Sunday, December 26, 2010

Ilhan Mimaroglu - Jean Dubuffet: Η Συνάντηση

Το ηχητικό-ηλεκτρονικό έργο του ζωγράφου και γλύπτη Jean Dubuffet κυμαίνεται συνήθως σε στενή ακολουθία και "συνήχηση" τόσο του ιδιότυπου και πολύ προσωπικού στυλ του στις εικαστικές τέχνες, όσο ακόμα και με τις εκφάνσεις της μεταπολεμικής avant-garde που προέρχεται από τον χώρο της κλασσικής μουσικής, έτσι όπως μπορούν να ανιχνευθούν, κυρίως, στο έργο του πολύ σημαντικού Τούρκου συνθέτη της ηλεκτρονικής μουσικής Ilhan Mimaroglu, ο οποίος, ως γνωστόν, έζησε και δημιούργησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Οι δύο καλλιτέχνες ήταν φίλοι επί σειρά ετών και επηρέασαν ο ένας τον άλλον με τις πολύ πρωτότυπες, ρηξικέλευθες και δημιουργικές ιδέες τους.

Κατά μία έννοια η ηχητική του Mimaroglu (σε ορισμένες περιπτώσεις καθίσταται σχεδόν αδύνατον να ομιλούμε περί "μουσικής", συνεπώς ο όρος "ηχητική" κρίνεται ως ο πλέον κατάλληλος), είναι το αντίστοιχο της αφηρημένης ζωγραφικής του Dubuffet στο χώρο της avant-garde, όπως επίσης και το αντίθετο, αν και σε ίσως μικρότερο βαθμό, η εικαστική του Dubuffet είναι "δομημένη", τουλάχιστον σε κάποια έργα της, στην αντιφατική "μονοδιάστατη πολυσημία" του έργου του Τούρκου συνθέτη.

Περαιτέρω, τόσο το έργο του ενός, όσο και του άλλου, εκκινούνται από μια θρυλική υπεροχή του 20ού αιώνα στην ανθρώπινη συνείδηση, για να καταλήξουν παραδόξως στο απρόσωπο και μυστηριώδες μιας προϊστορικής σπηλαιογραφίας είτε ηχητικώς είτε αναπαραστατικώς στην εικόνα. Το δεύτερο, ισχύει βέβαια για τον Dubuffet, του οποίου η αφηρημένη τέχνη πάντοτε διακατείχετο από ένα είδος αναπαραστατικότητας, σε σημείο που η έννοια του "αφηρημένου" υπονομεύεται εδώ τόσο πολύ, ώστε να καταλήξει ξανά σε μια σύμπτωση και ταυτότητα με το συγκεκριμένο στην εικονοποιία, τέτοιες όπως μπορούν να ανευρεθούν μονάχα στην πολύ πρώιμη ανθρωπότητα.
Και οι δύο καλλιτέχνες, κατέδειξαν με ίσως οριακό τρόπο της προϊστορικότητα αυτής της ίδιας της Ιστορίας, και ακόμα, το αρχέγονο έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζονται η τεχνική και η πρωτοπορεία του 20ού αιώνα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 60 ωστόσο ο Jean Dubuffet άρχισε να πειραματίζεται και να εκφράζεται και με ήχους, δημιουργώντας εν τέλει ένα έργο που καταλαμβάνει την έκταση δύο CDs, τα οποία επιμελήθηκε και παρουσίασε στο κοινό ο Ilhan Mimaroglu.

Στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, η ηχητική του Dubuffet, δεν είναι κάτι καινούργιο στην όλη του αντίληψη για την τέχνη, και δρα μάλλον "συμπληρωματικά" εν είδει παρέργου στην όλη καλλιτεχνική πορεία του. Δίνει ωστόσο μια ισχυρή "εικόνα" για τον κόσμο της avant garde σε εποχές όπου τα πάντα ήταν πολύ "φρέσκα" και οι καλλιτέχνες δεν σταματούσαν να αναζητούν συνεχώς νέες εκφραστικές δυνατότητες και να εφαρμόζουν τολμηρές ιδέες αδιαφορώντας πθανώς και για αυτό το "εφαρμόσιμό" τους.

