Tuesday, November 26, 2013

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΩΝ "ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ"


Εξ αρχής θα πρέπει να ορίσουμε σε έναν ασφαλή βαθμό καθώς και για τις νοηματοδοτικές ανάγκες του τίτλου του κειμένου το τι συνιστά "υποκουλτούρα" σε μια δραστηριότητα που ορίζεται ως "ποιητική".
Υποκουλτούρα ακριβώς είναι εκείνο το (υπο)πνευματικό υλικό που κείται στο ενδιάμεσον ανάμεσα καλλιτεχνικό (ή δοκιμιακό ή απλά επιχειρηματολογικό κάποιων αξιώσεων) λόγο και καθημερινή ομιλία. 
Δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, παρ'όλο που διεκδικεί κάποτε τις "δάφνες" και των δυο. 
 
Η υποκουλτούρα συνήθως έρχεται να καλύψει κάποια "πρακτικά" αιτήματα που δεν συναρμόζονται κατ' ανάγκην με τον καλλιτεχνικό λόγο, όπως η "διαφήμιση" κάποιου πνευματικού υλικού, οι δημόσιες σχέσεις, ή απλά η ανάγκη των υποπνευματικών για σκυλοκαυγάδες.
Τα λεγόμενα "social media" συνεπώς, λόγω της διαδικτυακής ιδιοσυστασίας και λειτουργίας τους, είναι ο ιδανικός, σχεδόν ο ασύγκριτος από κάθε άποψη, τόπος για την άνθηση κάθε υποκουλτούρας.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το facebook.

Φανταστείτε ένα χωριό όπου οι κάτοικοί του μοιάζουν ξαφνικά να τρελλάθηκαν και εμφανίζονται σχεδόν ομού στην πλατεία του όπου αρχίζουν να ομιλούν φωναχτά ο ένας προς τον άλλον ή όλοι προς όλους. Ένα απερίγραπτο πανδαιμόνιο και μια σύγχυση γλωσσών, σκέψεων και ενεργειών εμφανίζεται και καθώς όλοι ομιλούν προς όλους, κανείς δεν ακούει στην πραγματικότητα κανέναν ει μη μόνον φαντάζεται το πώς ακριβώς μπορεί να τον ακούνε οι άλλοι και κατά πόσο έπραξε επιτυχώς το "κομμάτι" του σε αυτούς. 
Ο,τιδήποτε περνάει από τη σκέψη καθ' ενός εκάστου, η παραμικρότερη στιγμιαία αρέσκεια ή απαρέσκεια διοχετεύεται αμέσως προς τους άλλους οι οποίοι και ανταποδίδουν παρόμοια, σε ένα μαζικό παραλήρημα που φαντάζει σαν ένα φεστιβάλ συλλογικής εξομολόγησης προς έναν μεγάλο διαδικτυακό λευκό τοίχο.

Σε μια κατάσταση πραγματικά φρενήρη όπου προσωπικές σκέψεις και αυτοστιγμεί φωνασκούσα τάση ανακοίνωσης πλέον ταυτίζονται και όπου ο ιδιωτικός και ο δημόσιος λόγος ΔΕΝ διακρίνονται μεταξύ τους, μα κυρίως, σε ένα νέτγουορκ όπου ακόμα και τα επαρχιώτικα πλαίσια συμπεριφοράς φαντάζουν από συγκριτική άποψη υπερπροοδευτικά, η υποκουλτούρα γίνεται σχεδόν νόμος.

Υπάρχουν φυσικά και οι εξαιρέσεις. Έχω δει, όχι συχνά και εξαιρετικές αναρτήσεις στο facebook ή και ολόκληρες σελίδες που πασχίζουν για μια αξιοπρεπή δημιουργική παρουσία. Όμως είναι τέτοια τα πλαίσια λειτουργίας του όλου network καθώς και οι άγραφοι νόμοι συμπεριφοράς του, που ακόμα και αυτές οι αναρτήσεις ή σελίδες παρά τις καλές προθέσεις και την αξία  χάνουν τελικώς το παιγνίδι μέσα σε μια πολύ άνιση ποιότητα εν συνόλω.

