Monday, April 30, 2012

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, Μέρος Γ΄


(βλ. επίσης πρώτο μέρος και δεύτερο μέρος)



Αν η Αλήθεια μπορεί (και δικαιολογημένα σύμφωνα με τους νόμους της τέχνης) να μην είναι το άμεσα ζητούμενο στην Ποίηση και η ορθή συναρμογή της Αισθητικής στο εσωτερικό νόημα των στίχων μπορεί να φαίνεται (και εν πολλοίς είναι) ως η μόνη αρμόδια για να ορίσει και να αξιολογήσει το ποιητικό φαινόμενο, εν τούτοις πάντοτε κυμαίνεται (η Αλήθεια) κατά την διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας ως ένα καντιανό Ding an sich (πράγμα καθ' εαυτό) το οποίο το αντιλαμβανόμαστε όμως πολύ έμμεσα, διαμεσολαβημένο μέσα από τις αναγνωστικές εντυπώσεις και κατασταλάξεις ενώ ενίοτε αποζητούμε να καταστεί ένα Ding für uns (πράγμα για μας) με έναν αδιαφιλονίκητο τρόπο.

Μόνο που αυτό το Ding für uns ποτέ δεν είναι και δεν πρέπει να είναι μια άμεση παράσταση εννοιών που επιλύει προκαταβολικά τις απορίες μας, (η κοινή και δίκην λελογισμένης απορίας θυμική έκφραση "τι θέλει να πει ο ποιητής" αποτυγχάνει συνήθως να εννοήσει ότι ο ποιητής δεν λέει κάτι χωρίς αυτό το κάτι να έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο που θα του επιτρέψει να υπάρξει, και ακόμα, είναι αυτός ακριβώς ο τρόπος που δημιουργεί εν τη προόδω το "κάτι" και όχι το αντίθετο), αλλά το προϊόν μιας διαμεσολάβησης των λέξεων ανάμεσα στο τι σκοπεύει ο ποιητής από τη μια και στο τι προσδοκά ο αναγνώστης από την άλλη.
Αυτά τα δύο σπάνια συμπίπτουν και οι παρερμηνείες ή παραναγνώσεις κάποτε μπορεί να είναι έξω από κάθε ουσία της συγκεκριμένης γραφής, ωστόσο άλλοτε μπορεί να συνιστούν και ένα είδος αναζωογόνησης της ποιητικής τέχνης μέσα από διαφορετικές "ενσαρκώσεις" νοημάτων σε διαφορετικούς ανθρώπους, που όλα μαζί δημιουργούν ένα είδος "δεύτερης ζωής" του ποιήματος, όχι λιγότερο σημαντικής από την πρώτη που συναρτάται άμεσα προς τον ποιητή και την θέλησή του.

Υπάρχουν, θα μπορούσε ακόμα να πει κάποιος χωρίς να αστοχεί σε σημαντικό βαθμό, τέσσερεις ή και πέντε δυνατοί τρόποι χειρισμού της Αλήθειας μέσα από το ποιητικό σώμα γραφής.
Σε κάθε περίπτωση, αυτοί οι "τρόποι" δεν είναι υπερ-ιστορικοί, αλλά, τουναντίον, καθορίζονται και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα από την ιστορική πορεία της Ποίησης ανά τους αιώνες και κυρίως από τους Νέους Καιρούς της πρώιμης Αναγέννησης και μετά.
Ας επιχειρήσουμε λίγο να δούμε τις διεξόδους που προσέφεραν αυτοί οι τρόποι καθώς και τα αδιέξοδά τους, αν και εφ' όσον υπάρχουν.

Ο πρώτος τρόπος, ο "ευθύς" και "άμεσος", αντιστοιχεί σε φιλοσοφικό επίπεδο μάλλον προς την θεώρηση του αγγλικού εμπειρισμού, έτσι όπως αυτός παγιώθηκε κυρίως μέσα από την εύγλωττη πέννα του John Locke και στο κλασσικό για την ιστορία της Φιλοσοφίας έργο του, "Essays on Human Understanding" (1690).

