στην Maximax , αντιχάρισμα
Θυμάμαι πολύ καλά πως υπήρχε διάχυτος φωτισμός σε έναν υπαίθριο δρόμο που παραδόξως έδινε την εντύπωση μιας σκηνής θεάτρου. Ο δρόμος φαινόταν απάτητος και αδιάβατος από πόδια ανθρώπινα, ενώ από τη μια γωνία του υψώνονταν πελώρια τείχη καλυμμένα με αναρριχητικά φυτά που έμοιαζαν με φωταγωγημένες λάμπες φθορίου σε ένα περίπλοκο κύκλωμα ανάπτυξης και εξάπλωσης, ενώ από την άλλη, υπήρχε ένας λατρευτικός βωμός πάνω στον οποίο δεν φαινόταν τίποτε άλλο εκτός από ένα λευκό γάντι.
Οι ακανόνιστοι ήχοι ενός εγχόρδου που με παρέπεμπε μάλλον στο λεττονικό kokle εναλλάσσονταν με το αρχέγονο βουητό που παρήγαγε στο φύσημά του ένα πνευστό κοχύλι, κάτι σαν το θιβετανικό conch, και με έκαναν να απορώ όσον αφορά το τι επρόκειτο να ακολουθήσει εκεί.
Σαν κάτι να προετοίμαζε μία εμφάνιση η οποία ωστόσο έδειχνε να καθυστερεί. Ένοιωθα να παρακολουθώ τη σκηνή μέσα από τα μάτια μου ως εάν είχα γίνει εκείνη τη στιγμή εγώ ο ίδιος ολόκληρη η ανθρωπότητα, παρελθούσα, τωρινή και επερχόμενη.
Σαν τον Purusha της ινδουιστικής λογοτεχνίας διατηρούσα την εντύπωση πως είχα αποκτήσει ένα είδος υπερσυνείδησης που μου επέτρεπε να κατανοώ κάθε συμβάν στην ολότητά του, όλους τους αφανείς 'δρόμους' που οδηγούσαν στην εμφάνισή του και ακόμα μπορούσα να το διαβλέπω εν είδει αχρονίας, σε μια προοπτική που ήταν παρελθόν, παρόν και μέλλον μαζί.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν έντονοι ήχοι τελετής και επίκλησης, μια μυσταγωγική ψαλμωδία που για κάποιο λόγο είχα την εντύπωση πως ακουγόταν εκείνη τη στιγμή ταυτόχρονα στο όρος Καύκασος. Οι κοφτοί μεταλλικοί χτύποι του gamelan που συνόδευαν την έντονη αποφορά των επικλήσεων, ούτε για μια στιγμή δεν έδιωξαν από το μυαλό μου την εντύπωση πως ο ήχος ερχόταν από το όρος του Προμηθέα και όχι από το Μπαλί ή την Ιάβα όπως θα ήταν το αναμενόμενο.
Σύντομα όμως η σκηνή άλλαξε απότομα μπροστά μου και βρισκόμουν σε μια σύγχρονη καφετέρια καθισμένος μαζί με παρέα αγνώστων. Είχα ωστόσο έντονη την αίσθηση πως οι άνθρωποι που καθόνταν γύρω μου ήταν οι τελετάρχες της σκηνής που έφυγε από την όρασή μου μόλις πριν από λίγο.
Δίσταζα ωστόσο να τους ρωτήσω. Τελικά, και εκεί που είχα αποφασίσει πως κάτι τέτοιο ήταν απλά η ιδέα μου, είδα να εξέχει από τη τσέπη ενός από αυτούς ένα μικρό θιβετανικό dung, όργανο που ήμουν σίγουρος πως άκουσα σε εκείνο το δρόμο.
Η αποκάλυψη αυτή μου φάνηκε απρόσμενα συγκλονιστική. Θεώρησα πως βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με επιβουλεύονταν ή τουλάχιστον δεν έκαναν φανερές τις προθέσεις τους απέναντί μου.
