Η Μοναδολογία εγράφη από τον Leibniz μεταξύ των ετών 1712 και 1714 στην Βιέννη, με σκοπό να εκθέσει με όσο το δυνατόν πιο συνοπτικό τρόπο τις αρχές του φιλοσοφικού συστήματός του στον πρίγκηπα Eugène de Savoy, ο οποίος κατ' εκείνους τους καιρούς προσέφερε τις υπηρεσίες του στην μοναρχία των Αψβούργων. Προς αυτόν το σκοπό ο Γερμανός φιλόσοφος συναρτά τις παρατιθέμενες και κατά κύριον λόγο αφοριστικού τύπου σκέψεις του περί της Μονάδας με παραπομπές στο άλλο μείζον έργο του, την Θεοδικία (Τhéodicée, 1710), που υπήρξε άλλωστε και το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε (όλα τα υπόλοιπα έργα του συνιστούν δημοσιεύσεις και επιστολές).
Η συνάρτηση της Θεοδικίας στην Μοναδολογία είναι όρος εκ των ουκ άνευ για να κατανοήσει κάποιος το πλήρες σύστημα του Leibniz, στο βαθμό που ο ίδιος, επιχειρώντας να καταστήσει σαφές στην πρώτη (Θεοδικία) για ποιο λόγο ο υπάρχων κόσμος που δημιούργησε ο θεός είναι ο "καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους", οδηγείται ταυτόχρονα στην λεπτομερή εξήγηση μιας νομοτέλειας που λαμβάνει την οριστική μορφή της στη Μοναδολογία, και η οποία καθορίζει τον φυσικό κόσμο σύμφωνα με ένα ανώτερο ηθικό νόημα δοσμένο θεόθεν.
Κατά συνέπεια, είναι ιδιαίτερα σημαντικό εδώ να κατανοηθεί πως η Μοναδολογία, δεν είναι απλά η περιγραφή ενός λειτουργικού μηχανισμού του κόσμου και μιας σχέσης ανάμεσα στο Όλο και τα Μέρη του, αλλά επίσης και συμπαραλλήλως, και μια ηθικής τάξης τελεολογία που δικαιώνει, σύμφωνα με τον Leibniz, τον θεό έναντι των ανθρώπων.
Καίτοι η Μοναδολογία ενείχε επεξηγηματικό και εν πολλοίς "συμπληρωματικό" χαρακτήρα στο όλο έργο του Leibniz ως συγγραφική πρόθεση, εν τούτοις η θαυμαστή από την άποψη της εσωτερικής σύνδεσης των μερών του δομή του κειμένου, όπως επίσης και η εξειδικευμένη, αν μπορεί να την πει κανείς έτσι, στόχευσή του προς μια ολοκληρωμένη περιγραφή των "Μονάδων", κατέστησε το κείμενο αυτό ως μείζονος αναφοράς στο έργο του Leibniz, καθώς και ένα από τα πιο μεγαλοφυή θεωρητικά βλέμματα επί της Yπόστασης του Kόσμου στην σύνολη εργογραφία της Φιλοσοφίας των Νέων Καιρών.
Το κείμενο της Μοναδολογίας εκκινείται με μερικές αρκούντως εντυπωσιακές διαπιστώσεις όσον αφορά το ΤΙ ξεχωρίζει την Μονάδα από τα άλλα "σύνθετα σώματα" (composés) της φύσης και του κόσμου, όπως φαίνεται στα αμέσως παρατιθέμενα στη γαλλική γλώσσα (στην οποία συνεγράφη η Μοναδολογία) έξι πρώτα μέρη:
1. La Monade, dont nous parlerons ici, n'est autre chose, qu'une substance simple, qui entre dans les composés; simple, c'est-à-dire sans parties.
2. Et il faut qu'il y ait des substances simples; puisqu'il y a des composés; car le composé n'est autre chose, qu'un amas, ou aggregatum des simples.
3. Or là, où il n'y a point de parties, il n'y a ni étendue, ni figure, ni divisibilité possible. Et ces Monades sont les véritables Atomes de la Nature et en un mot les Éléments des choses.
4. Il n'y a aussi point de dissolution à craindre, et il n'y a aucune manière concevable par laquelle une substance simple puisse périr naturellement.
5. Par la même raison il n'y en a aucune, par laquelle une substance simple puisse commencer naturellement, puisqu'elle ne saurait être formée par composition.
