Στο όνειρό μου εκείνη τη νύχτα απλωνόταν πάλι μια μεγάλη στοά ενώπιόν μου, αλλά γεμάτη αυτή τη φορά από πλήθη που προσπαθούσαν να προσανατολιστούν ανάμεσα σε προτομές, οι οποίες προς μεγάλη μου έκπληξη μιλούσαν, κάναν γκριμάτσες και φώναζαν κοροϊδευτικά τους ανθρώπους γύρω τους με τα μικρά ονόματά τους.
Μου ήταν τόσο φανερό πλέον πως τα πλήθη που περιέρρεαν τη στοά ήταν ένα και μόνον άτομο που απλά είχε "σπάσει" σε πολλούς ανθρώπους κατά τη δημιουργία του κόσμου, κάτι δηλαδή σαν τον Adam Kadmon της ραββινικής ιουδαϊκής παράδοσης, ώστε πραγματικά τους αντιμετώπιζα ως εάν ήταν όλοι ομού μια οντότητα.
Από αριστερά έβλεπα τους Λωτοφάγους να ακούνε μουσική ροκ και ποπ όλη την ώρα και να συζητούν με υπνωτισμένη θέρμη για το τάδε δυσεύρετο έργο του δείνα μουσικού και για τις συναυλίες που είχανε παρακολουθήσει. Είχαν αποβλακωθεί τόσο πολύ από τα ίδια και τα ίδια ανούσια λόγια τους, στα οποία μόνο τα ονόματα αναφοράς άλλαζαν, ώστε δεν μπορούσαν να θυμηθούν καν ποιοι είναι οι ίδιοι.
Και από δεξιά, οι Λαιστρυγόνες που δεν ήταν άλλοι από πάρα πολλούς ανθρώπους, που έλεγαν ότι ήταν λογοτέχνες, ή και ήταν όντως πραγματικοί λογοτέχνες, έτσι όπως τους συνέλαβα για πρώτη φορά όταν έγραφα -εντελώς συνειδητά- το ποίημά μου "Κάτω Από τον Ήλιο της Λαιστρυγονίας" (από την ενότητα "Casino Baroque"). Στην ουσία κάτω από τον ήλιο της λογοτεχνίας.
Ήταν εκεί με τα ίδια ανόητα μικροζητήματα να τους απασχολούν πάντα, και με το ίδιο άγχος αν αυτό που κάνουν "αξίζει", άγχος που τους αλλοτρίωνε τόσο πολύ ως προσωπικότητες, ώστε καθίστατο σχεδόν αδύνατον να συνομιλήσουν στοιχειωδώς σοβαρά για ο,τιδήποτε, χωρίς να καταλήξουν σε κωμωδία και φαιδρότητα.
Λίγο πιο πέρα πρόσεξα τους Κύκλωπες που έβριζαν και καταριόνταν συνεχώς το όνομα του Οδυσσέα. Ο λόγος δεν μου ήταν άγνωστος καθώς παρατηρούσα αυτά τα όντα στην προσπάθειά τους να επισημάνουν γύρω τους άλλα δίποδα όντα κατάλληλα προς βρώσιν. Δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι ο Οδυσσέας δεν τους αναγνώρισε ως ανθρώπους, εξ αιτίας αυτής της συνήθειάς τους. Εξελάμβαναν ως μεγάλη προσβολή τη μη επικύρωσή τους ως μετέχοντες στο ανθρώπινο γένος προς το οποίο άλλωστε ξεσπούσαν και όλη την γαστριμαργική μανία τους.
Όμως στη στοά δεν τολμούσαν να φάνε ανθρώπους παρά μόνο τις προτομές που μιλούσαν. Οι οποίες συνέχιζαν να τους κοροϊδεύουν και μέσα από το στομάχι τους.
Δίπλα στους κωμικούς Κύκλωπες ήταν συνήθως και τα παιδιά τους, ατίθασα μικρά κυκλωπάκια. Παρατηρούσα ότι κατέπιναν τα στρατιωτάκια τους με μεγάλη σοβαρότητα, αν και λίγο ντροπαλά.
Aργότερα είδα και τους Κίκονες σε έξαλλη κατάσταση. Ήταν μονίμως έτσι ακόμα και αν δεν υπήρχε λόγος. Έμοιαζαν να πιστεύουν ότι η εξαλλοσύνη και οι φωνασκίες ήταν μια πιστοποίηση ύπαρξης. Το αξιοσημείωτο σε αυτό ήταν πως παρ'όλες τις κραυγές και τις έντονες διαμαρτυρίες τους, δεν μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτε άλλο. Ήταν εντελώς ακίνητοι και απλά φωνάζαν.
Κάποια στιγμή οι υπόλοιποι μην αντέχοντας πλέον τις φωνές των Κικόνων ,τους συνέλαβαν και τους έκλεισαν σε αόρατες φυλακές. Δεν διακρίνονταν ούτε κελλιά ούτε καν οι φυλακισμένοι.
