Saturday, March 20, 2010

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΗΣ

"Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ"
(Ιωάννης 1:14)


Στο κείμενό μου με τίτλο "Ποίηση και Αναγκαιότητα" ενετόπιζα τις κατά τη γνώμη μου σταθερές παραμέτρους αξιολόγησης ενός ποιητικού έργου, παράμετροι που έχουν να κάνουν τόσο με την φύση μιας συγκεκριμένης εποχής, όσο, και κυρίως, με το πέραν αυτής ως το πλεόνασμά της, το οποίο οφείλει η ποίηση να συλλαμβάνει και να "καθαρπάζει" εν εμπνεύσει και πραγματώσει, και βάσει αυτού να καθίσταται σε τελική ανάλυση διαιώνια αξία ή όχι.

Επειδή ακριβώς η ποίηση είναι περισσότερο απ' όλες τις τέχνες εκείνη που θα αποκαλούσαμε μια αναλλοίωτη σταθερά μέσα στο χρόνο, τουτέστιν, ένα μέγεθος ασάλευτης έκφρασης και παγίωσης του νοητικού μέσα σε έναν, στην κυριολεξία, χαοτικών αλλαγών κόσμο και συνεπακολούθων εξαιρετικά ασταθών οριζουσών σκέψης και εκτίμησης.

Ο κόσμος έρχεται να εκτιμήσει, η ποίηση να αποτιμήσει.

Σε μια άλλη διάσταση αναφοράς, ο πρώτος έρχεται να εξελίξει κάτι, η ποίηση, ωστόσο, μάλλον να το ακινητοποίησει στην καλύτερη πνευματική και ερμηνευτική εκδοχή του.

Όπως καταλαβαίνει κανείς όχι και τόσο εύκολα λοιπόν, η επενέργεια της ποίησης στα ανθρώπινα είναι "αριστοκρατικής" υφής και ακόμα, μια κίνηση από τα πάνω προς τα κάτω, και όχι το αντίθετο.

Όσες φορές επιχειρήθηκε να προσδωθεί μια πιο "λαϊκή" ή εσκεμμένης πρόθεσης "μαζική" διάσταση στις ποιότητες των αρμών που προσδένουν την ποίηση με τους αποδέκτες της, τότε είχαμε στην καλύτερη περίπτωση κάτι το εξαιρετικά άτσαλο ως αποτέλεσμα, και στη χειρότερη, μια πλήρη ιλαροτραγωδία.

Πράγμα άλλωστε λογικό, στο βαθμό που η ποίηση συνιστά, όχι απλά μια τέχνη, αλλά πρωτίστως ένα άβατον του Λόγου, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, συνεπώς κάτι από τη φύση του ιερόν, όχι τόσο με τη λατρευτική-μεταφορική έννοια, όσο, -για έναν πραγματικό ποιητή τουλάχιστον- με την πλέον ρεαλιστική και αδυσώπητη της λέξης.

Αν "ο Λόγος εγένετο σαρξ" για να θυμηθούμε την καταπληκτική διαπίστωση του Ιωάννη, τότε, πέρα από την ομιλία (το θείο και σκοτεινό μυστήριο της ομιλίας) και τη γραφή, η σαρξ του Λόγου είναι πρωτίστως αυτό το σώμα της ποίησης, ο ναός ενός μακροκοσμικού ανθρώπου εντός του οποίου τελούνται οι διεργασίες υψώσεώς του από το ακατέργαστο επίπεδο του νοείν μέσω του συμβατικού λόγου προς ένα είδος συγκεντρωτικής και απόλυτης σκέψης, στην οποία, μια λέξη μπορεί να έχει την αξία και την σημασία εκατό λέξεων σε κοινότερη χρήση μέσα στο καθημερινό λόγο.

