Saturday, March 24, 2012

THOMAS EDISON: Historic American Steam Trains (Films 1897-1906)



Άλλο ένα ιστορικό φιλμ αρχείου του Thomas Edison πάνω στις αμερικάνικες ατμοκίνητες σιδηροδρομικές αμαξοστοιχίες των ετών 1897-1906.

Σκέφτομαι μερικές φορές πως η γοητεία αυτών των αρχέγονων φιλμς αρχείου έγκειται όχι τόσο στο ότι μας καθιστούν με ένα σχεδόν υπνωτιστικό τρόπο μετόχους και παρατηρητές ενός ωμού, αμέσου και μη διαμεσολαβημένου από την αφήγηση παρελθόντος, αλλά κυρίως στο ότι κατανοούμε βαθύτερα μέσα από το μυστήριο του κινηματογράφου το μυστήριο του χρόνου.

Κατά μία πρωτεύουσα έννοια και αν το αντιληφθεί κάποιος σωστά το θέμα, ο χρόνος που εγκλείεται στο φιλμ, και αντίθετα με ό,τι θα εκτιμούσε μια ορισμένη τυπική λογική, δεν είναι πλέον ιστορικός χρόνος, αλλά μυθικός χρόνος.
Το δε γεγονός πως ανά πάσα στιγμή μπορούμε να φέρουμε περασμένες στιγμές του παρελθόντος της ανθρωπότητας στην εποπτεία μας, αυτό δεν είναι παρά ένα είδος μαγικού αποτελέσματος, και δεν αναφέρομαι στην τεχνολογία, αλλά στην αποκατάσταση ενός δίκην υπερβατισμού και sub specie aeternitatis πανοράματος μέσα από το βλέμμα επί του κάθε φορά πεπερασμένου και χρονικώς εντοπιζομένου στο φιλμ.

Ο Χρόνος που μεταμορφώνεται σε Μύθο, η Ιστορία η ίδια σε τελική ανάλυση που μεταβαίνει από την ακολουθία των γεγονότων στην ουσία της, ήτοι τον άχρονο πυρήνα που εγκλείει μέσα της και σε κάθε στάδιο της, πράγμα που το κάνει ορατό ο κινηματογράφος, όλα αυτά θα μπορούσουν να συνιστούν και την φυσική νομοτέλεια κάθε δημιουργίας, με την έννοια της εγελιανής επιστροφής της Ιδέας· το Πνεύμα που ξαναβρίσκει μέσα από την Ιστορία τον εαυτό του.

Όπου το μάτι του κινηματογράφου αναπόφευκτα συναντά την εγελιανή αντίληψη περί "σύνθεσης" και επιστροφής των πραγμάτων στην πρωταρχή τους μέσα από την ιστορική εμπειρία, αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο.

Και αυτό το επίπεδο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η κινηματογραφική- κινηματοσκοπική εποπτεία.
Ο θεατής στην ουσία αισθάνεται σαν να παρακολουθεί όχι κάτι που συνέβη κάποτε, αλλά κάτι που συνέβη από πάντοτε.

Πρόκειται ασφαλώς για το νόημα μιας βαθύτερης μυσταγωγίας της θέασης του φιλμικού αρχείου,

το όλως μυστηριακό πέπλο του κόσμου που δραπετεύει απαλά από την υφή των πραγμάτων και γίνεται το πανί μιας, σε τελική ανάλυση déjà vu, κινηματογραφικής προβολής.

Προβολή στην οποία αναμφίβολα εντοπίζεται η γοητεία και μάλιστα η γοητεία της Αλήθειας:

είναι σαν να θυμόμαστε όχι εμείς οι ίδιοι αλλά το Πνεύμα μας.


Saturday, March 17, 2012

Ο LUDOLF NIELSEN ΚΑΙ Η ΔΑΝΕΖΙΚΗ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Συζητούσα με έναν φίλο μου αυτές τις ημέρες περί της σκανδιναβικής σχολής στην κλασσική μουσική και μου έλεγε το εξής: οι Σκανδιναβοί συνθέτες είναι σταθερά μιας υψηλής ποιότητας, δεν πρόκειται να βρεις δεύτερο πράγμα ανάμεσά τους.

