Sunday, May 20, 2012

Μια Ανάγνωση της Μοναδολογίας του Leibniz, Β΄

Όπως είδαμε, οι Μονάδες όντας απλές υποστάσεις (δίχως μέρη) δεν μπορεί παρά να συνιστούν η κάθε μια ένα Όλο μέσα στο Όλο του κόσμου. Από αυτή την άποψη, οι ίδιες είναι "μέρη" μεν και έσχατες αρχές του κόσμου, αλλά με μια αντίληψη του μέρους διαφορετική, απ' όσο θα επέτρεπε η μηχανιστική θέαση ενός Όλου σε προηγούμενους καιρούς:
εδώ το μέρος δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό, πράγμα που σημαίνει πως (οφείλει να) αντιπροσωπεύει, και ακόμα περιέχει το Όλο, τον κόσμο, με ένα ιδιαίτερο και ανεπανάληπτο τρόπο κάθε φορά. Και αυτό γιατί κάθε Μονάδα δεν ευρίσκεται σε καμμία επικοινωνία ή σχέση με άλλη Μονάδα και κατά συνέπεια, όντας η ίδια αυτοπεριεχόμενη, κάθε αλλαγή που επισυμβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη Μονάδα δεν συνδέεται μαζί της με κανένα τρόπο.
Είναι πολύ κρίσιμο σε κάθε περίπτωση να γίνει κατανοητό εδώ πως καμμία σύνδεση ή σχέση αιτιότητας δεν είναι δυνατή ανάμεσα στις Μονάδες αλλά και γενικώτερα, οι Μονάδες δεν ευρίσκονται σε καμμία αιτιατή σύνδεση με ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τους εαυτούς τους.
Όπως θα δούμε στον έβδομο ορισμό της Μοναδολογίας κατωτέρω, δεν υπάρχουν "παράθυρα" στις Μονάδες μέσω των οποίων ο,τιδήποτε θα μπορούσε να εισέλθει σε αυτές, ή αντίστροφα, να εξέλθει από αυτές.

7. Il n'y a pas moyen aussi d'expliquer, comment une Monade puisse être altérée ou changée dans son intérieur par quelque autre créature, puisqu'on n'y saurait rien transposer ni concevoir en elle aucun mouvement interne, qui puisse être excité, dirigé, augmenté ou diminué là-dedans; comme cela se peut dans les composés, où il y a deschangements entre les parties.
Les Monades n'ont point de fenêtres, parlesquelles quelque chose y puisse entrer ou sortir. Les accidents ne sauraient se détacher, ni se promener hors de substances, comme faisaient autrefois les espèces sensibles des scholastiques. Ainsi ni substance ni accident peut entrer de dehors dans une Monade.

Η διάκριση και διαφοροποίηση των Μονάδων από τα
"espèces sensibles" (αισθητά είδη) των Σχολαστικών (όρος πρωταρχικά αριστοτελικός ο οποίος και παρατίθεται στο "Περί Ψυχής") , ή αλλιώς τα sensibilia ad sensum, είναι οριακή, θα έλεγε κανείς, όσον αφορά την αντιπαράθεση και αντιδιαστολή της πρώιμης λεϊβνίτειας διαλεκτικής με την λίγο ή πολύ μηχανική φύση της επενέργειας ενός δοσμένου εξωτερικού κόσμου πάνω στην ψυχή.

Στην Summa Theologiae του, ο Θωμάς Ακινάτης δίνει μια ακριβεστάτη περιγραφή όσον αφορά το πώς εννοούσε ο μεσαιωνικός σχολαστικός κόσμος την σύνδεση της ψυχής με τα "accidents" και "substances" (που αναφέρονται στον έβδομο λεϊβνίτειο ορισμό της Μοναδολογίας) μέσω των αισθητών και νοητών είδών, σύνδεση που αποκλείει ο Leibniz, εξ αρχής και οριστικά από οιανδήποτε προβολή που μπορεί να έχει πάνω στις Μονάδες:

Praeterea, intelligibilia se habent ad intellectum, sicut sensibilia ad sensum. Sed sensibilia quae sunt in actu extra animam, sunt causae specierum sensibilium quae sunt in sensu, quibus sentimus. Ergo species intelligibiles quibus intellectus noster intelligit, causantur ab aliquibus actu intelligibilibus extra animam existentibus. Huiusmodi autem non sunt nisi formae a materia separatae. Formae igitur intelligibiles intellectus nostri effluunt ab aliquibus substantiis separatis.

Περαιτέρω, τα νοητά εντοπίζονται στην διάνοια όπως τα αισθητά στην αίσθηση. Αλλά τα αισθητά είδη που ευρίσκονται στις αισθήσεις, και μέσω των οποίων αισθανόμαστε, προκαλούνται από τα αισθητά αντικείμενα που ευρίσκονται έξω από την ψυχή. Συνεπώς τα νοητά είδη μέσω των οποίων η διάνοιά μας κατανοεί, προκαλούνται από νοητά πράγματα που ευρίσκονται έξω από την ψυχή. Όμως αυτά δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μορφές κεχωρισμένες από την ύλη. Ακολούθως, οι νοητές μορφές της διανοίας μας πaράγονται από κεχωρισμένες υποστάσεις.

