Η ποίηση θα σκεφτούν πολλοί, και όχι αδικαιολόγητα, δεν είναι "αντικειμενικό" μέγεθος, συνεπώς η υποκειμενική προτίμηση και επιλογή ενέχουν εδώ βαρύνοντα ή πρωτεύοντα ρόλο όσον αφορά την αξιολόγησή της.
Πράγμα που είναι σχετικώς και μόνον σωστό με την έννοια ότι εφαρμοζόμενο σε μια στενή προοπτική του χρόνου ή σε ένα παρόν, και ακόμα δε περισσότερο αν λογίζεται εντός μιας ιδιωτικής συναναστροφής , μπορεί να ανταποκρίνεται σε μιαν εμπειρική αλήθεια. Η οποία τέτοια αλήθεια όμως είναι μάλλον βραχύβια.
Διότι όταν αποφασίζουμε κάποτε να θεωρούμε την λογοτεχνία sub specie aeternitatis, εκεί ανακαλύπτουμε πάντα με τρόπο που ελάχιστα επιδέχεται αμφιβολίες, πως είναι εντελώς διαφορετικά τα κριτήρια που αξιολογούν ένα έργο και ενδεχομένως το απαθανατίζουν.
Το άτομο αναφορικά προς την ποίηση προσπορίζεται συνήθως μια άλλου είδους αναγκαιότητα προσέγγισής της, εκείνη που θα του επιτρέψει να βρει κάτι που θα "ταιριάξει" με τον ήδη σχηματισμένο προσωπικό κόσμο του ή εκείνη που θα δικαιώσει κάποιες σταθερές επιλογές του.
Βέβαια, ακόμα και σε ένα τέτοιο επίπεδο, το γούστο (αν δύναται να υπάρξει τέτοιο πράγμα στη τέχνη, - αισθητική συνήθως ναι) δευτερευόντως έχει να κάνει με την προτίμηση, όχι περισσότερο τουλάχιστον από την τάση του ανθρώπου για αναγνώριση ψυχολογικών συγγενειών και ομοιοτήτων έξω από αυτόν τον ίδιο.
Ένας ολόκληρος κόσμος ωστόσο αναφορικά προς την ποίηση εκβάλλει μια εντελώς διαφορετική αναγκαιότητα αξιολόγησης και αφομοίωσής της.
Κάθε εποχή, θα έλεγε κανείς, πώς έχει πάντοτε ως μυστικό αίτημά της από την ποίηση, όχι τόσο να αντανακλάται μέσω αυτής (η ποίηση δεν είναι εφημερίδα) αλλά να εκφράζεται απ' αυτήν (πράγμα διαφορετικό από την απλή αντανάκλαση) και κυρίως να υπερβαίνεται απ'αυτήν κατά πολύ, ή τουλάχιστον να ωθείται σε ένα όριο από το οποίο αυτή η εποχή θα αναζητήσει το καινούργιο εν εξελίξει και εφαρμογή.
Συνεπώς, η αναγκαιότητα εδώ έχει να κάνει περισσότερο με την νέα έκφραση όπως επίσης και με τα εργαλεία εκείνα του λόγου που ενδεχομένως θα ανανεώσουν όχι μόνον την γλώσσα αλλά και έναν ολόκληρο τρόπο του σκέπτεσθαι και του οράν στην ποίηση αλλά και στο αντίθετο αυτής: την καθημερινότητα.
Από αυτή την άποψη ο,τιδήποτε ανήκει σε ένα "παρόν", ήτοι αρέσκειες και απαρέσκειες, συμπάθειες και αντιπάθειες, σκοπιμότητες και αγαθότητες, αλληλεγγύη και αντιζηλίες, ευεργεσίες και συμπλεγματικές καταστάσεις, αναγνωρίσεις και ζηλοτυπίες, κονιορτοποιούνται πραγματικά από την εκάστοτε επερχομένη κρίση του μέλλοντος.
Λες και σαν να μην υπήρξαν ποτέ, όλες οι αδιέξοδες ή πανικοβλημένες προσπάθειες των γραφέων για αναγνώριση, οι αγωνίες τους, οι σχεδιασμένες ή αυθόρμητες κινήσεις τους για αυτοεπιβεβαίωση σε έναν στενό συνήθως κύκλο μέσα στο χρόνο τους, αποσύρονται πίσω από τις κεκλεισμένες θύρες της Ιστορίας της Λογοτεχνίας όταν αυτή αποφασίζει -ως μια παντελώς απρόσωπη δύναμη δικαίωσης της αναγκαιότητας μιας εποχής για αρτίωση μέσω του λόγου και αυτοϋπέρβαση-, για το τι πραγματικά αξίζει να τεθεί στην πρωτοπορεία της και να εκτιμηθεί σε πρώτη γραμμή.
