Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η λεγόμενη "διακειμενικότητα" συχνά δεν καταλήγει σε τίποτα άλλο από τέχνασμα που μετέρχεται μια μερίδα "λογοτεχνών" σε εποχή γενικευμένης παρακμής των γραμμάτων, με σκοπό να αναπληρώσει τα όποια δημιουργικά αδιέξοδα αισθάνεται ή βιώνει. Σε πείσμα μάλιστα, εκείνων που πιθανόν να διάκεινται ευμενώς προς την όλη θεώρηση της "διακειμενικότητας", η οποία όμως θα πρέπει να λεχθεί εδώ πως ακόμα και αν δεν είναι από άποψη ουσίας "περιττή" (πράγμα πολύ πιθανό), καθίσταται σίγουρα "ύποπτη" ως προς την χρήση της.
Ακόμα και η Julia Kristeva που φέρεται συνήθως ως η πρώτη εισηγήτρια του όρου, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα έτριβε τα μάτια της από έκπληξη αν έβλεπε το πόσο συχνά η αιτίαση της διακειμενικότητας αποβαίνει απόπειρα αιτιολόγησης "πλιάτσικου".
Μα ήταν τότε σίγουρα αφελής η Γαλλοβουλγάρα διανοούμενη. Αν πάει κανείς να εισάγει τέτοιους όρους σε ένα "κοπάδι" που στην πλειοψηφία του ή τουλάχιστον κατά σημαντικό ποσοστό και λόγω της ανθρώπινης φύσης δεν είναι ό,τι καλύτερο, ας μην φαντάζεται τότε πως η "αντικειμενοποίηση" (με την εγελιανή έννοια της λέξης) αυτών των όρων θα είναι κάτι καλύτερο από αυτό το κοπάδι! Ο,τιδήποτε και αν "ρίξει" κάποιος ως ιδέα ή νέα εννοιολογία στους ανθρώπους, θα την κάνουν "χάλια" μετά από λίγο καιρό.
Γιατί; διότι έτσι δυστυχώς είναι η ανθρώπινη φύση, και δεν έχει ως προς αυτό παρά να ρίξει κανείς μια ματιά στην Ιστορία (και εκείνη του ανθρώπινου πνεύματος για να δει πώς "αλλοτριώνονται" και "παραμορφώνονται" πάνω απ' όλα οι "ιδέες"!). Και από αυτή την άποψη, ένας διανοούμενος θα πρέπει να είναι παρά πολύ "προσεχτικός" και να προβλέπει το "χάλι" που μπορεί να προκύψει από ό,τι "εισάγει" και παρά, ασφαλώς, τις προθέσεις, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση εκείνες της Kristeva.
Ως προς τι λοιπόν διαφέρει ή θα έπρεπε να διαφέρει η "διακειμενικότητα" (στην καλύτερη ή πιο "αγαθή" έννοιά της) από αυτό που θα λέγαμε τυχούσες νόμιμες (κατ' ελπίδα), στον έναν ή τον άλλον βαθμό, επιρροές; Και όμως, όχι σπάνια οι "πρωτοφανέρωτοι" όροι δημιουργούν, συνειδητά ή ασυνείδητα και νέες "βλέψεις" σε αφελείς ή κακοήθεις.
Αν δεν υπήρχε η ανάγκη για κάτι "άλλο", (και αρκετές φορές όπως εφάνη στην συγκεκριμένη περίπτωση μιας όχι αγαθής από δυνητική άποψη χρήσης και παρά την πιθανή ή όχι αγαθή πρόθεση), δεν θα εφευρίσκετο καινούργιος όρος. Μα, ας σταθεί κανείς για παράδειγμα σε αυτό το εξαμβλωματικό που όσο και αν προσπαθεί να πείσει περί του "αυτονοήτου" του άλλο τόσο καθίσταται αδιανόητο στην (υποτίθεται) "μεταφορική" διατύπωσή του:
Τι πάει να πει "συνομιλία των κειμένων μεταξύ τους", λες και σε περίπτωση νόμιμης επιρροής ή εμφανούς αναφοράς σε κάτι άλλο, δεν είναι ένα συγγραφικό μυαλό που συνειδητά "συνομιλεί" με ένα κείμενο !;
Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για συνομιλία ανάμεσα σε "πρόσωπα", το ένα από τα δύο εμμέσως δια "αντιπροσώπου" (ήδη γεγραμμένου κειμένου) και εδώ που τα λέμε συνήθως παρά την θέληση, συγκατάθεση αλλά και επίγνωσή του μιας και τις περισσότερες φορές πρόκειται για τεθνεώτες συγγραφείς. Στην χειρότερη δε περίπτωση, έχουμε αντιγραφή ή μίμηση και δυστυχώς η "διακειμενικότητα" καλείται πολλές φορές να την καλύψει.
