Saturday, December 10, 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Παραμένει ελάχιστα κατανοητό ως τις μέρες μας νομίζω, πως η ποίηση είναι μια τέχνη που από τη φύση της δεν μπορεί παρά να κινείται, όχι κατ' ανάγκην αντίθετα, αλλά σίγουρα, παρά, και σε ορισμένες πολύ ιδιαίτερες ή ξεχωριστές περιπτώσεις, υπέρ την μάζα.
Στο βαθμό που μια εποχή, ή ένα σύστημα ανταλλαγής, ή ακόμα και σύστημα αξιών πολιτικής, ή ηθικής, ή άλλης μορφής, έχουν ως στόχο τους την "μάζα" ή το "κοινό", η ποίηση κατά κανόνα έρχεται για να περισώσει ένα προσωπικό "οχυρό" του ατόμου έναντι αυτής της συλλογικής κίνησης. Συνιστά συνεπώς μια κίνηση προς την ατομικότητα, αναπόφευκτα ή και αναγκαία ακόμα, γιατί πάντοτε η ανθρωπότητα χρειάζεται ένα πιο "ψύχραιμο" και πλήρες βλέμμα επί των ενεργειών της, μακριά βεβαίως από τον "θόρυβό" της.

Ή αλλιώς, η ποίηση ενέχει πάντοτε την τάση να ελλοχεύει και να παραμονεύει σε ένα μαγικό ακρογιάλι των σοφών έναντι της αχανούς θάλασσας του χρόνου.

Πάνω σε αυτή τη βάση, οι οποιεσδήποτε μαζικοποιημένες περιχαρακώσεις ή "εντάξεις" ή "προωθητικές κινήσεις", και οι συμφυρμοί κάθε είδους προς μια, αναπόφευκτα, αγοραία "ποιητική ατμόσφαιρα", με σκοπό δήθεν την μεγαλύτερη προσβασιμότητα του ποιητή σε ένα κοινό (έστω και ελάχιστο όπως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της ποίησης), όπως βέβαια και το αντίστροφο, δεν μπορεί παρά να προκαλούν έναν υγιή σκεπτικισμό ή μιαν ακόμα υγιέστερη απέχθεια σε όσους πιστεύουν ότι η ποίηση δεν πρέπει να "καταναλώνεται" μέσα στον ιδιαζόντως ενοχλητικό και αντιαισθητικό "θόρυβο της αγοράς", αλλά έξω από αυτόν. Στη δεύτερη περίπτωση βέβαια δεν "καταναλώνεται" αλλά λειτουργεί και λειτουργείται.

Επειδή ακριβώς, -και αυτό στις υποπνευματικές ημέρες μας λησμονείται συχνά- ο ποιητής δεν είναι παρά η συνέχεια του πρωτόγονου μάγου ή αρχαίου ιερέα στους μοντέρνους καιρούς, και όχι μια επανάληψη του πολιτικού, του αγκιτάτορα ή του κονφερασιέ, έστω συνοδεία κάποιας επίφασης πνευματικότητας που ματαίως όμως επιχειρεί να αποδώσει ένα επίχρισμα τέχνης σε μια ατμόσφαιρα (υπο)πνευματικού "σούπερ μάρκετ" ή "ηλεκτρονικής αγοράς"· μιας και τελικά, εδώ στην Ελλάδα, σε αντίθεση με αρκετές άλλες χώρες, κρατούμε ακόμα το διαδίκτυο υποταγμένο και ακαίρως επικουρικό προς τον κόσμο των εντύπων εκδόσεων που παγκοσμίως πνέει τα λοίσθια, αντί να φαίνουμε την ιδιαίτερη δυναμική που μπορεί να έχει το ηλεκτρονικό μέσο, ούτως ώστε να σταθεί αυτάρκες και ολοκληρωτικά αυθύπαρκτο έναντι ενός μάλλον παρακμάζοντος "λογοτεχνικού κόσμου".
Λογοτεχνικός κόσμος, ο οποίος σε μεγάλο ποσοστό, είναι αλήθεια, φθίνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα διαφημιστικής-αγοραστικής σύγχυσης, διανθισμένη μάλιστα με κάποιο νόστο ελαφράς κουλτούρας που μπορεί να συνταιριάξει με κάθε μετριότητα, όταν αυτή ψάχνει τρόπο να αξιοποιήσει τα πτωχά ελληνικά και την άτσαλη έμπνευσή της.


