Tuesday, October 20, 2009

Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (Μέρος Β΄)



(το πρώτο μέρος εδώ)

Η ανάγκη για μια ενοποίηση στη φόρμα της ποίησης υπαγορεύεται πάντοτε από καιρούς είτε της υψηλότερης ακμής είτε της πιο χαρακτηριστικής παρακμής. Στην μεν πρώτη περίπτωση, ως ευθεία έκφραση και αντανάκλαση του ύψους στο όποιο φθάνει μια εποχή στις αποφασιστικές στροφές και καμπές της έναντι της Ιστορίας και στη δεύτερη, ως μια απόπειρα υπέρβασης της αποτελμάτωσης που επιφέρει μια ιστορική περίοδος στα ανθρώπινα καθώς τα οδηγεί από επανάληψη σε επανάληψη χωρίς ουσία και νόημα.

Σαν μια άδεια πλέον τελετουργία από επιθυμίες και προσδοκίες, στην οποία έχουν κατακρατηθεί μόνο τα τυπικά και οι δυσκίνητοι ιερατικοί κανόνες, έτσι και η τέχνη όταν βρίσκεται σε ευθεία γραμμή αναπαράστασης του αδιεξόδου μιας ιστορικής εποχής μπορεί να καταστεί το πιο ανόητο των πραγμάτων...

Η στείρα συναισθηματολογία και ο αδιέξοδος φορμαλισμός (η μεγάλη παρεξήγηση του ρόλου του ποιητή ως εάν ήταν κάποιος εξωτικός ζονγκλέρ των λεκτικών ακροβασιών χωρίς νόημα και στόχο) παίρνουν τη θέση του πραγματικά δημιουργικού πνεύματος, ο ερασιτεχνισμός και η αδύναμη έκφραση τη θέση της θέλησης και της δύναμης, οι κακόφημες μέθοδοι της "κλίκας" την θέση της πραγματικής αλληλεγγύης μεταξύ καλλιτεχνών, ο τρόμος και ο πανικός της μετριότητας καθώς αισθάνεται ως απειλή ό,τιδήποτε θα μπορούσε να διαταράξει την ησυχία της την θέση της μόνιμης ανησυχίας και έρευνας για νέα έκφραση και νέους ανθρώπους...

Με λίγα λόγια, σε μια εποχή που παρακμάζει, η ποίηση είναι καταδικασμένη όχι απλώς να καθρεπτίζει αυτή την παρακμή, αλλά να την βαθύνει ακόμα περισσότερο.

Σε αυτήν την περίπτωση, αναμφίβολα, επιφέρει μια μεγαλύτερη εξαθλίωση στην ήδη υπάρχουσα, και ένας "αλλοτριωμένος" και "γραφειοκράτης" ποιητής είναι ένα θέαμα κατά πολύ αηδιαστικότερο από έναν γραφειοκράτη και διεφθαρμένο υπάλληλο της εξουσίας... Ο δεύτερος αν μη τι άλλο βρωμίζει κάτι που είναι ήδη ένα λύμα, ο πρώτος ωστόσο φροντίζει να εκχυδαίσει και ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μείνει αλώβητο από την φτήνεια των καιρών.

Το αδιέξοδο στη φόρμα και την έκφραση είναι αδιέξοδο μιας ολόκληρης κοινωνίας καθώς βυθίζεται μέσα στη συντήρηση ενός κενού τελετουργικού ζωής που αν μη τι άλλο φαίνεται να της προσφέρει μια συνέχεια επιβιώσεως στα ρηχά σκότη της επιδειξιομανίας και της ξιππασιάς, και από την άλλη πλευρά, ένα αίτημα-πρόκληση για τις δημιουργικές δυνάμεις εκείνες που αναλαμβάνουν τον ρόλο του εικονοκλάστη και καινοτόμου σε κάθε εποχή.