Αναρωτάται συνεπώς κανείς, και εύλογα, ποια μπορεί να είναι η δημόσια στάση και θέση ενός πραγματικού ποιητή απέναντι στο ιερό μυστήριο της ποιήσεως, και στο βαθμό βέβαια που ο ίδιος είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει πως ο,τιδήποτε έχει να κάνει εδώ με μια περαιτέρω "αντικειμενικοποίηση" του Λόγου, όχι αναγκαία και νομοτελειακή, και υπαγορευόμενη από μια όχι και τόσο νοήμονα επιθυμία "μικροεπιφάνειας", "μικρομεγαλισμού" και "αυτοανάδειξης" μέσα από οποιονδήποτε τρόπο, είναι τόσο εύστοχο για τη ποίηση όσο πιθανώς θα ήταν η τοποθέτηση πηρουνιών μέσα σε ένα ανθοδοχείο... (αν και κάποιες φορές κάτι τέτοιο θα είχε αναμφίβολα ειδικό ενδιαφέρον νοσηρών συνιστωσών αλλά σε κάθε περίπτωση όχι μόνιμο).

Ο σάλος, η θορυβώδης κίνηση της "αγοράς" , οι εξ ορισμού πάντοτε γελοίοι και συμπλεγματικών εκκινήσεων "λογοτεχνικοί" καυγάδες και αστείοι διαξιφισμοί που ως κίνητρό τους δεν κρύβουν τίποτε περισσότερο από το απλοποιημένο "ζήτω εμείς, κάτω εσείς" ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ξένα σώματα προς την πραγματική ποίηση και ο συντομότερος δρόμος για την φαιδροποίησή της.

Ο χρόνος άλλωστε μέσα στον άτεγκτο βηματισμό του στην Ιστορία της Λογοτεχνίας και εν γένει του ανθρωπίνου πνεύματος, στην κυριολεξία εξανεμίζει όλα αυτά τα παρα-ποιητικά φαινόμενα και παρενέργειες και τα εναποθέτει -μαζί με τους φορείς τους- αργά η γρήγορα, είναι κάτι περισσότερο από αλήθεια αυτό, στην ανυπαρξία.

Πράγμα, βέβαια, που είναι αναμενόμενο. Επειδή ακριβώς το μυστήριο της ποίησης δεν συγχωρεί και ούτε πρόκειται να συγχωρήσει ποτέ μια περισσότερη "εκκοσμίκευση" απ' όση το ίδιο ορίζει, και περαιτέρω μια αυξανόμενη σε ποσότητα και ποιότητα "ενδοαλλοτρίωσή" του περισσότερη απ'όσο το ίδιο είναι διαθέσιμο να ανθέξει.

Όπως ακριβώς ένας ναός παύει να είναι ναός, αν οι συγκεντρωμένοι, ή ακόμα οριακότερα, οι ιερείς, αρχίζουν να φλυαρούν στα καθημερινά ή τσακώνονται και ασχημονούν ακόμα και εν τω μέσω της λειτουργίας, έτσι και η ποίηση και ο ποιητής έχουν πάψει προ πολλού να υφίστανται ως συγκεκριμένες υπαρκτές ποιότητες, όταν πλέον το κούφιο άγχος για προσωπική καταξίωση περνάει μέσα από τον ιδιάζοντα και ιδιοπαθή συνήθως "θόρυβο" και την ευτέλεια της έκπτωσης του ποιητικού λόγου σε άναρθρες αιτιάσεις και φωνασκίες, μέσα μάλιστα σε εκείνο τον "χώρο" που οφείλει πάνω απ'όλα να είναι ο ναός του Λόγου και όχι το γήπεδο εκτόνωσης του καθενός ερασιτέχνη ή σαχλοαισθηματία γραφιά.

Σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια, όπως έχει επισημανθεί αρκετές φορές από την Ιστορία της Λογοτεχνίας πρώτα παύει η ποίηση και μετά ο ποιητής.

Κατά κανόνα, η αδυναμία παραγωγής τουλάχιστον αξιοπρεπούς έργου κρύβεται πίσω από τις περισσότερες καταρρεύσεις της ποίησης και της ατμόσφαιράς της σε ένα γελοιογραφικό χάος τσακωμών, διαμαρτυριών, υστεριών, δημιουργίας "παρα-ποιήσεως" κλπ. κλπ.

