Ο δέκατος όγδοος ορισμός της Μοναδολογίας, είναι ενδιαφέρων από πολλές απόψεις. Εδώ ο Leibniz δίνει μια περιγραφή των Μονάδων ως "ασώματα αυτόματα" (Automates incorporels) και ακόμα, μετέρχεται του αριστοτελικού όρου εντελέχεια (ενδελέχεια) για να ορίσει την δυναμική αυτών των "ασωμάτων αυτομάτων". Οι Μονάδες σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, προκύπτουν από μια κατάσταση ελαχίστης τελειότητας και προωθούνται κατά την εντελέχειά τους προς μια κατάσταση πληρέστερης τελειότητας.
Οι αναλογίες που εντοπίζονται εδώ ανάμεσα στην σταδιακώς πρότερη, τρόπον τινά, και "ακατέργαστη" ακόμα, υπόσταση μιας Μονάδας (πριν "τελειοποιηθεί") από την μια, με τον μεσαιωνικό αλχημικοφιλοσοφικό όρο "massa confusa" από την άλλη, είναι και υπαρκτές και σημαίνουσες· ωστόσο η διαφορά έγκειται στο ότι η λεϊβνίτειος materia prima δεν είναι σε τελική ανάλυση κάτι έξω από την Μονάδα (που θα μπορούσε να την συμπεριλαμβάνει αθροιστικά), αλλά ένα "εν δυνάμει" που ευρίσκεται αποκλειστικά μέσα της και εκδιπλώνει την εντελέχειά της με τέτοιο τρόπο, ώστε η Μονάδα να άγεται συνεχώς από το ασαφές στο όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο της, και από ένα επίπεδο ελαχίστης συνείδησης προς την υπέρτατη Μονάδα του σύμπαντος, που κατά τον Leibniz είναι βέβαια ο θεός.
18. On pourrait donner le nom d'Entéléchies à toutes les substances simples ou Monades créées, car elles ont en elles une certaine perfection (έχουσι τό έντελές), il y a une suffisance (αύτάρκειν) qui les rend sources de leurs actions internes et pour ainsi dire des Automates incorporels.
18.Όλες οι απλές υποστάσεις ή δημιουργημένες Μονάδες θα μπορούσαν να ονομαστούν Εντελέχειες, επειδή ενέχουν μια ορισμένη τελειότητα (έχουσι τό έντελές), και έχουν μια ορισμένη αυτάρκεια (αύτάρκειν) που τις καθιστά πηγές των εσωτερικών δραστηριότητων τους και, για να το πούμε έτσι, ασώματα αυτόματα.
(σ.σ.: οι ελληνικές λέξεις στο πρωτότυπο γαλλικό κείμενο παρατίθενται ως έχουν από τον Leibniz).
18.Όλες οι απλές υποστάσεις ή δημιουργημένες Μονάδες θα μπορούσαν να ονομαστούν Εντελέχειες, επειδή ενέχουν μια ορισμένη τελειότητα (έχουσι τό έντελές), και έχουν μια ορισμένη αυτάρκεια (αύτάρκειν) που τις καθιστά πηγές των εσωτερικών δραστηριότητων τους και, για να το πούμε έτσι, ασώματα αυτόματα.
(σ.σ.: οι ελληνικές λέξεις στο πρωτότυπο γαλλικό κείμενο παρατίθενται ως έχουν από τον Leibniz).
Ο Leibniz χρησιμοποιεί τον αριστοτελικό όρο ως μια προσπάθεια απόδοσης ενός μέτρου της αυτοανάπτυξης των πραγμάτων (τα οποία βέβαια συνίστανται από Μονάδες), και ακόμα ως μια επράγματη επιβεβαίωση της αρχής της επαρκούς αιτίας, που ο ίδιος ανέπτυξε.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ πως ολόκληρο το λογικό οικοδόμημα της Μοναδολογίας στηρίζεται ουσιαστικά σε δυο αρχές: την αρχή της αντίφασης (δύο αντιφατικές μεταξύ τους προτάσεις πρέπει να αναδεικνύουν την μία αληθή και την άλλη ψευδή) και της επαρκούς αιτίας (τουτέστιν για ο,τιδήποτε υπάρχει πρέπει ακόμα να υφίσταται ένας επαρκής λόγος, raison, για να υπάρχει· το αυτό για ο,τιδήποτε συμβαίνει και ο,τιδήποτε εκλαμβάνεται σε μια πρόταση ως αληθές: πρέπει να υπάρχει ένας επαρκής λόγος που είναι έτσι και όχι αλλιώς).
Ωστόσο η λεϊβνίτεια χρήση και επέκταση του όρου "εντελέχεια" αποκλίνει σημαντικά ίσως από την αριστοτέλεια έννοιά της. Ο Αριστοτέλης ορίζει σαφώς πως:
"ἔστι δ' ἡ μὲν ὕλη δύναμις, τὸ δ' εἶδος ἐντελέχεια"
(Περί Ψυχής, 2Α, 412α3)
παρουσιάζοντας μάλιστα την ψυχή ως την πρώτη εντελέχεια του σώματος:
"ἡ ψυχή ἐστιν ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος."