Πού είναι τώρα; ρώτησα μια προτομή που μιλούσε. Δεν τους βλέπεις; με ρώτησε, όχι, της απάντησα και άρχισε να γελάει δυνατά.
Μια προτομή που γελάει ωστόσο δεν είναι και ό,τι πιο φυσιολογικό και ευχάριστο θέαμα -παρά το γέλιο της- και απομακρύνθηκα γρήγορα γρήγορα, επιθυμώντας να γνωρίσω καλύτερα τον γύρω μου χώρο.
Στις οροφές της στοάς εκτείνοταν οριζοντιωμένος σαν στέγη του ουρανού μια μορφή ζωγραφισμένη από ένα έργο του Τζιόττο ντι Μποντόνε που παρίστανε έναν άγγελο σε ένα είδος καθέτου εφορμήσεως και προσευχής επί της ανθρωπότητας. Μου προξένησε δέος μεγάλο η παρουσία του και ρώτησα τότε μια διερχόμενη κυρία με έντονο λευκό φως στο πρόσωπό της, πού είναι η έξοδος από τη χώρα των Λωτοφάγων, των Λαιστρυγόνων, των Κυκλώπων και των Κικόνων.
Μέσα σου, μου είπε.
Και εκείνη τη στιγμή άκουγα μια άλλη φωνή από δίπλα μου να λέει:
Να, βλέπεις τη μοίρα τους; γύρισα τότε και είδα τον λαχειοπώλη με τα βγαλμένα μάτια να μου χαμογελάει.
Όχι, του απάντησα, δεν την βλέπω. Καλύτερα, μου είπε, δεν είναι καθόλου ωραία.
Όμως, πάρε κι εσύ ένα λαχείο, έκραξε τότε απότομα και μου πρότεινε το πυκνό δενδρύλλιο με τα κολλαριστά χαρτιά του σχεδόν στο πρόσωπό μου.
Δεν θέλω, του απάντησα, δεν αγοράζω ποτέ λαχεία, και τον είδα τότε που μεταμορφώθηκε αμέσως σε στήλη φωτός απαστράπτοντος και λευκοτάτου, πολύ δυνατού σε ισχύ, και για μια στιγμή μου πέρασε από το νου,
πως ο λαχειοπώλης με τα βγαλμένα μάτια ήταν ένας χιουμοριστικός ρόλος όχι ακριβώς του θεού, αλλά ενός όντος μεταξύ θεού και ανθρώπου, ενός δαίμονος, που αυτός ο ίδιος και όχι άλλος κανείς είναι ο θεός και ο άνθρωπος.
Μου ήταν τόσο φανερό πλέον πως τα πλήθη που περιέρρεαν τη στοά ήταν ένα και μόνον άτομο που απλά είχε "σπάσει" σε πολλούς ανθρώπους κατά τη δημιουργία του κόσμου, κάτι δηλαδή σαν τον Adam Kadmon της ραββινικής ιουδαϊκής παράδοσης, ώστε πραγματικά τους αντιμετώπιζα ως εάν ήταν όλοι ομού μια οντότητα.
Από αριστερά έβλεπα τους Λωτοφάγους να ακούνε μουσική ροκ και ποπ όλη την ώρα και να συζητούν με υπνωτισμένη θέρμη για το τάδε δυσεύρετο έργο του δείνα μουσικού και για τις συναυλίες που είχανε παρακολουθήσει. Είχαν αποβλακωθεί τόσο πολύ από τα ίδια και τα ίδια ανούσια λόγια τους, στα οποία μόνο τα ονόματα αναφοράς άλλαζαν, ώστε δεν μπορούσαν να θυμηθούν καν ποιοι είναι οι ίδιοι.
Και από δεξιά, οι Λαιστρυγόνες που δεν ήταν άλλοι από πάρα πολλούς ανθρώπους, που έλεγαν ότι ήταν λογοτέχνες, ή και ήταν όντως πραγματικοί λογοτέχνες, έτσι όπως τους συνέλαβα για πρώτη φορά όταν έγραφα -εντελώς συνειδητά- το ποίημά μου "Κάτω Από τον Ήλιο της Λαιστρυγονίας" (από την ενότητα "Casino Baroque"). Στην ουσία κάτω από τον ήλιο της λογοτεχνίας.
Ήταν εκεί με τα ίδια ανόητα μικροζητήματα να τους απασχολούν πάντα, και με το ίδιο άγχος αν αυτό που κάνουν "αξίζει", άγχος που τους αλλοτρίωνε τόσο πολύ ως προσωπικότητες, ώστε καθίστατο σχεδόν αδύνατον να συνομιλήσουν στοιχειωδώς σοβαρά για ο,τιδήποτε, χωρίς να καταλήξουν σε κωμωδία και φαιδρότητα.