Ζήτησα το λογαριασμό, αλλά ο σερβιτόρος που στεκόταν όλη την ώρα όρθιος δίπλα μου, έκανε ότι δεν άκουσε.
Να πληρώσω κύριε, να φύγω, του είπα. Και τον είδα τότε που γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο χαρούμενα σκοτεινό που στη κυριολεξία με άφησε άφωνο.
Θα περίμενες ποτέ πως θα επιστρέφαμε;, μου είπε, ενώ αμέσως άρχισαν να περιρρέουν τη καφετέρια οι τελετουργικοί ήχοι του kokle και του gamelan.
Είμαστε οι ίδιοι πάντα εδώ, σαν μάσκες που προσποιούμαστε ότι ξεχνούμε, και κάποτε όντως ξεχνούμε, ωστόσο τίποτε δεν αλλάζει πραγματικά ποτέ, είπε και μου έδειχνε τους δρόμους έξω από τη καφετέρια.
Η εποχή, τα μεγάλα κτίρια, οι σύγχρονες οικίες ,οι δρόμοι δύσκολα μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι είμαστε εκείνοι που πάντα ήταν: μια σπείρα ληστών του ουρανού που μεταμορφωθήκαμε σε ανθρωπότητα και αλλάζουμε ρόλους από γενεά σε γενεά και από θάνατο σε θάνατο. Από γέννηση σε γέννηση και από ζωή σε ζωή.
Συνέχιζε να μιλάει για πολλή ώρα και πρόσεξα για λίγο την προφορά του. Είχε την συνήθεια να εκφέρει τα δασυνόμενα φωνήεντα με ένα πραγματικό "χ" που έβγαινε από το στόμα του, όπως θα ακουγόταν πιθανώς στην αρχαιότητα, μια διαπίστωση που με αιφνιδίασε περισσότερο και από τους τελετουργικούς ήχους που παρεισέφρυσαν από το πρώτο πεδίο του δρόμου μιας αλλοτινής και ονειρικής εποχής μέσα στη καφετέρια του σήμερα.
Είχα πειστεί πλέον πως τίποτε στο κόσμο δεν ήταν πραγματικό με την έννοια εκείνου που φαινόταν αλλά πως τα πάντα ήταν ένα μακροκοσμικό "καμουφλάζ".
Και σκεπτόμενος αυτά πρόσεξα τα πόδια μου. Το ένα κατέληγε σε ένα καθημερινό παπούτσι και το άλλο σε ένα αρχαίο σανδάλι.
Οι ακανόνιστοι ήχοι ενός εγχόρδου που με παρέπεμπε μάλλον στο λεττονικό kokle εναλλάσσονταν με το αρχέγονο βουητό που παρήγαγε στο φύσημά του ένα πνευστό κοχύλι, κάτι σαν το θιβετανικό conch, και με έκαναν να απορώ όσον αφορά το τι επρόκειτο να ακολουθήσει εκεί.
Σαν κάτι να προετοίμαζε μία εμφάνιση η οποία ωστόσο έδειχνε να καθυστερεί. Ένοιωθα να παρακολουθώ τη σκηνή μέσα από τα μάτια μου ως εάν είχα γίνει εκείνη τη στιγμή εγώ ο ίδιος ολόκληρη η ανθρωπότητα, παρελθούσα, τωρινή και επερχόμενη.
Σαν τον Purusha της ινδουιστικής λογοτεχνίας διατηρούσα την εντύπωση πως είχα αποκτήσει ένα είδος υπερσυνείδησης που μου επέτρεπε να κατανοώ κάθε συμβάν στην ολότητά του, όλους τους αφανείς 'δρόμους' που οδηγούσαν στην εμφάνισή του και ακόμα μπορούσα να το διαβλέπω εν είδει αχρονίας, σε μια προοπτική που ήταν παρελθόν, παρόν και μέλλον μαζί.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν έντονοι ήχοι τελετής και επίκλησης, μια μυσταγωγική ψαλμωδία που για κάποιο λόγο είχα την εντύπωση πως ακουγόταν εκείνη τη στιγμή ταυτόχρονα στο όρος Καύκασος. Οι κοφτοί μεταλλικοί χτύποι του gamelan που συνόδευαν την έντονη αποφορά των επικλήσεων, ούτε για μια στιγμή δεν έδιωξαν από το μυαλό μου την εντύπωση πως ο ήχος ερχόταν από το όρος του Προμηθέα και όχι από το Μπαλί ή την Ιάβα όπως θα ήταν το αναμενόμενο.
