέπεια το "μυθικό" ανακηρύσσεται σε απόλυτη υπεριστορική αλήθεια ενώ το πραγματικό ή το έδαφος της ιστορίας δεν είναι παρά το πεδίο εκδήλωσης του μυθικού, λιγότερο ή περισσότερο δόκιμο ή εύλογο προς αυτό το σκοπό, ανά τις εποχές και τις περιστάσεις.

Με την πολύ κρίσιμη διαφορά εδώ ωστόσο πως είναι το ίδιο το μυθικό που πάσχει πρώτα και κύρια στην χονδροειδή ναζιστική αντίληψη που ανασκευάζει αναδρομικά την Μυθολογία μέ βάση τα υπάρχοντα ιστορικά πρόσωπα (π.χ. ο Ζίγκφριντ θα έπρεπε να είχε υπάρξει ως ένας παλαιός Χίτλερ και όχι ο Χίτλερ ως ένας νέος Ζίγκφριντ) και ύστερα το ιστορικό.

Ή αλλιώς το μυθικό ως θυμικό και μόνον, χωρίς ουσία και πνεύμα, χωρίς καμμία παγκοσμιότητα μέσα του που μπορεί να προβάλλεται στο "εθνικό", αλλά αντίθετα, με το φτωχό κουρελιασμένο "εθνικό" αντίτυπό του να έχει την πρωτοκαθεδρία και την τάση ή "οφειλή" να κυριαρχήσει παγκόσμια.

Έχουμε κατά συνέπεια εδώ την πλήρη αντιστροφή της μυθολογικής αλήθειας και όχι την αποθέωσή της, πράγμα που δεν είναι κάποτε τόσο φανερό σε κάποιους αντιναζιστές σχολιογράφους που πιστεύουν ότι ο ναζισμός "εμπνέεται" από το μυθολογικό στοιχείο ενώ δεν βλέπουν ότι στηρίζεται καθαρά στο "παραμυθολογικό" του μυθολογικού!

Στην πραγματικότητα, ο ναζισμός όχι μόνο δεν αντιπαραβάλλει την μυθολογική αντίληψη στην ιστορική αλλά κατορθώνει με την λαϊκιστική-αυτοσχεδιαστική-θυμική αντίληψή του πρώτα να πάσχει το μυθικό και μετά το ιστορικό, με το θυμικό να αντιπαραβάλλεται και στα δύο, μυθικό και ιστορικό.

Ο έτερος "φιλόσοφος" τόσο του γερμανικού ναζισμού όσο και του ιταλικού φασισμού, ο Julius Evola, εκκινείται από ένα διαφορετικό σημείο προσήλωσης στην Ιστορία από εκείνο του Rosenberg.
Στο πιο φημισμένο έργο του που φέρει τον τίτλο "Εξέγερση εναντίον του Σύγχρονου Κόσμου" ("Rivolta contra il mondo moderno") ο Evola, αναπτύσσει μια λογική που θα μπορούσε να την πει κανείς "αντικαπιταλιστική" αλλά όχι στην ουσία, παρά μόνο ως προς την μορφή. Η διαμαρτυρία του έγκειται κυρίως ότι ο παλιός αριστοκρατικός κόσμος έχει χαθεί και η σύγχρονη βιομηχανική χυδαιότητα έχει μεταμορφώσει τον άνθρωπο σε καθαρά "υλικό ζώο".
Η λύση που προτείνει ως προς αυτό είναι, φυσικά όχι ένα άλμα στο μέλλον, αλλά μια βουτιά στο παρελθόν:
μια ανακαινισμένη φεουδαρχία και η επιστροφή στις παλιές "ηρωικές" αξίες.