Λίγο πιο πέρα πρόσεξα τους Κύκλωπες που έβριζαν και καταριόνταν συνεχώς το όνομα του Οδυσσέα. Ο λόγος δεν μου ήταν άγνωστος καθώς παρατηρούσα αυτά τα όντα στην προσπάθειά τους να επισημάνουν γύρω τους άλλα δίποδα όντα κατάλληλα προς βρώσιν. Δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι ο Οδυσσέας δεν τους αναγνώρισε ως ανθρώπους, εξ αιτίας αυτής της συνήθειάς τους. Εξελάμβαναν ως μεγάλη προσβολή τη μη επικύρωσή τους ως μετέχοντες στο ανθρώπινο γένος προς το οποίο άλλωστε ξεσπούσαν και όλη την γαστριμαργική μανία τους.
Όμως στη στοά δεν τολμούσαν να φάνε ανθρώπους παρά μόνο τις προτομές που μιλούσαν. Οι οποίες συνέχιζαν να τους κοροϊδεύουν και μέσα από το στομάχι τους.
Δίπλα στους κωμικούς Κύκλωπες ήταν συνήθως και τα παιδιά τους, ατίθασα μικρά κυκλωπάκια. Παρατηρούσα ότι κατέπιναν τα στρατιωτάκια τους με μεγάλη σοβαρότητα, αν και λίγο ντροπαλά.
Aργότερα είδα και τους Κίκονες σε έξαλλη κατάσταση. Ήταν μονίμως έτσι ακόμα και αν δεν υπήρχε λόγος. Έμοιαζαν να πιστεύουν ότι η εξαλλοσύνη και οι φωνασκίες ήταν μια πιστοποίηση ύπαρξης. Το αξιοσημείωτο σε αυτό ήταν πως παρ'όλες τις κραυγές και τις έντονες διαμαρτυρίες τους, δεν μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτε άλλο. Ήταν εντελώς ακίνητοι και απλά φωνάζαν.
Κάποια στιγμή οι υπόλοιποι μην αντέχοντας πλέον τις φωνές των Κικόνων ,τους συνέλαβαν και τους έκλεισαν σε αόρατες φυλακές. Δεν διακρίνονταν ούτε κελλιά ούτε καν οι φυλακισμένοι.
Πού είναι τώρα; ρώτησα μια προτομή που μιλούσε. Δεν τους βλέπεις; με ρώτησε, όχι, της απάντησα και άρχισε να γελάει δυνατά.
Μια προτομή που γελάει ωστόσο δεν είναι και ό,τι πιο φυσιολογικό και ευχάριστο θέαμα -παρά το γέλιο της- και απομακρύνθηκα γρήγορα γρήγορα, επιθυμώντας να γνωρίσω καλύτερα τον γύρω μου χώρο.
Στις οροφές της στοάς εκτείνοταν οριζοντιωμένος σαν στέγη του ουρανού μια μορφή ζωγραφισμένη από ένα έργο του Τζιόττο ντι Μποντόνε που παρίστανε έναν άγγελο σε ένα είδος καθέτου εφορμήσεως και προσευχής επί της ανθρωπότητας. Μου προξένησε δέος μεγάλο η παρουσία του και ρώτησα τότε μια διερχόμενη κυρία με έντονο λευκό φως στο πρόσωπό της, πού είναι η έξοδος από τη χώρα των Λωτοφάγων, των Λαιστρυγόνων, των Κυκλώπων και των Κικόνων.
Μέσα σου, μου είπε.
Και εκείνη τη στιγμή άκουγα μια άλλη φωνή από δίπλα μου να λέει:
Να, βλέπεις τη μοίρα τους; γύρισα τότε και είδα τον λαχειοπώλη με τα βγαλμένα μάτια να μου χαμογελάει.
Όχι, του απάντησα, δεν την βλέπω. Καλύτερα, μου είπε, δεν είναι καθόλου ωραία.
Όμως, πάρε κι εσύ ένα λαχείο, έκραξε τότε απότομα και μου πρότεινε το πυκνό δενδρύλλιο με τα κολλαριστά χαρτιά του σχεδόν στο πρόσωπό μου.
Δεν θέλω, του απάντησα, δεν αγοράζω ποτέ λαχεία, και τον είδα τότε που μεταμορφώθηκε αμέσως σε στήλη φωτός απαστράπτοντος και λευκοτάτου, πολύ δυνατού σε ισχύ, και για μια στιγμή μου πέρασε από το νου,
πως ο λαχειοπώλης με τα βγαλμένα μάτια ήταν ένας χιουμοριστικός ρόλος όχι ακριβώς του θεού, αλλά ενός όντος μεταξύ θεού και ανθρώπου, ενός δαίμονος, που αυτός ο ίδιος και όχι άλλος κανείς είναι ο θεός και ο άνθρωπος.