Από το player δεξιά ακούγεται μία σύνθεση του 1965, του Ilhan Mimaroglu, το "White Cockatoo" .


Στην κάτω φωτογραφία, ο Ilhan Mimaroglu ενώ περιδιαβαίνει με όλη την άνεσή του τον χώρο μιας έκθεσης έργων του Jean Dubuffet.

Wednesday, December 15, 2010

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η ποίηση ανέκαθεν ήταν η πιο αντικοινωνική διαδικασία και λειτουργία που θα μπορούσε να υπάρξει σε αυτόν τον κόσμο. Επειδή ακριβώς το αποτέλεσμά της όχι μόνο δεν καθίσταται άμεσα χρηστικό από το βασίλειο της παραγωγής και της συνάλληλης με αυτήν "πνευματικής ζωής" , αλλά τουναντίον, το υπονομεύει με έναν έμμεσο και καθόλου φανερό τρόπο, και στο βαθμό που μιλάμε για την πιο συνειδητή και πραγματική ποίηση, χωρίς να σκοτίζεται ή να ενδιαφέρεται καν να υπονομεύσει αυτό το βασίλειο.

Σε αυτό το σημείο εντοπιζόταν πάντοτε η διαφορά της ποίησης από μια κοινωνική ή πολιτική ιδεολογία και πρακτική. Η δεύτερη ενδιαφέρεται πάντα να υπονομεύσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων συνειδητά και να την αντικαταστήσει με μιαν άλλη τάξη.

Η ποίηση ωστόσο μάλλον υπερβαίνει στην προοπτική της κάθε κοινωνική οργάνωση και συνοχή, αδιαφορώντας απλά για την ύπαρξή της. Μιλώντας με όρους ιστορικούς, δεν αποκλείεται η ποίηση να ορίζει μια "νεο-γνωστική" διαδικασία, έξω βέβαια (τουλάχιστον κατ' ανάγκην) από θεολογικές και συμπαντολογικές γραμμές, έτσι όπως αυτές ανευρίσκονταν στους Γνωστικούς.

Ακόμα η διαφορά της ποίησης από την Αναρχία δεν είναι μικρότερη (παρά τις εκλεκτικές συγγένειες, περισσότερο ή λιγότερο επιφανειακές), μιας και η δεύτερη σε τελική ανάλυση αναζητά μια συγκροτημένη και σαφώς οργανωμένη σε διακοινωνική βάση τάξη από την οποία απλά θα εκλείπει η κεντρική κεφαλή της εξουσίας και τα πάντα θα στηρίζονται στις αυτοδιοικούμενες κοινότητες.

Όμως η ποίηση αδιαφορεί παντελώς και γι' αυτό. Γι' αυτήν η κοινωνία, κάθε κοινωνία είναι ο θάνατος του πνεύματος, και ακόμα ο θάνατος της ανάμνησης ενός υπαρξιακού και υπεριστορικού Μυστηρίου από το οποίο πηγάζει κάθε ζωή, και που η ίδια επιχειρεί να το αναμιμνήσκεται. Σε μια κίνηση που είναι στην ουσία της αντι-ιστορική, όσο βαθειά (και ακριβώς γι' αυτό) και αν αντιλαμβάνεται ο ποιητής την Ιστορία, και ακόμα, υπερ-χρονική.

Όμως η εξω-ιστορική μετατόπιση του ποιητή δεν είναι και δεν μπορεί να συνιστά μια στείρα άρνηση της Ιστορίας, αλλά τουναντίον, μια βαθειά γνώση και συνείδηση της Ιστορίας, ωστόσο θεωρώντας αυτή την τελευταία σε κάθε περίπτωση όχι ως μια διαδικασία των αιώνων που μπορεί να βρει μια απόληξη στον εαυτό της αλλά έξω από αυτόν.