Υπάρχουν πολλά πράγματα, που εμένα προσωπικά με ενοχλούν, στο "λογοτεχνικό" τοπίο των ημερών μας.
Με ενοχλεί, κατ'αρχάς, αυτή η δίψα για προβολή με κάθε κόστος· μια νοοτροπία που όπως έχει αποδείξει η Ιστορία της λογοτεχνίας, είναι αδύνατον να αποτινάξουν εύκολα και όσο το δυνατόν έγκαιρα από πάνω τους οι ανώριμες προσωπικότητες και να κατανοήσουν έτσι πως η αγορά και ο θόρυβός της βλάπτουν πάνω απ' όλα την έμπνευση και την δημουργία...
Περαιτέρω δε, είναι και μια ανόητη λογική, μιας και ποτέ ένας λογοτέχνης δεν καταξιώνεται από ανθρώπους του καιρού του, αλλά από άλλους, που έρχονται στο μέλλον όταν οι πρώτοι φεύγουν...
Αλλά για μια γενιά για την οποία η fast επικαιρική δόξα είναι το ζητούμενο και όχι η αίγλη κάποιων πραγμάτων που αντέχουν στο χρόνο, αυτό είναι κάτι που δεν θα είχε και ιδιαίτερο λόγο να το σκεφθεί κάπως σοβαρότερα.


Με ενοχλούν τα πανομοιότυπα ελληνικά που διαβάζω σε σωρούς και σωρούς ποιημάτων κατά τα τελευταία χρόνια, ή αλλιώς τα "ελληνικά του Υπουργείου Παιδείας", με τους κανόνες τους και τις "ρυθμισμένες" κακοτοπιές τους, που είναι ό,τι πιο στενόχωρο, αντιποιητικό και έξω από κάθε γλωσσική πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος, ειδικά και ιδιαίτερα μάλιστα για την ποίηση.

Κάποτε οι ποιητές είχαν το δικό τους "σήμα-κατατεθέν" επί της ελληνικής γλώσσας. Δημιουργούσαν την γλώσσα τους για να εκφραστούν και δεν την παρελαμβάναν έτοιμη από τα σχολικά εγχειρίδια.
Άλλα τα ελληνικά του Σεφέρη, πλήρως διαφορετικά εκείνα του Εμπειρίκου ή του Εγγονόπουλου, σε δικούς τους γαλαξίες τα ελληνικά του Σαχτούρη ή του Καρούζου και όλα μαζί έξω από κάθε απλή, ή απλοποιημένη, ή "κοινώς χρησιμοποιουμένη ελληνική"· κάποτε ο ποιητής έφτιαχνε γλώσσα ομού με την ποίηση, ή το λιγότερο, η ποίησή του συνοδευόταν από την δική του προσωπική εκδοχή της ελληνικής γλώσσας και δεν ακολουθούσε μια πεπατημένη συνταγή κάποιων μαζικοποιημένων και παντελέστατα αλάλων "ελληνικών".
Σήμερα, καταντά σχεδόν απελπιστικό να διαβάζει κανείς σε τόσα ποιήματα αυτά τα εν όλω ισοπεδωμένα, άχρωμα, πλήρως τυποποιημένα επί τόσων ανθρώπων που τα χειρίζονται στη γραφή και κάποτε βαρβαρικά ή ημιβαρβαρικά ελληνικά.

Επιπροσθέτως δε, και συμπαραλλήλως προς το τελευταίο, με ενοχλούν ιδιαίτερα η προχειρότητα του λόγου και η κακή μείξη της γλώσσας με τις νοηματικές ή υπερνοηματικές προθέσεις (αν και ο φλατ νεοέλληνας αποφεύγει συνήθως τις δεύτερες), όπως απαντώνται στα έργα ποιητών που θέλουν να προβάλλονται κιόλας ως "καλοί". Εκνευρίζομαι πραγματικά από τον αβασάνιστο λόγο, και από την διαπίστωση ότι πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα λογίζουν την ποίηση ως κάτι ξεχωριστό από τη γλώσσα· λες και η πρώτη τελείται εν αρχή σε κάποιο κενό όπου και αναμένει να λάβει έκφραση, και δεν συμφύεται εξ ορισμού με τη δεύτερη, και ακόμα, λες και θα μπορούσε να υπάρξει τέχνη χωρίς τεχνική.
Και ακόμα, με ενοχλεί η ίδια και η ίδια θεματολογία, και η συνεπάλληλη προς αυτήν ατολμία προς ευρύτερους θεματικούς ορίζοντες στην ποίηση.