Πράγμα ολόσωστο βέβαια, με το οποίο συμφωνώ απόλυτα. Και θα προσέθετα ακόμα πως χωρίς την σκανδιναβική σχολή η κλασσική μουσική του τέλους του 19ου και του πρώτου ημίσεως του 2οού αιώνα θα έχανε πολύ από την αίγλη και το κύρος της, μιας και τελικώς αποδεικνύεται ότι οι Σκανδιναβοί συνθέτες ήταν εκείνοι που αφομοίωσαν με τον καλύτερο τρόπο τα διδάγματα του πρώτου ρομαντισμού της γερμανο-αυστριακής σχολής μέσα από την δική τους ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και εθνολογική ταυτότητα.

Οι διαφοροποιήσεις από μουσική-συνθετική άποψη ανάμεσα στα σκανδιναβικά έθνη είναι αρκετές και σημαντικές παρά την κοινή υφολογική ταυτότητα που κάποτε μοιράζονται· επί παραδείγματι, οι Νορβηγοί, θα έλεγα πως είναι πιο "εσωτερικοί" , οι Δανοί, που θα μας απασχολήσουν περισσότερο εδώ πιο "ρομαντικοί", ενώ οι Σουηδοί ίσως πιο απρόβλεπτοι και "τρελλοί".
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει ασφαλώς στους Φινλανδούς συνθέτες και αυτό γιατί η Φινλανδία είθισται να εκλαμβάνεται γεωπολιτικώς ως Σκανδιναβία αλλά δεν είναι· εθνολογικά, γλωσσικά, φυλετικά πρόκειται για άλλη υπόθεση.
Σε κάθε περίπτωση θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό κείμενο για τους Φινλανδούς συνθέτες, οι οποίοι είναι μεν πάρα πολύ σημαντικοί αλλά ορίζουν από μόνοι τους μια σχολή, σε πολλά τουλάχιστον παρά τα κάποια κοινά στοιχεία, διάφορη της σκανδιναβικής.

Οι Δανοί συνθέτες, για να αναφερθούμε εν προκειμένω στη Δανέζικη σχολή του ύστερου ρομαντισμού, είναι συνήθως κορυφαίοι συμφωνιστές με μια μεγάλη κληρονομιά και συνέχεια στο χρόνο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα τον Niels Gade (1817-1890) που ορισμένως αποτελεί την "ραχοκοκκαλιά" της μοντέρνας μουσικής στην Δανία με τον έξοχο λυρισμό του και το ρομαντικό πνεύμα που διαπνέει συνήθως τα έργα του.
Ουδείς Δανός συνθέτης έκτοτε ευρίσκεται έξω από την σφαίρα επιρροής, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, του Niels Gade.

Πολλοί σπουδαίοι συνθέτες εμφανίστηκαν μετά τον Gade στην Δανία, με πιο γνωστό ίσως τον Carl Nielsen και τις μνημειώδεις συμφωνίες του. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι συνθέτες πρώτης γραμμής και αξίας που η δημιουργική προσπάθεια και επιτυχία τους ώρισε αυτό που θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει με σαφήνεια ως "δανέζικη σχολή", κυρίως της συμφωνίας: ο Ludolf Nielsen (1876-1939) -καμμία συγγενική σχέση με τον Carl· τα κοινά επίθετα εδώ είναι συνωνυμία-, ο μεγάλος συμφωνιστής Louis Glass (1864-1936) στον οποίο οφείλουμε μερικά διαμάντια της δανέζικης μουσικής, ο εξαίρετος επικός και ελεγειακός Hakon Børresen (1876-1954), ο κατοπινότερος και ποιοτικότατος Peder Gram (1881-1956) για να μην αναφερθούμε στον ιδιοφυή και καινοτόμο σε παγκόσμιο επίπεδο Langgaard, και αρκετοί άλλοι.

