Thursday, January 7, 2016

ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ: "Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ" ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΟΙΡΟΣΤΑΣΙΟ




Το "Largo Sinfonico" (1944, 1946/1949) του Νίκου Σκαλκώτα είναι από τα έργα εκείνα  όπου φαίνεται πολύ καθαρά τόσον η ιδιοφυία του συνθέτη, όσον κυρίως, αυτή η ίδια η ουσία της καινοτομικής προσπάθειάς του. 
Δεν πρόκειται εδώ για απλό δωδεκαφθογγισμό της δεύτερης σχολής της Βιέννης, αλλά για κάτι άλλο, που πάει πολύ πιο πέρα από αυτόν,  πολύ πιο "πολύπλοκο" και πρωτοποριακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. 
Η ικανότητα του Σκαλκώτα να συνταιριάζει περισσότερες από μία δωδεκαφθογγικές σειρές σε διάφωνα διαστήματα που ακούγονται εξαιρετικά ισορροπημένα ως εάν ήταν σύμφωνα, εδώ φτάνει στο απώγειό της. 

Πρόκειται για έργο σταθμό στην ιστορία της ευρωπαϊκής μουσικής.

Από την άλλη η εξίσου αριστουργηματική "Επιστροφή του Οδυσσέα" ,σε άλλο "κλίμα", συμφωνική ουβερτούρα του 1942, με έντονα συναισθήματα οργής, απογοήτευσης, ονειρικών προσδοκιών αλλά και επικών κατευθύνσεων, έμελε να ακουστεί σε αυτή την χώρα με πλήρως "παράφωνο", ούτε καν "διάφωνο" τρόπο.

Είναι σαν να εντοπίζει κανείς ένα διαμάντι σε ένα χοιροστάσιο, τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο.

Ο Σκαλκώτας επέστρεψε όχι στην Ιθάκη αλλά στις "Κλαζομενές" της νεοελληνικής πραγματικότητας και του ασχημονείν της. Από αυτή την άποψη τόσον η πραγματική επιστροφή του Οδυσσέα όσον και η "μνηστηροκτονία" (με μεταφορική έννοια)  παραμένουν ακόμα ζητούμενα σε αυτήν την χώρα.
 

Μαθητής του Arnold Schoenberg και έχοντας ανδρωθεί ως συνθέτης στο κλίμα της δεύτερης σχολής της Βιέννης όταν ζούσε στο Βερολίνο ως υπότροφος του  Εμμανουήλ Μπενάκη, ο Σκαλκώτας εντυπωσίαζε το κοινό των συναυλιών του Singakademie με τα έργα του και το όνομά του αναφερόταν ως ένα από εκείνα που αναμενόνταν να αφήσουν εποχή, όπως και άφησε εξ άλλου. Αλλά πολύ αργότερα.
  
Ήλθε στην Ελλάδα, ως γνωστόν, οριστικά το 1933 εξ αιτίας των διαφόρων προβλημάτων και μη ευνοϊκών συγκυριών που αντιμετώπιζε τα έτη κυρίως μετά το 1930 (οικονομικά προβλήματα, μεσοδιάστημα και κρίση δημιουργικής κατεύθυνσης, χωρισμός από την τότε σύντροφό του Εβραιοουκρανολεττονή βιολονίστρια Mathilde Temko που έφυγε για την Σουηδία μαζί με το παιδί τους, άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία κλπ.)

Στην Ελλάδα ο Σκαλκώτας έπεσε στην κυριολεξία σε ένα χοιροστάσιο.  Ούτε στις πιο απαισιόδοξες πιθανολογικές εικασίες του δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα αντιμετώπιζε. 

Κακώς, ήταν λάθος του. Έπρεπε να φύγει μαζί με τον Schoenberg για την Αμερική. Ταυτόχρονα αναχώρησαν εξ άλλου και οι δύο αλλά προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κατά τον Μάιο του 1933. 
Γνωριμίες είχε ο Σκαλκώτας, σίγουρα θα τα κατάφερνε να επιβιώσει εκεί και να δημιουργήσει με αξιοπρέπεια. 