Και είναι κοινό μυστικό, πως εκείνος που "επιτίθεται" πρώτος, έχει ήδη χάσει το παιγνίδι για το απλούστατο λόγο ότι με αυτή τη κίνηση αναγνωρίζει το ελλειματτικό της ποιητικής υπόστασής του.
Αν είχε και την στοιχειωδέστερη αυτοπεποίθηση και πίστη σε αυτό που κάνει, και ήταν απηλλαγμένος από κάθε αίσθημα φθόνου και ζηλοτυπίας, πολύ απλά δεν θα ένοιωθε την ανάγκη για τέτοιες αυτοκαταρρεύσεις λόγου και προσωπικότητας.

Ο ποιητής εκείνος που έχει πραγματικά δημιουργήσει μέσα στην ποίηση δεν έχει ανάγκη να προσφεύγει αυτοκαταστρεφόμενος σε τέτοιες διαδικασίες.
Ξέρει να περιφρουρεί σοφά το ταλέντο του και να μην μειγνύεται με τη σκόνη του χρόνου...
Ξέρει πάνω απ'όλα να προφυλάσσει το ιερό της ποιήσεως από την δυσλαλία μιας ψευδούς κοινωνικότητας που προσπαθεί να εξισώσει με την ανούσια υπόστασή της ό,τι δεν καταλαβαίνει και να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, όχι πια -και εδώ είναι η τραγωδία- με την πολυτροπία του ποιητικού λόγου, αλλά με τις μονοδιάστατες ταυτοποιήσεις και απλουστευτικές αποφορές της πιο επίπεδης και ρηχής, και πάντοτε όπως έχει παρατηρηθεί σε αυτές τις περιπτώσεις, "θυμικής" (μη) ποιότητας "γραφής".

Σίγουρα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για το ιερό της ποιήσεως. Είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο, πως αρκετοί δεν μπορούν να ανθέξουν την έλλειψη μιας παραποιητικής ψευδοκοινωνικότητας και των άχαρων "ζυμώσεών" της από το περιρρέοντα χώρο του ποιητικού σώματος.

Δεν μπορούν βέβαια, εκτός αν είναι...πραγματικοί ποιητές. Αλλιώς, κακά τα ψέμματα, δεν κάνουν γι'αυτή τη δουλειά.

Ο ποιητής οφείλει να μιλάει με το έργο του και μόνον.

Όπου αυτό εκλείπει , αρχίζουν τα άχρηστα "έκτροπα", τα οποία συνήθως είναι τόσο ...έξυπνα και τόσο αποτελεσματικά, όσο και ο μοναχικός ήχος του κουδουνιού της αδιόρθωτης βλακείας μέσα στο καμπανοστάσιο της πραγματικής δημιουργίας...

Από αυτή την άποψη, το άβατον της ποιήσεως είναι πραγματικό , υπαρκτό, αλλά δεν το κατανοούν, όχι οι πολλοί ή οι λίγοι, αλλά όσοι δεν πρέπει έτσι κι αλλιώς να το κατανοήσουν και δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να το κατανοήσουν στον αιώνα, ακόμα και αν η πρόθεσή τους φανεί ότι αλλάζει επ'αυτού.

Κατά συνέπεια, ούτε ο κακής ποιότητας "διαμαρτυρόμενος", ούτε ο αδιόρθωτα ερασιτέχνης, μηδέ ο κούφιος λαϊκός και συναισθηματολόγος ποιητής, μήτε και ο αναχρονιστικός "ποιητής-σπουργίτι" που με παιδιάστικους λεττρισμούς αποπειράται να περισώσει τα εννοιολογικά ναυάγιά του, γενικά, ο περιορισμένων δυνατοτήτων και βεληνεκούς, θα εννοήσουν ποτέ ότι δεν είναι τόσο το άχρωμο και μέτριο έργο τους που τους ωθεί σε μια κωμικοτραγική "υπέρβαση" προς τα κάτω των σοφά οριοθετημένων από τους αιώνες πέπλων που συγκρατούν την ποίηση από την έκπτωσή της σε καθημερινό, άσκοπο ή χυδαίο λόγο και πρακτική.