Με ενοχλεί η τάση προς τον "ιδιωτικό" λόγο, ή το "ιδιωτικό όραμα" που έχουν πολλοί πρόσφατοι ποιητές. Για μένα, αυτό είναι φτώχεια πνεύματος και λόγου, στενότητα οριζόντων ή και εξωραϊσμένη αμορφωσιά ακόμα.
Μετά από τόσους και τόσους αιώνες Ιστορίας και Τέχνης, και ιδιαίτερα μετά από έναν πολυτάραχο εικοστό αιώνα, το να ασχολείται ένας ποιητής μόνον ή κατά κύριο λόγο με τον ιδιωτικό μικρόκοσμό του, ή με συναισθηματικότροπα λουλουδάκια και αστράκια, αυτό το βρίσκω τουλάχιστον αξιοπερίεργο, αν θέλω να εκφραστώ κάπως ευγενικά επί της ανθρώπινης ανοησίας.

Με ενοχλούν οι μαζικοποιημένες εκδηλώσεις ποίησης, και προσωπικά δεν έχανα την ευκαιρία στο παρελθόν να αρνηθώ οποιαδήποτε συμμετοχή, όποτε μου προέτειναν κάτι τέτοιο.
Μα προς θεού, τι σόι ποίηση μπορεί να υφίσταται σε "ξεπετάδικες" διοργανώσεις όπου οι αφελείς, άλλα έμπλεοι φημικών προσδοκιών στιχοποιοί στοιβάζονται πέντε- πέντε ή δέκα-δέκα ανά βραδιά; για σκεφθείτε λίγο πόσο τραγικό είναι αυτό... και πόσο τελικώς καταδεικνύει πως εκείνοι που πραγματικά ενδιαφέρονται για την ποίηση σε κάθε καιρό είναι πολύ, μα πολύ λίγοι... τόσο από την πλευρά των γραφόντων όσο και από την πλευρά των εκάστοτε "διοργανωτών".
Περαιτέρω δε, κρίνω αυτές τις εκδηλώσεις στην πλειοψηφία τους, και βέβαια εξαιρουμένων των εξαιρέσεων, ως παρωχημένες, ατελέσφορες ή και γραφικές ακόμα.

Με ενοχλεί ο βλαχοδημαρχικός φετιχισμός της έκδοσης στην αλλοπρόσαλλη πνευματικά Ελλάδα, όπου μόνο η ελαφρά κουλτούρα, ή αλλιώς η λατρεία του γούστου αλλά όχι της αισθητικής, έχει κάποια εμπορική (αλλά σε κάθε περίπτωση όχι μακροπρόθεσμη) τύχη. Απωθημένο παλαιότερων εποχών, οπότε η έκδοση ενός βιβλίου ipso facto εσήμαινε, και κατά μία παράξενη και ανεξιχνίαστη λογική, μια καταξίωση ζωής...
Όπως και να έχει, παραμένει έξω από τη σφαίρα κάθε λογικής η προθυμία πολλών άνθρωπων να ξοδεύουν κάθε τρεις και λίγο χιλιάδες, στην κυριολεξία, ευρώ , για να τυπώνουν κατά κανόνα ελλιποβαρή πράγματα... Σε μια εποχή μάλιστα, κατά την οποία ο έντυπος κόσμος απλά φθίνει και μέλλει να καταστεί εκ των πραγμάτων, και αργά ή γρήγορα, "μουσειακό είδος".

