Thursday, February 5, 2009

ΣΗΜΕΙΟ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (Όνειρο I)

Τη νύχτα εκείνη ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν μέσα σε ένα πελώριο οίκημα που μπορεί να ήταν κάστρο, αλλά διόλου απίθανο να ήταν και μια μεγάλη εκτεταμένη στοά. Στους διαδρόμους και τις εσωτερικές σάλες επικρατούσε μεγάλος, εύθυμος αναβρασμός επειδή γινόταν ένας χορός, ένα είδος gala μάλλον.

Οι προσκεκλημένοι ήταν ντυμένοι με ρούχα της ελισαβετιανής εποχής, αλλά ο χρονικός προσδιορισμός του ονείρου ήταν λίγο αντιφατικός επειδή η όλη ατμόσφαιρα, και με έναν τρόπο μάλλον ανεπαίσθητο, έδειχνε να παραπέμπει σε ύστερους της ελισαβετιανής εποχής καιρούς, κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, ή ίσως λίγο πιο αργά, στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης.

Μέσα στο κάστρο ή τη στοά οι πλευρικοί τοίχοι δεν ήταν πολύ ψηλοί και υπήρχαν διάφορα πορτραίτα κρεμασμένα επ'αυτών, ενώ κατά μήκος των διαδρόμων που συνέδεαν τις σάλες μεταξύ τους, έκαναν την εμφάνισή τους εντυπωσιακά κιγκλιδώματα που κατέληγαν προς τα πάνω σε μεταλλικές αιχμές που στήριζαν γλυπτές κεφαλές φτιαγμένες από μέταλλο και αυτές.
Οι κεφαλές παρέπεμπαν σε ένα ζώο που προσωμοίαζε κάπως σε ένα είδος αιλουροειδούς. Τα σώματα των κιγκλιδωμάτων είχαν μαύρο χρώμα, ενώ οι μεταλλικές κεφαλές κόκκινο χρώμα. Οι τελευταίες έδειχναν σα να "ζούσαν", για την ακρίβεια σα να κοιμόνταν.

Εγώ βρισκόμουν στο σημείο ακριβώς μεταξύ της εξόδου της σάλας του χορού και της αρχής ενός διαδρόμου. Πρόσεξα κάποια στιγμή έντονη κίνηση δίπλα μου και άκουσα εύθυμες φωνές και γυρίζοντας να δω, κοίταξα προς ένα ζευγάρι που προσερχόταν με αργό, ρυθμικό και χορευτικό βηματισμό μέσα στη σάλα του χορού.

Ο άνδρας ήμουν εγώ και η γυναίκα μια κυρία αγνώστου άλλου προσδιορισμού, πέρα από το γεγονός ότι οι προσκεκλημένοι έδειχναν να την σέβονται πολύ.

Καθόμουν και περιεργαζόμουν το ζευγάρι (ήτοι εμένα με την κυρία) ώσπου κάποια στιγμή με κατέβαλε πανικός στον ύπνο μου που πιθανώς να τον ένοιωσα και σωματικά. Σαν από αόριστη αλλά αλάνθαστη διαίσθηση έστρεψα τη κεφαλή προς το αχανές του ενός διαδρόμου (οι διάδρομοι ήταν πολύ μεγάλοι σε μήκος , δρόμοι κανονικοί) και είδα μια σκοτεινή φιγούρα από το απώτατο βάθος να κινείται προς τη σάλα, και πιθανώς προς το σημείο όπου βρισκόμουν εγώ.

Πρόσεξα καλύτερα τη μορφή. Φαινόταν καθαρά παρά τη μεγάλη απόσταση. Ήταν ένα ζώο, με μία αύρα μοχθηρίας και έντονης, ισοπεδωτικής κτηνωδίας που κάλπαζε σαν άλογο προς το μέρος μας (μου). Τα μάτια του ήταν κόκκινα ενώ τα δόντια του ήταν σα μεγάλες κοφτερές πλάκες. Το σώμα του ήταν κατάμαυρο, ενώ συνολικά παρέπεμπε σε κάτι ανάμεσα τσακάλι και ύαινα, χωρίς να είναι ωστόσο τίποτα από αυτά τα δύο.

Μια φωνή μέσα μου , επαναλάμβανε μονότονα ότι το ζώο αυτό ήταν το ωμό Κακό, απόλυτο και χωρίς καμμία μεταμφίεση ή άλλο παραπλανητικό προσδιορισμό. Η φωνή επέμενε ιδιαίτερα στο επίθετο "ωμό" όταν το προσήπτε στη λέξη "Κακό". Το κεφαλαίο Κ το χρησιμοποιώ εγώ διότι με αυτή την έννοια προφερόταν η λέξη.

Καίτοι ο τρόμος ήταν αρκετός εν τούτοις δεν κινήθηκα από τη θέση μου, ενώ το ζώο παρόλο που φαινόταν πως ερχόταν προς το μέρος μας (μου), έμενε ωστόσο στην ίδια θέση, λες και κινείτο σε κυλιόμενο διάδρομο που στην αντίθετη προς το ζώο κίνησή του, το κρατούσε συνεχώς στην ίδια θέση.

Κάποια στιγμή βρέθηκα μαζί με άλλους στην έξοδο του σταθμού ενός σύγχρονου ηλεκτρικού σιδηροδρόμου.