 

Αντ' αυτού, επέλεξε από καθαρή αφέλεια να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου τον περίμεναν με εξαιρετικά ..."φιλικά" αισθήματα, ο μετριότατος συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης, γνωστός εκφραστής του παλαμικού μεγαλοϊδεατισμού στην νεώτερη ελληνική μουσική και με τις αθρόες ποιμενικές απλοϊκότητες του σε ισοπεδωμένα βαγκνερι/άσματα που όταν τα ακούει κανείς σήμερα δεν μπορεί παρά να ξεσπάει αυθόρμητα σε πολλά γέλια, 

τον περίμενε ακόμα ο υστερικός φθόνος του Φιλοκτήτη Οικονομίδη και όλης της κλίκας εκείνης (Φαραντάτος, Πονηρίδης κ.ά.) που είχε κάνει την τότε μουσική πραγματικότητα της Ελλάδας άντρο συμμορίας καθώς εξόντωνε συστηματικά οποιονδήποτε μουσικό και οποιοδήποτε ταλέντο ξεπερνούσε κατά πολύ το δικό τους μέσο ή  ανύπαρκτο IQ.

Μια πρώτη γεύση από το νεοελληνικό χοιροστάσιο είχε πάρει ο Σκαλκώτας κατά την πρώτη επιστροφή του στην "πατρίδα", το 193ο. Οι δύο συναυλίες που έδωσε τον Νοέμβριο αυτού του έτους, συνοδεύτηκαν από έξαλλες αποδοκιμασίες του κοινού και από μιαν άνευ προηγουμένου προσβλητική επίθεση που εκδηλώθηκε στον αθηναϊκό τύπο εναντίον του. 
Τον Μάρτιο του 1931 ο Έλληνας συνθέτης πέρασε στην αντεπίθεση μέσω του περιοδικού "Μουσική Ζωή": 
χαρακτήρισε τους κριτικούς του ως αποτυχημένους μουσικούς, και με τον τρόπο του στηλίτευσε την μουσική αμορφωσιά και απαιδευσιά του καλλιτεχνικού κατεστημένου στην Ελλάδα.

 
Παρ' όλον όμως, που έσχε μετά από αυτά ένα σαφές "δείγμα' για το τι τον περίμενε στην Ελλάδα αν τελικώς ερχόταν, έκανε το λάθος να έλθει.

Η κλίκα του Οικονομίδη τον μίσησε σφοδρά μόνο και μόνο επειδή η παρουσία του υπενθύμιζε διαρκώς την μετριότητά της. Τον πετάξαν στην αρχή σε μια θέση απλού βιολονίστα στο τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής Ορχήστρας, όπου του φέρονταν με απίστευτα μειωτικό και προσβλητικό τρόπο.

Θα γράψει κάποια στιγμή ο Έλληνας συνθέτης για την συμπεριφορά, τις κάκιστες απολαβές, και τις λάσπες που δεχόταν:

"είναι παράξενο αλλά έξω αισθάνθηκα αγάπη και βρήκα μια κανονική ζωή πολύ πιο απλά απ'ότι εδώ. Δυστυχώς εδώ έχω χάσει τα πάντα, μ'έχουν πραγματικά, χωρίς υπερβολή, ληστέψει, αν δε μ'έχουν λασπώσει απ'τα νύχια ως την κορυφή. Ίσως και τα δύο.[...] το μόνο που μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε αξιοπρεπής άνθρωπος στη θέση μου, είναι να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά μια μόνο φράση: να φύγω..."

Δυστυχώς ήταν αργά πλέον. Παγιδεύτηκε στο νεοελληνικό χοιροστάσιο. Μόνη παρηγοριά του η γλυκεία φυσιογνωμία της γυναίκας του, πιανίστριας Μαρίας Παγκαλή, αλλά και κάποιοι, λίγοι, άνθρωποι, που είχαν κατανοήσει το πόσον σημαντική υπόθεση ήταν ο Σκαλκώτας, όπως, για παράδειγμα, ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας, από τους ελάχιστους που υπερασπίστηκαν δημόσια την ιδιοφυία του Έλληνα συνθέτη. 
Όπως είχε πολύ νωρίτερα αναγνωρίσει το ταλέντο του ο Εμμανουήλ Μπενάκης στον οποίον ο Έλληνας συνθέτης χρωστούσε την δεύτερη υποτροφία του (η πρώτη ήταν από το 'Ιδρυμα Αβέρωφ).

Απέναντι, λοιπόν, σε εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον ο Σκαλκώτας, κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτόν του, απομονώθηκε και δημιούργησε το πιο σημαντικό μέρος του έργου του.

Πέθανε, ως γνωστόν, σαν το σκυλί στ' αμπέλι, σε ηλικία μόλις 45 ετών, από περίσφιγξη παραμελημένης κήλης ένα βράδυ που δεν θέλησε καν να ξυπνήσει και να ανησυχήσει την γυναίκα του, έγκυο στο δεύτερο παιδί τους, τον Νίκο, που θα γινόταν αργότερα πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι.

