Ο λεγόμενος (και όντως) απλοϊκός υλισμός πάντοτε εκλαμβάνει την άμεση αισθητηριακή παράσταση ως απόλυτα ταυτόσημη με τον εαυτό της, μια απαράβατη αλήθεια δηλαδή αυτοαναφορικής υφής και πεφρασμένη με το καλύτερο δυνατό τρόπο στην αρχή της αριστοτέλειας ταυτότητας, έστω και αν ο Αριστοτέλης, δεν είναι εκφραστής κανενός απλοϊκού υλισμού, αλλά ενός πρωτο-επιστημονικού, μεταφυσικού στην ουσία, υλισμού.
Ο δε μηχανιστικός υλισμός, είναι στην ουσία ένας νευτώνειας εφαρμογής μεταφυσικός υλισμός, που δεν έχει νόημα να μας απασχολήσει εδώ περισσότερο, μιας και όσον αφορά το θέμα της αισθητηριακής παράστασης δεν διαφέρει σημαντικά από τον απλοϊκό υλισμό.
Ο διαλεκτικός υλισμός, σαφώς πιο έξυπνος, αρνείται την άμεσα δοσμένη "πραγματικότητα", ξεπερνάει δηλαδή την αισθητηριακή παράσταση για χάρη της νοηματοδοτημένης με φιλοσοφικό περιεχόμενο έννοιας της Wirklichkeit, μιας πιο ενεργούς πραγματικότητας δηλαδή, σε σχέση με την αισθητηριακή πραγματικότητα, και έχοντας δανειστεί την όλη μεθοδολογία του εκ του αντικειμενικού ιδεαλισμού του Χέγκελ.
Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός κατά κανόνα συλλαμβάνει όλα τα όντα ως νοητικές απόρροιες του εγώ. Γι' αυτόν οι αισθητηριακές παραστάσεις είναι μορφές του σκεπτόμενου εγώ ή του στοχαζομένου υποκειμένου.
Μια σύλληψη, είναι αλήθεια, περισσότερο έξυπνη απ' όσο φαίνεται αρχικά, και με την οποία δεν "ξεμπερδεύει" κανείς εύκολα μαζί της, μιας και υπήρξε πάντοτε, πολύ δημοφιλής ανάμεσα σε μέγιστους ποιητές (αρκεί να θυμηθούμε τον Samuel Taylor Coleridge ή τον William Butler Yeats, που στην ουσία, και εν πολλοίς, υπήρξαν υποκειμενικοί ιδεαλιστές, λαμβανομένου υπ'όψιν βέβαια πως δεν είναι εύκολο να ορίσεις έναν ποιητή φιλοσοφικά· ειδικά οι κορυφαίοι ποιητές είθισται να έχουν περισσότερα του ενός φιλοσοφικά πρόσωπα ή και προσωπεία ακόμα).
Ο δε αντικειμενικός ιδεαλισμός εκλαμβάνει τις αισθητηριακές παραστάσεις ως μορφές μιας καθολικής Ιδέας ή του Πνεύματος, όταν οι έννοιες εκτείνουν τα "πλοκάμιά" τους προς την ανθρώπινη συνείδηση και την ύλη.
Για τον αντικειμενικό ιδεαλισμό, αληθή είναι όχι τα πράγματα του κόσμου αλλά οι έννοιές τους. Και μέσω αυτών, στην ουσία ορίζεται η πραγματική, η ούσα ζωή, όχι ως η ζωή του αισθητού αντικειμένου αλλά της έννοιας .
Από τις δυο βασικότερες κατηγορίες υλισμού (απλοϊκός και διαλεκτικός) και τις δυο προεξάρχουσες κατηγορίες ιδεαλισμού (υποκειμενικός και αντικειμενικός), μονάχα ο απλοϊκός υλισμός ταυτίζει την αισθητηριακή παράσταση με την ίδια την μορφή του Είναι, θεωρώντας έτσι την φαινόμενη πραγματικότητα ως κάτι το απόλυτο, που δεν κρύβει τίποτε άλλο μέσα του και είναι δεδομένο για πάντα.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει εδώ κανείς το κρυμμένο θεο-κρατικό (και όχι θεολογικό ή θεοσοφικό) υπόβαθρο του απλοϊκού υλισμού: ο κόσμος είναι έτσι δοσμένος για πάντα από μια, στην ουσία, ανωτάτη αρχή (κατά λογική συνέπεια της σκέψης αυτής όσο άθεη και αν μπορεί να εμφανίζεται), και το περιβόητο Dasein (με την σημασία που δίδει ο Feuerbach στον όρο αυτόν και όχι ο Heidegger) πολύ απλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον εαυτό του ή δεν ενέχει κανένα "εν-τέλος-έχειν" πέραν της μορφής του, και σε κάθε περίπτωση ταυτίζεται ολοκληρωτικά με την αμεσότητα της υλιστικής παράστασης .
Είναι αλήθεια πως η συντριπτικοτάτη πλειοψηφία των ποιητών απαρχής νεωτερικότητας και μετά, απεστράφη τον απλοϊκό υλισμό γιατί πολύ απλά διέκρινε σε αυτόν κάτι όχι μόνον απλοϊκό (όσο και χυδαίο) στη σύλληψή του αλλά και εξόχως αντιποιητικό.
Για παράδειγμα το κλασσικό φιλοσοφικό ερώτημα περί του αν ο κόσμος είναι πραγματικός, "αληθινός" ή όχι, είναι στην ουσία του ποιητικό ή και ποιητικό και όχι μόνον φιλοσοφικό.
