Tuesday, June 7, 2011

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΙΘΟΥΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Tomas Venclova (γ.1937)

Καθώς αυτόν τον καιρό ασχολούμαι με την συγγραφή των ποιημάτων μιας τριλογίας που φέρει τον τίτλο "Mikalojus Konstantinas Čiurlionis" (αναφορική προς την ζωή και το έργο του μεγάλου Λιθουανού ζωγράφου και συνθέτη κλασσικής μουσικής), έρριξα μια αναγνωστική ματιά σε διάφορους σύγχρονους Λιθουανούς ποιητές.
Ομολογώ ότι οι γνώσεις μου πάνω στην Λιθουανική γλώσσα (πολύ σημαντική, μιας και η μορφή της παρέμεινε σταθερή και κατά το πλείστον αναλλοίωτη στους αιώνες, ενώ θεωρείται από τους γλωσσολόγους η πιο κοντινή στην πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα από όλες τις ευρωπαϊκές) δεν ξεφεύγουν από τα στοιχειώδη επίπεδα του labas rytas, labas vakaras και kaip gyveni, παρόλο που θα επιθυμούσα ασφαλώς να ξέρω περισσότερα από αυτήν.
Αναγκαστικά λοιπόν, προσέτρεξα σε αγγλικές μεταφράσεις αυτών των Λιθουανών ποιητών, εκ των οποίων ξεχώρισα ιδιαίτερα το έργο ενός πολύ σημαντικού σύγχρονου ποιητή, του Tomas Venclova.

Ο γεννημένος το έτος 1937 ποιητής είναι γιος ενός φημισμένου Λιθουανού (σοβιετικού τότε) πολιτικού, του Antanas Venclova, ο οποίος παράλληλα υπήρξε και ποιητής και έγραψε τους στίχους για τον εθνικό ύμνο της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λιθουανίας.
Ο γιός του Antanas όμως, Tomas, δεν ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα του, όσον αφορά τουλάχιστον τις φιλοσταλινικές πεποιθήσεις του, και στην δεκαετία του 70, το σοβιετικό καθεστώς της Λιθουανίας του στέρησε την σοβιετική υπηκοότητα εξ αιτίας των αποσχιστικών και αυτονομιστικών ιδεών και οραμάτων του για την Λιθουανία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. όπου αρχικά έγινε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Berkeley της California, και έκτοτε ακολούθησε σημαντική ακαδημαϊκή καρριέρα πάνω στην ειδικότητά του που είχε να κάνει με τις σλαβικές γλώσσες και την σλαβική λογοτεχνία (η Λιθουανική ως γνωστόν δεν ανήκει στις σλαβικές γλώσσες). Σήμερα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale.

Η ποίησή του είναι ποιοτική, έντονα στοχαστική και με περιφραστική εικονοποιία κάποτε, με συμπαγή και συγκεντρωτικό ρυθμό, όμως ταυτόχρονα εύπλαστο και ευέλικτο, για τις ανάγκες μίας σκέψης που εμπνέεται κυρίως από τα ζητήματα του χρόνου, της μοίρας, και του ασυμβάτου ανάμεσα στην προσωπική θέληση του ανθρώπου και την οποιαδήποτε "συλλογική μοίρα" που επιφυλάσσουν τα αυταρχικά καθεστώτα.

Ο ίδιος ο Venclova είχε επηρεαστεί κατά την δεκαετία του 70 από τις θεωρήσεις του στρουκτουραλισμού, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται ευθέως στο έργο του, ει μη εμμέσως και τροποποιημένο καταλλήλως για τις ανάγκες της ποιητικής τέχνης.

Κατά τη προσωπική μου γνώμη, και όσο η αγγλική μετάφραση μου επέτρεψε να αντιληφθώ, το έργο του όχι σπάνια είναι έξοχο, πολύ σοβαρό και απέριττο στις γραμμές του, και με μια ιδιαίτερη δύναμη να πείθει για την αυθεντικότητά του.

Επιλέγω και παραθέτω κατωτέρω, τρία ποιήματά του (από αγγλική μετάφραση του Jonas Zdanys) ενώ από το player δεξιά ακούγεται το πρώτο μέρος της 5ης Συμφωνίας ενός πολύ αξιόλογου σύγχρονου Λιθουανού συνθέτη, του Osvaldas Balakauskas.