Είναι αλήθεια πως ο Evola ως συγγραφέας είναι κατά πολύ πιο ταλαντούχος από τον Rosenberg, αλλά παραμένει σε μέγιστο βαθμό, ασύστατος, άκαιρα εκλεκτικιστής, και ανορθολογικός όσο δεν πάει άλλο. Ως προς αυτό το τελευταίο, το σύνολο έργο του βρίθει από μυστικισμό όχι ιδιαίτερα καλής ποιότητας (θυμίζει αγοραίες μαγικές και αποκρυφιστικές εταιρείες), επιπολάζοντα και συγκριτικό, ενώ κάνει μια απόπειρα να συγκροτήσει μια ψευδο-φιλοσοφία της Ιστορίας βασισμένη στους ινδουιστικούς κύκλους των εποχών, και σύμφωνα με την οποία η παρούσα περίοδος των τελευταίων χιλιάδων χρόνων συνιστά εποχή παρακμής για την ανθρωπότητα, το αποκορύφωμα της οποίας ο Evola το βλέπει στην επικράτηση του καπιταλισμού και στην βιομηχανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών.

Περαιτέρω, ο Martin Heidegger (ο οποίος και συνεργάστηκε αρμονικότατα με τους ναζί, ενώ υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα αν όχι βεβαιότητα, εκτός από μέλος του ναζιστικού κόμματος για λόγους καρριέρας, και ειλικρινά συμπαθών προς αυτούς), σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να μπει στην ίδια μοίρα με τους προηγούμενους, μιας και η φιλοσοφία του δεν φανερώνει τίποτα το έκδηλα ναζιστικό ή φασιστικό και αποτελεί ορισμένως μια συνέχεια της λαμπρής γερμανικής φιλοσοφίας.

Όμως θα παρατηρούσε κανείς πως αυτή η "συνέχεια" δεν ήταν ανάλογης ποιότητας με τα συστήματα και τις αντιλήψεις Γερμανών φιλοσόφων των περασμένων καιρών. Σε πείσμα μιας κάποιας μεταπολεμικής "μόδας" που εξωράιζε και εξιδανίκευε κατά πολύ τον Heidegger, η όλη φιλοσοφία του συνιστά μια υποχώρηση από το έδαφος του ιστορικού προς όφελος του οντολογικού, αλλά με έναν τρόπο καθόλου ταιριαστό για την φιλοσοφία.
Η σκέψη του συχνά βρίθει από αναίτιες επιφανειακότητες και αδικαιολόγητους σχολαστικισμούς και πλατειασμούς για επουσιώδη ζητήματα, ενώ η μυστικοποίηση της έννοιας (κάτι που θα ήταν ανεκτό και ζητούμενο στην ποίηση) συχνά παίρνει την θέση της λογικής ανάλυσης και της διέρευνας του ιστορικού υποβάθρου.
Η χαϊντεγγεριανή σκέψη, θα έλεγε κανείς, είναι περισσότερο μια προσπάθεια πισωγυρίσματος σε ένα είδος προσωκρατικού στοχασμού μάλλον παρά φιλοσοφία με την καθαρή σημασία της (και δη γερμανική φιλοσοφία), και από αυτή την άποψη ενέχει σίγουρα την κατά τόπους ποιότητα και αξία της , αλλά από την άλλη δείχνει, πως στο ναζιστικό καθεστώς ΜΟΝΟΝ μια τέτοιου είδους από τις "προχωρημένες σκέψεις" θα μπορούσε να είναι ανεκτή, στο βαθμό που όχι μόνο δεν "άγγιζε" την κακοποίηση του μυθολογικού (αλλά και του πιο υγιούς, αν μπορεί να υπάρξει, μυστικισμού) από το καθεστώς, αλλά τουναντίον, η "ουδετερότητά" της μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να φανεί και χρήσιμη αναλόγως με τις εκάστοτε ιδεολογικές ανάγκες του Ράιχ.
Πρόκειται για μια σκέψη που μπορεί να "φορεθεί" με ο,τιδήποτε με λίγα λόγια.


Αν εξαιρέσουμε την πλήρως απολιτική (και σε μερικά ή περισσότερα από μερικά σημεία αξιόλογη ή αξιοσημείωτη παρά τις αδυναμίες της ) φιλοσοφία του Heidegger, θεωρήσεις ως εκείνες του Rosenberg και του Evola αλλά και πολλών πολλών άλλων, όπως επίσης και ο έκδηλος "αντικαπιταλιστικός" λαϊκισμός σε πολιτικό-ρητορικό επίπεδο των ναζί, δημιούργησε το μύθο στους πιο αφελείς όλων των εποχών ότι ο ναζισμός είναι "αντισυστημική" δύναμη.

Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική.

Επειδή ο ναζισμός είναι σπλάγχνο και αίμα του καπιταλισμού μέχρι την τελευταία εκδήλωσή του, μέχρι τον έσχατο συμβολισμό του, έως την τελευταία επιδίωξή του, με όσο ή όποιο "εθνικιστικό" χρώμα και αν περιενδύει όλα αυτά.
Ο Χίτλερ εστράφη στα λόγια κατά του Κεφαλαίου, καθαρά για δημαγωγικούς λόγους, τη στιγμή που η ναζιστική Γερμανία απετέλεσε το βασίλειο κάθε ξέφρενης κερδοσκοπίας της βαριάς καπιταλιστικής βιομηχανίας και η αιχμή του δόρατος του συνόλου ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Πράγμα άλλωστε λογικό, γιατί ο 20ός αιώνας έχει καταδείξει με αναμφίβολη συνέπεια πως όταν ο καπιταλισμός κινδυνεύει να ανατραπεί από αριστερά, τότε ..."αυτοανατρέπεται" ο ίδιος από τα πιο δεξιά.
Σε καιρούς έντονης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και παρακμής οι ναζιστικές συμμορίες και τα τάγματα εφόδου βγαίνουν στους δρόμους για να αποκαταστήσουν όχι μόνο την "νομιμότητα" αλλά και το ευ ρυθμίζεσθαι όπως και την απρόσκοπτη συνέχεια του ισχύοντος συστήματος.
Προς αυτό το σκοπό, ο καπιταλισμός προκειμένου να μη χάσει τα πάντα, πρόθυμα παραχωρεί την πολιτική εξουσία στον φασισμό για να διατηρήσει αλώβητη και δρώσα την οικονομική εξουσία του. Είναι πρόθυμος γι' αυτό να φορέσει τις αποκριάτικες στολές της ναζιστικής σβάστικας και να ψάλλει στην ίδια ναζιστική χορωδία και με πλήρη αγαλλίαση τα ίδια φληναφήματα που ξεστόμιζε ο Χίτλερ στους λόγους του. Να χειροκροτήσει ακόμα την "αντικαπιταλιστική" προπαγάνδα του Γκαίμπελς και να συμμεριστεί τις μυστικιστικές - χορτοφαγικές ευαισθησίες(!) του αρχηγού των SS Χάινριχ Χίμλερ, αρκεί να κρατάει ο ίδιος για τον εαυτό του το πανοικουμενικό ωμοφαγικό συμπόσιο όπου κατακρεουργείται και θυσιάζεται η ανθρωπότητα στον Μολώχ του κέρδους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πιο διορατικοί Γερμανοί καπιταλιστές ήξεραν έτσι κι αλλιώς, πως είτε κέρδιζε είτε έχανε ο Χίτλερ τον πόλεμο, ο ίδιος ο καπιταλισμός θα έμενε άθικτος και θα διατηρούσε με ανανεωμένη ορμή την δίψα του για υπερσυσσώρευση μέσα στα πλαίσια μιας "αποναζιστικοποιημένης" αστικής δημοκρατίας.


Από αυτή την άποψη θα είναι ένα πιθανώς καλοπροαίρετο αλλά επικίνδυνο λάθος να ιδωθεί ο ναζισμός π.χ. ως ένα "γερμανικό" φαινόμενο, και όχι ως το σύμπτωμα της πιο προχωρημένης σήψης του διεθνούς καπιταλισμού.
Και είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί αυτό καθαρά γιατί δεν υπάρχει πιο "βολική" για τον καπιταλισμό λογική από εκείνη της δαιμονοποίησης, του "διαίρει και βασίλευε" και την αναγωγή της κρίσης του σε επίπεδο "εθνικών" ανταγωνισμών και τάσεων κυριαρχίας εθνών προς άλλα έθνη, κρύβοντας έτσι τον διεθνοποιημένο χαρακτήρα τόσο της φύσης του όσο και της σήψης του.