Με ενοχλεί αυτό το "αλαλούμ" ή "ό,τι να' ναι" της περιρρεούσης κουλτούρας του ποιητικού ή και γενικώτερα, λογοτεχνικού κόσμου. Φαίνεται, πως οι διάφορες υποκουλτούρες κατά τα παρελθόντα έτη, ήταν περισσότερο "δραστικές" απ' όσο νομίζαμε και αφήσαν πληθώρα ιχνών σε πολλούς ανθρώπους που πιστεύουν ότι μπορούν να παντρέψουν την ποίηση με τις εκάστοτε μαζικοποιημένες ανοησίες της εποχής τους.
Και από την άλλη, μαζί με αυτό τον βάρβαρο "εκσυγχρονισμό" (που λανσάρεται κυρίως από έντυπα και εμπορικά φιλόδοξους συγγραφείς), παραμένει ως τυπικό δείγμα νεολληνικής σύγχυσης το γεγονός ότι πολλοί λειτουργούν ακόμα με συναισθήματα, λογικές και νοοτροπίες της δεκαετίας του '50 στα ποιητικά ή λογοτεχνικά.
Τίποτε δεν φαίνεται να έχει αλλάξει γι' αυτούς από τότε, ο εικοστός πρώτος αιώνας δεν φαίνεται πως υπάρχει ακόμα στην συνείδησή τους και κατά συνέπεια , εκεί που το σύγχρονο (το όντως σύγχρονο και ουσιαστικό τέτοιο) θα έπρεπε να καταλάβει την θέση του στην λογοτεχνία, αγνοείται ή παραμερίζεται και "εκσυγχρονίζεται" άτσαλα και βεβιασμένα το παρωχημένο! Είτε μέσα από την αισθητική (το γούστο μάλλον) της υποκουλτούρας είτε μέσα από άλλες "μαζικοποιητικές" τακτικές.
Και εκεί που η ουσία της ποίησης θα έπρεπε να τηρηθεί ως απόλυτη αξία και αλώβητη πραγματικότητα στην εφαρμογή της, αντιθέτως, εξισούται με παρωχημένα "λογοτεχνικά κλίματα" εν Ελλάδι, ως αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερου φετιχισμού του παρελθόντος που μπορεί να διαπνέει την νεολληνική νοοτροπία, και ο οποίος συναρτάται πάντοτε με την αρμόζουσα και κατάλληλη παρδαλότητα, προς κάθε τι ανούσια "επίκαιρο" και επιφανειακότατα εκλαμβανόμενο ως "σύγχρονο".

Υπάρχουν τόσα πράγματα για να ενοχληθεί κάποιος από το περιρρέον λογοτεχνικό τοπίο των ημέρων μας· αρκούν ωστόσο αυτά από καθαρά ενδεικτική και δειγματοληπτική άποψη.

Σε κάθε περίπτωση, βλέπω ή διαπιστώνω πως ο ιερατικός και εν γένει αξιακός ρόλος της ποίησης χάνεται (και αυτό δεν πρέπει να το αφήσουμε να γίνει) προς όφελος ενός νέου τύπου οκνηρού και ακατέργαστου ή ημικατηργασμένου "λογοτέχνη" που ξοδεύει το καιρό του ανάμεσα facebook και λογοτεχνικές εκδηλώσεις, παλαιομοδίτικης υφής είναι αλήθεια, όπου στοιβάζονται κάθε φορά ως κοινό τα ίδια τριάντα ή πενήντα ή εκατό άτομα που περιφέρονται σε αυτές, άγνωστο για ποιο λόγο ακριβώς.
Τα μυαλά αυτών των "λογοτεχνών" είναι γεμάτα μεν από φαντασιώσεις και προσδοκίες της αγοράς και της φήμης, όχι όμως και από θέληση για ΥΠΕΥΘΥΝΗ δημιουργία, σε καμμιά περίπτωση από πρόθεση κόπου, μηδέ από απόπειρα τεχνικής, μαστοριάς και οράματος..., για την επίτευξη μιας πραγματικής ποίησης επιτέλους.
Και όλα αυτά, διαπιστώνονται πάντοτε εκ του αποτελέσματος. Και εξ αυτού αναφαίνονται και οι προθέσεις βέβαια.

Ένας νέος τύπος "λογοτέχνη" που θα παραμείνει ίσως ως το στίγμα μιας συγχισμένης και μεταβατικής εποχής, αλλά όχι ως αυθυπόστατη αξία στο μέλλον.

Εκεί, όπως πάντα, η ποίηση θα έχει την τελευταία λέξη πάνω από κονιορτούς επί κονιορτών γραφής, έντυπης ή μη, που θα έχουν συσσωρευθεί και ξεχυθεί στο ίδιο πάντα διαιώνιο ανέκφραστο κενό ανά τις εποχές και τα χρόνια...