Είναι πάνω απ'όλα η αδυναμία κατανοήσεως πως το άβατον της ποιήσεως είναι βατό μόνο για εκείνους που είναι αποφασισμένοι να μιλήσουν μονάχα με το έργο τους.

Όλα τα υπόλοιπα είναι αστεία, και προοριζόμενα μόνο για τις χωματερές ούτε καν της ιστορίας της λογοτεχνίας (αλλοίμονο αν ησχολείτο με τέτοια...), αλλά αυτής της τρεχούσης καθημερινότητας.



Thursday, March 4, 2010

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ

Η ποίηση θα σκεφτούν πολλοί, και όχι αδικαιολόγητα, δεν είναι "αντικειμενικό" μέγεθος, συνεπώς η υποκειμενική προτίμηση και επιλογή ενέχουν εδώ βαρύνοντα ή πρωτεύοντα ρόλο όσον αφορά την αξιολόγησή της.

Πράγμα που είναι σχετικώς και μόνον σωστό με την έννοια ότι εφαρμοζόμενο σε μια στενή προοπτική του χρόνου ή σε ένα παρόν, και ακόμα δε περισσότερο αν λογίζεται εντός μιας ιδιωτικής συναναστροφής , μπορεί να ανταποκρίνεται σε μιαν εμπειρική αλήθεια. Η οποία τέτοια αλήθεια όμως είναι μάλλον βραχύβια.

Διότι όταν αποφασίζουμε κάποτε να θεωρούμε την λογοτεχνία sub specie aeternitatis, εκεί ανακαλύπτουμε πάντα με τρόπο που ελάχιστα επιδέχεται αμφιβολίες, πως είναι εντελώς διαφορετικά τα κριτήρια που αξιολογούν ένα έργο και ενδεχομένως το απαθανατίζουν.

Το άτομο αναφορικά προς την ποίηση προσπορίζεται συνήθως μια άλλου είδους αναγκαιότητα προσέγγισής της, εκείνη που θα του επιτρέψει να βρει κάτι που θα "ταιριάξει" με τον ήδη σχηματισμένο προσωπικό κόσμο του ή εκείνη που θα δικαιώσει κάποιες σταθερές επιλογές του.
Βέβαια, ακόμα και σε ένα τέτοιο επίπεδο, το γούστο (αν δύναται να υπάρξει τέτοιο πράγμα στη τέχνη, - αισθητική συνήθως ναι) δευτερευόντως έχει να κάνει με την προτίμηση, όχι περισσότερο τουλάχιστον από την τάση του ανθρώπου για αναγνώριση ψυχολογικών συγγενειών και ομοιοτήτων έξω από αυτόν τον ίδιο.

Ένας ολόκληρος κόσμος ωστόσο αναφορικά προς την ποίηση εκβάλλει μια εντελώς διαφορετική αναγκαιότητα αξιολόγησης και αφομοίωσής της.

Κάθε εποχή, θα έλεγε κανείς, πώς έχει πάντοτε ως μυστικό αίτημά της από την ποίηση, όχι τόσο να αντανακλάται μέσω αυτής (η ποίηση δεν είναι εφημερίδα) αλλά να εκφράζεται απ' αυτήν (πράγμα διαφορετικό από την απλή αντανάκλαση) και κυρίως να υπερβαίνεται απ'αυτήν κατά πολύ, ή τουλάχιστον να ωθείται σε ένα όριο από το οποίο αυτή η εποχή θα αναζητήσει το καινούργιο εν εξελίξει και εφαρμογή.

Συνεπώς, η αναγκαιότητα εδώ έχει να κάνει περισσότερο με την νέα έκφραση όπως επίσης και με τα εργαλεία εκείνα του λόγου που ενδεχομένως θα ανανεώσουν όχι μόνον την γλώσσα αλλά και έναν ολόκληρο τρόπο του σκέπτεσθαι και του οράν στην ποίηση αλλά και στο αντίθετο αυτής: την καθημερινότητα.