Το κλίμα στο οποίο κινούνται οι περισσότεροι από αυτούς τους συνθέτες είναι εκείνο του ύστερου ρομαντισμού, άλλοτε διανθισμένο από διακριτικές φολκ επιρροές, και άλλοτε μεταμορφωμένο μέσα από μια πολύ συγκροτημένη και πλήρους μουσικής κατάρτισης και έμπνευσης απόπειρα για μιαν επικο-ελεγειακή συνέχεια στο χρόνο του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα εκείνο ενός Bruckner και ενός Brahms, αλλά και άλλων.

Από τα σύνολα έργα αυτών των προαναφερομένων Δανών συνθέτων, έχω, θα έλεγα, μια ιδιαίτερη αδυναμία σε εκείνο του Ludolf Nielsen· προσωπικά πιστεύω πως είναι κορυφαία περίπτωση συνθέτη και αρκεί ίσως το ηχητικό δείγμα από την Τρίτη Συμφωνία του (andante con moto-poco piu moto) που διάλεξα να ακούγεται από τον player δεξιά για να το επιβεβαιώσει.

Σε κάθε περίπτωση, θα έλεγα σε κάθε φίλο της κλασσικής μουσικής που δεν έχει ασχοληθεί ακόμα ή ιδιαίτερα με την δανέζικη σχολή, να το κάνει σύντομα. Θα μείνει άναυδος από την λαμπρή δημιουργική πορεία μερικών μοναδικών συμφωνιστών στον κόσμο.



Monday, March 12, 2012

Reiko Hozu plays STOCKHAUSEN KLAVIERSTÜCK X




Για όσους φανς του Karlheinz Stockhausen εκεί έξω, που ξέρω ότι διαβάζουν συστηματικά το Century Camera II, έχω να πω το εξής:
Aυτή εδώ μπορεί να είναι και η καλύτερη εκτέλεση που έχω ακούσει ποτέ σε Klavierstück του Stockhausen και συγκεκριμένα στο Klavierstück Χ. Έργο πολύπλοκο και δύσκολο στην ερμηνεία, το έχουν αναλύσει οι μουσικολόγοι πολλάκις και ακόμα δεν το έχουν "εξαντλήσει"!
Έχω την εντύπωση ωστόσο πως η Ιαπωνίδα πιανίστρια Reiko Hozu μάλλον πρέπει να έχει "πιάσει" ακριβώς αυτό που είχε στο μυαλό του ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης του 20ού και 21ου αιώνων.


Ακούγεται το τρίτο μέρος από το Klavierstück X, καλή ακρόαση!

Sunday, March 4, 2012

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, Μέρος Β΄

Έως τώρα διαπιστώσαμε πως η καντιανή Verstand (διάνοια, κατανόηση) διαφοροποιεί την ποίηση μέσα στον εαυτό της, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατόν αυτή η τελευταία να απεμπλέκεται από την μαζική, αδιαφοροποίητη θάλασσα της αισθητηριακότητας (Sinnlichkeit), επί της οποίας πλέει, είναι αλήθεια, με ακράτητες ελπίδες η μεγάλη πλειοψηφία των ποιητών και της ποιητικής παραγωγής, αγνοώντας πρόθυμα ωστόσο ότι σε μια τέτοια προοπτική ο λιμένας του Λόγου δεν είναι τόσο εύκολα ορατός στον ορίζοντα...

Η Κατανόηση, η λειτουργία της διάνοιας εδώ είναι απόλυτα σημαντική, όμως δεν θα ήταν αρκετή στο βαθμό που δεν θα συναρτάτο με μια ασφαλούς ισχύος λογική ικανότητα (Vernunft, ο Λόγος με την μόλις προαναφερθείσα έννοια, ήγουν, η λατινική Ratio εξ ης η γαλλική raison και η αγγλική reason).
Και φθάνουμε κατά αναμενόμενη ακολουθία στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της καντιανής αναπαράστασης και ερμηνείας της αντιληπτικής-διανοητικής διαδικασίας, και ορισμένως, το πλέον κρίσιμο.

Γιατί εδώ ακριβώς είναι η ποίηση.

