Links προηγουμένων μερών :
εισαγωγή , Α΄, Β΄ , Γ΄ , Δ΄ ,Ε΄
Στους αφορισμούς 40 έως 48 της Μοναδολογίας του, o Leibniz ορίζει κατά κάποιο τρόπο τον θεό ως την απόλυτα απλή υπόσταση, -δηλαδή υπόσταση δίχως μέρη από τα οποία θα μπορούσε να συντίθεται (Μονάδα)-, η οποία ενέχει όλες τις τελειότητες εκείνες που εφ' όσον είναι δυνατές στην απειρότητά τους, τότε αναγκαία πρέπει να προϋποθέτουν ένα εξ ίσου απόλυτο και τέλειο ον που δεν μπορεί παρά να υπάρχει. Αυτή η αποδεικτική συλλογιστική του Leibniz αρκετά εύστροφη και, πρέπει ακόμα να πούμε, αρκετά ισχυρή, θα επαναληφθεί και στην Θεοδικία του ("Théodicée", 1710) με πάνω κάτω παρόμοιο τρόπο.
"Η ουσία του περιλαμβάνει την ύπαρξη" όπως διαβάζουμε στον αφορισμό 44, και εδώ ο Leibniz ακολουθεί το σπινοζικό ορισμό της "αυτο-αιτιότητας", έτσι όπως μπορεί αμέσως αμέσως να εντοπιστεί στον πρώτο ορισμό της "Ηθικής" του Spinoza:
I. BY THAT which is SELF−CAUSED, I mean that of which the essence involves existence, or that of which the nature is only conceivable as existent.
όπως επίσης και στο Axiom VII του Πρώτου Μέρους της "Ηθικής":
VII. If a thing can be conceived as non−existing, its essence does not involve existence.
Διαβάζουμε λοιπόν στους επόμενους Αφορισμούς της Μοναδολογίας του Leibniz και όσον αφορά την σχέση του θεού με τον εαυτό του και με τα άλλα όντα:
40. On peut juger aussi que cette substance suprême qui est unique,
universelle et nécessaire, n’ayant rien hors d’elle qui en soit
indépendant, et étant une suite simple de l’être possible ; doit être incapable de limites et conteni tout autant de réalité qu’il est possible.
41. D’où il s’ensuit que Dieu est absolument parfait ; la perfection n’étant autre chose que la grandeur de la réalité positive prise précisément, en mettant à part les limites ou bornes dans les choses qui en ont. Et là, où il n’y a point de bornes, c’est-à-dire, en Dieu, la perfection est absolument infinie.
42. Il s’ensuit aussi que les créatures ont leurs perfections de l’influence de Dieu, mais qu’elles ont leurs imperfections de leur nature propre, incapable d’être sans bornes. Car c’est en cela qu’elles sont distinguées de Dieu. Cette imperfection originale des créatures se remarque dans l’inertie naturelle des corps.
41. D’où il s’ensuit que Dieu est absolument parfait ; la perfection n’étant autre chose que la grandeur de la réalité positive prise précisément, en mettant à part les limites ou bornes dans les choses qui en ont. Et là, où il n’y a point de bornes, c’est-à-dire, en Dieu, la perfection est absolument infinie.
42. Il s’ensuit aussi que les créatures ont leurs perfections de l’influence de Dieu, mais qu’elles ont leurs imperfections de leur nature propre, incapable d’être sans bornes. Car c’est en cela qu’elles sont distinguées de Dieu. Cette imperfection originale des créatures se remarque dans l’inertie naturelle des corps.
43. Il est vrai aussi qu’en Dieu est non seulement la source des existences, mais encore celles des essences, en tant que réelles, ou de ce qu’il y a de réel dans la possibilité. C’est parce que l’entendement de Dieu est la région des vérités éternelles, ou des idées dont elles dépendent, et que sans lui il n’y aurait rien de réel dans les possibilités, et non seulement rien d’existant, mais encore rien de possible.
44. Car il faut bien que s’il y a une réalité dans les essences ou possibilités, ou bien dans les vérités éternelles, cette réalité soit fondée en quelque chose d’existant et d’actuel ; et par conséquent dans l’existence de l’Être nécessaire, dans lequel l’essence renferme l’existence, ou dans lequel il suffit d’être possible pour être actuel.
