Ο Leibniz στον δέκατο ένατο
ορισμό της Μοναδολογίας του κάνει μια διάκριση ανάμεσα σε "απλές" Μονάδες
και σε "Âmes" (ψυχικές μονάδες, "ψυχές"). Οι πρώτες ενέχουν
"αντιλήψεις" (perceptions) και "ορμές" (appétits), ενώ οι δεύτερες,
ενέχουν πέραν των προηγουμένων δύο και "αισθήματα" (sentiments) και καλούνται γι' αυτό Âmes, ήγουν "ψυχές", ψυχικές Μονάδες.
19. Si nous voulons
appeler Âme tout ce qui a "perceptions" et "appétits" dans le sens
général que je viens d'expliquer, toutes les substances simples ou
Monades créées pourraient être appelées Âmes ; mais, comme le sentiment
est quelque chose de plus qu'une simple perception, je consens, que le
nom général de Monades et d'Entéléchies suffise aux substances simples,
qui n'auront que cela; et qu'on appelle "Âmes" seulement celles dont la perception est plus distincte et accompagnée de mémoire
19.
Εάν θέλουμε να αποκαλέσουμε Ψυχή ο,τιδήποτε έχει αντιλήψεις και
επιθυμίες (ορμές) με την γενική έννοια που εξήγησα, τότε όλες οι απλές
υποστάσεις ή οι δημιουργημένες Μονάδες θα μπορούσαν να αποκληθούν
Ψυχές· αλλά καθώς το αίσθημα είναι κάτι περισσότερο από απλή αντίληψη,
νομίζω κατά συνέπεια πως το γενικό όνομα Μονάδες ή Εντελέχειες επαρκεί
για τις απλές Μονάδες που έχουν "αντίληψη" μόνο, και πως το όνομα των
"Ψυχών" πρέπει να δοθεί μόνο σε εκείνες, στις οποίες η αντίληψη είναι
πιο συγκεκριμένη και συνοδεύεται από μνήμη.
Η διάκριση που
επιχειρεί εδώ ο Leibniz και η οποία διαπνέει περαιτέρω τους αμέσως
επόμενους ορισμούς (από 19 έως και 28) είναι πολύ σημαντική, διότι έχουμε εν πρώτοις έναν διαχωρισμό ουσίας ανάμεσα σε Ασυνείδητο και σε Συνειδητό,
-χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο Γερμανός φιλόσοφος δομεί μια θεωρία του
Ασυνειδήτου, έστω και πρώιμη-, που στηρίζεται καθαρά στην διατήρηση της
μνήμης. Ακολούθως, η συνείδηση, νόηση, ψυχή (όλοι αυτοί οι όροι
αλληλεπικαλύπτονται στην φιλοσοφία της μπαρόκ εποχής) πέφτει σε μια
ασυνείδητη κατάσταση κατά την διάρκεια του ύπνου, όπου διατηρεί μόνο τις
perceptions των απλών Μονάδων, όπως εξηγείται παρακάτω στον 20ό ορισμό
της Μοναδολογίας.
20. Car nous expérimentons en nous-mêmes un
état, où nous ne nous souvenons de rien et n'avons aucune perception
distinguée, comme lorsque nous tombons en défaillance ou quand nous
sommes accablés d'un profond sommeil sans aucun songe. Dans cet état
l'âme ne diffère point sensiblement d'une simple Monade, mais,
comme cet état n'est point durable, et qu'elle s'en tire, elle est
quelque chose de plus.
20. Επειδή έχουμε την εμπειρία μέσα στους
εαυτούς μας μιας κατάστασης, κατά την οποία δεν θυμόμαστε τίποτα και δεν
έχουμε ευδιάκριτες αντιλήψεις· όπως όταν λιποθυμάμε ή όταν
κυριαρχούμαστε από βαθύ, δίχως όνειρα, ύπνο. Σε αυτή την κατάσταση η Ψυχή
δεν διαφέρει αισθητά από μια απλή Μονάδα, αλλά καθώς αυτή η κατάσταση
δεν διαρκεί και η Ψυχή εξέρχεται από αυτήν, κατά συνέπεια η Ψυχή είναι
κάτι περισσότερο από μια απλή Μονάδα.