Δεν επιθυμεί η ποίηση να βρει μια θέση στην Ιστορία, αλλά να βρει τον θρόνο της έξω από την Ιστορία. Η ίδια είναι μια (προ)εδεμική απόληξη ενός μεταεδεμικού πανδαιμονίου.

'Ενας μιλτονικός Ξανακερδισμένος Παράδεισος που ακόμα ασφυκτιά στις άγονες πνευματικές ερήμους μιας άχρωμης και συμβατικής κοινωνικής Κόλασης. Φέροντας βέβαια πάνω του όλη την εμπειρία της Κόλασης (τουτέστιν της ανθρώπινης Ιστορίας) , μιας και το υλικό δόμησης αυτού του ξανακερδισμένου παραδείσου της ποίησης, δεν μπορεί παρά να είναι αυτή ακριβώς η εμπειρία της κόλασης, και εδώ τα πάντα μας ανάγουν σε μια εγελιανή κάθοδο, αντικειμενικοποίηση και υπέρβαση-αυτοεπιστροφή που επιχειρεί ένα παγκόσμιο Πνεύμα.

Πάντοτε είχα την εντύπωση πως ο διορατικός Γερμανός φιλόσοφος, (πριν "ανασκευαστεί" εκ δεξιών και αριστερών από τους μαθητές του) είχε συλλάβει εδώ μια μεγάλη ουσία της Ιστορίας. Ο Χέγκελ, υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα ο πιο μεγαλοφυής Γνωστικός όλων των εποχών (η έννοια της "αντικειμενικοποίησης" ήταν εκπληκτικά κεφαλαιώδους σημασίας για όποιον θέλει να αντιλαμβάνεται βαθύτερα αυτά τα πράγματα), όσο και αν επιχείρησε ο ίδιος να καταρρακώσει τις ιδέες του ανεπιτυχώς, με την αποθέωση του Πρωσσικού κράτους. Γιατί είναι αλήθεια πως κάποτε η μεγαλοφυία ενός ανθρώπου μπορεί να είναι τόσο ισχυρή, ώστε όσο και αν προσπαθήσει αυτός ο ίδιος να την μειώσει, τούτο δεν επιτυγχάνεται.

Από αυτές τις απόψεις, κάθε όραμα για την ποίηση ως πνευματική δραστηριότητα που "μπορεί να αλλάξει τον κόσμο" δεν είναι μόνο ασύστατο αλλά και βαθειά αντιποιητικό. Πέρα βέβαια από το γεγονός πως είναι απλά αδόκιμο από κάθε στοιχειωδώς πρακτική έννοια. Κανένας κόσμος δεν άλλαξε επί τόσους αιώνες από την ποίηση, ακόμα και από την πλέον επιδραστική ανά τις εποχές, καμμιά κοινωνία δεν συνυπολόγισε έστω και κατ' ελάχιστον την ποιητική δραστηριότητα στην κίνησή της μπροστά.

Η ποίηση δεν είναι εδώ ούτε για ν' αλλάξει τον κόσμο ούτε και την λάμπα στο ταβάνι. Πρόκειται για την πιο βαθειά και πλήρως αντιπρακτική κίνηση του homo sapiens-sapiens.
Και πάντοτε παρέμενε και θα παραμένει "εκτός των τειχών", αλλά κατά ένα σκανδαλωδώς μυστηριώδη τρόπο "εντός του παλατιού".
Όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται "να αλλάξει κανένα κόσμο", αλλά είναι αμφίβολο και το κατά πόσο μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά έναν άνθρωπο, στο βαθμό που αυτός για να αρχίσει να ασχολείται με την ποίηση, είτε αναγνωστικώς είτε με άμεσο τρόπο δημιουργικώς, δεν μπορεί παρά να ήταν ήδη "αλλαγμένος" και απλά να ανατροφοδοτεί την "διαφορά" του από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα, μέσω της ποίησης.