45. Ainsi Dieu seul (ou l’Être nécessaire) a ce privilège qu’il faut qu’il existe s’il est possible. Et comme rien ne peut empêcher la possibilité de ce qui n’enferme aucunes bornes, aucune négation, et par conséquent, aucune contradiction, cela seul suffit pour connaître l’existence de Dieu a priori. Nous l’avons prouvée aussi par la réalité des vérités éternelles. Mais nous venons de la prouver aussi a posteriori puisque des êtres contingents existent, lesquels ne sauraient avoir leur raison dernière ou suffisante que dans l’être nécessaire, qui a la raison de son existence en lui-même .
40. Μπορούμε ακόμα να θεωρήσουμε ότι αυτή η υψίστη υπόσταση που είναι μοναδική, παγκόσμια και αναγκαία, και τίποτα έξω από αυτήν δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από αυτήν, - αυτή η υπόσταση λοιπόν, που είναι ένα καθαρό επακόλουθο του δυνατού όντος, πρέπει να είναι απεριόριστη και να περιέχει όσο πιο πολύ πραγματικότητα κατά το δυνατόν.
45. Έτσι, ο Θεός μόνος του (ή το
αναγκαίο ον) έχει αυτό το προνόμιο , ό,τι πρέπει αναγκαία να υπάρχει, εάν είναι δυνατόν να υπάρξει . Και καθώς τίποτα δεν μπορεί να παρέμβει
στην δυνατότητα εκείνου που δεν έχει όρια, ούτε άρνηση και κατά
συνέπεια ούτε αντίφαση, αυτή η δυνατότητα λοιπόν είναι επαρκής από μόνη
της στο να καθιστά γνωστή την ύπαρξη του θεού a priori .Έτσι το
αποδείξαμε μέσα από την πραγματικότητα των αιώνιων αληθειών. Αλλά λίγο πιο
πριν το αποδείξαμε επίσης a posteriori, εφ' όσον υπάρχουν τυχαία όντα που
μπορούν να έχουν την τελική ή επαρκή αιτία τους μόνο στο αναγκαίο ον
που έχει την αιτία της υπάρξεώς του μέσα στον εαυτό του.
(La Monadologie , 40 - 45)
Εντύπωση προκαλεί στον αφορισμό 40 η φράση "conteni tout autant de réalité qu’il est possible".
Θα μπορούσε άραγε να υπάρχει ποσοτική αυξομείωση της "πραγματικότητας"; να έχουμε δηλαδή λιγότερη ή περισσότερη πραγματικότητα στο βαθμό που ο όρος "πραγματικότητα" είναι έτσι κι αλλιώς αυστηρά ποιοτικός και καθόλου ποσοτικός;
Για να το πω αλλιώς, τα "πράγματα", τα "όντα" είναι επίσης ποσοτικοί όροι, αλλά η "πραγματικότητα" είναι η ιδιότητα που κάνει ένα ον να είναι πραγματικό (ό,τι εννοούμε εν πάση περιπτώσει ως "πραγματικό", ανεξάρτητα αν είναι και όντως τέτοιο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα που δεν έχει νόημα να εξετάσουμε εδώ) και αυτή η ιδιότητα είναι ουσία των πραγμάτων και δεν αυξομειώνεται.
Το τι ακριβώς εννοεί εδώ ο Leibniz ως "πραγματικότητα" είναι λίγο σκοτεινό και δεδομένης της ακρίβειας με την οποία μετέρχεται τους όρους της Μοναδολογίας, δεν μας μένει κανένα περιθώριο πρόσληψης του όρου με μια πιο ελεύθερη ή συνώνυμη έννοια. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, και στο βαθμό που κατανοοούμε με αυθόρμητο τρόπο πως δεν θα μπορούσε να υπάρχει μια "αδύνατη" πραγματικότητα για τον Θεό, τότε θα πρέπει να επισημανθεί για μια ακόμη φορά η τάση του Leibniz να τοποθετεί την θεότητα υποκείμενη και την ίδια στους δικούς της νόμους.
Άλλωστε ο κόσμος που δημιουργεί ο θεός είναι -κατά τον Leibniz- ο "καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους" και αυτό από μόνο του δείχνει ένα είδος "αναγκαιότητας" μέσα στην άπειρη υπόσταση του θεού.
"Ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους" δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ο καλύτερος, και αυτός ο περιορισμός του "κατά το δυνατόν" υποσημαίνει σαφώς μια έξοδο της θεότητας από τον εαυτό της, μια "αντικειμενικοποίησή" της και μια "εκτύπωσή " της σε κατώτερες περιοχές και εδώ αναπόφευκτα δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε την καταπινότερη Γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία.
"Ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους" δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ο καλύτερος, και αυτός ο περιορισμός του "κατά το δυνατόν" υποσημαίνει σαφώς μια έξοδο της θεότητας από τον εαυτό της, μια "αντικειμενικοποίησή" της και μια "εκτύπωσή " της σε κατώτερες περιοχές και εδώ αναπόφευκτα δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε την καταπινότερη Γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία.
Κατά συνέπεια εδώ το "όσο περισσότερο" πρέπει να διαβαστεί πρωτίστως ποιοτικά και όχι ποσοτικά , που σημαίνει "την κατά το δυνατόν πιο τέλεια πραγματικότητα" και όχι "την κατά το δυνατόν περισσότερη πραγματικότητα".
Ο Spinoza πάνω σε αυτό ακριβώς το ζήτημα της ποσότητας και της διαιρετότητας της υπόστασης σε σχέση με το πώς συλλαμβάνεται από την Διάνοια και την Φαντασία, γράφει τα εξής στην προτελευταία παράγραφο της Σημείωσης του Prop. XV της "Ηθικής" του :
"If any one asks me the further question, Why are we naturally so prone to divide quantity? I answer, that quantity is conceived by us in two ways; in the abstract and superficially, as we imagine it; or as substance, as we conceive it solely by the intellect. If, then, we regard quantity as it is represented in our imagination, which we often and more easily do, we shall find that it is finite, divisible, and compounded of parts; but if we regard it as it is represented in our intellect, and conceive it as substance, which it is very difficult to do, we shall then, as I have sufficiently proved, find that it is infinite, one, and indivisible. This will be plain enough to all, who make a distinction between the intellect and the imagination, especially if it be remembered, that matter is everywhere the same, that its parts are not distinguishable, except in so far as we conceive matter as diversely modified, whence its parts are distinguished, not really, but modally. For instance, water, in so far as it is water, we conceive to be divided, and its parts to be separated one from the
other; but not in so far as it is extended substance; from this point of view it is neither separated nor divisible.
Further, water, in so far as it is water, is produced and corrupted; but, in so far as it is substance, it is neither produced nor corrupted."
("ETHICS", Part I, Prop. XV, Note)
other; but not in so far as it is extended substance; from this point of view it is neither separated nor divisible.
Further, water, in so far as it is water, is produced and corrupted; but, in so far as it is substance, it is neither produced nor corrupted."
("ETHICS", Part I, Prop. XV, Note)
Εφ' όσον ο θεός είναι η υπέρτατα απλή "υπόσταση" ως η υψίστη Μονάδα, τουτέστιν, αυτοεμπεριεχόμενη υπόσταση και "πρότυπο" για κάθε άλλη Μονάδα, καθώς ακόμα είναι εκείνη η Μονάδα από την οποία όλες οι άλλες Μονάδες παράγονται, τότε λογικά δεν μπορεί παρά να υποθέτουμε πως το ποσό της "πραγματικότητας" που ενέχει η θεϊκή Μονάδα πρέπει να είναι απεριόριστο "κατά το δυνατόν" (δηλαδή ότι το απεριόριστο είναι δυνατόν) και όχι τόσο όσο περισσότερο κατά το δυνατόν ή που είναι δυνατόν να υπάρξει (δηλαδή κατά μία έννοια "περιορισμένο").
Άλλωστε πάνω σε αυτό ακριβώς διαφοροποιείται ο Leibniz από τον Descartes όπως μπορούμε να διαβάσουμε πιο κάτω στον Αφορισμό 46 :
46.
Ce pendant il ne faut point s’imaginer avec quelques-uns, que les
vérités éternelles, étant dépendantes de Dieu, sont arbitraires et
dépendent de sa volonté, comme Descartes paraît l’avoir pris et puis M.
Poiret. Cela n’est véritable que des vérités contingentes, dont le
principe est la convenance ou le choix du meilleur ; au lieu que les vérités nécessaires dépendent uniquement de son entendement, et en sont l’objet interne.
47. Ainsi Dieu seul est l’unité primitive, ou la substance simple originaire, dont toutes les Monades créées ou dérivatives sont des productions et naissent, pour ainsi dire, par des Fulgurations continuelles de la Divinité de moment en moment, bornées par la réceptivité de la créature, à laquelle il est essentiel d’être limitée.
48. Il y a en Dieu la Puissance, qui est la source de tout, puis la Connaissance qui contient le détail des idées, et enfin la Volonté, qui fait les changements ou productions selon le principe du meilleur.