Όμως πώς θα μπορούσε αλήθεια να νοηθεί μια λογική ικανότητα στην ποίηση και μάλιστα ως πρώτιστος όρος ποιοτικής αξιολόγησής της και διαφοροποίησής της από την ατέρμονη αναπαραγωγή της αισθητηριακότητας;

Για να απαντήσουμε σε αυτό όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα, θα πρέπει εξ αρχής να διαλύσουμε μια παρερμηνεία, η οποία καίτοι (θα έπρεπε να) έχει διαλυθεί από τον χρόνο και την ύπαρξη κάθε σημαντικής ή επιδραστικής ποίησης ανά τις εποχές και τις περιόδους της ανθρωπότητας, εν τούτοις εμμένει ακόμα ως το σκοτεινό αντιπάρεργο μιας μάλλον ενθουσιώδους αμάθειας και επιπόλαιης εξιδανίκευσης του ανορθολογικού στοιχείου στην ποίηση (υπαρκτό βέβαια, αλλά όχι κάτι παραπάνω από μηδέν χωρίς την ενότητά του με το λογικό στοιχείο), επειδή φαντάζει πιο "βολικό", και ακόμα δεν απαιτεί κάποια ιδιαίτερη παιδεία ή ταλέντο ή νοητική ευφυία κατά την συγγραφή του.

Όπως είδαμε στις αναφορές περί της Sinnlichkeit, η οποιαδήποτε μονομερής περιγραφή της σε στίχους και η μη περαιτέρω άρνησή της (να το πούμε εγελιανά) σε διάνοια, τουτέστιν η ανακύκλωση από το χάος των αισθητηριακών εντυπώσεων πίσω πάλι σε αυτό, οδηγεί σε μια αντίφαση εν όροις: η δημιουργία πολύ απλά παύει να έχει αντικειμενικό θεμέλιο και υφίσταται μόνο ως πρόθεση και κενή αφαίρεση χωρίς εσωτερική ενότητα μέσα της και σαφή εκδήλωση έξω της.

Ποια είναι ακριβώς αυτή η "διάνοια" με όρους ποίησης; είναι στην ουσία, θα λέγαμε, τρεις: αισθητική διάνοια, λογική διάνοια και όσον αφορά ΕΙΔΙΚΑ την ποίηση υπερλογική διάνοια η οποία δεν έχει να κάνει τίποτε με τον ανορθολογισμό! Αυτά τα τρία είδη διάνοιας στην σχέση τους με την ποιητική δημιουργία, είναι στην ουσία ΜΙΑ διάνοια, ενωμένη ως ολότητα ανά πάσα στιγμή στις τρεις μορφές της οι οποίες κατά την διαδικασία της ποιητικής αναιρούνται η μια στην άλλη συνεχώς, έτσι ώστε να είναι κατά καλλιτεχνική αρτιότητα μορφικής εξαγωγής της ποιητικής ουσίας από τους συγκεκριμένους κάθε φορά στίχους, αναγνωρίσιμες μέσα στο άλλο τους.

Εφ' όσον λοιπόν στην ποίηση της Sinnlichkeit δεν μεσολαβεί ένας τρίτος όρος ικανός να συνθέσει τα αντίθετα, την αισθητηριακότητα και τον λόγο, τότε δεν έχουμε παρά μια επανάληψη σε απροσδιόριστο συγγραφικό χρόνο του ιδίου κενού περιεχόμενου, η άλλιώς το εγελιανώς οριζόμενο "κακό άπειρο" που συνεχώς αναπαράγει την ταυτότητα του χωρίς καμμία διαφορά μέσα του, άγοντας τα πράγματα σε μια ποσοτική αντίληψη της διάνοιας και όχι ποιοτική.
Σε αυτή την περίπτωση το θεμέλιο του Λόγου (με την κλασσική έννοια εδώ και όχι της Vernunft) δεν είναι ορατό, η πρόθεση εκλαμβάνεται ως το παν αντί του αποτελέσματος και γίνεται προσπάθεια εξωραϊσμού αυτής, ενώ η οποιαδήποτε φυσική έφεση προς την κακοτεχνία επιχειρεί να δικαιολογείται μέσα από μια αυθαίρετη και αρνητική δογματικότητα, η οποία και διακρίνεται εύκολα από την απόπειρά της να υποκαταστήσει ένα πλήρους δομής ορθονεμημένο σκεπτικό από τυχαίες, άτσαλα προστιθέμενες μεταξύ τους, ετερόκλητες και χωρίς κατανόηση αναφορές σε ό,τι δη (ή αλλιώς "ό,τι να' ναι").