(Περί Ψυχής, 2Α, 412α.11)
Ο Θωμάς Ακινάτης στο "In Aristotelis Librum De Anima Commentarium" ερμηνεύει την αριστοτελική εντελέχεια ως εξής:
Est ergo differentia inter materiam et formam, quod materia est ens in potentia, forma autem est endelechia, id est actus, quo scilicet materia fit actu, unde ipsum compositum est ens actu.
Η ύλη, συνεπώς, διαφέρει από την μορφή σε αυτό, στο ότι η ύλη είναι εν δυνάμει ον, η δε μορφή είναι η εντελέχεια, δηλαδή η δράση της, που καθιστά την ύλη εμπράγματη, και από την οποία προκύπτει το σύνθετο σώμα ως ον εν ενεργεία.
(In Aristotelis Librum De Anima Commentarium, 2A, 412a1–412b9, Lectio I)
Στο ίδιο πάνω κάτω πλαίσιο οριοθετεί την εντελέχεια και ο μέγας ερμηνευτής του Αριστοτέλη και κεντρική φιγούρα της μεσαιωνικής αραβικής φιλοσοφίας, Αβερρόης, καθώς στο μνημειώδες σύγγραμμά του Tahafut al-tahafut αποδέχεται και αυτός την ψυχή ως την πρώτη εντελέχεια του οργανικού σώματος.
Με λίγα λόγια, στον Αριστοτέλη η εντελέχεια ορίζει την καταληκτική μορφή (είδος) της ύλης, στο βαθμό που η ύλη από μόνη της είναι κάτι εν δυνάμει (δύναμις) και όχι εν ενεργεία.
Όσο η ύλη μεταβαίνει σε ον εν ενεργεία τότε λαμβάνει μορφή, και το έσχατο της μορφής της (το εντελές) είναι η εντελέχειά της. Από αυτή την άποψη, η αριστοτελική θέαση της "ύλης" και του "είδους" είναι δοσμένη, θα έλεγε κανείς άπαξ, και ως εκ τούτου ορίζει μάλλον κάτι το "στατικό" (μέσα στην κινητικότητά του ωστόσο).
Για τον Leibniz η εντελέχεια είναι μάλλον μια διαρκής διαδικασία και όχι μια κατάληξη. Γι' αυτόν η απλή υπόσταση (η Μονάδα δηλαδή) συνίσταται από materia prima και εντελέχεια, ενώ οι σύνθετες υποστάσεις (όπως για παράδειγμα το ανθρώπινο σώμα) από materia secunda και μια "κυρίαρχη Μονάδα" εντός τους. Αυτή η "κυρίαρχη Μονάδα" είναι η εντελέχεια ή ψυχή των συνθέτων υποστάσεων που προκύπτουν βεβαια ως συναθροίσματα απλών υποστάσεων ή Μονάδων.
Αμέσως αμέσως, αυτό που θα είχε να παρατηρήσει κάποιος εδώ πέρα από την θαυμαστή ανάπτυξη της πρώιμης λεϊβνίτειας διαλεκτικής είναι και οι περιορισμοί της τελευταίας, στο βαθμό που η μεταλλαγμένη κατά την λεϊβνίτειο οπτική αριστοτελική εντελέχεια ορίζει μια διαδικασία ad quantitatem και όχι ad qualitatem.
Η εντελέχεια των Μονάδων προσθέτει μόνο ποσοτικά σε αυτές την οποιαδήποτε τελείωσή τους και φυσική ροπή τους προς την υπέρτατη Μονάδα, τον θεό, και όχι ποιοτικά. Όπως είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς δεν υπάρχει εδώ καμμιά ρήξη μέσα στο συνεχές, καμμία μετατροπή της ποιότητάς τους.
Μα, θα μπορούσε να αντιτείνει εύλογα κάποιος, πως εφ'όσον ο Leibniz δέχεται την μετάβαση των Μονάδων από μια εννοιολογικώς και οντολογικώς "obscura" κατάστασή τους προς κάτι πολύ πιο ευκρινές και πλήρες, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να ορίζει και μια ρήξη στην ποιότητα.
Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό στο βαθμό που η "ποιοτική" άνοδος των Μονάδων δεν είναι ομοίως ποιοτικώς προκύπτουσα, παρά μόνο ποσοτικώς.
Για τον Leibniz εξ άλλου, τον μαθηματικό εφευρέτη του Απειροστικού Λογισμού, τα πάντα στην φύση αυξάνονται "κατά βαθμόν" και μειώνονται εξ ίσου "κατά βαθμόν". Ποτέ η φύση, σύμφωνα με τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, δεν προχωρεί "per saltum".