Για τον αγγλικό εμπειρισμό, η ψυχή (και για την εποχή του μπαρόκ στην Φιλοσοφία αυτό σημαίνει επίσης, αν όχι κύρια, η νόηση) είναι μια λευκή, άγραφη πλάκα (tabula rasa), ή αλλιώς, ο "χάρτης εύεργος εις απογραφήν" των Στωικών, όπου "χαράσσονται" οι αισθητηριακές εντυπώσεις και προσλήψεις, οι οποίες και προκαλούν περαιτέρω την διαδικασία της νόησης. Σύμφωνα με αυτή την θεώρηση τίποτε δεν υπάρχει έξω από τον κόσμο των αισθήσεων και ουδέν υλικό του νου υφίσταται ει μη μόνο ως το αποτέλεσμα της επενέργειας του εξωτερικού κόσμου πάνω στις αισθήσεις.

Σε καθαρά φιλοσοφικό επίπεδο οι περιορισμοί και τα σφάλματα μιας τέτοιας εμπειριοκρατικής αντίληψης εφάνησαν ήδη από νωρίς, κυρίως μέσα από τα "Nouveaux Essais sur l'entendement humain" (1704) του Leibniz ο οποίος και κατέδειξε με πολύ μεθοδικό όσο και αναλυτικό τρόπο τα αδιέξοδά της, όπως επίσης και τα πολύ "σχετικά" πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί με κάποια επαληθευσιμότητα, πέραν των οποίων δεν συνιστά τίποτε περισσότερο όμως παρά πλάνη της φιλοσοφίας (και της ζωής βεβαίως).
Κυρίως η αντίληψη αυτή σφάλλει γιατί αδυνατεί να εκτιμήσει σωστά τις a priori συνθετικές έννοιες της νόησης, κάτι που γίνεται εφικτό με πληρότητα μόνο κατά την εποχή του Kant και της "Kritik der reinen Vernunft"(1781) του, και ακόμα επειδή, -όπως κατέδειξε με απαράμιλλα διαυγή μέθοδο ο Leibniz στα "Nouveaux Essais" του-, μια τέτοια οπτική που απολυτοποιεί την εμπειρία και τις αντιληπτικές διαδικασίες σε μια καθαρά "στατική" φάση της συνείδησης, παραβλέπει την δυναμική της ανθρώπινης φύσης και γνωστικής διαδικασίας όπως επίσης και τις ασυνείδητες διεργασίες του νου (δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμα πως στον Leibniz εντοπίζουμε για πρώτη φορά στην ιστορία της Φιλοσοφίας, μια θεωρία του Ασυνειδήτου, έστω ειρημμένη εν παρόδω και προκύπτουσα από άλλους λόγους και αιτίες).

Σε ποιητικό επίπεδο ο εμπειρισμός είναι ακόμα πιο καταστροφικός απ' όσο στην Φιλοσοφία, αν απολυτοποιηθεί και δεν ιδωθεί μέσα στα πολύ σχετικά όριά του. Επειδή όπως ακριβώς καταδείξαμε σε προηγούμενα μέρη του παρόντος κειμένου η Ποίηση δεν αποκτά νόημα όταν προκύπτει από το χάος της αισθητηριακής εμπειρίας για να επιστρέψει σε αυτό, αλλά όταν εκ των προτέρων το έχει ήδη υπερβεί, όταν από πριν η ίδια ευρίσκεται πολύ πιο πάνω από την αισθητηριακή πρόσληψη και απλά την αναδεύει κατ'επιλογήν ή κατά το δοκούν για να καταστήσει αισθητικά πιο δόκιμη και δραστική την ουσία της.

Δεν είναι συνεπώς που η εμπειρική αίσθηση καθορίζει την ποίηση, αλλά το ακριβώς αντίστροφο.

Πράγμα βέβαια που δεν είναι πάντοτε εύκολα αντιληπτό στους ποιητές ανά τους αιώνες, αλλά σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα αναγκαίο για να κατανοήσει κανείς αν δεν θέλει την ατέρμονη αναπαραγωγή μιας βαρετής ποίησης που ανακυκλώνεται στα ίδια "σταθερά" σημεία μιας Sinnlichkeit (η καντιανή "αισθητηριακότητα", βλ. προηγούμενα μέρη του παρόντος δοκιμίου) στην θέση της οποίας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια άλλη Sinnlichkeit ενός άλλου ανθρώπου με άλλα βιώματα και προσλήψεις ζωής (και η οποία προβλεπτικά ή και αναγκαστικά ακόμη θα διαφέρει μόνο στη μορφή αλλά όχι και στην ουσία), και κατά συνέπεια να αίρεται το μοναδικό διακριτικό γνώρισμα της αξιόλογης ποίησης:

το αναντικατάστατό της, τόσο ως Όλο όσο και στα μέρη της.