Όμως αυτή η perception της
Ψυχής δεν χάνεται στον ύπνο, μιας και σύμφωνα με την "αρχή της επαρκούς
αιτίας", την οποία ο Leibniz υιοθετεί στην Μοναδολογία του, κάθε αντίληψη
πρέπει να έχει μια αιτία, που ασφαλώς δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από μια
άλλη αντίληψη. Συνεπώς στην κατάσταση του ύπνου (όπως και της λιποθυμίας), η αντίληψη (perception)
της Μονάδας δεν χάνεται, αλλά εντοπίζεται, κυμαίνεται, ενυπάρχει σε
μικρή ή ανεπαίσθητη ποσότητα, η οποία συνήθως προηγείται της αφύπνισης. Ας
δούμε το πώς περιγράφει αυτή την διαδικασία ο Γερμανός φιλόσοφος στον εικοστό πρώτο
ορισμό του:
21.Et il ne s'ensuit point, qu'alors la substance
simple soit sans aucune perception. Cela ne se peut pas même par les
raisons susdites; car elle ne saurait périr, elle ne saurait aussi
subsister sans quelque affection, qui n'est autre chose, que sa
perception: mais quand il y a une grande multitude de petites
perceptions, où il n'y a rien de distingué, on est étourdi; comme quand
on tourne continuellement d'un même sens plusieurs fois de suite, où il
vient un vertige qui peut nous faire évanouir et qui ne nous laisse rien
distinguer.
21.Απ'αυτό δεν συνάγεται ότι σ' αυτή την κατάσταση η
απλή Μονάδα παραμένει χωρίς αντίληψη. Κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν
μπορεί να συμβαίνει για τους λόγους που ήδη έχουν δοθεί· επειδή [η απλή Μονάδα] δεν
μπορεί να χαθεί, και δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει
χωρίς μια επίδραση κατά κάποιο τρόπο πάνω της, και αυτή η επίδραση δεν
είναι τίποτε άλλο παρά η αντίληψή της. Όταν όμως υπάρχει ένα μεγάλο
πλήθος από ελάχιστες αντιλήψεις, στις οποίες δεν ξεχωρίζεται τίποτε το
ευδιάκριτο, τότε ζαλίζεται κάποιος· όπως όταν γυρίζει κυκλικά στην ίδια
κατεύθυνση περιστροφής συνεχώς, ώσπου επέρχεται ένας ίλιγγος που θα
μπορούσε να μας κάνει να λιποθυμήσουμε και ο οποίος μας αποτρέπει από
το να διακρίνουμε ο,τιδήποτε.
Στην κατάσταση της λιποθυμίας ή του
ύπνου, επομένως, η αντίληψη της Ψυχής που έχει περιπέσει προσωρινά σε
απλή Μονάδα, συνεχίζει να υπάρχει, αλλά σε ελάχιστη ποσοτική βάση από την άποψη της αντίληψής της (και
όπως έχουμε ήδη δει η ποσότητα για τον Γερμανό φιλόσοφο είναι αυτόματα
ποιότητα), και αυτό αντιστοιχεί στο έλλειμμα της συνείδησης. Θέλει
ιδιαίτερη προσοχή εδώ, για να μην παρερμηνεύσει ο αναγνώστης τον όρο
"αντίληψη" (perception) που χρησιμοποιεί ο Leibniz αναφορικά προς τις
ψυχικές Μονάδες (Âmes).
Να ξαναθυμήσουμε λοιπόν πως οι Μονάδες είναι
αυτοπεριεχόμενες οντότητες. Ουδέν λαμβάνουν εκ του εξωτερικού κόσμου και
ουδέν στέλνουν οι ίδιες προς αυτόν.
Κατά συνέπεια ο όρος "αντίληψη" εδώ
δεν θα πρέπει να συγχέεται με καμμία έννοια "αισθητηριακής αντίληψης",
αλλά αφορά μόνον την αλληλεπίδραση των Μονάδων μεταξύ τους,
αλληλεπίδραση κατά μία έννοια συγχρονική και όχι άμεσα αιτιατή (βλ. τα
προηγούμενα μέρη της παρούσας εργασίας), και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η
μεγάλη αξία της φιλοσοφίας του Leibniz· πρόκειται για ένα ιδιαίτερα λεπτό θέμα (οι
Μονάδες ως συγχρονικές Μονάδες) και με το οποίο θα ασχοληθούμε μαζί του την
κατάλληλη στιγμή.
Ακόμα, -και αναφορικά προς τους ορισμούς 19 και
21 που παρετέθησαν άνω-, όπως παρατηρεί ο Σκώτος φιλόσοφος Robert Latta
(1865 - 1932) ως βαθύς και επίμονος μελετητής του έργου του Leibniz, στο
βιβλίο του "Leibniz, The Monadology and Οther Philosophical Writings"
(Oxford, Clarendon Press, 1898, p.230):
"ο Leibniz, σε ένα από τα
πρώιμα γραπτά του, παρατηρεί υπαινικτικά ότι το σώμα είναι 'στιγμιαίος
νους', δηλαδή νους χωρίς μνήμη (mens momentanea, seu carens
recordatione), (Theoria Motus Abstracti, 1671)".