Η λογική αυτή είναι καθαρά ποσοτική βέβαια, αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψη μας το εξής:
η εποχή του Leibniz είναι κατά κύριον λόγο μια εποχή διερεύνησης και απόπειρας ανατροπής (ή περαιτέρω ανάπτυξης) του καρτεσιανού δυισμού και εκεί συντείνουν κατά το πλείστον οι στόχοι της.
Οι "σταθερές" που επέβαλε στην κοινωνία και την κουλτούρα η κατοπινή μπαρόκ "παγίωση" της Αναγέννησης καθώς και οι ολιστικοί όροι που έθετε αυτή η "σταθεροποίηση" του κόσμου σε μια Παγκόσμια Πολιτεία του θεού πραγματωμένη στη γη άπαξ και δια παντός (που σε ένα ορισμένο βαθμό αντανακλούσε βέβαια τη δυναμική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του εντός της μοναρχίας ακόμα τελουμένου νεαρού καπιταλισμού που όριζε έναν νέο κόσμο μεν, αλλά υπό τις προϋποθέσεις της "αιώνιας" μοναρχίας ακόμα δε), δεν είχαν να κάνουν τόσο με το "μέρος" όσο με το Όλο.
Ως εκ τούτου, ήταν αδύνατη ακόμα η ανάπτυξη μιας πλήρους θεωρητικής διαλεκτικής στο βαθμό που αυτή η τελευταία για να υπάρξει, πάνω απ' όλα σημαίνει έρευνα και αποσαφήνιση του μέρους.
Κατ'εκείνους τους καιρούς η "αντίφαση" δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια αντίφαση, τουτέστιν μια αντινομία η οποία και απαγορευόταν από την αρχή της αντίφασης· μια αρχή που άλλωστε ο Leibniz αναγορεύει ως τον έναν από τους δυο θεμέλιους λίθους του λογικού συστήματός του.
Πολύ αργότερα, και συγκεκριμένα στην "Επιστήμη της Λογικής" του Hegel η αρχή της αντίφασης (που είναι βέβαια η αρνητική διατύπωση της "αρχής της ταυτότητας") θα καταρριφθεί, ή, τουλάχιστον, θα ιδωθεί στα πολύ σχετικά όριά της, πέραν των οποίων όχι μόνο δεν ενέχει καμμία χρησιμότητα ή αλήθεια, αλλά τουναντίον, μπορεί να καταστεί εξαιρετικά επιζήμια όσον αφορά την σύλληψη και κατανόηση του κόσμου στην όλη δυναμική του.
Έχουμε συνεπώς και στην Μοναδολογία του Leibniz, όπως επίσης και σε άλλες (ίσως όχι τόσο βαρύνουσες όπως η "Μοναδολογία") φιλοσοφικές εκφάνσεις της μπαρόκ εποχής έναν παραγκωνισμό του Μέρους προς όφελος του Όλου (σε καθαρά φιλοσοφικό επίπεδο· αλλά και στο καλλιτεχνικό πεδίο η εξαντλητική λεπτοτεχνία της μορφής και του μέρους είναι και πάλι δηλωτική του Όλου και όχι του μέρους). Αυτό, μοιραία και κατά συνέπεια, δεν μπορούσε παρά να έχει ως αποτέλεσμα τον ενατενισμό και στοχασμό ενός Όλου, όχι ακόμα πλήρως ανεπτυγμένου θεωρητικά.
Όμως κάτι τέτοιο ως κίνηση εποχής ήταν αναγκαίο στο βαθμό που κάθε σοβαρή ή φιλόδοξη απόπειρα φιλοσοφικού συστήματος στους Νέους Καιρούς είναι κατά κύριον λόγον απαγωγική και όχι επαγωγική· χρειάζεται συνεπώς η θεωρητική σύλληψη ένα a priori δοσμένο "ολιστικό" concept για να μπορέσει να αναπτύσσεται και όχι το αντίθετο.
Από εκεί και πέρα ο κριτικός "τεμαχισμός" της θεωρίας που θα έλθει αργότερα (όπως για παράδειγμα. με την "Kritik der reinen Vernunft" του Kant που υπέβαλε πάντα τα θεωρητικά πριν από αυτόν σε μια μεγαλοφυή κατάδειξη των δυνατοτήτων τους μεν αλλά και των ορίων τους δε, πέραν των οποίων ουδέν μπορεί να είναι βέβαιο ή γνώσιμο, - και χωρίς, φυσικά, ο ίδιος ο Kant να προχωράει σε μια ανασύνθεση, εφ' όσον, κατ' αυτόν η Αλήθεια "an sich" δεν δύναται να καταστεί "für uns"), θα προετοιμάσει ένα νέο θεωρητικό Όλο που θα βρει ίσως τον ιδανικότερο εκφραστή του στο σύστημα του Hegel.
(συνεχίζεται)