Όπως και να έχει εδώ μας ενδιαφέρει απλά το πώς είναι δυνατόν η ποίηση να συνυπάρξει με μια τέτοια κατάσταση και δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με ανθρώπους μη-ποιητές που χειρίζονται το facebook για τον α ή β λόγο, κακό ή κακό ή με όσους χρησιμοποιούν το facebook περιστασιακά για να κάνουν την πλάκα τους.
Ούτε πρόκειται να ασχοληθούμε με τις συνέπειες που έχει πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό και προσωπικότητα η πολύωρη καθημερινή χρήση του facebook και των παρομοίων, όπως έχουν επισημάνει κατά καιρούς οι ειδικοί.

Μας ενδιαφέρει εν προκειμένω η ποίηση στα κοινωνικά μέσα.

 Ό,τι παρακινεί συνήθως διάφορους ποιητές και "ποιητές" να μετακομίσουν οριστικώς στα κοινωνικά μέσα, είναι ασφαλώς η ματαιοδοξία τους (που στην θετική της έννοια θα μπορούσε να είναι φιλοδοξία και ως τέτοια φυσικά επιθυμητέα) και μια παρεξήγηση της έννοιας της "αναγνώρισης".

Φαντάζει λυπηρό το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που συγγράφουν δεν έχουν καταλάβει ακόμα το απλό και στοιχειώδες που και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει: 
η αναγνώριση και η "καταξίωση" ενός έργου ποτέ δεν είναι ζήτημα του εκάστοτε "παρόντος". Είναι αρμοδιότητα μελλουσών γενεών και ανθρώπων που κατά κανόνα δεν έχουν γεννηθεί ακόμα στους καιρούς που δρα πνευματικώς ένας ποιητής.
Από εκεί και πέρα, ο,τιδήποτε μηχανευθεί η ανθρώπινη ματαιοδοξία για να ξεγελάσει στην ουσία τον εαυτό της, δεν είναι παρά απελπισία.

Και τι άλλο εκτός από απελπισία είναι η προσφυγή στην δημοφιλία ενός μικρο"πληθυσμού" επαρχιακών προδιαγραφών που αυτοεπικυρώνεται μέσα από likes και παρόμοιες φαιδρότητες;
Αν το έργο σου δεν αξίζει, όσα likes και αν επαιτείς, βάζοντας στους άλλους likes (έχω δει ποιητές και "ποιητές" ξαφνικά να επιδράμουν και να βάζουν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα έναν κατακλυσμό από likes σε σκουπιδοαναρτήσεις οι οποίες και είναι βέβαια ο κανόνας στο facebook) και όσα "φαν-κλαμπάκια" και αν φτιάχνεις για την ...ποίησή σου, πολύ απλά δεν θα μείνει τίποτα από αυτό. 
Γιατί το τελευταίο πράγμα που θα πάρουν σοβαρά οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι το απερίγραπτο χάλι της υποκουλτούρας των κοινωνικών μέσων, αν δεν λειτουργήσει και αρνητικά κιόλας εν προκειμένω.

Μένει λοιπόν το παρακάτω ερώτημα.
Κατά πόσο ένας ποιητής μπορεί να νοιώθει ακόμα ποιητής όταν αναλώνεται σε αναρτήσεις υποκουλτούρας έστω και αν ο ίδιος σε φυσιολογικές συνθήκες διοχέτευσης πνευματικής δραστηριότητας δεν θα έδειχνε τέτοια συμπτώματα.
Κατά πόσο μπορεί να παράγει κάποιος πνευματικό έργο σοβαρό, όταν ξοδεύει ώρες και ώρες σε κατά κανόνα ανούσια ή ασήμαντα σχόλια και στο να βάζει δεκάδες likes για να του ανταποδοθούν κάποια στιγμή;

Συνήθως οι αναρτήσεις και τα σχόλια στο facebook είναι ακριβώς κάτι που - όπως ορίστηκε εξ αρχής κειμένου-, χωρίς να ταυτίζεται ολοκληρωτικά με την καθημερινή ομιλία, πόρρω απέχει όμως από έναν πραγματικό καλλιτεχνικό ή δοκιμιακό λόγο.

Το θέμα είναι πως σε αυτή την δίνη της υποκουλτούρας χάνονται ή κινδυνεύουν να χαθούν πολλές φορές και αξιόλογοι ποιητές ή αλλοτριώνονται στην γραφή τους σε τέτοιο βαθμό που τρομάζεις μετά να τους αναγνωρίσεις. 