Η αλήθεια είναι πως αυτή η χώρα στην κυριολεξία τον σκότωσε. Ο θάνατος του Σκαλκώτα δεν διαφέρει από δολοφονία. Για την ακρίβεια, ήταν κάτι πολύ χειρότερο από απλή δολοφονία. 
Τον εξόντωναν κάθε μέρα, του είχαν κάνει πραγματικά τον βίο αβίωτο, τόσον η άνω περιγραφόμενη κλίκα όσον και αυτή η χώρα εν συνόλω.

Δυστυχώς ο συνθέτης ήταν πράος και ίσως λίγο μοιρολάτρης ως άνθρωπος. Δεν ήταν από την στόφα των ανθρώπων εκείνων που σε παρόμοιες καταστάσεις "δεν χαρίζουν κάστανα" και αρχίζουν στις ...κλωτσιές τους πάντες και τα πάντα. Κακώς, αλλά σε αυτό δεν ευθύνεται ο ίδιος, απλά ήταν έτσι η "φτιαξιά" του.

Υπέμενε στωικά τα πάνδεινα σε μια χώρα που έως σήμερα λειτουργεί συνήθως με λογική συμμορίας και ως συμμορία.

 

Δεν νομίζω ότι μέχρι σήμερα κατάφεραν οι νεοέλληνες, πλην αρκετών και σημαντικών εξαιρέσεων, να συμφιλιωθούν με την μουσική του, όσον και αν υποκριτικά τον αναγνωρίζουν στα "λόγια" για να μην φανούν "καθυστερημένοι" και παρά τις γιορτές και τα πανηγύρια που διοργανώνουν προς τιμήν της μνήμης του κάθε τόσο. Το πολύ πολύ να είναι "ανεκτοί" στα αυτιά τους οι "36 Ελληνικοί Χοροί" του, έργο αξιοσημείωτο μεν, αλλά ασφαλώς όχι και από τα κορυφαία του Σκαλκώτα.

Ο νεοέλληνας παραείναι απασχολημένος με τις ελαφρολαϊκές μπουρδίτσες και εν γένει την υποκουλτούρα που ακούει, (άντε και λίγο ροκάκι του σωρού) για να κάτσει να ακούσει υπομονετικά τις πολύπλοκες συγχορδίες και τα απίστευτης ομορφιάς διαφωνικά διαστήματα του Έλληνα συνθέτη . 
Βέβαια από την άλλη, θα ακούσει κάθε Χριστούγεννα ή Πάσχα λίγο Μπαχ και Μπετόβεν ή στις μέρες μας θα ανεβάσει μια φορά στο τόσο κάποιο βιντεάκι στα κοινωνικά μέσα ανάμεσα σε κατακλυσμούς μουσικής υποκουλτούρας για να δείξει ότι κάτι ξέρει κι "απ' αυτά". 
Γι' αυτόν η κλασσική μουσική δεν είναι παραπάνω από δέκα ή είκοσι ονόματα από τα οποία "κάτι" έχει ακούσει πού και πού.


Εκτός των άλλων, η Ελλάδα μίσησε τον δωδεκαφθογγισμό της σχολής της Βιέννης και τις παραλλαγές του, εκ των οποίων κορυφαία υπήρξε η παντελώς καινοτομική τεχνοτροπία του Σκαλκώτα, για τον απλούστατο λόγο ότι σε αυτή τη χώρα η μουσική δεν υπήρξε ποτέ παιδεία και  ψυχαγωγία με την πιο πλήρη έννοια του όρου, αλλά πρόχειρη εκτονωτική διασκέδαση, γραικοθωμανικό γλέντι κακαισθησίας και βλαχιάς (στο μυαλό) . 

Χρωστάμε ασφαλώς σε ανθρώπους όπως ο μουσικολόγος Γ.Γ. Παπαιωάννου, ο μεγάλος πιανίστας Γιώργος Χατζηνίκος, εν γένει όλος ο κύκλος της "Εταιρείας Φίλων Σκαλκώτα" πάρα πολλά, όσον έχει να κάνει με την διάσωση και προβολή του έργου του Έλληνα συνθέτη.

Όμως ο Σκαλκώτας μπόρεσε να εκτιμηθεί πραγματικά και ειλικρινά μονάχα έξω. Εκεί, όχι σπάνια τον λάτρεψαν για τον απλούστατο λόγο ότι υπήρξε ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ στην ιστορία της μουσικής του 20ού αιώνα. 
Και μονάχα ως μοναδικό φαινόμενο μπορεί να προσεγγίσει κανείς το έργο του, να το αγαπήσει, να το κατανοήσει, ιδιαίτερα στις ακραία παρακμιακές ημέρες μας.