Ή αλλιώς, όπως θα έλεγε και ο Hegel, "die Weltgeschichte ist das Weltgericht" (η Ιστορία του κόσμου είναι η κρίση του κόσμου).
Και η κρίση, όπως μας έχει δείξει αυτή η Ιστορία είναι ένα θέμα που αφορά πάντα τους κατοπινούς και όχι τους συγκαιρινούς. Ή από τους δεύτερους, μόνον οι εκφράζοντες πλήρως και διεξοδικώς κριτικό και αποτιμητικό λόγο χωρίς προσωπικά κίνητρα μπορούν να συνεκτιμηθούν ανάμεσα στα βλέμματα του μέλλοντος.
Για να γίνουν όλα αυτά περισσότερο κατανοητά, ας πάρουμε δυο παραδείγματα από την Ιστορία της ποίησης του 20ού αιώνα.
Το πρώτο, ας έχει να κάνει με τον άνθρωπο που "διαφήμισε" (με την καλή, πνευματική έννοια) περισσότερο απ'όλους την ελληνική ποίηση στον υπόλοιπο κόσμο, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, και το δεύτερο, με τον Ezra Pound, έναν αναντίρρητα μεγάλο ποιητή του 20ού αιώνα και αμφισβητούμενη φυσιογνωμία ο ίδιος όσον αφορά τις πολιτικές (και μάλλον εξ αφελείας ωθούμενες) επιλογές του.
Ο Καβάφης ήταν τελικά ο άνθρωπος που είχε πραγματικά να πει κάτι την κατάλληλη στιγμή και όταν εκείνη η στιγμή χρειαζόταν μόνο (ή κυρίως) αυτό που είχε να πει ο Καβάφης.
'Ενα συνταιριάσμα μοναδικοτήτων, δηλαδή, αντίληψης, χρόνου και παγκόσμιας ανάγκης, αυτό ήταν ο Καβάφης, πράγματα που όπως καταλαβαίνει κανείς ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνουν ορατά στο καιρό του.
Σε αυτόν τον τελευταίο θα μπορούσε να ανεύρει κανείς μονάχα εκείνο το λογοτεχνικό πανδαιμόνιο που ανευρίσκεται και σε κάθε άλλη εποχή. Ο αγώνας των γραφέων για αναγνώριση και καταξίωση, μέσα σε ένα κυκεώνα προσωπικών προτιμήσεων και συγκρούσεων για υποτιθέμενους λογοτεχνικούς λόγους (σπάνια υπήρχαν πραγματικοί τέτοιοι) που στην ουσία δεν έκρυβαν τίποτε περισσότερο από το αφελές δίλημμα του "γιατί εσύ και όχι εγώ;".
Έπρεπε να περάσει ένα ικανό χρονικό διάστημα και να διαλυθούν όλα αυτά στην ανυπαρξία για να κατανοηθεί το μεγάλο ποιητικό βεληνεκές του Καβάφη και να αποδωθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και η δόξα του χρόνου τω ποιητή.
Το ίδιο σχεδόν μπορεί να λεχθεί και για τον Ezra Pound. Ήταν ο άνθρωπος που κατενόησε βαθύτατα και συνειδητότατα την βαθειά ανάγκη της μοντερνιστικής εποχής στην τέχνη και για επική , ολοκληρωμένη έκφραση πέρα από τον αποσπασματικό η μερικοποιημένο λόγο.
Ένα εγχείρημα σχεδόν τιτανικής ορμής το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να ιδωθεί σαν το "γούστο" ή το προσωπικό βίτσιο ενός τυχαίου ανθρώπου, στη θέση του οποίου κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένας άλλος με ένα άλλο "γούστο" ή βίτσιο, αλλά ως η ανεπανάληπτη και μοναδική ανάγκη ενός ολόκληρου κόσμου μια δεδομένη στιγμή για αυτο-ταυτο-ποίηση, αναγνώριση του εαυτού του μέσα στον και από τον εαυτό του.