6. Ainsi on peut dire, que les Monades ne sauraient commencer ni finir, que tout d'un coup, c'est-à-dire elles ne sauraient commencer que par création, et finir que par annihilation; au lieu, que ce qui est composé, commence ou finit par parties.
Αυτό που μπορεί αμέσως αμέσως να συνάγει κάποιος, είναι ότι η Μονάδα δεν συγκροτεί απλά και μόνον μια υπόθεση, καίτοι ο υποθετικός χαρακτήρας της φύσης της είναι αναγκαίος για την εισαγωγή της σε φιλοσοφική και περαιτέρω πραγματική ύπαρξη. Η Μονάδα είναι πάνω απ'όλα η φυσική συνέπεια της αναγωγής της ύλης σε ένα έσχατό της και ΟΧΙ ελάχιστό της, όπως εύκολα μπορεί να παρερμηνευθεί.
Ας προσπαθήσουμε λίγο να το δούμε αυτό με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια.
Ο Leibniz υπήρξε σφόδρα πολέμιος μιας αρχής που επιχειρούσε να αναγάγει την ύλη σε ένα ελάχιστο, και απ' αυτήν την άποψη αντετίθετο στις θεωρήσεις των Ατομικών φιλοσόφων, τόσο των αρχαίων όσο και των συγχρόνων της εποχής του. Θεωρώντας την ύλη ως άπειρα διαιρετή, ο Γερμανός φιλόσοφος εξέλαβε το "άτομο" ως μια ουτοπία στο βαθμό που το ίδιο όντας το υλικό όριο μέσα σε ένα περιβάλλον "κενό" (κάτι το οποίο βέβαια ποτέ δεν θα δεχόταν· "κενό" του χώρου κατ' αυτόν αλλά και κατά τη μοντέρνα φυσική απλά δεν υπάρχει), δεν μπορούσε παρά να αυτοαίρεται ως ιδέα και αφαίρεση, για τον λόγο ότι έχοντας μορφή και έκταση, όσο απειροελάχιστη και αν είναι αυτή, πολύ απλά δεν μπορεί παρά να διαιρείται ad infinitum.
Γιατί η διαίρεση ad infinitum;
γιατί εφ' όσον το "άτομο" έχει μορφή και έκταση, τότε δεν είναι απηλλαγμένο μερών, δεδομένου ότι η ύπαρξη της υλικής μορφής προϋποθέτει τόσο ότι η ίδια συνιστά μέρος σε κάτι άλλο όσο επίσης ότι συναπαρτίζεται από μέρη και η ίδια.
Η μορφή είναι εκτός των άλλων ποσοτική έννοια, εκ φύσεως δηλαδή διαιρετή, και κατά λογική ακολουθία αν μια ορισμένη ποσότητα ύλης ορίζεται ως το ελάχιστό της, τότε αυτό το γεγονός καθ'εαυτό αίρει το συνεχές της τελευταίας με μια αυθαίρετη ασυνέχεια (το εξ ορισμού και εκ φύσεως διαιρετό σε κάποιο σημείο "δεν πρέπει" να διαιρείται περαιτέρω, επειδή κάτι τέτοιο ταιριάζει περισσότερο με την ιδέα που μπορεί να έχουμε για την ύλη και τα πράγματα).
Δεν χρειάζεται ίσως να υπερτονίσουμε το πόσο εντυπωσιακά επιβεβαιώθηκε (και) σε αυτό το σημείο ο Leibniz με τις ποικίλες υποατομικές θεωρήσεις και πειραματικές επιβεβαιώσεις στον 20ό αιώνα.
Απ' αυτήν την άποψη λοιπόν η διαβεβαίωση του Leibniz στον τρίτο ορισμό της Μοναδολογίας που παρατίθεται άνω, ότι δηλαδή οι Μονάδες είναι τα "πραγματικά Άτομα της Φύσης" (les véritables Atomes de la Nature) και τα "στοιχεία των πραγμάτων" (les Éléments des choses), συνιστά θα έλεγε κανείς μια δήλωση από την αντίπερα όχθη της Ύλης:
στο βαθμό που οι Μονάδες είναι "απλές υποστάσεις" (substances simples) δίχως μέρη (sans parties), τότε όντως δεν μπορούν να διαιρεθούν περαιτέρω, όμως μια τέτοια εσχάτη αναγωγή της ύλης στην πιο τελεσφόρο όσο και παράδοξη από άποψη λειτουργικής λογικής δομική μονάδα της, δεν μπορεί παρά να αποσύρει αυτή την "μονάδα" από το "υλικό" πεδίο και να την ορίζει, όπως θα δούμε αργότερα, σε καθαρά πνευματική αρχή (ή αλλιώς το αναπάντεχο της "ελαχίστης" μονάδας ύλης που δεν είναι ωστόσο υλική αλλά μεταφυσική!).