POEM

Nightfall arrived with a chill:
Beyond the thick blackened arches
Appeared perhaps ten stations
And several November parks
That settlement or circle
Where on the blind brickhouse falls
An errant one-hundred-watt lightray,
The escort into the labyrinth.

The rule of Ariadne and Minos
Is temporarily useful:
Because of the fog for several hours
Not a single plane takes off.

Each day the trains are packed
How much space, how much air and misery!
That's how prisoners who returned home
Sometimes longed for the guard.

Like the repaid debt of the void
Opened several familiar places.
I repeated: "Monument, island,
Bus, university."
I said: "I will leave tomorrow,
I will go or will at least try."
And along the edge of the world of the living
My soul hurried into darkness.

Old addresses drew near,
Letters changed form and meaning.
I listened to how voices deaden,
Not able to find the two of us
Even within this empty locked house
Where the paintings don't recognize me,
Not in dreams, not in heaven's kingdom,
Not in Dante's second circle.

That's how time is stopped; more precisely,
It must be broken off gradually,
It's just that, you'd say, each year
You hear the more distant ringing of the telephone.
And day after day memory
Changes its diameter like a compass,
Until the past becomes a single stroke
After having at first feigned complexity.

I don't know what you hear and see
In the reality chipped from reality.
Acheron's paved shores
Withstood the unfeeling swell.
Each nullity is separate,
And the world lives on without us,
And, to tell the truth, there are
Stillness and the nine muses.

There where the capital turns in circles
And the snow-games weary us,
Where fog does not betray the things,
Thank God there is still the dictionary.
In the kingdom where a friend's hand
Will never hurry to help
Emptiness or the highest power
Sends the angel rhythm and language.

I don't ask for even a short oblivion,
Nor death, nor the forgiveness of sins,
Just leave the primordial pealing
Above the stone and icy night.



SESTINA

It is nearly six, and the ice-covered road
Bends toward the north. Chains
Clatter on tires. The muffled metal echo,
Like the surface of a lake, glitters up front.
The weightless and wounded March snow
Still tries to cover the annihilated forest.

Like a drawbridge which divides the sluggish forest,
My glance lifts and stops. It is led astray by the road
Against which several times have battered the snow
And the monotonous chains
Of birch trees. In the pure mist the well rises in front
Of the empty houses. And everything else is an echo

And clots of air. The aimless echo,
Which does not exist, resounds through the forest.
The graphite mirror stands blackly in front
Of the great darkness. We have been given the road
And the heaven-sent chains,
The invisible but all-powerful snow.

The old-aged spring is watched by the snow,
And our hearing is unraveled by the many-faced echo.
Like a pond which has broken loose from its chains,
A blind thought seeps into the forest.
Here, gasoline will not help, the white road,
Or the beam of light clearing up front.

The formless cosmos emerges in front.
The biting star, the mindless snow
That cloaks the field, the armed road.
A shadow, a reflection, a painting, an echo
Fill the crumbling Arden forest,
And their payment is the solitary chains.

Will we be tempered by your chains?
Things and elements stand in front
Of me. I will leave that severe forest
Where the trees are covered and guarded by snow,
And the word is replaced by an empty echo,
And everything ends. Perhaps the road

Is a net of chains. My protected road
To your forest. The earth is frozen with snow.
We have become enemies. You are only an echo.



R.K.

All I know is this, that it has passed (or is passing)
this century of blackness, maybe not any blacker
than a few others, but on an incredible scale.
It was consistent. It turned bodies into numbers,
and crumbled souls into sawdust and nothingness,
so it'd seem as though the mind had won. A precipice
pretending to be hope, I'd say, somewhat successfully.

The evil designs of conceit were loyally executed by furnaces,
and in the next ring was solid ice
under a stony star. Choking freight trains
labored towards nothingness, to the West and to the North.
But everything is temporary. Monuments to the Empire
in the mud between tenacious thistles and burrs.
The megaphones grew quiet and the granite weathered.

We were born in that land. Now, as we leave it behind,
we don't even dare turn around, like Orpheus.
What did we have with us? Irony, patience,
and, very rarely, courage. Often it was the undefined feeling
that you'd done far less than you could have
(a sinking realization of guilt, or sin, that your children
would not forgive you even if God did.)

That is all we chose. And even so we knew how
to accept the bitter truth as though it were a gift.
We did not worship death. Above the tracks and the cement
we watched the angels. We loved them. We lit the lamp
in the library. We called evil by its name
and good, knowing, how hard it was to tell them apart.
We carry the lamp into the darkness and that is probably enough.