Και ταυτόχρονα, μέσα σε όλη αυτή την διαδικασία καθαρής αυτογνωσίας σε μακροκοσμικό επίπεδο, αναλαμπή και προ-όραση του μελλοντικού κόσμου με νέες , φρέσκες συνιστώσες που έρχονται κάθε φορά να κατακαθίσουν στην ανθρωπότητα πρώτα στην περιοχή της ιδέας και του λόγου και κατόπιν να περάσουν σε ορατότητα πραγμάτωσης, σε όποιο βαθμό περάσουν, ολοκληρωτικώς, μερικώς ή καθόλου.
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό λοιπόν είναι άλλο πράγμα η ατομική προτίμηση και άλλο η καθολική αναγκαιότητα της ποιήσεως.
Σε χώρες μάλιστα, όπως η Ελλάδα που το σύνδρομο αυτοϊκανοποιούμενης γήρανσης είναι μάλλον εκτεταμένο και όπου η ποίηση που γράφεται στις μέρες μας, είναι σε ένα μεγάλο (αν όχι μέγιστο) ποσοστό της γερασμένη ήδη από τη γέννησή της, καθυποβαλλόμενη μόνον από φοβίες του παρελθόντος και χωρίς φρεσκάδα, χωρίς όραμα , χωρίς ανάγκη να αποδοθεί κάτι πραγματικά καινούργιο στην εποχή της, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα προτίμηση και αναγκαιότητα δεν είναι πάντα σαφής.
Χρειαζόμαστε και εδώ ένα πραγματικά νεαρό βλέμμα αιώνων.
Μια άλλη, επιτέλους οπτική που θα μας επιτρέψει να "ξεκολλήσουμε" από ανενεργείς πλέον φόρμουλες του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη του χρόνου.
Πράγμα όμως που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να αφορά τους "πολλούς" και δεν πρόκειται ακόμα περισσότερο να είναι ζήτημα μιας ζύμωσης, ενός επηρεασμού ή μιας προπαγάνδας (αυτές οι αφέλειες αποτυγχάνουν και απορρίπτονται σε χρόνο ρεκόρ από τον βηματισμό της Ιστορίας της Λογοτεχνίας, - σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη μπορεί να έχουν ένα νόημα, στην ποίηση όμως συνιστούν απλά ανοησία), αλλά θέμα, θα έλεγε κανείς, της απρόσωπης και τυφλής επέμβασης της αναγκαιότητας του λόγου και της εποχής μέσα από συγκεκριμένα υποκείμενα και τις ατομικές πρακτικές τους στην περιοχή της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης μιας καθολικής ιδέας, ανεξάρτητα από το κατά πόσο το συνειδητοποιούν εκείνη τη στιγμή.
Πράγμα που είναι σχετικώς και μόνον σωστό με την έννοια ότι εφαρμοζόμενο σε μια στενή προοπτική του χρόνου ή σε ένα παρόν, και ακόμα δε περισσότερο αν λογίζεται εντός μιας ιδιωτικής συναναστροφής , μπορεί να ανταποκρίνεται σε μιαν εμπειρική αλήθεια. Η οποία τέτοια αλήθεια όμως είναι μάλλον βραχύβια.
Διότι όταν αποφασίζουμε κάποτε να θεωρούμε την λογοτεχνία sub specie aeternitatis, εκεί ανακαλύπτουμε πάντα με τρόπο που ελάχιστα επιδέχεται αμφιβολίες, πως είναι εντελώς διαφορετικά τα κριτήρια που αξιολογούν ένα έργο και ενδεχομένως το απαθανατίζουν.
Το άτομο αναφορικά προς την ποίηση προσπορίζεται συνήθως μια άλλου είδους αναγκαιότητα προσέγγισής της, εκείνη που θα του επιτρέψει να βρει κάτι που θα "ταιριάξει" με τον ήδη σχηματισμένο προσωπικό κόσμο του ή εκείνη που θα δικαιώσει κάποιες σταθερές επιλογές του.
Βέβαια, ακόμα και σε ένα τέτοιο επίπεδο, το γούστο (αν δύναται να υπάρξει τέτοιο πράγμα στη τέχνη, - αισθητική συνήθως ναι) δευτερευόντως έχει να κάνει με την προτίμηση, όχι περισσότερο τουλάχιστον από την τάση του ανθρώπου για αναγνώριση ψυχολογικών συγγενειών και ομοιοτήτων έξω από αυτόν τον ίδιο.
Ένας ολόκληρος κόσμος ωστόσο αναφορικά προς την ποίηση εκβάλλει μια εντελώς διαφορετική αναγκαιότητα αξιολόγησης και αφομοίωσής της.