Πράγμα λογικό εξ άλλου. Η ποίηση δεν είναι για όλα τα περιβάλλοντα. Δεν μπορείς να φυτέψεις σπόρους ανθέων στους βράχους, ούτε ποιητικό λόγο στα λευκά κελλιά του facebook.
Το χαμηλό ΠΟΤέ δεν μπορεί να συμβαδίσει ή συμβιώσει με το υψηλότερο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το πρώτο απορροφά πλήρως και εν καιρώ το δεύτερο.

Η ποίηση έχει κάποιες "δεσμεύσεις". Αφ' ης στιγμής κάποιος επιλέγει αυτόν τον δύσκολο δρόμο θα πρέπει να έχει πάρει εξ αρχής τα μέτρα του να "αποκλείσει" μερικά πράγματα από την πορεία του.

Αν όχι, τότε ας μην ελπίζει πως ο σκύλος της γνωστής παροιμίας πρόκειται ποτέ να χορτάσει με μία μόνον άθικτη πίττα .


Monday, November 18, 2013

ΤΙ πάει να πει "πνευματικός άνθρωπος";


Λένε πολλές φορές : "τι έχουν να πούν οι πνευματικοί άνθρωποι γι' αυτό", "πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι να γράψουν γι' αυτό" κλπ. κλπ. 
Εκφράσεις και διερωτήσεις όχι σπάνια, και είτε υποκριτικά είτε όχι, αγωνιώδεις που στην διατύπωσή τους είναι κατά τι, λιγότερο ή περισσότερο απαιτητικές και κυρίως βέβαιες ότι η απαίτησή τους είναι και νόμιμη πάνω απ' όλα.
Είναι έτσι όμως;

Αρκεί γι' αυτό να δούμε πως σε κοινωνίες όπως η ελληνική που δεν έχουν χειραφετηθεί ακόμη από χίλια δυο πράγματα και είναι μακραίωνα εθισμένες στο πατρονάρισμα και την μακροεξουσία διαφόρων πολιτικών συμμοριών καθώς και τις μικροεξουσίες των απανταχού κομπλεξικών, ο όρος "πνευματικός άνθρωπος" έχει αποκτήσει μια αρκούντως και ιδιαζόντως μεσσιανική σημασία.
Γιατί στην Ελλάδα δεν αρκεί να είσαι, ας πούμε, ποιητής, συγγραφέας, ηθοποιός κλπ. αλλά πρέπει ταυτόχρονα να είσαι και γκουρού, πολιτικός, παρουσιαστής, "λαϊκός ηγέτης", ιερέας εξομολογητής, ηλεκτρολόγος και  μέντιουμ ακόμα, σε έναν όχλο που πάντα αναζητεί το τι φταίει σε ό,τιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του, και πάντα ψάχνει την σωτηρία του εξ ίσου σε ό,τι δη άλλο πέραν του εαυτού του.

Κατ' αρχάς ο όρος "πνευματικός άνθρωπος" είναι από τους πλέον ηλίθιους που θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί ή να αναπαράγει άκριτα.

Τι πάει να πει "πνευματικός άνθρωπος"; συνήθως τα διαθέσιμα "ποίμνια" έχουν εδώ ως φαντασίωση κάποια εξαϋλωμένη φιγούρα χαμένη στα ύψη μιας "πνευματικής ανωτερότητας" (τρόπος του λέγειν "ανωτερότητα"· μιλάμε συνήθως για εξ αρχής προδιαγραφές μετριότητας αποβλακωμένης από παρωχημένες κουλτούρες) εκ των οποίων υψών κάποτε επιρρίπτει και ένα βλέμμα προς την επιφάνεια της γης και δίνει συμβουλές επί παντός του επιστητού.

Αυτό όμως δεν είναι "πνευματικός άνθρωπος" αλλά πνευματικός Στάλιν, αν θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια. 
Το "πνευματικό" κινείται και πρέπει να κινείται πάντοτε αυτοβούλως, εκ διαθέσεως και τυχόντος προσωπικού ενδιαφέροντος και όχι εξ απαιτήσεως ή υποχρεώσεως και κατόπιν "παραγγελιών". 
Αν πέσει κανείς στην παγίδα αυτού του ιδιότυπου ολοκληρωτισμού του πλήθους, τότε μετά θα πρέπει ο ίδιος να γίνει ανελέητος "δικτάτορας" για να αντέξει την ψυχολογική πίεση από "κάτω".