Από αυτή την άποψη ο,τιδήποτε ανήκει σε ένα "παρόν", ήτοι αρέσκειες και απαρέσκειες, συμπάθειες και αντιπάθειες, σκοπιμότητες και αγαθότητες, αλληλεγγύη και αντιζηλίες, ευεργεσίες και συμπλεγματικές καταστάσεις, αναγνωρίσεις και ζηλοτυπίες, κονιορτοποιούνται πραγματικά από την εκάστοτε επερχομένη κρίση του μέλλοντος.

Λες και σαν να μην υπήρξαν ποτέ, όλες οι αδιέξοδες ή πανικοβλημένες προσπάθειες των γραφέων για αναγνώριση, οι αγωνίες τους, οι σχεδιασμένες ή αυθόρμητες κινήσεις τους για αυτοεπιβεβαίωση σε έναν στενό συνήθως κύκλο μέσα στο χρόνο τους, αποσύρονται πίσω από τις κεκλεισμένες θύρες της Ιστορίας της Λογοτεχνίας όταν αυτή αποφασίζει -ως μια παντελώς απρόσωπη δύναμη δικαίωσης της αναγκαιότητας μιας εποχής για αρτίωση μέσω του λόγου και αυτοϋπέρβαση-, για το τι πραγματικά αξίζει να τεθεί στην πρωτοπορεία της και να εκτιμηθεί σε πρώτη γραμμή.

Ή αλλιώς, όπως θα έλεγε και ο Hegel, "die Weltgeschichte ist das Weltgericht" (η Ιστορία του κόσμου είναι η κρίση του κόσμου).

Και η κρίση, όπως μας έχει δείξει αυτή η Ιστορία είναι ένα θέμα που αφορά πάντα τους κατοπινούς και όχι τους συγκαιρινούς. Ή από τους δεύτερους, μόνον οι εκφράζοντες πλήρως και διεξοδικώς κριτικό και αποτιμητικό λόγο χωρίς προσωπικά κίνητρα μπορούν να συνεκτιμηθούν ανάμεσα στα βλέμματα του μέλλοντος.

Για να γίνουν όλα αυτά περισσότερο κατανοητά, ας πάρουμε δυο παραδείγματα από την Ιστορία της ποίησης του 20ού αιώνα.

Το πρώτο, ας έχει να κάνει με τον άνθρωπο που "διαφήμισε" (με την καλή, πνευματική έννοια) περισσότερο απ'όλους την ελληνική ποίηση στον υπόλοιπο κόσμο, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, και το δεύτερο, με τον Ezra Pound, έναν αναντίρρητα μεγάλο ποιητή του 20ού αιώνα και αμφισβητούμενη φυσιογνωμία ο ίδιος όσον αφορά τις πολιτικές (και μάλλον εξ αφελείας ωθούμενες) επιλογές του.

Ο Καβάφης ήταν τελικά ο άνθρωπος που είχε πραγματικά να πει κάτι την κατάλληλη στιγμή και όταν εκείνη η στιγμή χρειαζόταν μόνο (ή κυρίως) αυτό που είχε να πει ο Καβάφης.

'Ενα συνταιριάσμα μοναδικοτήτων, δηλαδή, αντίληψης, χρόνου και παγκόσμιας ανάγκης, αυτό ήταν ο Καβάφης, πράγματα που όπως καταλαβαίνει κανείς ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνουν ορατά στο καιρό του.
Σε αυτόν τον τελευταίο θα μπορούσε να ανεύρει κανείς μονάχα εκείνο το λογοτεχνικό πανδαιμόνιο που ανευρίσκεται και σε κάθε άλλη εποχή. Ο αγώνας των γραφέων για αναγνώριση και καταξίωση, μέσα σε ένα κυκεώνα προσωπικών προτιμήσεων και συγκρούσεων για υποτιθέμενους λογοτεχνικούς λόγους (σπάνια υπήρχαν πραγματικοί τέτοιοι) που στην ουσία δεν έκρυβαν τίποτε περισσότερο από το αφελές δίλημμα του "γιατί εσύ και όχι εγώ;".