Κάθε εποχή, θα έλεγε κανείς, πώς έχει πάντοτε ως μυστικό αίτημά της από την ποίηση, όχι τόσο να αντανακλάται μέσω αυτής (η ποίηση δεν είναι εφημερίδα) αλλά να εκφράζεται απ' αυτήν (πράγμα διαφορετικό από την απλή αντανάκλαση) και κυρίως να υπερβαίνεται απ'αυτήν κατά πολύ, ή τουλάχιστον να ωθείται σε ένα όριο από το οποίο αυτή η εποχή θα αναζητήσει το καινούργιο εν εξελίξει και εφαρμογή.
Συνεπώς, η αναγκαιότητα εδώ έχει να κάνει περισσότερο με την νέα έκφραση όπως επίσης και με τα εργαλεία εκείνα του λόγου που ενδεχομένως θα ανανεώσουν όχι μόνον την γλώσσα αλλά και έναν ολόκληρο τρόπο του σκέπτεσθαι και του οράν στην ποίηση αλλά και στο αντίθετο αυτής: την καθημερινότητα.
Από αυτή την άποψη ο,τιδήποτε ανήκει σε ένα "παρόν", ήτοι αρέσκειες και απαρέσκειες, συμπάθειες και αντιπάθειες, σκοπιμότητες και αγαθότητες, αλληλεγγύη και αντιζηλίες, ευεργεσίες και συμπλεγματικές καταστάσεις, αναγνωρίσεις και ζηλοτυπίες, κονιορτοποιούνται πραγματικά από την εκάστοτε επερχομένη κρίση του μέλλοντος.
Λες και σαν να μην υπήρξαν ποτέ, όλες οι αδιέξοδες ή πανικοβλημένες προσπάθειες των γραφέων για αναγνώριση, οι αγωνίες τους, οι σχεδιασμένες ή αυθόρμητες κινήσεις τους για αυτοεπιβεβαίωση σε έναν στενό συνήθως κύκλο μέσα στο χρόνο τους, αποσύρονται πίσω από τις κεκλεισμένες θύρες της Ιστορίας της Λογοτεχνίας όταν αυτή αποφασίζει -ως μια παντελώς απρόσωπη δύναμη δικαίωσης της αναγκαιότητας μιας εποχής για αρτίωση μέσω του λόγου και αυτοϋπέρβαση-, για το τι πραγματικά αξίζει να τεθεί στην πρωτοπορεία της και να εκτιμηθεί σε πρώτη γραμμή.
Ή αλλιώς, όπως θα έλεγε και ο Hegel, "die Weltgeschichte ist das Weltgericht" (η Ιστορία του κόσμου είναι η κρίση του κόσμου).
Και η κρίση, όπως μας έχει δείξει αυτή η Ιστορία είναι ένα θέμα που αφορά πάντα τους κατοπινούς και όχι τους συγκαιρινούς. Ή από τους δεύτερους, μόνον οι εκφράζοντες πλήρως και διεξοδικώς κριτικό και αποτιμητικό λόγο χωρίς προσωπικά κίνητρα μπορούν να συνεκτιμηθούν ανάμεσα στα βλέμματα του μέλλοντος.
Για να γίνουν όλα αυτά περισσότερο κατανοητά, ας πάρουμε δυο παραδείγματα από την Ιστορία της ποίησης του 20ού αιώνα.
Το πρώτο, ας έχει να κάνει με τον άνθρωπο που "διαφήμισε" (με την καλή, πνευματική έννοια) περισσότερο απ'όλους την ελληνική ποίηση στον υπόλοιπο κόσμο, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, και το δεύτερο, με τον Ezra Pound, έναν αναντίρρητα μεγάλο ποιητή του 20ού αιώνα και αμφισβητούμενη φυσιογνωμία ο ίδιος όσον αφορά τις πολιτικές (και μάλλον εξ αφελείας ωθούμενες) επιλογές του.
Ο Καβάφης ήταν τελικά ο άνθρωπος που είχε πραγματικά να πει κάτι την κατάλληλη στιγμή και όταν εκείνη η στιγμή χρειαζόταν μόνο (ή κυρίως) αυτό που είχε να πει ο Καβάφης.
'Ενα συνταιριάσμα μοναδικοτήτων, δηλαδή, αντίληψης, χρόνου και παγκόσμιας ανάγκης, αυτό ήταν ο Καβάφης, πράγματα που όπως καταλαβαίνει κανείς ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνουν ορατά στο καιρό του.