Γενικά, η ποίηση, δεν είναι εδώ για να "αλλάξει" κάτι. Αλλά μάλλον για να καταδεικνύει εκείνο που δεν αλλάζει ποτέ, και το οποίο ακόμα κείται μισοβυθισμένο σε έναν ύπνο αιώνων, και εντός του ανθρώπου.
Ή αλλιώς, μπορεί η ίδια να μην συνιστά τίποτε άλλο από το ψευδώνυμο της μίας Αλήθειας, όταν αυτή δεν θέλει να υπογράψει με το όνομά της.




Saturday, December 11, 2010

Η "ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ" ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Η ποίηση, όπως έγραφα και σε ένα άλλο ιστολόγιό μου, δεν έχει καμμία άλλη "υποχρέωση" ει μη εκείνη που φέρει προς τον εαυτό της. Τουτέστιν να είναι αισθητικώς άρτια και να θέλει να μιλήσει για κάτι όντως σημαντικό.
Οποιαδήποτε άλλη "υποχρέωση" που επιχειρείται να εμβολίζεται έξωθεν προς την ποίηση (και αυτό βέβαια αφορά και την τέχνη γενικώτερα), δεν είναι παρά προβολή εξωποιητικών ή και πλήρως αντιλογοτεχνικών αιτιάσεων προς ένα σώμα γραπτού λόγου, που, κακά τα ψέμματα, είναι αναφορικό και δικαιωματικό μόνον προς τον εαυτό του.

Είναι πολύ φυσικό, και όχι γι' αυτό λιγότερο απλοϊκό ως σκέψη, πως οι κατά κανόνα υψηλές συνισταμένες έκφρασης και διατύπωσης της πραγματικής ποίησης, όπως επίσης και το κλίμα "κάθαρσης" που επιφέρει στα ανθρώπινα μέσω του Λόγου, να μην μπορεί παρά να γεννούν κάποτε "μεσσιανικές" προσδοκίες στους λιγότερο υποψιασμένους "οπαδούς" της.

Και αυτό γιατί οι άνθρωποι έχουν πάντοτε την τάση να προσωποποιούν αφελώς υπερπροσωπικά φαινόμενα όπως η Τέχνη, και να απαιτούν τόσο από αυτήν όσο και από τον καλλιτέχνη, άλλου είδους "υπηρεσίες", κοινωνικές, πολιτικές κ.ά.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χίμαιρα από μια τέτοια θέληση, και ακόμα είναι και δείκτης στοιχειώδους ευφυίας, να μην απαιτεί κανείς τίποτε περισσότερο από μια ιδιότητα πέραν όσων αυτή επαγγέλλεται.
Η μόνη απαίτηση που μπορεί να έχουμε από τον ποιητή, δεν είναι παρά ποίηση όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητας, όπως δεν θα μπορούσαμε να έχουμε άλλη απαίτηση από τον ταξιτζή από το να μας μεταφέρει με το ταξί στο προορισμό μας, όσο το δυνατόν πιο άνετα.

Ο ποιητής, επι παραδείγματι, δεν είναι πολιτικός, μπορεί βέβαια να έχει τις οποιεσδήποτε πολιτικές απόψεις του, αλλά αυτές δεν προσθέτουν στο, ή αφαιρούν τίποτε από, το έργο του και την κατανόησή του.
Πολλώ δε μάλλον δεν θα μπορούσε να είναι κοινωνικός λειτουργός ή ψυχολόγος, ή υδραυλικός, ή γιατρός, ή παπάς, ή ποδοσφαιριστής, ή ακόμα και μέντιουμ κλπ. αν κάποια ή περισσότερες από αυτές τις ιδιότητες δεν ισχύαν παραλλήλως προς την ποιητική του και νομίμως τελούσες στην προσωπική και επαγγελματική ζωή του.

Το αντίθετο θα μπορούσε ασφαλώς να στείλει στην φυλακή όποιον ενδιαφερόμενο αφελή για το λιγώτερο, αντιποίηση επαγγέλματος.

Καθίσταται κάποτε αναγκαίο να δηλώνεται σαφέστατα και εκ νέου πως η ποίηση δεν είναι ούτε η φυσική προέκταση μιας άλλης δραστηριότητας, ούτε ο διαφημιστής ή προπομπός της.