Αν μια κοινωνική επανάσταση είναι πάντα προϊόν του εσχάτου αδιεξόδου στο οποίο καταφθάνει μια εποχή που κατασυντρίβει τις παραγωγικές δυνάμεις της στο όνομα της λαθροβιώσεως του ήδη "δοκιμασμένου", τότε μια επανάσταση στη τέχνη έρχεται πολλές φορές όχι μόνον ως προάγγελος μιας κοινωνικής επανάστασης, αλλά ακόμη, -και σε ένα πιο αυτοαναφορικό επίπεδο- ως το προϊόν του αδιεξόδου που επιφέρει η σύμβαση και η μετριότητα στους όρους αναπαραγωγής της τέχνης στην πνευματική ζωή μιας χώρας.
Στην μεν πρώτη περίπτωση, συντρίβονται ανελέητα κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος μιας μειοψηφίας εκμεταλλευτών, στην δε δεύτερη καθηλώνονται και ισοπεδώνονται γνήσιες καλλιτεχνικές παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της αναπαραγωγής του ίδιου πάντα στερεότυπου:

μιας ποίησης ανώδυνης και εύπεπτης που από την άλλη θέλει να διεκδικεί για τον εαυτό της και κάπως πιο σοβαρούς (όμως ανέκαθεν γελοίους και αφυδατωμένους από κάθε ιστορικό προσδιορισμό) χαρακτηρισμούς, όπως "έκφραση γενιάς", "εστέτ", ή και "κοινωνική διαμαρτυρία", "αμφισβήτηση" κλπ.

Ο φετιχισμός των "λογοτεχνικών γενεών" ωστόσο υπήρξε από πάντα η παιδική αρρώστεια της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα σε χώρες οπως η Ελλάδα, όπου η ανάγκη της ταξινόμησης των πάντων σε "αβλαβή εικονίσματα" υπαγορευόταν από την αγωνία της επιβίωσης και της διαιώνισης των γραφειοκρατικών "κλικών" που πρωτίστως έρχονταν να αναπαράγουν στο πνευματικό εποικοδόμημα την με οργανικό τρόπο δεμένη με το κράτος διαφθορά παρασιτικών στρωμάτων που είναι αδύνατον να νοηθούν έξω από τον ενδιάμεσο ρόλο του "προαγωγού"...

Ο όρος "εστέτ" π.χ. , καθυστερημένα δοκιμασμένος (και αυτός) στην Ελλάδα, δεν είναι μόνον μια μεγάλη παρεξήγηση της έννοιας, αλλά ακόμα, και ένας ανιστορικός και ανιστόρητος χειρισμός αυτοδοτούμενου τίτλου προς όφελος του πατροπαράδοτου ελληνικού "βλαχοδημαρχισμού".
Συνήθως ο ελαφρών και περιορισμένων δυνατότητων προσποιείται πάντα τον (ψευδο)"εστέτ" μην κατανοώντας πως ένας τέτοιος αυτοχαρακτηρισμός δεν διαφέρει από το να επιχειρεί κάποιος να παραστήσει την ψόφια μύγα της αυτοεπιβεβαίωσης μέσα σε ένα από καιρό "ληγμένο" γάλα της Ιστορίας...

Από αυτή την άποψη, ο παρωχημένης ιστορικής μόδας "εστέτ" είναι για τον πραγματικό αριστοκράτη του πνεύματος ότι ένα απορημένο μικρόσωμο πόνυ έναντι ενός καθαρόαιμου αλόγου ιππασίας...

Από την άλλη ο "λαϊκισμός" και η μοχθηρία ήταν ανέκαθεν οι αντιδράσεις των πιο αδύναμων που σε τελική ανάλυση στηρίζαν το όλον φαύλο κύκλο προσφέροντας άθελά τους μιαν ευκαιρία στα παρασιτικά στρώματα της λογοτεχνίας να αποενοχοποιηθούν, εκφέροντας το δίλημμα "είτε εμείς, είτε το χάος".

Οι λόγοι δεν θα μπορούσαν να εντοπιστούν σε μεμονωμένους "κακούς" που αρκεί να "οπισθοχωρήσουν" για να λυθούν ως δια μαγείας τα προβλήματα . Το όλο πλέγμα ισοπέδωσης κάθε πνευματικής ζωής και αναπαραγωγής μιας ημι-εστέτ και ημι-λαϊκίστικης φθήνειας έχει τις ρίζες του στις πλημμυρίδες και αμπώτιδες της Ιστορίας που αναπόφευκτα συμπαρασύρουν και τη τέχνη τοποθετώντας την ωμά ενώπιον ενός και του ιδίου διλήμματος κάθε φορά:

είτε επανάσταση στη φόρμα και το περιεχόμενο είτε καθήλωση στον πνευματικό θάνατο ενός καλλιτεχνικού μικρόκοσμου που αδυνατεί να δει πέρα από τη μύτη του και τα παραμορφωτικά γυαλιά του.

(συνεχίζεται)