Σε αυτόν τον τελευταίο θα μπορούσε να ανεύρει κανείς μονάχα εκείνο το λογοτεχνικό πανδαιμόνιο που ανευρίσκεται και σε κάθε άλλη εποχή. Ο αγώνας των γραφέων για αναγνώριση και καταξίωση, μέσα σε ένα κυκεώνα προσωπικών προτιμήσεων και συγκρούσεων για υποτιθέμενους λογοτεχνικούς λόγους (σπάνια υπήρχαν πραγματικοί τέτοιοι) που στην ουσία δεν έκρυβαν τίποτε περισσότερο από το αφελές δίλημμα του "γιατί εσύ και όχι εγώ;".
Έπρεπε να περάσει ένα ικανό χρονικό διάστημα και να διαλυθούν όλα αυτά στην ανυπαρξία για να κατανοηθεί το μεγάλο ποιητικό βεληνεκές του Καβάφη και να αποδωθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και η δόξα του χρόνου τω ποιητή.
Το ίδιο σχεδόν μπορεί να λεχθεί και για τον Ezra Pound. Ήταν ο άνθρωπος που κατενόησε βαθύτατα και συνειδητότατα την βαθειά ανάγκη της μοντερνιστικής εποχής στην τέχνη και για επική , ολοκληρωμένη έκφραση πέρα από τον αποσπασματικό η μερικοποιημένο λόγο.
Ένα εγχείρημα σχεδόν τιτανικής ορμής το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να ιδωθεί σαν το "γούστο" ή το προσωπικό βίτσιο ενός τυχαίου ανθρώπου, στη θέση του οποίου κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένας άλλος με ένα άλλο "γούστο" ή βίτσιο, αλλά ως η ανεπανάληπτη και μοναδική ανάγκη ενός ολόκληρου κόσμου μια δεδομένη στιγμή για αυτο-ταυτο-ποίηση, αναγνώριση του εαυτού του μέσα στον και από τον εαυτό του.
Και ταυτόχρονα, μέσα σε όλη αυτή την διαδικασία καθαρής αυτογνωσίας σε μακροκοσμικό επίπεδο, αναλαμπή και προ-όραση του μελλοντικού κόσμου με νέες , φρέσκες συνιστώσες που έρχονται κάθε φορά να κατακαθίσουν στην ανθρωπότητα πρώτα στην περιοχή της ιδέας και του λόγου και κατόπιν να περάσουν σε ορατότητα πραγμάτωσης, σε όποιο βαθμό περάσουν, ολοκληρωτικώς, μερικώς ή καθόλου.
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό λοιπόν είναι άλλο πράγμα η ατομική προτίμηση και άλλο η καθολική αναγκαιότητα της ποιήσεως.
Σε χώρες μάλιστα, όπως η Ελλάδα που το σύνδρομο αυτοϊκανοποιούμενης γήρανσης είναι μάλλον εκτεταμένο και όπου η ποίηση που γράφεται στις μέρες μας, είναι σε ένα μεγάλο (αν όχι μέγιστο) ποσοστό της γερασμένη ήδη από τη γέννησή της, καθυποβαλλόμενη μόνον από φοβίες του παρελθόντος και χωρίς φρεσκάδα, χωρίς όραμα , χωρίς ανάγκη να αποδοθεί κάτι πραγματικά καινούργιο στην εποχή της, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα προτίμηση και αναγκαιότητα δεν είναι πάντα σαφής.
Χρειαζόμαστε και εδώ ένα πραγματικά νεαρό βλέμμα αιώνων.
Μια άλλη, επιτέλους οπτική που θα μας επιτρέψει να "ξεκολλήσουμε" από ανενεργείς πλέον φόρμουλες του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη του χρόνου.
Πράγμα όμως που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται ποτέ να αφορά τους "πολλούς" και δεν πρόκειται ακόμα περισσότερο να είναι ζήτημα μιας ζύμωσης, ενός επηρεασμού ή μιας προπαγάνδας (αυτές οι αφέλειες αποτυγχάνουν και απορρίπτονται σε χρόνο ρεκόρ από τον βηματισμό της Ιστορίας της Λογοτεχνίας, - σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη μπορεί να έχουν ένα νόημα, στην ποίηση όμως συνιστούν απλά ανοησία), αλλά θέμα, θα έλεγε κανείς, της απρόσωπης και τυφλής επέμβασης της αναγκαιότητας του λόγου και της εποχής μέσα από συγκεκριμένα υποκείμενα και τις ατομικές πρακτικές τους στην περιοχή της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης μιας καθολικής ιδέας, ανεξάρτητα από το κατά πόσο το συνειδητοποιούν εκείνη τη στιγμή.