Περαιτέρω εφ'όσον οι Μονάδες δεν έχουν μέρη, δεν μπορεί παρά να δημιουργούνται μια για πάντα και να εκμηδενίζονται (αν και εφ'όσον μπορεί να εκμηδενισθούν, κάτι που ο Leibniz μάλλον αμφισβητεί) μια για πάντα επίσης.
Η σταδιακή φυσική γέννηση και εμφάνιση της ύλης συνεπώς δεν είναι ίδιον των Μονάδων, και αυτό γιατί μονάχα τα σύνθετα σώματα μπορεί να προβάλλουν σε ύπαρξη και να ολοκληρώνονται σταδιακά (par parties), όπως π.χ. οι ζωντανοί οργανισμοί, όχι όμως και εκείνο που μπορεί να υφίσταται μονάχα "sans parties".
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει εδώ αντιληπτή μια πρώιμη διαλεκτική που αναπτύσσει θεωρητικά ο Leibniz ανάμεσα στο Όλο και τα Μέρη, ιδιαίτερα όσον αφορά το γεγονός ότι η Μονάδα όντας άφθαρτη και απλή υπόσταση δίχως μέρη, συγκροτεί στην ουσία ένα νέο Όλο μέσα στο Όλο και όχι ένα "μέρος" που απλά αθροίζεται στο Όλο του, όπως παραμένει λόγου χάριν το "άτομο".
Το γεγονός ότι ή έσχατη δομική μονάδα του Όλου του κόσμου είναι εξ ίσου ένα πληρέστατο Όλο, αυτό προτρέπει σε δημιουργικές αντιφάσεις (με την εγελιανή έννοια και όχι εκείνη της αντινομίας του Kant) και νοησιαρχικές εκκρεμότητες (δυνατότητες), στις οποίες ο Leibniz θα ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως θα δούμε αργότερα.
Ακόμα, είναι ίσως καίριο να διαπιστώσουμε πως η θεώρηση των Μονάδων όπως την επιχειρεί ο Leibniz, καθορίζει περαιτέρω σε ιστορικό επίπεδο την πρώτη απόπειρα της εποχής του Μπαρόκ να χειραφετηθεί φιλοσοφικά από κάθε προηγούμενη εποχή, τόσο από τους Σχολαστικούς του Μεσαίωνα (αν και ο Leibniz διατηρεί σε σημαντικό βαθμό ακόμα την σχολαστική ορολογία και νοοτροπία) , όσο και από τις λιγότερο ή περισσότερο μηχανιστικές θεωρήσεις του Descartes και του Spinoza, προωθώντας ένα όραμα της ύλης στο κόσμο των εννοιών της Φιλοσοφίας, πλήρως συνάδον με το καλλιτεχνικό-δημιουργικό όραμα αυτής της εποχής:
ο κόσμος των εξαντλητικώς και υπεραρτίως από αισθητική άποψη αρχιτεκτονημένων κήπων και των πολυπλόκων συνδυασμών των ηχουμένων σωλήνων του εκκλησιαστικού οργάνου, απαιτούσε μια άλλη σχέση ανάμεσα στο Όλο και τα Μέρη και ανάμεσα στην ορατή υλική έκταση του κόσμου και τον αόρατο Νου:
όχι αυτή που πραγματώνεται και φέρεται εις πέρας μέσω ενός Deux ex Machina (Descartes), ούτε εκείνη που διαλύει τις μορφές σε έναν ωκεανό της Υπόστασης (Spinoza), αλλά την πρώτη "αυτόματη" και αυτοκινούμενη πληρότητα του ίδιου του θεού, τουτέστιν τον κόσμο της προεγκατεστημένης αρμονίας που καθρεφτίζει με το καλύτερο τρόπο την φιλοδοξία μιας εποχής να μείνει στην Ιστορία ως η πρώτη πραγματωθείσα Civitas Dei.
(συνεχίζεται)