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το λογικό στοιχείο στην ποίηση κάθε άλλο παρά εξαφανίζεται... Ίσα ίσα, είναι εκείνο που μπορεί να δομήσει και να προβιβάσει το ανορθολογικό στοιχείο της σε υπερλογικό.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για την ίδια την λειτουργία της λογικής ικανότητας μόνο που αυτή την φορά (και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο ορίζεται ως "υπερλογικό") δεν έχει να κάνει με το Είναι των πραγμάτων αλλά με το Δέον τους.

Συνεπώς η λογική ικανότητα είναι αυτό το Είναι, ενώ η υπερλογική το Δέον, που όπως είδαμε δεν συνιστά ευχετήριο κατηγορία, αλλά οραματική και αναπλαστική.

Και ακόμα, το λογικό στοιχείο είναι εκείνο που επιτρέπει στο προσωπικό ύφος και στυλ να υπάρξει, επειδή ακριβώς η αισθητηριακότητα είναι παθητική αρχή, αντανακλά χωρίς να δημιουργεί μια νέα ποιότητα και μια διαφορά σε αυτή την αντανάκλαση (έστω και αν νομίζει, δίκην προθέσεως ότι δημιουργεί), ενώ αντίθετα, η διάνοια είναι ενεργητική αρχή, και κατά λογική συνέπεια, εξαναγκάζει την εξατομίκευση να προβάλλει μέσα από την θάλασσα των εξωτερικών αισθητηριακών εντυπώσεων.

Αυτός είναι ο λόγος που οι ποιητές εκείνοι οι οποίοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του κατανοείν και της διάνοιας στην ποίηση κατορθώνουν να έχουν προσωπικό ύφος και στυλ και τα ποιήματά τους είναι αμέσως αναγνωρίσιμα ως γραφή μεταξύ άλλων ποιημάτων, ενώ, αντίθετα, μέσα στην παρ' ελπίδα μεγάλη πλειοψηφία των ποιητών που εμμένει στον άσκοπο βάλτο της συναισθηματολογίας και της σχεδόν ταυτολογικής αναπαραγωγής της αισθητηριακότητας, κανένας από αυτούς δεν ξεχωρίζει από τον άλλον... Αν παραθέσει κάποιος ποιήματά τους το ένα δίπλα στο άλλο, αποκρύπτοντας τα στοιχεία ταυτότητάς τους, θα είναι στην κυριολεξία αδύνατον να μαντέψει ή να ξεχωρίσει τι ανήκει και σε ποιον.

Και αυτό συμβαίνει επειδή ακριβώς η λογική ικανότητα στην ποίηση είναι επίσης, αν όχι κυρίως, πλήρως υποκειμενικοποιημένη δημιουργία· εδώ το κάθε τι δεν γυρνάει πίσω στο χάος του ακατέργαστου γλωσσικού ασυνειδήτου, αλλά γίνεται συνειδητό. Η ποίηση πάνω απ' όλα είναι μια όχι υποσυνείδητη λειτουργία (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλά πράγματα δεν επισυμβαίνουν σε αυτήν υποσυνείδητα) αλλά μια νέα συνείδηση της έννοιας. Και ένας (προοριζόμενος να γίνει) απόλυτα συνειδητός νέος κόσμος.


Επομένως, φθάνουμε τώρα σε ένα σημείο της σκέψης μας που αναπόφευκτα οφείλουμε ένα ορισμό περί της λογικής ικανότητας (Vernunft) στην ποίηση. Αν θέλουμε να είμαστε όσο το δυνατόν ακριβέστεροι (εγώ τουλάχιστον δεν θα σκεφτόμουν κάτι άλλο ), τότε δεν θα μπορούσαμε παρά να καταλήξουμε εδώ:

Η ποιητική λογική ικανότητα (die poetische Vernunft) είναι η ταυτότητα της αισθητικής και της έννοιας.