Κατά συνέπεια, ο άμεσος τρόπος κατάδειξης ή εμφάνισης της Αλήθειας στην ποίηση δεν ορίζει τίποτε περισσότερο από μια μονοσήμαντη αντιστοιχία της ταυτότητας, όπου κάθε πράγμα απλά ταυτίζεται με τον εαυτό του και αποκλείει οποιαδήποτε μετάβαση και δρώσα εξέλιξη σε κάτι άλλο μέσα στην ίδια την Αλήθεια. Αυτό, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια ρηχότητα του ποιητικού αντικειμένου και ακόμα στο ανώφελο μιας διαδικασίας ανούσιας επανάληψης των ιδίων θεματικών μοτίβων ανά τις εποχές και τους καιρούς στην ποίηση, μιας και η μονοσημία εδώ δεν αφήνει ιδιαίτερα πολλά περιθώρια εμπλουτισμού του εννοιολογικού οπλοστασίου στο βαθμό που οποιαδήποτε αντίθεση ανάμεσα στις έννοιες μένει συνήθως ανεκμετάλλευτη ή και αποφευκτέα και ένας τρίτος όρος ανασύνθεσης του πραγματικού δεν εμφανίζεται παρά σπάνια και κατ'εξαίρεσιν.

Όμως η Ποίηση δεν είναι και δεν πρόκειται ποτέ να είναι η τέχνη του "φανερού", χωρίς όμως αυτό να σημαίνει από την άλλη πως είναι η τέχνη του "αφανούς", διότι το δεύτερο δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά κάτι το "φανερό" εξ ίσου, στο βαθμό που μια σχέση επικάλυψης δεν είναι παρά επίσης μονοσημία και κατά συνέπεια αυτοδηλούμενη εξ αρχής (αυτό θα το δούμε και πιο αναλυτικά στα αδιέξοδα του "συμβολισμού" αργότερα).

Είναι πάνω απ' όλα η Ποίηση μια αιώρηση, ανάμεσα στο φανερό και το αφανές, ένας τρίτος όρος που ξεπηδά από τη σχέση του κόσμου με τη γλώσσα, ή για να χρησιμοποιήσω μια πρόσφατη σκέψη μου από το Moments of Eternity:

...η Ποίηση είναι, ή οφείλει να είναι, κάτι που χωρίς να πέφτει ποτέ στην απόλυτη εκκρεμότητα και την πλήρη βεβαιότητα, συνεχώς κυμαίνεται ανάμεσα σε αυτά τα δυο: η λογοτεχνική γραφή σε αυτήν την περίπτωση συνιστά μια εκκρεμότητα που βεβαιώνει και μια βεβαιότητα που εκκρεμεί. Αλλιώς δεν έχουμε ποίηση αλλά κάτι που αρκείται στο να μιμείται και να αναπαράγει τον κόσμο, προσθέτοντας κατ’ επιλογήν μερικές πινελιές ανορθολογισμού με την παράξενη πίστη πως κάτι τέτοιο είναι “ποιητικό”. Χωρίς νόημα έτσι κι αλλιώς, εφ’όσον υπάρχει αυτός ο ίδιος ο κόσμος, με το πλεονέκτημα κιόλας μιας άμεσης θέας και βίωσης.
(Moments of Eternity, 5/8/2012)

Και σε αυτή την διαδικασία της Ποίησης (ή τελετουργία αν προτιμά κανείς), οι "εμπειρίες" και οι "ιδέες", όσο αναγκαίες και πολύτιμες και αν είναι, λίγο έχουν να συνεισφέρουν σε σχέση με την γλώσσα, τις λέξεις, τον Λόγο, για να θυμηθούμε την ακριβεστάτη απόκριση του Mallarmé προς τον φίλο του ζωγράφο Degas:

"Mais Degas, ce n'est pas avec des idées qu'on fait des vers, c'est avec des mots!"


(συνεχίζεται)