Σε λίγο θα μας πουν ότι τα κείμενα μπορεί να πίνουν και καφέ μαζί, άρα εντάξει, δεν χάλασε ο κόσμος αν τρέχει και καμμιά "λογοκλοπή"! Μην το γελάτε, στην Ελλάδα τουλάχιστον η "διακειμενικότητα" παραδόξως αλλά καθόλου τυχαίως, ανακύπτει ή "ξεθάβεται" όταν έχουμε κάποιο κρούσμα λογοκλοπής ή ιδεοκλοπής.
Όμως, όσοι λογοτέχνες έχουμε ακόμα σώας τας φρένας μας, γνωρίζουμε από τους αιώνες ΜΟΝΟΝ τις εξής έννοιες:
1. Πρωτότυπη δημιουργία ή πρωτότυπο μέρος αυτής που μπορεί να συνιστά κεντρική ιδέα (ή κεντρικές ιδέες) ενός έργου, αναγνωρίσιμη και διακριτή άμα τη αναγνώσει και κριτική θεωρήσει.
2. Νόμιμη επιρροή (ή επιρροές) η οποία στην αρνητική εκδοχή της ορίζεται ως "μη νόμιμη" όταν καθίσταται μίμηση και χαρακτηρίζει τους "μη απογαλακτισμένους" ποιητές. Η μίμηση δεν διώκεται δικαστικώς, αλλά εκθέτει τον εκάστοτε γράψαντα αν τυγχάνει να μην είναι πολύ νεαρής ηλικίας.
3. Αναφορές εν είδει εισαγομένων και σαφώς διακριτών τμημάτων ή motto και όπου προκύπτει ανάγκη, η παραπομπή που θα επισημαίνει αυτές τις "εισαγωγές" σε περίπτωση που δεν είναι πρόδηλες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ναι, μπορούμε να πούμε πως έχουμε όντως κάτι "διακειμενικό" με την πιο πλήρη, ή τουλάχιστον αναμφισβήτητη, σημασία της λέξεως.
Η υπόλοιπη "διακειμενικότητα", όπως είπαμε δεν είναι παρά "νόμιμη επιρροή" (αν είναι "νόμιμη" και όχι μίμηση) ή "συνομιλία" ανάμεσα σε έναν συγγραφικό νου με έναν άλλον, με το δεύτερον να "παρευρίσκεται" αντιπροσωπευτικώς και μόνον μέσω ήδη γεγραμμένου κειμένου ή τμήματος κειμένου.
Προς τι λοιπόν να δημιουργηθεί ολόκληρη λογοτεχνική θεώρηση με αφορμή κάτι τόσο αυτοδηλούμενο και όπως και να 'χει "μερικό" (αναφορές, εισαγωγές, παραπομπές); Γιατί αν δεν είναι "μερικά" αυτά τα πράγματα τότε ομιλούμε για ντροπαλή λογοκλοπή ή απόπειρα πρόσκτησης αξίας στις πλάτες άλλων.
Τι να το κάνει ένας αναγνώστης ένα λογοτέχνημα που στηρίζεται κατά μείζονα ποσότητα γραφής σε αναφορές και συρραφές; το πολύ πολύ να το καταγγείλει, ασφαλώς.
4. Λογοκλοπή ή/και ιδεοκλοπή κατά μεμονωμένη περίσταση ή κατά συρροήν και κατ' εξακολουθήσιν.
Η "διακειμενικότητα" λοιπόν μέσα σε όλα αυτά, είτε εν προθέσει είτε όχι, συχνά δεν καταντάει τίποτε άλλο από συνηγορία λογοκλοπής ή/ και ιδεοκλοπής, όταν επιχειρεί να δικαιολογήσει αυτές τις τελευταίες με ένα (παραμορφωμένο αντι)θεωρητικό υπόβαθρο που είναι το λιγότερο για "κλωτσιές"!
Ευτυχώς που τα δικαστήρια δεν καταλαβαίνουν μία από "διακειμενικότητες", αλλά καταλαβαίνουν άριστα από λογοκλοπές και ιδεοκλοπές!
Με όλα αυτά, και για να συνοψίσουμε, δεν θέλουμε να πούμε πως η θεώρηση της "διακειμενικότητας" είναι κατ' ανάγκην κάτι κακό, αλλά με τον τρόπο της θέτει περισσότερα προβλήματα από εκείνα που καλείται να λύσει, και, κυρίως, συχνά -και δυστυχώς- γεννάει άνομες προθέσεις.
Για ποιο λόγο, για παράδειγμα, να ξυπνήσει κάποιος αύριο το πρωί και να φτιάξει μια νέα "ειδικευμένη" θεώρηση, όταν αυτή με έναν φυσικό τρόπο εμπεριεχέται αυτονοήτως και για αιώνες ολόκληρους στις ήδη λελογισμένες θεωρήσεις;
Κάποτε, όσον περισσότερο "ανακαλύπτουν" κάποιοι νέες "αναγκαιότητες" και "ειδικεύσεις" στον χώρο της λογοτεχνικής θεωρίας είναι σαν να τις δημιουργούν εκείνη την στιγμή. Και ακόμα, εφ' όσον αυτές οι "αναγκαιότητες" είναι ήδη καλυμμένες από τις προϋπάρχουσες, τότε αυτό που δεικνύεται, ως υποψία τουλάχιστον, είναι σαν να επιχειρείται να "καλύπτεται" κάτι "άλλο".