Ας το δούμε λίγο περισσότερο αυτό.

Κατ' αρχάς η αισθητική από μόνη της χωρίς την έννοια, δεν έχει νόημα και αίρει εαυτόν στο επίπεδο του απλού "γούστου" όταν δεν υπάρχει η δεύτερη, επειδή ακριβώς είναι η έννοια που είναι το μέτρο της πρώτης και ακόμα, η αναγκαία άρνησή της ούτως ώστε να παράγεται ο ποιητικός λόγος.
Επιπροσθέτως δε, για να αντιληφθούμε ακόμα περισσότερο το αδιέξοδο μιας (ψευδ)αισθητικής χωρίς εννοιολογία, ας αναλογιστούμε το εξής: η αισθητική ποτέ δεν τελείται εν κενώ ή ανεξάρτητα του περιεχομένου. Στο βαθμό που το όντως ποίημα τόσο ως Όλο όσο και στα επιμέρους στοιχεία του είναι αναντικατάστατο, τότε απαιτεί ή προϋποθέτει και την συγκεκριμένη αισθητική του, η όποια δομείται ισομερώς και ισοχρόνως (με μια έννοια "ποιητικού" χρόνου) στις έννοιες του ποιήματος.

Για να γίνει κατανοητό αυτό, ας σκεφθούμε το εξής "πείραμα": στο βαθμό που με ευκολία μπορούμε να φανταστούμε μια ποίηση αλλιώς (είτε καθ'ολοκληρίαν, είτε εν μέρει ή ακόμα μεμονωμένα σε ένα ποίημά της), τουτέστιν μπορούμε με άνεση σχετική ή μεγαλύτερη να την αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο, χωρίς να έχουμε έλλειμμα ουσίας, τότε πολύ απλά αυτή η ποίηση δεν ανάγεται στην σφαίρα της ούσης ποίησης, είναι ένα τυχαίο προϊόν της θυμικής ή πιο ακατέργαστης σκέψης και έμπνευσης και εύκολα μπορεί να αναπληρωθεί από κάτι εξ ίσου τυχαίο.
Εφ' όσον δεν μπορεί να "κρατήσει" σώο το θεμέλιό της στην διαδικασία της αντικατάστασής της και να την αποτρέψει, τότε πολύ απλά η αισθητική εδώ δεν ταυτίζεται με την έννοια στην εσωτερική διαφορά και αντίθεσή τους, και οποιαδήποτε ενότητα μορφής και περιεχόμενου είναι απλά ανύπαρκτη στον βαθμό που ο,τιδήποτε μέσα στο ποίημα μπορεί πανεύκολα να αλλαχθεί παράγοντας ακριβώς το ίδιο ρηχό (χωρίς να μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση) αποτέλεσμα.

Αυτό υποδηλώνει πέραν μιας οριστικής και απόλυτης αναγκαιότητας της ύπαρξης ποιητικής λογικής ικανότητας στην ποίηση, και κάτι πιθανώς ακόμα δραματικότερο για την μέση ανυποψίαστη ποιητική συνείδηση: ότι η ποίηση είναι κάτι παραπάνω από την επιθυμία της και κάτι πλήρως (α)διάφορο της οποιασδήποτε θυμικότητάς της.

Συνιστά συνεπώς περισσότερο μιαν "αντικειμενική" υπόσταση απ' όσο μπορούν να φανταστούν οι επαφιόμενοι στην βολικότητα του "υποκειμενικού γούστου" (που, όπως εύκολα μπορεί να μην καταλάβει κάποιος, πάντοτε θα ορίζει a priori, εξ αρχής και εκ φύσεως και όχι εκ των αξιολογικών υστέρων μια παρωδία αισθητικής), της πρόθεσης και της τυχάρπαστης, ερασιτεχνικής μεθόδου.


(συνεχίζεται)