(Summa Theologiae, Prima Pars, Quaestio 84, Articulus 4)

Ή όπως αναγράφει με μεγάλη παραστατική δύναμη ο Αριστοτέλης:

Καθόλου δὲ περὶ πάσης αἰσθήσεως δεῖ λαβεῖν ὅτι ἡ μὲν αἴσθησίς ἐστι τὸ δεκτικὸν τῶν αἰσθητῶν εἰδῶν ἄνευ τῆς ὕλης, οἷον ὁ κηρὸς τοῦ δακτυλίου ἄνευ τοῦ σιδήρου καὶ τοῦ χρυσοῦ δέχεται τὸ σημεῖον, λαμβάνει δὲ τὸ χρυσοῦν ἢ τὸ χαλκοῦν σημεῖον, ἀλλ' οὐχ ᾗ χρυσὸς ἢ χαλκός· ὁμοίως δὲ καὶ ἡ αἴσθησις ἑκάστου ὑπὸ τοῦ ἔχοντος χρῶμα ἢ χυμὸν ἢ ψόφον πάσχει, ἀλλ' οὐχ ᾗ ἕκαστον ἐκείνων λέγεται, ἀλλ' ᾗ τοιονδί, καὶ κατὰ τὸν λόγον.

(Περὶ Ψυχῆς, 2ΙΒ, 424a17)

Το
"δεκτικὸν τῶν αἰσθητῶν εἰδῶν ἄνευ τῆς ὕλης" που καθορίζει ο Αριστοτέλης, είναι κατά μία έννοια ένας αντι-ορισμός της λεϊβνίτειας Μονάδας. Επειδή για τον Leibniz οποιαδήποτε σχέση αιτίας και αποτελέσματος ανάμεσα στις Μονάδες και ο,τιδήποτε έξω τους καταρρέει τη στιγμή ακριβώς που προκύπτει.
Εφ'όσον οι Μονάδες δεν έχουν μορφή και έκταση, τότε δεν μπορεί να υπάρξει και οποιαδήποτε εξωτερική προβολή ή κίνηση που μπορεί να έχει αντίκρυσμα πάνω τους σε αίσθηση για να "
δέχεται τὸ σημεῖον" που αναγράφει παραπάνω ο Αριστοτέλης.

Αντίθετα, είναι η πλήρως εσωτερική και ποιοτική διαφοροποίηση των Μονάδων μεταξύ τους που προξενεί τις "αλλαγές" στον εξωτερικό κόσμο. Το "νοητό είδος" εδώ, δεν αντιπροσωπεύει και αναπαριστά κάτι που ευρίσκεται έξω από την ψυχή (που ως Μονάδα είναι απλή υπόσταση δίχως μέρη), αλλά, κατά μία έννοια, κάτι που αντιπροσωπεύεται και παρουσιάζεται πρωτογενώς από την ψυχή και είναι ακριβώς η ποιοτική κλιμάκωση των Μονάδων και όχι το ποσοτικό αθροιστικό σύνολό τους που επιτρέπει κάτι τέτοιο, και ακόμα, αυτή η κλιμάκωση φανερώνει την πολυμέρεια και πολλαπλότητα των πραγμάτων, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στον ορισμό κατωτέρω:

8. Cependant il faut que les Monades aient quelques qualités, autrement ce ne seraient pas même des Êtres. Et si les substances simples ne différaient point par leurs qualités, il n'y aurait pas de moyen de s'appercevoir d'aucun changement dans les choses, puisque ce qui est dans le composé ne peut venir que des ingrédients simples, et les Monades étant sans qualités seraient indistinguables l'une de l'autre, puisqu' aussi bien elles ne diffèrent point en quantité: et par conséquent, le plein étant supposé, chaque lieu ne recevrait toujours, dans le mouvement, que l'Équivalent de ce qu'il avait eu, et un état des choses serait indistinguable de l'autre.

Μένει συνεπώς το ερώτημα του πώς είναι δυνατόν πλήρως απομονωμένες υποστάσεις όπως είναι οι Μονάδες να αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον κόσμο ως Όλο, στο βαθμό που οποιαδήποτε φανερή σχέση αιτιότητας αποκλείεται εξ αρχής και ορισμού.
Σε αυτό το σημείο ακριβώς ο Leibniz εισάγει την έννοια της "προεγκατεστημένης αρμονίας" (harmonie préétablie), που ορισμένως αποτελεί και την πιο μεγαλοφυή ίσως ανακάλυψη-διατύπωσή του στον χώρο της θεωρητικής φιλοσοφίας και που θα αρχίζουμε σιγά σιγά να εξετάζουμε με όσο το δυνατόν εξαντλητικό τρόπο καθώς θα προχωρούμε στην ανάγνωση της Μοναδολογίας.

(συνεχίζεται)