Με όλα αυτά, και για να συνοψίσουμε, δεν θέλουμε να πούμε πως η θεώρηση της "διακειμενικότητας" είναι κατ' ανάγκην κάτι κακό, αλλά με τον τρόπο της θέτει περισσότερα προβλήματα από εκείνα που καλείται να λύσει, και, κυρίως, συχνά -και δυστυχώς- γεννάει άνομες προθέσεις.
Για ποιο λόγο, για παράδειγμα, να ξυπνήσει κάποιος αύριο το πρωί και να φτιάξει μια νέα "ειδικευμένη" θεώρηση, όταν αυτή με έναν φυσικό τρόπο εμπεριεχέται αυτονοήτως και για αιώνες ολόκληρους στις ήδη λελογισμένες θεωρήσεις;
Κάποτε, όσον περισσότερο "ανακαλύπτουν" κάποιοι νέες "αναγκαιότητες" και "ειδικεύσεις" στον χώρο της λογοτεχνικής θεωρίας είναι σαν να τις δημιουργούν εκείνη την στιγμή. Και ακόμα, εφ' όσον αυτές οι "αναγκαιότητες" είναι ήδη καλυμμένες από τις προϋπάρχουσες, τότε αυτό που δεικνύεται, ως υποψία τουλάχιστον, είναι σαν να επιχειρείται να "καλύπτεται" κάτι "άλλο".
Κοντολογής, "διακειμενικότητα", ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα που ανακάλυψε με αναδρομική ζέση, τριάντα περίπου χρόνια μετά, τις συχνές βερμπαλομορφικές ομφαλοσκοπήσεις και τα αλαφιασμένα "αναβαπτίσματα" του μεταμοντερνισμού (όταν αυτός στις στιγμές της σχόλης του καταπίνει την κάμηλον του αυταποδείκτου και διυλίζει τον κώνωπα της αναθεώρησης μέσα στην αναθεώρηση εις το άπειρον), αρκετές φορές καταλήγει να μην σημαίνει τίποτε περισσότερο, στην χειρότερη αλλά δυστυχώς πολύ αναμενόμενη εκδοχή της, με συνειδητό ή όχι τρόπο, (αυτο)παρακίνηση σε "μοντάζ" και "συρραφές" ξένων ιδεών για ανθρώπους που δεν είχαν την ευφυία να καταλάβουν από νωρίς πως αν δεν κάνουν έτσι κι αλλιώς για μια δουλειά, δεν θα έπρεπε να "ζαλίζουν" το θέμα περαιτέρω.
Σε αυτή την περίπτωση ό,τι "ξένο" και αν "συρράψει" κάποιος, και στο βαθμό που αυτό δεν έχει αφομοιωθεί ήδη ή πρώτα με ένα φυσικό τρόπο από την λογοτεχνική συνείδηση με δίχως την ανάγκη μιας εξωτερικής "προσθετικής" κίνησης, ipso facto θα αποβεί "κουρέλι".
Και ασφαλώς, κάποτε ακόμα και η "εξωτερική πρόσθεση" μπορεί να προσακτά ιδιαίτερο στυλιστικό νόημα και μια ουσία απόλυτα δικαιωμένη για την περίσταση κατά την οποία επισυνέβη. Όμως, ό,τι είναι πραγματική "τέχνη" στα χέρια των ολίγων, δυστυχώς στα χέρια των πολλών δεν απολήγει παρά μια άγαρμπη παρόρμηση τέχνης, τίποτε περισσότερο από ένα "κουρέλι", όπως προελέχθη.
Και ασφαλώς, κάποτε ακόμα και η "εξωτερική πρόσθεση" μπορεί να προσακτά ιδιαίτερο στυλιστικό νόημα και μια ουσία απόλυτα δικαιωμένη για την περίσταση κατά την οποία επισυνέβη. Όμως, ό,τι είναι πραγματική "τέχνη" στα χέρια των ολίγων, δυστυχώς στα χέρια των πολλών δεν απολήγει παρά μια άγαρμπη παρόρμηση τέχνης, τίποτε περισσότερο από ένα "κουρέλι", όπως προελέχθη.
Και μια κουρελιασμένη ποίηση είναι πάντα αντίφαση εν όροις. Σε αυτή την περίπτωση μένει μόνο το κουρελιασμένο χωρίς καμμία ποίηση. Που δυστυχώς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίζει τίποτε άλλο από πρόχειρα ή ανεπαρκή μυαλά που δεν καταλαβαίνουν πως η λογοτεχνία μπορεί μεν να γράφεται "δια χειρός" , αλλά όχι γι' αυτό όμως και με "απλωμένη την χείρα".