Δεν είναι μια μεταφυσικά "κακή Γερμανία" που εκθρέφει ψευδοθεωρήσεις - τέρατα όπως ο ναζισμός (και όχι μόνο επειδή από την άλλη εκθρέφει και "ιερά τέρατα" όπως ο Μπαχ, ο Μπετόβεν και ο Γκαίτε), και ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά διψών ανορθολογικός ιμπεριαλισμός σε μια εποχή όπου οι αγορές θα πρέπει να "ξαναμοιραστούν", αλλά αυτός ο ίδιος ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η κρίση του την περίοδο της υποχρεωτικής πλέον καταστροφής του υπερσυσσωρευμένου πλασματικού Κεφαλαίου, και ακόμα, η διαχείριση αυτής της κρίσης, όσον αφορά την Ευρώπη κατά κύριο λόγο από μια χώρα που για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους (που μπορεί να ανιχνευθούν και σε πολύ πρώιμες ακόμα, φεουδαρχικές περιόδους, όπως π.χ. η εποχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Μεσαίωνα) αποτελεί και ορίζει το υψηλότερο σημείο έκφρασης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στον καπιταλισμό.
Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, η ίδια χώρα υπήρξε η γενέτειρα όχι μόνο της Φιλοσοφίας των σύγχρονων καιρών αλλά και της μαρξιστικής σκέψης καθώς και η πρώτη Ελπίδα για μια "άλλη", μη εκμεταλλευτική και εκμεταλλευόμενη ανθρωπότητα.

Από εκεί και πέρα ο ναζισμός ντύνεται την όποια "γερμανική" ενδυμασία του όχι ως συνέχεια της Ιστορίας του γερμανικού έθνους, αλλά ως η καταστροφή του. Μια καταστροφή που για να συντελεστεί πρέπει πρώτα να περάσει από την ήττα των εργατικών, αριστερών και εν γένει προοδευτικών οργανώσεων.
Η Γερμανία του Χίτλερ δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ήττα της Γερμανίας των Σπαρτακιστών , της Κομμούνας του Μονάχου, της αποτυχίας της γερμανικής Αριστεράς να συνασπιστεί εγκαίρως εναντίον των ναζί (με μεγαλύτερη ευθύνη εδώ να έχει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας με την αλλοπρόσαλλη τακτική του "πρώτα ο Χίτλερ, ύστερα εμείς").

Η επικράτηση της μιας Γερμανίας έναντι της άλλης, ήτοι της ναζιστικής έναντι εκείνης που αντιπροσώπευε τις καλύτερες παραδόσεις της ως χώρα, δεν ήταν μια "εθνική" υπόθεση ούτε κάποιο "γερμανικό βίτσιο", αλλά μια παγκόσμια στην δυναμική της αναγκαιότητα για τον διεθνή καπιταλισμό να ξαναπάρει τα ηνία στα χέρια του, κυρίως μέσα από την πιο ισχυρή βιομηχανική χώρα στο κόσμο.

Γιατί αν η Ευρώπη υπήρξε πάντα η σκηνή του "θεάτρου των επιχειρήσεων" τότε η Γερμανία αναμφίβολα συνιστά το "υποβολείο" σε αυτή τη σκηνή. Οι εξελίξεις είτε για το καλό είτε για το κακό σε αυτή τη χώρα καθορίζουν με έναν μοιραίο τρόπο τις εξελίξεις στην σύνολη Ευρώπη.

Από αυτή την άποψη, -και επιστρέφοντας στην ψευδοφιλοσοφία του ναζισμού-, ο ναζισμός αδυνατεί να παράγει κουλτούρα και φιλοσοφία γιατί ο ίδιος μπορεί να υπάρχει μόνον χάρις στην εξαφάνιση ή την ισοπέδωσή τους.
Και "αντισυστημικότητα" χωρίς σοβαρή, θεμελιακή πολιτική και φιλοσοφική σκέψη είναι αναμφιβόλως ένα ΨΕΜΜΑ που εκδηλώνεται ωστόσο με τραγικό τρόπο.

