Στο όνειρο μου παρουσιάστηκε η σχολική αυλή των μαθητικών χρόνων μου. Την έβλεπα να εκτείνεται έως εκεί που μάτι ανθρώπου μπορεί να φτάσει ενώ το περιρρέον φως δεν διεπιστώνετο επαρκώς αν ήταν πρωινό ή απογευματινό. Ένα απόκοσμο γαλάζιο είχε τυλίξει το χώρο, επισημαίνοντας με το τρόπο του το αλλόκοτο της ονειρικής εμφάνισης.
Πρόσεξα τότε ένα αεροπλάνο, πολύ παλαιού τύπου, ίσως της πρώτης ή της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα που ετοιμαζόταν να απογειωθεί από το χώρο της αυλής. Γύρω του ήταν σωριασμένα τεράστια πηρούνια(!) που στην ισομετρική διάταξή τους από αριστερά και δεξιά του σχηματίζαν ένα είδος διαδρόμου προσγείωσης-απογείωσης.
Κάποια στιγμή τα κυκλώπεια αυτά πηρούνια άρχισαν αργά αργά, σαν να ελκύονταν από αόρατη μαγνητική δύναμη, να λυγίζουν από το μέσον τους προς τα πάνω, ενώ ο κινητήρας του αεροπλάνου ήταν ήδη σε λειτουργία και ανυπομονησία πτήσης.
Παρατηρούσα με δέος, και κατά τη διάρκεια της επιταχυνομένης κίνησης του αεροπλάνου λίγο πριν απογειωθεί, τις τεράστιες απόρροιες φωτός που εξέπεμπαν οι αιχμές των ανορθωμένων πηρουνιών , απόρροιες ισχυροτάτης λευκής ακτινοβολίας που κάποια στιγμή σχηματοποιήθηκαν και αποκρυστάλλωθηκαν σε ένα σκελετό δεινοσαύρου που προέβαλε διαστελλόμενος στην ορατότητά μου λες και ήταν φτιαγμένος από μπαλόνι αεροστάτου.
Η ολοένα αυξανόμενη επιτάχυνση του αεροπλάνου καθώς λίγο απείχε από την ανύψωσή του στον αέρα ήταν ευθέως ανάλογη της διαστολής του σκελέθρου του δεινοσαύρου που έφτασε ήδη να έχει "σκεπάσει" την αυλή του σχολείου. Το δε πλευρικό τμήμα του πήγε να καταρρεύσει κάποια στιγμή από την απώλεια ισορροπίας του βάρους του λόγω της απότομης επιμήκυνσης του συνόλου κορμού της προϊστορικής μορφής καθώς στηριζόταν σε μάλλον ισχνά κάτω άκρα.
Όταν το αεροπλάνο ήταν πλέον στον αέρα διεπίστωσα με έκπληξη πως στο πάνω πτερό υπήρχε ένας άνθρωπος που στεκόταν όρθιος και προσποιείτο ότι προσπαθούσε να ισορροπήσει.
Δεν έδειχνε να κρατιέται από πουθενά, ενώ ουδόλως η πτήση ή η εναέριος κατάστασή του, -σε αντίθεση με κάθε νόμο της φυσικής-, τον επηρέαζαν σημαντικώς.
Οι κίνησεις του ήταν απολύτως ελεγχόμενες και φυσικές λες και βρισκόταν στο έδαφος, ενώ σε μια απότομη εναλλαγή της εικόνας, είδα τον άνθρωπο αυτό να κάθεται σε ένα τραπεζάκι καφενείου που ήταν τοποθετημένο και αυτό στο πάνω πτερό, και δίπλα του να κάθεται ένας άλλος με τον οποίον συνομιλούσαν.
Τους κοιτούσα με μεγάλη έκπληξη και απορούσα πως δεν είχαν ανατραπεί ήδη μα εκείνο που μου έκανε μεγίστη εντύπωση ήταν αυτό: ο ουρανός, πέραν του αεροπλάνου, ήταν άδειος με την εξαίρεση ενός συννέφου μόνον.
Ενός και μόνον συννέφου.
Πρόσεξα τότε ένα αεροπλάνο, πολύ παλαιού τύπου, ίσως της πρώτης ή της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα που ετοιμαζόταν να απογειωθεί από το χώρο της αυλής. Γύρω του ήταν σωριασμένα τεράστια πηρούνια(!) που στην ισομετρική διάταξή τους από αριστερά και δεξιά του σχηματίζαν ένα είδος διαδρόμου προσγείωσης-απογείωσης.
Κάποια στιγμή τα κυκλώπεια αυτά πηρούνια άρχισαν αργά αργά, σαν να ελκύονταν από αόρατη μαγνητική δύναμη, να λυγίζουν από το μέσον τους προς τα πάνω, ενώ ο κινητήρας του αεροπλάνου ήταν ήδη σε λειτουργία και ανυπομονησία πτήσης.
Παρατηρούσα με δέος, και κατά τη διάρκεια της επιταχυνομένης κίνησης του αεροπλάνου λίγο πριν απογειωθεί, τις τεράστιες απόρροιες φωτός που εξέπεμπαν οι αιχμές των ανορθωμένων πηρουνιών , απόρροιες ισχυροτάτης λευκής ακτινοβολίας που κάποια στιγμή σχηματοποιήθηκαν και αποκρυστάλλωθηκαν σε ένα σκελετό δεινοσαύρου που προέβαλε διαστελλόμενος στην ορατότητά μου λες και ήταν φτιαγμένος από μπαλόνι αεροστάτου.
Η ολοένα αυξανόμενη επιτάχυνση του αεροπλάνου καθώς λίγο απείχε από την ανύψωσή του στον αέρα ήταν ευθέως ανάλογη της διαστολής του σκελέθρου του δεινοσαύρου που έφτασε ήδη να έχει "σκεπάσει" την αυλή του σχολείου. Το δε πλευρικό τμήμα του πήγε να καταρρεύσει κάποια στιγμή από την απώλεια ισορροπίας του βάρους του λόγω της απότομης επιμήκυνσης του συνόλου κορμού της προϊστορικής μορφής καθώς στηριζόταν σε μάλλον ισχνά κάτω άκρα.
Όταν το αεροπλάνο ήταν πλέον στον αέρα διεπίστωσα με έκπληξη πως στο πάνω πτερό υπήρχε ένας άνθρωπος που στεκόταν όρθιος και προσποιείτο ότι προσπαθούσε να ισορροπήσει.
Δεν έδειχνε να κρατιέται από πουθενά, ενώ ουδόλως η πτήση ή η εναέριος κατάστασή του, -σε αντίθεση με κάθε νόμο της φυσικής-, τον επηρέαζαν σημαντικώς.
Οι κίνησεις του ήταν απολύτως ελεγχόμενες και φυσικές λες και βρισκόταν στο έδαφος, ενώ σε μια απότομη εναλλαγή της εικόνας, είδα τον άνθρωπο αυτό να κάθεται σε ένα τραπεζάκι καφενείου που ήταν τοποθετημένο και αυτό στο πάνω πτερό, και δίπλα του να κάθεται ένας άλλος με τον οποίον συνομιλούσαν.
Τους κοιτούσα με μεγάλη έκπληξη και απορούσα πως δεν είχαν ανατραπεί ήδη μα εκείνο που μου έκανε μεγίστη εντύπωση ήταν αυτό: ο ουρανός, πέραν του αεροπλάνου, ήταν άδειος με την εξαίρεση ενός συννέφου μόνον.
Ενός και μόνον συννέφου.