Κάποτε, όταν έγραφα το ποίημα Γενιά του Συρμού (κατά τον Σεπτέμβρη του 2007, αν θυμάμαι καλά και σίγουρα δεν έχω πέσει έξω στο έτος), και ενώ έχω την πεποίθηση πως είχα σαφώς προβλέψει -και πιθανώς και άλλοι που δεν τους γνωρίζω- αυτή την τραγική κατάσταση που βλέπουμε σήμερα στο "λογοτεχνικό" διαδίκτυο (και σε πολύ μεγάλο βαθμό και έξω από αυτό), παρ' όλ' αυτά και αναπόφευκτα, μόνο σε γενικές γραμμές θα μπορούσα τότε να φανταστώ την συγκεκριμένη μορφή που θα έπαιρνε το "φαινόμενο" σήμερα.
Είναι άλλο πράγμα το να ξέρεις πως θα περάσει ένα, κάποιο, ό,τι δη όχημα καθώς ακούς από πριν τον "ήχο" του ενώ βρίσκεσαι λίγες στροφές παραπέρα και άλλο ασφαλώς να το βλέπεις τελικώς μπροστά σου.
Βέβαια, το ότι θα έμοιαζε με κάτι σαν απορριμματοφόρο (όχι του δήμου!) που παραδόξως αντί να μαζεύει, αδειάζει σκουπίδια στους δρόμους, αυτό δεν ήταν και τόσον έξω από το καθαρά μορφικό μέρος της πρόβλεψής σου, όμως σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί και μια ποσοστιαία έκπληξη, καθώς βλέπεις το μπροστινό οδηγικό μέρος του οχήματος γεμάτο από ανθρώπους να τσακώνονται μέσα σε αυτόν τον στενό χώρο για το ποιος θα καθήσει στην θέση του οδηγού.
Όλα αυτά εν κινήσει, και βεβαίως δεν είναι απορίας άξιον που το όχημα πλέον δεν ελέγχεται και βγαίνοντας από την πορεία του, καταλήγει σε ένα καθ' όλα άξιό του ηρωικό καταβαράθρωμα.
Πλησιάζεις πιο κοντά και βλέπεις τους ανθρώπους αυτούς να κάθονται με τα σωριασμένα σκουπίδια ολόγυρά τους, περιμένοντας αν όχι τον Γκοντό, τότε σίγουρα ένα άλλο απορριμματοφόρο (μάλλον του "δήμου" αυτή την φορά, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί του "χρόνου") για να τους (τα) μαζέψει.
Υπάρχει άραγε περισσότερο στην παρακμή;
Σχεδόν όλα τα έχουμε δει.
Δεν είναι μόνο οι μετριότατες ή κακές γραφές , ρηχής, κατά κύριον λόγον συναισθηματολογικής και αμερίμνως κοινοτοπολογικής υφής ή δίκην λαϊκορόκ στιχουργιών που καμώνονται την "ποίηση" έχοντας και μια ψευδαίσθηση μικρο"δημοσιότητας" επιφερομένης από το facebook και τα "μικρομάγαζα"· τα οποία μικρομάγαζα έχοντας πιθανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα "σούπερ μάρκετ" όσον αφορά την λογοτεχνική "απήχηση", ξημεροβραδιάζονται στα "κοινωνικά μέσα" για ένα "μεροκάματο" έστω και ολίγης αποδοχής, ακολουθώντας την γνωστή συνταγή :
"αν βρίζω από το πρωί ως το βράδυ τον βεζίρη, μπορεί βεβαίως να μην γίνω βεζίρης, αλλά δεν αποκλείεται να γίνω μουσαφίρης!".
Δεν τους πέρασε ποτέ η ιδέα ότι η ποίηση δεν έχει να κάνει με "μαγαζιά" , ούτε με "σούπερ μάρκετ" και "μπακάλικα", ούτε με "βεζίρηδες" και "μουσαφίρηδες", αλλά ΜΟΝΟΝ με ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΗΣ.
Αυτό κρίνει τα πάντα, αυτό μόνο θα μείνει στο χρόνο. Όλα τα άλλα ποικίλλουν από τους ανεφάρμοστους ευσεβείς πόθους έως τις αυτοσερβιριζόμενες παράνοιες αναγνώρισης και το χρόνιο stalking.
Επιπλέον δε, δεν είναι ούτε οι "κριτικές" του διαδικτύου, επαινετικές ή εναντιωματικές, το ίδιο τραγικές και ανώφελες, συντεταγμένες (τρόπος του λέγειν) όχι σπάνια από ανθρώπους που τρέμουν από τα προσωπικά πάθη τους και είναι προφανές ότι δεν δύνανται να ομιλήσουν κάτι περισσότερο από μια τραυλή εκδοχή της νεοελληνικής καθομιλουμένης, ενώ είναι αδύνατον να διαβάσεις έστω και μία(1) πρότασή τους που δεν περιέχει θαρραλέα λογικά χάσματα, ηρωικότατες νοηματικές και γλωσσικές ασυνταξίες και ολόψυχους θυμικούς βερμπαλισμούς του κιλού.