Έπρεπε να περάσει ένα ικανό χρονικό διάστημα και να διαλυθούν όλα αυτά στην ανυπαρξία για να κατανοηθεί το μεγάλο ποιητικό βεληνεκές του Καβάφη και να αποδωθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και η δόξα του χρόνου τω ποιητή.

Το ίδιο σχεδόν μπορεί να λεχθεί και για τον Ezra Pound. Ήταν ο άνθρωπος που κατενόησε βαθύτατα και συνειδητότατα την βαθειά ανάγκη της μοντερνιστικής εποχής στην τέχνη και για επική , ολοκληρωμένη έκφραση πέρα από τον αποσπασματικό η μερικοποιημένο λόγο.

Ένα εγχείρημα σχεδόν τιτανικής ορμής το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να ιδωθεί σαν το "γούστο" ή το προσωπικό βίτσιο ενός τυχαίου ανθρώπου, στη θέση του οποίου κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένας άλλος με ένα άλλο "γούστο" ή βίτσιο, αλλά ως η ανεπανάληπτη και μοναδική ανάγκη ενός ολόκληρου κόσμου μια δεδομένη στιγμή για αυτο-ταυτο-ποίηση, αναγνώριση του εαυτού του μέσα στον και από τον εαυτό του.
Και ταυτόχρονα, μέσα σε όλη αυτή την διαδικασία καθαρής αυτογνωσίας σε μακροκοσμικό επίπεδο, αναλαμπή και προ-όραση του μελλοντικού κόσμου με νέες , φρέσκες συνιστώσες που έρχονται κάθε φορά να κατακαθίσουν στην ανθρωπότητα πρώτα στην περιοχή της ιδέας και του λόγου και κατόπιν να περάσουν σε ορατότητα πραγμάτωσης, σε όποιο βαθμό περάσουν, ολοκληρωτικώς, μερικώς ή καθόλου.

Όπως είναι εύκολα αντιληπτό λοιπόν είναι άλλο πράγμα η ατομική προτίμηση και άλλο η καθολική αναγκαιότητα της ποιήσεως.

Σε χώρες μάλιστα, όπως η Ελλάδα που το σύνδρομο αυτοϊκανοποιούμενης γήρανσης είναι μάλλον εκτεταμένο και όπου η ποίηση που γράφεται στις μέρες μας, είναι σε ένα μεγάλο (αν όχι μέγιστο) ποσοστό της γερασμένη ήδη από τη γέννησή της, καθυποβαλλόμενη μόνον από φοβίες του παρελθόντος και χωρίς φρεσκάδα, χωρίς όραμα , χωρίς ανάγκη να αποδοθεί κάτι πραγματικά καινούργιο στην εποχή της, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα προτίμηση και αναγκαιότητα δεν είναι πάντα σαφής.

Χρειαζόμαστε και εδώ ένα πραγματικά νεαρό βλέμμα αιώνων.
Μια άλλη, επιτέλους οπτική που θα μας επιτρέψει να "ξεκολλήσουμε" από ανενεργείς πλέον φόρμουλες του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη του χρόνου.

Πράγμα όμως που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να αφορά τους "πολλούς" και δεν πρόκειται ακόμα περισσότερο να είναι ζήτημα μιας ζύμωσης, ενός επηρεασμού ή μιας προπαγάνδας (αυτές οι αφέλειες αποτυγχάνουν και απορρίπτονται σε χρόνο ρεκόρ από τον βηματισμό της Ιστορίας της Λογοτεχνίας, - σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη μπορεί να έχουν ένα νόημα, στην ποίηση όμως συνιστούν απλά ανοησία), αλλά θέμα, θα έλεγε κανείς, της απρόσωπης και τυφλής επέμβασης της αναγκαιότητας του λόγου και της εποχής μέσα από συγκεκριμένα υποκείμενα και τις ατομικές πρακτικές τους στην περιοχή της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης μιας καθολικής ιδέας, ανεξάρτητα από το κατά πόσο το συνειδητοποιούν εκείνη τη στιγμή.