Πρόκειται φυσικά το όλο concept του "πνευματικού ανθρώπου" για μια αυθαιρεσία, προϊόν όχι μόνο του διαχωρισμού χειρωνακτικής από πνευματική εργασία στην μακροπερίοδο της νεωτερικότητας του καπιταλισμού, αλλά και υστερότοκο κοινωνιών που όπως ελέχθη περιμένουν πάντοτε την σωτηρία "απ' έξω".
Και φυσικά, είναι λογικό πως με τέτοιες εξωπραγματικές αν όχι γελοίες φαντασιωτικές προδιαγραφές η "απογοήτευση" στα εκάστοτε ποίμνια καραδοκεί.

"Μα πού εξαφανίστηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι" λένε τα όχι σπάνια ορφανά προβατάκια των πολιτικών, κοινωνικών ή πολιτισμικών περιστάσεων.
Τι πάει να πει "πού εξαφανίστηκαν"; Όπου θέλουν εξαφανίστηκαν, για ποιο λόγο να σου δώσουν λογαριασμό;

"Γιατί δεν λένε τίποτε γι' αυτό οι πνευματικοί άνθρωποι;". Γιατί έτσι. Δικαίωμά τους. 
Φέρε τον μπαμπά σου και την μαμά σου να πούνε κάτι γι' αυτό, αυτούς ζητάς έτσι κι αλλιώς.

Καταλαβαίνει κανείς πάνω απ' όλα πως η φαιδρότητα που αντικειμενικά παράγεται σε ένα σκηνικό μη απογαλακτισμού ακόμα όχι μεμονωμένων ανθρώπων αλλά μιας ολόκληρης κοινωνίας, δεν μπορεί παρά να συνιστά εν ταυτώ και μια ανεστραμμένη "εξήγηση" του "τι φταίει" κάθε φορά που αυτή η επαρχιακή στη νοοτροπία ακόμα ελληνική κοινωνία χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της.

Μα πάντοτε αυτή η κοινωνία  έχανε το έδαφος. Γιατί ακόμα μπουσουλάει και δεν στέκεται στα δυο της πόδια ως αυθύπαρκτη, αυθυπόστατη και αυτεξούσια δίχως να χρειάζεται κάποιον "πνευματικό άνθρωπο" να της λέει τι θα κάνει ή να πηγαίνει για λογαριασμό της να "τραβήξει το αυτί" κάποιου πολιτικού κλπ.

Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση γνώμης από τον οποιονδήποτε, "πνευματικό" και μη, είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Και ένα δικαίωμα ποτέ δεν μπορεί να είναι υποχρέωση.

Όταν η έκφραση γνώμης καθίσταται "υποχρέωση" δεν μιλάμε τότε ούτε για Δημοκρατία ούτε για Ελευθερία, αλλά για έναν ιδιότυπο ψυχολογικό ή πολιτισμικό ολοκληρωτισμό.
Θυμίζει κάποτε, και τηρουμένων των αναλογιών, την αλήστου μνήμης υποχρεωτική ψηφοφορία στις βουλευτικές εκλογές. Contradictio in adjecto και μνημείο παραλογισμού όσο δεν πάει άλλο.

Όσο για μένα, όποιοι με αγαπάτε μην κάνετε το σφάλμα να με λογίσετε ποτέ ως "πνευματικό άνθρωπο". Είμαι αγρίμι πλήρως τόσο στην σκέψη μου όσο και στην ζωή μου.

Και το μοναδικό πράγμα που είχα κατά νου, χθες 17 Νοεμβρίου -και σε μια "επέτειο" που δυστυχώς κατάντησε με τα χρόνια να σημαίνει ένα ακόμα κλασσικά ρωμέικο φεστιβάλ πολιτικής γελοιότητας-, ήταν το γκραν πρι της F1 στο Austin του Texas.

Γιατί έτσι. Δικαίωμά μου.