Δεν είναι καν, στο βαθμό που κάτι τέτοιο παρατηρείται πια σε μεγάλο βαθμό τόσο στο ελληνικό όσο και πολύ λιγότερο στο διεθνές διαδίκτυο, η ψευδομαγκιά των θρασύδειλων, και των αγωνιούντων για μια όπως δη "επιβίωση" ψευτών διαφόρων ειδών.
Στην ποίηση δεν αρκεί η "αγάπη" γι' αυτήν (ή για ό,τι φαντάζεσαι πως είναι ποίηση) ή το να είσαι fan της. Για την ακρίβεια αυτό δεν χρειάζεται καθόλου.
Πρέπει κυρίως να σου κόβει και λίγο ώστε να καταλάβεις από νωρίς αν κάνεις γι' αυτή την δουλειά ή όχι. Αν δεν κάνεις, και παρ'όλ'αυτά επιμένεις, τότε είναι πολύ δύσκολο να μην καταλήξεις σε -κατά μεγίστην πλειοψηφίαν "έργου"- πρόχειρες γραφές αναθεμάτων καθώς και θυμικά, ανορθολογικά μουρμουρητά ποικίλης ύλης.
Δεν είναι ακόμα ούτε τα 2000 - 3000, ή όσα, ευρώ που κοστίζει η έκδοση ενός βιβλίου ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ σήμερα ανεξαιρέτως, προκειμένου να έχουν την ψευδαίσθηση μιας "δημοσιότητας".
Τόσοι άνθρωποι σήμερα "αφρίζουν" (και με τις δύο έννοιες!) για να πείσουν τους άλλους ότι είναι "γνωστοί" (στα 500 άτομα όλα κι όλα που συναριθμούν το ποιητικό κοινό), ενώ θα ήταν πιο τίμιο να παραδεχθούν πως είναι απλά εξωπραγματικοί .
Δεν είναι καν η πάλαι ποτέ δημοσιοσχεσίτικη "πραγματικότητα" του Σωτήρη Σκίπη (αλλά και πολλών άλλων ) έναντι της πραγματικής δημιουργικότητας στην (σχετική ή και πλήρη ακόμα) "αφάνεια" του Σολωμού και του Κάλβου.
Έτσι κι αλλιώς, πολύ φοβούμαστε πως οι των δικών μας καιρών αγωνιούντες για τον "αφρό", ενώ δεν έχουν καν το όποιο ταλέντο του εξαφανισμένου σήμερα Σκίπη (και αν θέλουμε να είμαστε και δυσάρεστοι πλην ειλικρινείς, ούτε το ένα εκατοστό της τότε δημοσιότητάς του), πρόκειται να έχουν κατά τα φαινόμενα και κατά πάσα λογοτεχνική νομοτέλεια την ίδια μοίρα.
Δεν είναι η πρώτη φορά λοιπόν που ιδώνονται όλα αυτά τα καμώματα. Έχουν ιδωθεί ξανά σε παλαιότερες εποχές παρακμής αν και όχι στο ίδιο βαθμό και σίγουρα όχι πάντα με τους ίδιους τυπικά φαιδρούς "νεοελληνικούς" όρους.
Είναι πάνω απ' όλα η αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα κόσμο ΣΥΝΟΛΙΚΑ "παράλληλο", έξω από κάθε πραγματικότητα και στοιχειώδη ρεαλισμό τόσο στην λογοτεχνία, όσο, και ακόμα περισσότερο, στην ζωή.
Όμως, είναι ακόμα περισσότερο, η αίσθηση, πως δεν χρειάζεται να είναι κανείς "ήρωας" για να φροντίσει από νωρίς να "κρατήσει τις αποστάσεις" του από αυτό το χάλι, αλλά απλά να έχει μια στοιχειώδη, ελάχιστη, εξυπνάδα και πρόνοια.
Γιατί πράγματι δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό να καταλάβεις πως "υπέρ" σου θα είναι να μην συμπεριληφθείς σε όλον αυτό τον παρδαλό σωρό.
Έγραφα κάποτε στο Moments of Eternity :
Όποιος επιθυμεί να ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού, θα πρέπει να το πάρει απόφαση πως θα ταξιδεύει μαζί με κούτσουρα και φύκια και κάποια στιγμή θα καταποντιστεί μαζί τους στον καταρράκτη.
Είναι καλύτερο να είσαι ο από πάντα σταθερός και ακλόνητος βράχος στο χείλος του καταρράκτη, επί του οποίου προσκρούουν με λύσσα τα νερά, αδύναμα να τον συμπαρασύρουν, αδύναμα ωστόσο και να βρουν κάποιο έρεισμα πάνω του για να αποφύγουν την πτώση τους.
Πράγμα που πιστεύω σήμερα ακόμα περισσότερο και πραγματικά, με έκπληξη διαπιστώνω πως σε αυτή την εποχή, σπάνια περνάει έστω και μια μέρα χωρίς να με επιβεβαιώνει.