Είθισται όχι λίγες φορές στην κατά καιρούς λογοτεχνική ζωή της ανθρωπότητας, ο όρος "τέχνη" ή "ποίηση" κλπ. να συνοδεύεται από την εκφορά του όρου "όραμα". Η τέχνη, λέγεται, πρέπει να έχει ένα όραμα για τον κόσμο, ειδικώτερα δε, και κατ' ιδίαν αναλογία, η ποίηση πρέπει να, ή εξ αντικειμένου, συμπεριέχει ένα "όραμα".
Το ποια ακριβώς είναι η φύση αυτού του οράματος, αυτό, θα έλεγα, εναπόκειται κάθε φορά στην ποιότητα της νοημοσύνης του καλλιτεχνικού ή αναγνωστικού κόσμου, να το προσθέσει ή αφαιρέσει από την ποίηση.
Και προτίθεμαι να γίνω σαφέστερος αμέσως όσον αφορά το τι ακριβώς εννοώ.
Ο John Dryden, ώριζε κάποτε με απαράμιλλη οξύνοια και ευστοχία, πως ο απλός, μη πεπαιδευμένος ποιητής είναι σαν τον μέθυσο που δεν βλέπει ούτε καν την μύτη του μπροστά του. Χρειάζεται, έλεγε ο μεγάλος Άγγλος ποιητής, ένας ποιητής να έχει ασχοληθεί με, και εντρυφήσει σε, πολλά γνωστικά πεδία, διάφορα ή παράλληλα της ποίησης, ούτως ώστε να αποκτήσει πραγματική υπόσταση ο όρος "ποιητικό πνεύμα" και δη στις πλέον έξοχες προδιαγραφές του.
Ο λόγος που έκανε τον Dryden να αποστραφεί με τόσο κατηγορηματικό τρόπο την ναίφ αντίληψη για την ποίηση (τουτέστιν ,"ο ποιητής δεν πρέπει να σκέπτεται, αλλά να τραγουδά"), δεν είναι δύσκολο να καταστεί αντιληπτός και να προσεκτιμηθεί αν αναλογιστεί κανείς την υποτιθέμενη και ορισμένως πατροπαράδοτη και εν πολλοίς ψευδή "διαμάχη" ανάμεσα φιλοσοφία και ποίηση.
Επειδή ακριβώς, ό,τι έθεσε ως εναρκτήριο προβληματισμό με άκρως αντιφατικό τρόπο ο μεγάλος Πλάτων κάποτε, λύθηκε σε ένα μεγάλο βαθμό στην πράξη κατά την διάρκεια των αιώνων μέσα από τα, τουλάχιστον, μείζονα έργα της ποίησης (Dante Alighieri, Milton, Blake, Goethe, Schiller, Hölderlin, Wordsworth, Coleridge κ.ά, για να μην ανατρέξουμε στον εικοστό αιώνα). Με τέτοιο τρόπο μάλιστα, ώστε να φθάσουμε στις μέρες μας να θεωρούμε την νόηση ή την διανοητικότητα ως κυρίαρχη αρετή στην ποίηση, άνευ της οποίας, η τελευταία δεν θα μπορούσε να διακρίνεται από την απλή, και όχι σπάνια, ανούσια στιχοποιία.
Πρόκειται στην ουσία για το ίδιο θέμα δηλαδή που αντιμετώπισε ο Dryden στους καιρούς του με τους ελαφρούς ποιητές ή τους πλήρως ατελέσφορους σε μια ποιότητα στοχασμού γλυκανάλατους σονετογράφους.
Περαιτέρω δε, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο, πως η άσκεπτη ή αστόχαστη ποίηση δεν μπορεί παρά να οδηγείται ολοένα και πιο πολύ σε μια ξηρασία οραμάτων και να εγκυστώνεται προοδευτικά στον ασφυκτικό κλοιό και το αδιέξοδο του ιδιωτικού, κάποτε επιχειρώντας να ανάγει αυτό το τελευταίο και σε "όραμα".
Ένα "ιδιωτικό όραμα" δεν θα μπορούσε ωστόσο να συνιστά τίποτε περισσότερο από "αντίφαση εν όροις" στην και με την ποίηση, για τον απλούστατο λόγο, πως η ποίηση, εκ φύσεως είναι καθολική ή καθολικότροπη έννοια, ενώ το ιδιωτικό (και όχι το ατομικό) είναι η απάρνηση του καθολικού προς όφελος μιας αλληλουχίας προσωπικών στιγμών που αυτοεπαναλαμβάνονται χωρίς να έχουν την δυνατότητα να οδηγήσουν στην γένεση και ύπαρξη ενός νέου κόσμου που να έχει καθολική ισχύ.
Χάνεται σε αυτή την περίπτωση, και εκτός των πολλών άλλων, για να το πούμε έτσι και αναθυμούμενοι τον Shelley, η "νομοθετική" προοπτική της ποίησης, και ο ποιητής από αφανής νομοθέτης του πραγματικού καταντάει ένας "διασκεδαστής" ούτε καν των άλλων, αλλά του εαυτού του και μόνον.
Τηρουμένων των αναλογιών, η "ιδιωτική" ποίηση και το "ιδιωτικό όραμα" δεν μπορεί παρά να θυμίζουν εκείνο το "κακό άπειρο" του Χέγκελ που ανακυκλούται στον χρόνο χωρίς την δυνατότητα των αλμάτων και των ανατροπών.