Sunday, November 10, 2013

Μια επισήμανση για την "ποιητική κουλτούρα" εν Ελλάδι



Ο λόγος που πολλοί ή αρκετοί εκ των (πιο) "συγχρόνων" ποιητών στην Ελλάδα γράφουν ως εάν ζούσαν ακόμα στην δεκαετία του  50 ανάγεται εν πολλοίς στις γενικότερες αφετηρίες μιας κοινωνίας βαθειά συντηρητικής, οπισθοδρομικής και μισονεϊστικής όσο δεν πάει άλλο, ακόμα και όταν κραδαίνει  εν εξάλλω σημαίες "προοδευτικότητας" για τις ανάγκες ενός πολιτισμικού θεαθήναι.
Πράγματι, αν πάρετε ένα τυχόν ποίημα της πιο σύγχρονης "πνευματικής" παραγωγής και το συγκρίνετε με ένα ποίημα της δεκαετίας του 50, κατά μεγάλη πιθανότητα θα ανακαλύψετε έκπληκτοι πως και τα δυο ανήκουν στην ίδια εποχή. Από κάθε άποψη. Πολιτισμική, ψυχολογική, "βιωματική" αλλά και από μια τραγικώτερη ακόμα άποψη τεχνικής του στίχου και της ρυθμοποιίας (όταν υπάρχει...). 
Και φυσικά όλη αυτή η στασιμότητα από την άλλη, αυτός ο πνευματικός βάλτος, δεν είναι παράξενο που διεκδικεί συχνά και αφελώς και τις δάφνες μιας "ελληνικότητας".

Είναι πολύ φυσικό σε μια χώρα που δεν γνώρισε ποτέ Αναγέννηση, Διαφωτισμό και μια σοβαρή αστική τάξη (παρά μόνον πορτοφολάδες και κλεφτοκοτάδες πλην ελαχίστων εξαιρέσεων σοβαρών αστών) και συνάντησε πανταχόθεν την θεοσκότεινη παπαδοκρατία, το Βυζάντιο και μια συνάλληλη προς αυτά χαοτική τουρκο-ορθόδοξη κουλτούρα, να αναπτύσσεται εν παραλλήλω και ένα "εθνικό" κόμπλεξ. 
Μα φυσικά, για όλα μας φταίνε οι "ξένοι" που επιβουλεύονται την πτωχή πλην τιμία Ελλάδα. Και όλα τα στραβά και κακά της μοίρας μας οφείλονται σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από εμάς
 (και το θέμα δεν είναι η δεδομένη αρπακτικότητα του "διεθνούς καπιταλισμού", αλλά το τι έκανες εσύ για να χειραφετηθείς από την εξάρτηση... οι άλλοι κάνουν την δουλειά τους, εσύ την δική σου δουλειά όμως δεν την έκανες ).

Μια άκρατη συνωμοσιολογία λοιπόν πήρε την θέση της νηφάλιας διαγνωστικής και από την άλλη μια σχιζοφρενική σχέση τυφλής εξάρτησης και δουλικότητας αλλά και έξαλλου αναθεματισμού προς ο,τιδήποτε "ξένο" διεκδίκησε την πρωτοκαθεδρία της  Λογικής σε αυτά τα πράγματα.
Αλήθεια θυμάται κανείς την εκπάγλου κνίτικης ωραιότητας λέξη "ξενόφερτα"; Σκεφθείτε μόνο πόσο απύθμενη βλακεία μπορεί να κρύβει μια τέτοια λέξη. Λες και υπάρχει "ξένο" και "εγχώριο" στο ανθρώπινο Πνεύμα.  Ή λες και το Πνεύμα ενέχει ή ενείχε ποτέ την "εντοπιότητα" ως αξιολογική ιδιότητα.
Ως εάν ακριβώς οι "ξένοι" είναι αλλόκοτα πλάσματα, εξωγήινοι επιδρομείς προς την Ελλάδα, η οποία φυσικά έχει χρέος να ανθίσταται σθεναρώς προς κάθε απόπειρα πνευματικής υποδούλωσής της.
Μα το κυριώτερο, λες και η ευρωπαϊκή κουλτούρα δεν είναι , εξ ιστορικών αφετηριών και διαδρομών, σε μείζον ποσοστό ακραιφνώς "ελληνική", ελληνικότατη ακόμα (με την αρχαία έννοια της λέξης).