Κάτι που η ανθρωπότητα δεν πρέπει επ' ουδενί να ξαναεπιτρέψει και εδώ ευρίσκεται πάντα η ευθύνη της Αριστεράς που έχει τον πρώτο λόγο να ξαναπεριθωριοποιήσει τους ναζί εγκαίρως, γιατί σε αυτές τις υπερβολές της Ιστορίας ο χρόνος ποτέ δεν "επίκειται".

Είναι ήδη παρών.



Friday, June 15, 2012

LISBOA, Início do Século XX



Καθώς τις τελευταίες ημέρες ακούω κατά κόρον τους δύο μείζονες Πορτογάλους συνθέτες του 20ού αιώνα, Luís de Freitas Branco και Joly Braga Santos (τι έξοχοι συμφωνιστές πραγματικά), κατ'ευτυχή συγκυρία προσέπεσε στην αντίληψή μου και ένα εξ ίσου έξοχο με τους προαναφερθέντες ηλεκτρονικό φωτογραφικό λεύκωμα στο youtube με εικόνες της Λισαβώνας στην πολύ πρώιμη αρχή και εκκίνηση του 20ού αιώνα, και το οποίο μεταναρτώ εδώ.

Πάντοτε μου φάνταζε η Πορτογαλία ως μια πλήρως αναπάντεχη και αιφνιδιαστική γεωψυχική μείξη της Νορβηγίας με την Ελλάδα. Η αίσθηση του Ατλαντικού μεν (και όχι της Ευρώπης) αλλά από την άποψη του Νότου δε.

Εικόνες μιας εποχής και μιας χώρας στην περιφέρεια (ή το περιθώριο) της ανισόμερης ανάπτυξης που επέφερε η μεγάλη βιομηχανική επανάσταση στην κύρια Ευρώπη του 19ου αιώνα· αρχή της τελευταίας δεκαετίας για την πορτογαλική Μοναρχία πριν την Δημοκρατική Επανάσταση του Οκτωβρίου του 1910 και μια ισχυρή ψυχογραφία του Zeitgeist τέτοια που μόνο η τέχνη της φωτογραφίας μπορεί να ορίσει.

Μα πάνω απ' όλα ένας αλλόκοτος εσωστρεφής ρομαντισμός της Γεωγραφίας που κάποτε επιφέρει νομοτελειακώς την Ποίηση και μάλιστα παραπλεύρως της ισχυούσης "πραγματικότητας".
Με τον ίδιο τρόπο που και η σύνολη χώρα της Πορτογαλίας προσαρτάται στην Γηραιά Ήπειρο:

έχοντας την πρόσοψή της παντοτινά στραμμένη προς τον Ωκεανό.



Friday, June 8, 2012

HARALD SÆVERUD: Kjempeviseslåtten (The Ballad of Revolt)

O Harald Sæverud (1897 - 1992) υπήρξε ασφαλώς ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος Νορβηγός συνθέτης μέσα στον 20ό αιώνα.
Εξαίρετος δημιουργός με ισχυρή έμπνευση και λαμπρή δομή ενορχήστρωσης ανέπτυξε κατά την πάροδο των ετών του πρώτου ημίσεος του περασμένου αιώνα, -και ιδιαίτερα από την αριστουργηματική 3η Συμφωνία του και μετά-, ένα ιδιάζον και πλήρως προσωπικό νεοκλασσικό ύφος, που ξεχωρίζει και αναγνωρίζεται αμέσως στο πρώτο άκουσμα από τον πεπειραμένο ακροατή.

Κατά το έτος 1940 όταν τα ναζιστικά στρατεύματα κατέλαβαν την Νορβηγία, ο συνθέτης πέρασε σε ένα ειδος καλλιτεχνικής αντίστασης έναντι των κατακτητών. Στα έργα του αυτής της περιόδου (όπως οι Συμφωνίες 5, 6 και 7, οι επιλεγόμενες και ως "Συμφωνίες του Πολέμου") είναι πολύ φανερό το αντιναζιστικό και εθνικοαπελευθερωτικό όραμά του, ιδιαίτερα δε στην γνωστή Kjempeviseslåtten (The Ballad of Revolt) την ορχηστρική version της οποίας παραθέτω στο τέλος του κειμένου.