Ο ποιητής, είναι αλήθεια, και μετά τον Ντάντε το γνωρίζουμε θαυμάσια αυτό, γράφει πάντοτε ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Αν ο δεύτερος δεν υπάρχει (και υπάρχει μόνον ο ένας, ο άμεσα δοσμένος στην αισθητηριακή εποπτεία ), τότε ο ποιητής καθίσταται απλά ένας μονόσημος καταγραφέας χωρίς κανένα αλληγορείν, ένας υπάλληλος του προφανούς και της αμεσότητας χωρίς ενεργό πραγματικότητα στην προοπτική του, χωρίς Wirklichkeit, αποδίδοντας στην ανθρωπότητα αιώνιους κύκλους επανάληψης σε ένα ον χωρίς νόημα πέραν της χαζοχαρούμενης ενατένισης, κατάφασης και (αυτο)επιβεβαίωσης της μορφής του. Από αυτήν την άποψη, δεν θα έμενε τίποτε περισσότερο στην ποίηση να κάνει, από το να ανακυκλώνει συνεχώς μια προβλέψιμη αισθητηριακή ποιητικότητα, χωρίς όμως καμμιά σοβαρή σημασιολογική ποίηση να φαίνει μέσα απ' αυτή.
Και αυτό θα συνιστούσε σίγουρα μια μεγάλη πτώχευση της ποίησης ως αισθητική και πνευματική δράση του ανθρώπου.
Από την άλλη, καίτοι οι σχολές του Ιδεαλισμού, πάντοτε ευρίσκονταν πιο κοντά στην Ποίηση, σε ένα είδος, ας πούμε, πνευματικής συγγενείας με αυτήν, εν τούτοις, η αναγκαία φιλοσοφική οριοθέτηση του πρώτου δεν άφησε και δεν αφήνει ποτέ πολλά περιθώρια για μια μείξη της Ποίησης με κάποιο ιδεαλιστικό σύστημα. Και ευτυχώς.
Αν ο κόσμος δεν υπάρχει πραγματικά, δεν θα υπήρχε ωστόσο λόγος και να τον αρνηθεί κανείς. Πολύ δε περισσότερο δεν θα υπήρχε λόγος να τον αρνηθεί ο ποιητής· για την ακρίβεια θα ήταν αδύνατον να γίνει αυτό, επειδή η ποίηση, είτε δέχεται και επικυρώνει το πραγματικό του κόσμου αυτού είτε όχι (και στις πιο σημαντικές περιπτώσεις ποιητών μάλλον το δεύτερο ισχύει), εν τούτοις, χειρίζεται, χρησιμοποιεί τον κόσμο αυτό· η αισθητηριακή παράσταση που προσφέρει ο τελευταίος είναι για την ποίηση η prima materia της εννοιολογικής κοσμογονίας της...
Και ακόμα, είναι που μονάχα το πραγματικό μπορεί να αρνηθεί κανείς και όχι την παράστασή του, και επιπλέον, είναι ακριβώς που η Ποίηση καλείται πάντοτε να ξεγεννήσει έναν κόσμο μέσα από την αναρχία ή το "τετελεσμένο" (με κριτήρια απλοϊκού υλισμού) της αισθητηριακής παράστασης.
Το ότι το πραγματικό πιθανολογείται, αυτό δεν σημαίνει όμως πως είναι "δοσμένο" άπαξ από κάποια "άλλη πλευρά" του όντος. Αυτό θα ήταν μεθοδολογία και χοντροκομμένη μεταφυσική του απλοϊκού υλισμού από την ανάποδη, που δεν θα είχε καμμία σχέση με την εκλεπτυσμένη μεταφυσική του αντικειμενικού ιδεαλισμού.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η Ποίηση, πιθανώς μας διδάσκει, πως είναι σε κάθε στιγμή που δομείται η "πραγματικότητα" μέσα από την απειρότητα των άμεσα δοσμένων αισθητηριακών μορφών, ή αλλιώς πως
η Δημιουργία δεν έγινε κάποτε, αλλά γίνεται, συνεχίζεται, τώρα, όσο ακόμα υπάρχει η "σκόνη" που υψώνει ως κόσμο πλήρη γύρω από τον εαυτό του το Πνεύμα στην αυτοεκδήλωσή του· όσο ακόμα καθιζάνει σε αισθητηριακή παράσταση (και βούληση) το ηρακλείτειο "εική κεχυμένον σάρμα" που είναι ο "κάλλιστος κόσμος"
ή μήπως όμως, σε τελική ανάλυση, αυτό το κάνει (και) η Ποίηση;
ή ομιλώντας για το Πνεύμα και την Ποίηση, ομιλούμε στην ουσία για το ίδιο πράγμα;
Το τελευταίο είναι μάλλον βέβαιο, και τηρουμένων των αναλογιών του καθολικότερου της πρώτης έννοιας προς το προοδευτικά υποκειμενικό της δεύτερης.
**********************************************************
Σημ: δεν επανέρχομαι ακόμα στο Century Camera, ισχύει για ένα χρονικό διάστημα το προηγούμενο σημείωμα· απλά αναρτώ το κείμενο αυτό που το είχα σχεδόν έτοιμο, και αφού το συμπλήρωσα με τις τελευταίες παραγράφους του , σήμερα το βράδυ.
Είναι πιθανό να ακολουθήσει στις επόμενες ημέρες, -αν βέβαια συμπληρωθεί- άλλη μια φιλοσοφικού περιεχόμενου ανάρτηση.