Et c’est ce qui répond à ce qui, dans les monades créées, fait le sujet ou la base, la faculté perceptive et la faculté appétitive. Mais en Dieu ces attributs sont absolument infinis ou parfaits ; et dans les Monades créées ou dans les Entéléchies (ou perfectihabies, comme Hermolaüs Barbarus traduisait ce mot) ce n’en sont que des imitations, à mesure qu’il y a de la perfection.
47. Ainsi Dieu seul est l’unité primitive, ou la substance simple originaire, dont toutes les Monades créées ou dérivatives sont des productions et naissent, pour ainsi dire, par des Fulgurations continuelles de la Divinité de moment en moment, bornées par la réceptivité de la créature, à laquelle il est essentiel d’être limitée.
48. Il y a en Dieu la Puissance, qui est la source de tout, puis la Connaissance qui contient le détail des idées, et enfin la Volonté, qui fait les changements ou productions selon le principe du meilleur.
Et c’est ce qui répond à ce qui, dans les monades créées, fait le sujet ou la base, la faculté perceptive et la faculté appétitive. Mais en Dieu ces attributs sont absolument infinis ou parfaits ; et dans les Monades créées ou dans les Entéléchies (ou perfectihabies, comme Hermolaüs Barbarus traduisait ce mot) ce n’en sont que des imitations, à mesure qu’il y a de la perfection.
46. Δεν θα πρέπει όμως να φανταστούμε, όπως κάνουν κάποιοι, ότι οι αιώνιες αλήθειες, όντας εξαρτώμενες από τον Θεό, είναι αυθαίρετες και επαφίενται στην θέλησή του, όπως ο Descartes και αργότερα ο M.Poiret φέρονται να έχουν υποστηρίξει. Αυτό είναι αληθινό μόνο στις τυχαίες (συμπτωματικές) αλήθειες, των οποίων η αρχή είναι η καταλληλότητα ή η επιλογή του καλύτερου, ενώ οι αναγκαίες αλήθειες στηρίζονται μόνο στην κατανόηση Του και είναι το εσώτερο αντικείμενο αυτής της κατανόησης.
47. Έτσι ο Θεός από μόνος του είναι η πρωταρχική ενότητα ή γνήσια απλή υπόσταση, της οποίας όλες οι δημιουργημένες ή καταγόμενες Μονάδες είναι προϊόντα και έχουν την γέννησή τους, για να το πούμε έτσι, μέσα από συνεχόμενες φωτεινές απορροές της Θεότητας στις διαδοχές των στιγμών, περιορισμένες ωστόσο απο την δεκτικότητα του δημιουργημένου όντος του οποίου η ουσία έγκειται στο να έχει όρια.
48. Στον Θεό υπάρχει η Δύναμη, που είναι η πηγή των πάντων, επίσης η Γνώση της οποίας το περιεχόμενο είναι η ποικιλία των ιδεών, και εν τέλει η Θέληση ή οποία παράγει ή αλλάζει κάτι σύμφωνα με την αρχή του καλύτερου. Αυτά τα χαρακτηριστικά ανταποκρίνονται σε ό,τι στις δημιουργημένες Μονάδες σχηματίζει το θεμέλιο ή την βάση για την αντίληψη και την βούληση. Ομως στον θεό αυτές οι ιδιότητες είναι απόλυτα άπειρες ή τέλειες ενώ στις δημιουργημένες Μονάδες ή Ενδελέχειες (ή perfectihabie, όπως ο Hermolaus Barbarus μετέφρασε την λέξη), υπάρχουν ομοιώσεις (μιμήσεις) αυτών των ιδιοτήτων, σύμφωνα με τον βαθμό τελειότητας της Μονάδας.
(La Monadologie, 46 -48).
"Απλή υπόσταση" στον Αφορισμό 47 σημαίνει εδώ "μη διαιρετή" υπόσταση, τουτέστιν είναι ίδια και εν ταυτώ σε όλο τον εαυτό της και δεν χωρίζεται σε "μέρη". Ό,τι δηλαδή πιο "πολύπλοκο" μπορεί να υπάρξει ως έννοια και πιθανώς ως πραγματικότητα (μπορεί να φανταστεί κανείς ένα Άπειρο δίχως μέρη; από εννοιολογική άποψη είναι ό,τι πιο "λογικό" και "απλό", η Φαντασία όμως δύσκολα, αν όχι αδύνατον, μπορεί να το συλλάβει), όμως εδώ ακριβώς, σε αυτή την τόσο ακριβή έννοια κρύβονται τα κλειδιά για πολλές περαιτέρω εννοιολογικές φωταγωγήσεις.
(συνεχίζεται)