Ο συνθέτης μαζί με την Αμερικανονορβηγίδα γυναίκα του Marie Hvoslef διέμενε ήδη από πολλά χρόνια πριν στην γενέτειρά του, το πανέμορφο και γραφικό Bergen, όπου και επικεντρωνόταν σε μια γόνιμη εκλεκτική μείξη της νορβηγικής φολκ κληρονομιάς με το προσωπικό νεοκλασσικό στυλ του.

Στο Bergen θα παραμείνει καθ' όλη την διάρκεια του πολέμου και της μετέπειτα ζωής του.

Αναλογίζομαι τώρα, καθώς ξαναθυμάμαι το έργο του Harald Sæverud, έναν άλλον σπουδαίο Νορβηγό συνθέτη του πρώτου ημίσεος του 2οού αιώνα, τον Christian Sinding (1856-1941), τον οποίο και μπορούμε να προσδιορίσουμε από συνθετική-υφολογική άποψη ως ύστερο και βαγκνερίζοντα ρομαντικό.

Ο Sinding σίγουρα δεν ήταν τυχαίος συνθέτης, υπήρξε πολύ δημοφιλής στην Νορβηγία προπολεμικά και οι τέσσερεις συμφωνίες του κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικές, ειδικά η πρώτη που αγγίζει το αριστούργημα.

Αίνιγμα παραμένει όμως το πώς ένας άνθρωπος όπως ο Sinding, που είχε ταχθεί κατά της γερμανικής κατοχής, είχε αγωνιστεί για τα δικαιώματα των Εβραίων μουσικών στην Νορβηγία κατά τη δεκαετία του 30 και οι φιλίες του εντοπίζονταν πρωτίστως ανάμεσα στην νορβηγική Αριστερά, έγινε σε ηλικία 85 ετών, δύο μήνες μόλις πριν από τον θάνατό του, μέλος του Nasjonal Samling (του νορβηγικού ναζιστικού κόμματος).
Το αίνιγμα αυτό ίσως βρίσκει την λύση του, αν σκεφθούμε πως ο Christian Sinding σε προχωρημένη ηλικία έπασχε από αμνησία, όπως επίσης και από άλλες διανοητικές ασθένειες και κατά πάσα πιθανότητα -και εδώ είναι το τραγικό της υπόθεσης και μια ανατριχιαστική φάρσα της μοίρας-, όταν προσχωρούσε στο ναζιστικό κόμμα είχε ξεχάσει στην κυριολεξία ποιος ήταν!
Ακόμα και σήμερα βέβαια, η υπόθεση αυτή παραμένει αινιγματική και σκοτεινή και δεν έχει διελευκανθεί πλήρως.

Όπως και να έχει, σε μια εποχή που οι νεοναζί, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα, αποπειρώνται με τις κλοουνίστικες και θρασύδειλες ψευδοπαλληκαριές τους να αποκτήσουν πρόσβαση στην κοινωνία, καλό είναι να ξαναακούσουμε και να θυμηθούμε, ανάμεσα σε πολλά άλλα βεβαίως, και την Μπαλλάντα της Αντίστασης του Harald Sæverud και του νορβηγικού λαού .





Saturday, June 2, 2012

KRZYSZTOF PENDERECKI: Viola Concerto



Εκτιμώ μεγίστως την μουσική του Krzysztof Penderecki και θεωρώ τον ίδιο ως την προσωποποίηση της ευφυίας στην μουσική τέχνη. Σκοπεύω μάλιστα κάποια στιγμή (όταν βέβαια θα υπάρχει αρκετός χρόνος) να αναφερθώ εκτενέστερα στο έργο του, το οποίο και κρίνω συγκλονιστικό από πολλές άποψεις .

'Εως τότε, μπορείτε να παρακολούθησετε στο βίντεο άνω μια παρουσίαση του Κονσέρτου για Βιόλα του συνθέτη με την Nora Romanoff-Schwarzberg στην βιόλα, και τον Valentin Doni να διευθύνει την Συμφωνική Ορχήστρα του Bacau.