Έχει νόημα κάτι τέτοιο;
Θα είχε νόημα να καταρρακωθούν οι διανοητικές λειτουργίες της ποίησης σε ένα φτωχό ιμπρεσσιονισμό των στιγμών και ένα φτηνό "τραγούδι"; και όπου και αυτή η γλώσσα απολύει κάθε γνήσια και αυθεντική χημεία των εννοιών και περιορίζεται σε απλές "δοκιμές" προς κάτι, κατ ευχήν καλύτερο όσον αφορά το εκφραστικό πλαίσιο μιας άνευ αξίας για τους άλλους ιδιωτικότητα;
Προφανώς θα είχε νόημα για έναν κόσμο αστόχαστο, όπου η σκέψη τρομάζει και πανικοβάλλει, και όπου όλα τα πράγματα θα έπρεπε να οδηγηθούν σε μια "μίμηση αθωότητας" που έχει ωστόσο ένα σοβαρό μειονέκτημα σε σχέση με κάθε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ αθωότητα:
σε αυτή την περίπτωση η υποτιθέμενη "αθωότητα" δεν θα είχε περάσει ακόμα από την εμπειρία του στοχασμού και της διανοησιαρχικής λειτουργίας , καθιστώντας έτσι άκυρη οποιαδήποτε αναγγελία του εαυτού της στο κόσμο, μιας και δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί και να ορισθεί από κανένα υπαρκτικό αντίθετό της.
Και είναι μια μεγάλη αλήθεια διαιωνίως, πως κάθε αθωότητα που αρνείται να βγει από τον αυτοαναφορικό κύκλο και εαυτό της για να τον ξαναβρεί, είναι σχεδόν ένα έγκλημα.
Η ποίηση δεν είναι περιχαράκωση σε κάποια αφηρημένη και ποιούσα την ανάγκη φιλοτιμία "αθωότητα".
Είναι πάνω απ' όλα επανεύρεση της αθωότητας μέσα από την Οδύσσεια της πείρας και του στοχασμού.
Ή για να το πούμε με άλλα λόγια, ο ποιητής δεν είναι ο Οδυσσέας στην Ιθάκη, όπου κατασταλαγμένος πλέον από όλες τις περιπέτειές του τραγουδάει ανέμελα σαν κότσυφας ή τζίτζικας κολλημένος στον κορμό ενός δένδρου· αλλά ο Οδυσσέας , εκείνος, της περιπλάνησης ακόμα και της πάλης με τους θεούς.
Το πόσο ανόητο ή ρηχό μπορεί να είναι οποιοδήποτε ιδιωτικό όραμα στην ποίηση, έρχεται να μας το θυμίσει πολλές φορές με εξ ίσου ανόητο τρόπο η "εκβιαστική" αντίθετη τάση του. Η ποίηση, λένε άλλοι, πρέπει να έχει ένα "κοινωνικό" όραμα.
Άλλο ψευδοδίλημμα ελαχίστης ποιότητας, απόρροια -σε ένα βαθμό δικαιολογημένη- από έναν πολύ ταραγμένο περασμένο αιώνα, και μεταλλαγμένη, ή με πιο "ανθρώπινο πρόσωπο", κληρονομιά -παντελώς αδικαιολόγητη- του αλήστου μνήμης σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην τέχνη.
Όμως το κοινωνικό, θα πρέπει να το πει κάποιος πολλές φορές για να γίνει έστω νοητό, αν όχι κατανοητό, ΠΟΤέ δεν προστίθεται απ'έξω στην ποίηση. Κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από δημαγωγία και υπεραναπλήρωση κακής ποιητικής ποιότητας.
Το κοινωνικό μπορεί ΜΟΝΟΝ να αφαιρείται από την ποίηση, κατά περίσταση και κατ' επιλογή από το καθολικό στοιχείο της.
Μια ποίηση μπορεί να έχει ή να μην έχει "κοινωνικές προεκτάσεις" και σε κάθε περίπτωση δεν είναι υποχρεωμένη γι' αυtό, μιας και ο ποιητής είναι ποιητής και όχι πολιτικός ή κοινωνικός λειτουργός. Είναι ωστόσο στην φύση της ποίησης να συνιστά μια καθολική αξία του λόγου, και ακριβώς εκεί μπορεί να απαντάται ένα γνήσιο "κοινωνικό" και όχι ένα επίπλαστο και πρόσθετο τέτοιο.
Ή για να το πούμε αλλιώς, μονάχα αν γίνει συνείδηση πως στην ποίηση το "ιδιωτικό" και το "κοινωνικό" (με τους φτηνούς δημαγωγικούς όρους γιατί το κοινωνικό, όπως προείπαμε, εμπεριέχεται ούτως ή άλλως στην ποίηση) δεν έχουν καμμία τύχη , αλλά μόνο το ατομικό και το καθολικό, ως αναγκαία και τα δύο για να καθορίσουν την γένεση και την προοπτική ενός νέου κόσμου που οφείλει κάθε φορά η τέχνη στον άνθρωπο, τότε μόνο θα μπορούμε να προσδοκούμε με αιτιολογημένη προσμονή και αυτήν ακόμα την ποιητική μεταμόρφωση του ήδη υπάρχοντος κόσμου.