Ποιητής σημαίνει ποιητής, τόσο απλό, τουτέστιν γράφω ποίηση.

Πιθανώς η προσδοκία της διασημότητας που όχι σπάνια, είναι αλήθεια, υφίσταται σε μεγάλο αριθμό λογοτεχνών, μπορεί να είναι αυτή που απλές έννοιες όπως η "ποιητική ιδιότητα" να τις καθιστά πραγματικά αγνώριστες (το λιγότερο).
Όμως η προσδοκία της δημοσιότητας στην ποίηση είναι ίσως η πιο ανόητη χίμαιρα που υπάρχει, επειδή ακριβώς δεν δύναται να υπάρξει, λείπουν οι αντικειμενικοί όροι που θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο.

Ειδικά στην Ελλάδα, όπου η ποίηση, στην καλύτερη των περιπτώσεων ποτέ δεν ήταν ζήτημα άνω των 200-300 αφοσιωμένων αναγνωστών της. Όπως καταλαβαίνει κανείς, θα ήταν τσάμπα κόπος στην κυριολεξία αν υπήρχαν τέτοιες άτοπες και άκαιρες προσδοκίες. Θα ήταν ασφαλώς πιο έξυπνο, αν κάποιος επιθυμεί την δημοσιότητα, να γίνει πολιτικός ή μπασκετμπωλίστας, επειδή 200 άτομα, κάθε άνθρωπος έτσι κι αλλιώς έχει στη ζωή του να τον γνωρίζουν..Δεν είναι ανάγκη γι' αυτό να ταλαιπωρήσει και την ποίηση από πάνω.

Βέβαια, θα πει κάποιος, η ποίηση δεν είναι ακριβώς μια "ιδιότητα" την οποία μπορεί να φέρει ένας άνθρωπος όπως κάθε άλλη. Το αντικείμενό της, πέρα βεβαίως από την αισθητική λειτουργία που ενέχει η ίδια, δεν είναι σαφώς καθορισμένο, και ακόμα , από την φύση της η ποίηση δεν μπορεί παρά να απλώνει αχανείς πλοκάμους σε πάρα πολλούς άλλους γνωστικούς τομείς και ανθρώπινες δραστηριότητες.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια από αυτό. Πράγματι, η "ειδικότητα" της ποίησης δεν έχει ως αντικείμενό της κάτι το εξ ίσου "ειδικό", αλλά αυτό το γενικό, το ίδιο το καθολικό.

Από τους καιρούς του Schiller, αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον και το αντιλαμβανόμαστε, όσοι από τους ποιητές το αντιλαμβανόμαστε, θαυμάσια.

Είναι όμως ωστόσο και μια αλήθεια πάντοτε "κρίσιμη" και τελούσα στην "κόψη του ξυραφιού". Γιατί πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί στο καρικατουρίστικο αντίθετό της και να οδηγήσει τα πάντα σε ένα όχι και τόσο εύρυθμο εξωποιητικό και παραποιητικό χάος...

Όπως ακριβώς, σε ένα ποίημα, είναι πάντοτε εξαιρετικά λεπτό και κρίσιμο, αν όχι πλήρως αθέατο και αδιάγνωστο, το σημείο εκείνο που μεταμορφώνει το ισχύον σώμα του λόγου σε ούσα ποίηση, και η κακή χρησιμοποίησή του μπορεί να οδηγήσει όχι σε ποίημα αλλά στο καταρράκωμά του, έτσι και η προναφερόμενη αλήθεια, μπορεί κάλλιστα να αποβεί από ένα εργαλείο γνώσης, σε σύντριμμα επιδεικτικότατης άγνοιας.

Πράγμα που οι ώριμοι και συνειδητοί ποιητές, το αποφεύγουν, ή οφείλουν να το αποφεύγουν, ξέροντας ακόμα πως δεν υπάρχει εξ ίσου μεγαλύτερη αλήθεια και από εκείνην που ρητώς γνωστοποιεί πως ο "καθείς εφ ω ετάχθη".

Όλα τα άλλα είναι προορισμένα να γίνουν κονιορτός.