Σύντομα όμως η σκηνή άλλαξε απότομα μπροστά μου και βρισκόμουν σε μια σύγχρονη καφετέρια καθισμένος μαζί με παρέα αγνώστων. Είχα ωστόσο έντονη την αίσθηση πως οι άνθρωποι που καθόνταν γύρω μου ήταν οι τελετάρχες της σκηνής που έφυγε από την όρασή μου μόλις πριν από λίγο.
Δίσταζα ωστόσο να τους ρωτήσω. Τελικά, και εκεί που είχα αποφασίσει πως κάτι τέτοιο ήταν απλά η ιδέα μου, είδα να εξέχει από τη τσέπη ενός από αυτούς ένα μικρό θιβετανικό dung, όργανο που ήμουν σίγουρος πως άκουσα σε εκείνο το δρόμο.
Η αποκάλυψη αυτή μου φάνηκε απρόσμενα συγκλονιστική. Θεώρησα πως βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με επιβουλεύονταν ή τουλάχιστον δεν έκαναν φανερές τις προθέσεις τους απέναντί μου.
Ζήτησα το λογαριασμό, αλλά ο σερβιτόρος που στεκόταν όλη την ώρα όρθιος δίπλα μου, έκανε ότι δεν άκουσε.
Να πληρώσω κύριε, να φύγω, του είπα. Και τον είδα τότε που γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο χαρούμενα σκοτεινό που στη κυριολεξία με άφησε άφωνο.
Θα περίμενες ποτέ πως θα επιστρέφαμε;, μου είπε, ενώ αμέσως άρχισαν να περιρρέουν τη καφετέρια οι τελετουργικοί ήχοι του kokle και του gamelan.
Είμαστε οι ίδιοι πάντα εδώ, σαν μάσκες που προσποιούμαστε ότι ξεχνούμε, και κάποτε όντως ξεχνούμε, ωστόσο τίποτε δεν αλλάζει πραγματικά ποτέ, είπε και μου έδειχνε τους δρόμους έξω από τη καφετέρια.
Η εποχή, τα μεγάλα κτίρια, οι σύγχρονες οικίες ,οι δρόμοι δύσκολα μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι είμαστε εκείνοι που πάντα ήταν: μια σπείρα ληστών του ουρανού που μεταμορφωθήκαμε σε ανθρωπότητα και αλλάζουμε ρόλους από γενεά σε γενεά και από θάνατο σε θάνατο. Από γέννηση σε γέννηση και από ζωή σε ζωή.
Συνέχιζε να μιλάει για πολλή ώρα και πρόσεξα για λίγο την προφορά του. Είχε την συνήθεια να εκφέρει τα δασυνόμενα φωνήεντα με ένα πραγματικό "χ" που έβγαινε από το στόμα του, όπως θα ακουγόταν πιθανώς στην αρχαιότητα, μια διαπίστωση που με αιφνιδίασε περισσότερο και από τους τελετουργικούς ήχους που παρεισέφρυσαν από το πρώτο πεδίο του δρόμου μιας αλλοτινής και ονειρικής εποχής μέσα στη καφετέρια του σήμερα.
Είχα πειστεί πλέον πως τίποτε στο κόσμο δεν ήταν πραγματικό με την έννοια εκείνου που φαινόταν αλλά πως τα πάντα ήταν ένα μακροκοσμικό "καμουφλάζ".
Και σκεπτόμενος αυτά πρόσεξα τα πόδια μου. Το ένα κατέληγε σε ένα καθημερινό παπούτσι και το άλλο σε ένα αρχαίο σανδάλι.