Φαντάζει τουλάχιστον απροσδόκητο και είναι σίγουρα από τα παράδοξα που μας συνηθίζει η Ιστορία, αλλά αν σήμερα θα θέλαμε να ανακαλύψουμε κάτι πραγματικά ελληνικό, αυτό δεν εντοπίζεται στον ελλαδικό χώρο, αλλά στην Ευρώπη.  
Όχι στην Ευρώπη των φαντασιώσεων του κάθε "εστετίσκου", αλλά στην πραγματική, ιστορική, με όλα τα καλά και τα κακά της, Ευρώπη.
Μόνο που δυστυχώς οι "νεοέλληνες" είναι αρκούντως νεο-γραικοί για να το αντιληφθούν και εκτιμήσουν,  και ακόμα, να το εκμεταλλευθούν με τον σωστό τρόπο και όχι δίκην επαιτείας και "κληρονομικού δικαιώματος"...  

Όμως θα πρέπει να συμπληρώσουμε ακόμα πως αν θα θέλαμε να διαγνώσουμε και κάτι "μη ελληνικό" από την άλλη, δεν έχουμε παρά να το αγναντέψουμε στον ελλαδικό χώρο των τελευταίων αιώνων...
Είναι επίσης και ακόμα περισσότερο παράδοξο, λέω, που η τουρκο-ορθόδοξη κουλτούρα βαπτίστηκε "ελληνική" και η αρχαιοελληνική στην ουσία (όπου και κυρίως, όπως εντοπίζεται στην ευρωπαϊκή της νεωτερικότητας των προσφάτων αιώνων, διατηρημένη,  παραμορφωμένη , ή αναπτυγμένη), αντιμετωπίστηκε με κνιτοπρεπέστατο τρόπο από αρκετούς συντηρητικούς ως "ξενόφερτη".

Για γέλια είναι όλα αυτά, πραγματικά. 

Όπως επίσης για γέλια είναι και τα φαινομενικώς εξ αντιθέτου συμπτώματα μιας ρηχής και άκρως δουλικής "ευρωλατρείας" που θαυμάζει συνήθως στην Ευρώπη ό,τι θα έπρεπε να απορρίπτεται και εκτιμά σε αυτήν μόνο το "ευρωπαϊκό", αλλά όχι το διαιωνίως ελληνικό...

Όμως σε όλο αυτό το χάος η ποίηση τι οφείλει να κάνει; Κατ' αρχάς, όσο ακόμα εμπλέκεται σε ηλίθια διλήμματα "ελληνικότητας" ή μη,  είναι καταδικασμένη να πισωγυρίζει στην δεκαετία του 50, όπως επισημάνθηκε και άνω. Και  "θα τρώμε στη μάπα" (για να το πούμε κάπως λαϊστί ή χυδαϊστί)  για μια ακόμα εκατονταετία τουλάχιστον, τις "αμμουδιές", τις "θαλασσίτσες",  τα "σοκάκια", τα "εκκλησάκια" και το "ζαχαροπλαστείο του θανάση στη γειτονιά" και Κύριος οίδε τι άλλο ακόμα μας επιφυλάσσει η ποιητική παρελθοντομανία και γεροντολαγνεία αυτής της χώρας.

Αν δεν γίνει κατανοητό, σε κάθε περίπτωση, πως η έννοια "ποιητής" (όπως και η ποίηση) από την φύση της είναι ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ, χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις ρηχών και επιπλάστων εντοπιοτήτων, και  περαιτέρω,  πως η ποίηση όχι μόνον δεν είναι, δεν οφείλει να είναι αλλά και δεν θα μπορούσε από την ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ να είναι ούτε "ελληνική" ούτε "ευρωπαϊκή" ούτε "κογκολέζικη", τότε θα έχουμε σε αυτή τη χώρα πολύ μέτρια πνευματική παραγωγή μεν, αλλά σίγουρα δε αρκετά ισχυρή την τάση για αλληλοφαγωμάρες των ποιητών και των "ποιητών" μεταξύ τους.  
Αν και, σε αυτή την τελευταία προοπτική της "αλληλοφαγωμάρας" (με τους γνωστικούς να την παρακολουθούν από μακριά...)  κρύβεται και ένα καλό.
Καιρός να καθαρίσει το τοπίο κάποτε και να φανεί νέο αίμα στην ελληνική ποίηση  με ένα σχετικά ακόπιαστο και ανέξοδο τρόπο χάρις στην πρόθυμη συνδρομή των χρονίως και αταιριάστως εμπλεκομένων και ακαίρως ενδιαφερομένων.