Tuesday, February 10, 2009

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ (Μέρος 1ον)

Όχι σπάνια, η ποίηση έρχεται να δώσει νέες διεξόδους στη χρήση της γλώσσας εκεί που οι γραφειοκρατικοποιημένες "ντιρεκτίβες" των διαδρόμων των υπουργείων φαίνεται πως αστοχούν ...επικίνδυνα. Ακριβώς γιατί η γλώσσα, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι ένα in vitro "παρασκεύασμα" αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα.

Αλλά και πάλι εδώ χρειάζεται προσοχή, για να μην πέσουμε στο άλλο "λαϊκιστικό" άκρο εξωραίζοντας τον εκάστοτε συρμό της καθημερινής ομιλίας. Ίσα ίσα , από την αποφυγή των αδιεξόδων και αυτού του τελευταίου επιχειρείται κάποτε μέσω της ποίησης να γίνει η γλώσσα πραγματικά δρώσα και φωτεινή.

Και ακόμα, η "ζωντανή πραγματικότητα" της γλώσσας δεν μπορεί να είναι μόνο "πληθυντική" αλλά και "ατομική". Πολλές φορές στις διαστάσεις ενός ποιητικού χώρου γραφής μπορεί (και πρέπει) να αναδυθεί ένας νέος και πιο ισχυρός παλμός της γλωσσικής αισθήσεως των πραγμάτων.

Το προσωπικό μου "όραμα"για τη γλώσσα (όραμα που εκφράζουν ασφαλώς και άλλοι ποιητές ο καθένας με τον δικό του τρόπο στιχικής διατύπωσης) που προσπαθώ να "περάσω" μέσα από τη ποίησή μου συμπυκνώνεται στα εξής κεντρικά-βασικά σημεία:

η αίσθηση ότι η ελληνική γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη, από το απώτατο παρελθόν έως σήμερα. Ασφαλώς οι τρέχουσες "καθομιλούμενες" (γιατί είναι περισσότερες της μιας) έχουν ένα, ας το πούμε έτσι, πιο "κυριαρχικό" δικαίωμα στη σκέψη μας. Ωστόσο, τίποτε δεν μας εμποδίζει να χειριζόμαστε ελεύθερα οποιαδήποτε λέξη που κρίνουμε κατάλληλη για τη περίσταση από όλο το φάσμα της ελληνικής.

Από αρχαίζοντες μέχρι αργκό τύπους, ο,τιδήποτε που μπορεί να προσφέρει εννοιολογικά περισσότερο από μια τρέχουσα και συμβατική επιλογή πρέπει να προτιμάται.

Ποτέ όμως εν είδει εξωτερικής προσθέσεως και συγκολλήσεως, αλλά με ουσιαστικό, οργανικό τρόπο.

Αυτό το τελευταίο με ενοχλεί πολύ όταν το βλέπω. Δεν έχει κανένα νόημα να γράφει κανείς με το ...λεξικό ανοιχτό προς άγρα ενός διαμαντιού που θα τοποθετηθεί μέσα σε αφεδρώνα.

Ο ποιητής θα πρέπει να γράφει σε ιδιώματα που γνωρίζει, και σε γλώσσα που κατέχει, αλλιώς η πρόσθεση τύπων από διαφορετικά ιδιώματα της γλώσσας, θα είναι ξένη και ρηχή όσο ανούσια θα είναι και η φιλοδοξία του αυτή να "παίξει" με διάφορες λέξεις χωρίς να υπάρχει νοηματικό υπόβαθρο από πίσω.

Συνεπώς, η εκλεκτική μείξη διαφόρων τύπων από την διαχρονική επικράτεια της ελληνικής θα πρέπει να στοχεύει ξανά σε μια ομοιογένεια, όπως εκείνη του καθημερινού λόγου, αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, αυτή τη φορά. Σε μια νέα ομοιογένεια που θα λύνει τα χέρια της έκφρασης μέσα από την προσφερομένη "ετερογένεια" της πολύμορφης ελληνικής.

(συνεχίζεται)