Η σκέψη αυτή του
Leibniz αναπάντεχα ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου σε πολλά
πράγματα. Ο Latta παραδόξως δεν ασχολείται ιδιαίτερα μαζί της. Και
όμως, αν το υλικό σώμα είναι "νους χωρίς μνήμη", τότε αυτόματα η όλη
Δημιουργία εμφανίζει ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο από φιλοσοφική
άποψη, μακριά τόσο από τον μηχανιστικό δυισμό του Descartes όσο και από
τον κατ΄επίφαση "πανθεϊστικό" υλισμό του Spinoza (για να αναφερθούμε
στους δυο κοντινούς από χρονική άποψη προς τον Leibniz μείζονες
φιλοσόφους).
Θα μπορούσε κάλλιστα να λεχθεί σε αυτή την περίπτωση
πως το όλο υλικό σύμπαν δεν είναι παρά Νους σε διαφορετικό επίπεδο
αυτοσυνείδησης στα μέρη του .
Αν το υλικό σώμα είναι ένα "σύνθετο"
(composé) κατά την λεϊβνίτειο ορολογία, τουτέστιν συναποτελούμενο από λιγότερες ή περισσότερες, απλές Μονάδες, ανόμοιες και αλληλοαποκλειόμενες από κάθε
επικοινωνία μεταξύ τους, τότε η "στιγμιαία νόησή" του δεν μπορεί παρά να
είναι μέρος μιας συνολικότερης νόησης, ενός ακόμα μεγαλύτερου "composé".
Και αυτό, γιατί κάθε Μονάδα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να αντανακλά το Όλο
του κόσμου, και κατά συνέπεια εμπεριέχει-"αντανακλά" όλες τις υπόλοιπες Μονάδες, σύμφωνα πάντοτε με την λεϊβνίτεια σύλληψη. Αυτό το μέγιστο composé, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, πρέπει να αντιστοιχεί και σε μια υπέρτατη Μονάδα, διότι όπως όλα τα επι μέρους composés του κόσμου ορίζονται κάτα κάποιο τρόπο από αυτό, έτσι και οι Μονάδες εκ των οποίων αποτελούνται τα composés πρέπει να ορίζονται από μια κορυφαία Μονάδα.
Αν, λοιπόν, ακολουθήσουμε το σκεπτικό του πρώιμου Leibniz στην εσχάτη συνέπειά του, το
σύμπαν δεν μπορεί παρά να συλληφθεί κάποια στιγμή ως μια σκέψη, η οποία
κατά την διάρκειά της θέτει σε κίνηση, όχι ως αιτία και σε αλυσίδες αιτιών-αιτιατών, αλλά σχεδόν "ταυτοχρονικά" και άλλες σκέψεις σε ολοένα
μικρότερα "σύνθετα". Αν ο θεός είναι η υπέρτατη Μονάδα κατά τον Leibniz -και στο
βαθμό που το "σύνθετο" δεν είναι παρά σύνολο Μονάδων-, τότε έχουμε να
κάνουμε με ένα σπάνιο φιλοσοφικό όραμα, όπου μια μη-υλική κατά βάση αρχή
(Μονάδα) προκαλεί με την σκέψη της τον σύνολο υλικό κόσμο και τις
κινήσεις του!
Μεγαλειώδες θέαμα, πραγματικά, που σε κάθε
περίπτωση, θα πρέπει να το περάσει κανείς από λεπτομερή ανάλυση, κριτική
αναθεώρηση όπου χρειάζεται και προσθήκες ή προσαυξήσεις κατ'
αναγκαιότητα και κατά λογική ακολουθία επίσης όπου χρειάζεται, γιατί
είναι τέτοιο το πλαίσιο των λεπτομερειών που υποβάλλει γενικά ο Leibniz
στην σύλληψη της Μοναδολογίας του, ώστε εδώ η λεπτομέρεια να μην είναι
δυνατόν να αφήνεται ως κάτι το "δευτερεύον" ή ασήμαντο με ελαφρά την
καρδιά: όπως και στην μπαρόκ καλλιτεχνική τεχνοτροπία, έτσι και στην
φιλοσοφία του Leibniz, κάθε συγκεκριμένη λεπτομέρεια μπορεί να είναι
ένας ολόκληρος κόσμος.
(συνεχίζεται)