Ο Furtwängler έλεγε κάποτε ότι μια μουσική συμφωνία μπορεί να παραλληλιστεί με ένα φυσικό φαινόμενο και πώς εκείνο που πρωτίστως (πρέπει να) τη χαρακτηρίζει είναι αυτή η καταλυτική, καθαρή δύναμη της φύσης.
Αυτός είναι ο τρόπος που προτιμώ εγώ προσωπικά να προσεγγίζω την ποίηση. Γιατί η ποίηση οφείλει πάνω απ'όλα να αντιπροσωπεύει ένα είδος φυσικής δύναμης, τέτοιο που επενεργεί στα μάτια του αναγνώστη με απόλυτο και αναντίρρητο τρόπο όσο αναντίρρητα αποδέχεται αυτός ο τελευταίος την ισχύ ενός κεραυνού.
Και η δύναμη της ποίησης σαφώς εντοπίζεται στη γλώσσα και στον τρόπο χειρισμού της κατά τη διάρκεια του ποιήματος, ωστόσο μια τέτοια διεργασία δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από την ποιητική ιδέα ή το concept του ποιήματος. Πρέπει να συνδεέται στενά με αυτήν, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καθίσταται δυνατόν να ξεχωρίζει η μία από την άλλη. Αλλιώς, μιλάμε για καθαρά "φορμαλιστικές" ασκήσεις οι οποίες προς χάριν -υποτίθεται- των λέξεων δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναπαράγουν ένα αδιέξοδο της φυσικής γλώσσας όταν αυτή θα έπρεπε να μεταμορφώνεται σε ποιητική.
Και η ποιητική μεταμόρφωση -κακά τα ψέμματα- δεν συντελείται όταν δεν υπάρχει ουσία, περιεχόμενο, σαφής στόχος και η απαραίτητη δύναμη έκφρασης για να ανυψώσει τους ποιητικούς βυθούς σε μια διακριτή επιφάνεια.
Από εδώ ανακύπτει και το ζήτημα της "αμεσότητας" στην ποιητική έκφραση. Η ποίηση, όπως και η τέχνη γενικώτερα, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι ποτέ αμεσότητα. Είναι πάντα μια έμμεση έκφραση, μια διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον εαυτό της, μια αυτοδιαμεσολάβηση λοιπόν, κατά την οποία ο μέγιστος σκοπός δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η πλήρης εκδήλωση των ακόμα ανενεργών δυνατoτήτων της πραγματικότητας.
Εάν ήταν η ποίηση να προκύπτει ως άμεση έκφραση και κατά συνέπεια ως μια επίπεδη και μονοσήμαντη αναπαραγωγή της πραγματικότητας , τότε η τελευταία δεν θα την χρειαζόταν καθόλου. Γενικά, τίποτα δεν γεννιέται από την πραγματικότητα αν αυτό δεν φέρει μέσα του το αίτημα της αναμόρφωσης και του αναπροσδιορισμού. Κατά συνέπεια η ποίηση είναι μια εκ νέου διαμόρφωση της πραγματικότητας με όρους λιγότερο ατελείς από αυτούς βάσει των οποίων εκδηλώνεται η τελευταία.
Από αυτή την άποψη, το να φέρεις σε ένα είδος υλικής υπάρξεως όπως εκείνo του γραπτού λόγου τις ανεκδήλωτες παρακαταθήκες του πραγματικού, μπορεί να είναι και ό,τι πιο συντελειακό μπορεί να στοχαστεί ο ανθρώπινος νους.
Και ακόμα, η ποίηση προκύπτει (όταν αποφεύγει να είναι χάσιμο χρόνου σε συναισθηματολογίες και ασκήσεις στο κενό) ως μεγίστη συντέλεια επειδή φανερώνει μεν την πραγματικότητα, μεταμορφώνοντάς της ωστόσο. Δεν την αποκαλύπτει καταδεικνύοντάς την αλλά αλλάζοντάς την.
Αυτός είναι ο τρόπος που προτιμώ εγώ προσωπικά να προσεγγίζω την ποίηση. Γιατί η ποίηση οφείλει πάνω απ'όλα να αντιπροσωπεύει ένα είδος φυσικής δύναμης, τέτοιο που επενεργεί στα μάτια του αναγνώστη με απόλυτο και αναντίρρητο τρόπο όσο αναντίρρητα αποδέχεται αυτός ο τελευταίος την ισχύ ενός κεραυνού.
Και η δύναμη της ποίησης σαφώς εντοπίζεται στη γλώσσα και στον τρόπο χειρισμού της κατά τη διάρκεια του ποιήματος, ωστόσο μια τέτοια διεργασία δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από την ποιητική ιδέα ή το concept του ποιήματος. Πρέπει να συνδεέται στενά με αυτήν, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καθίσταται δυνατόν να ξεχωρίζει η μία από την άλλη. Αλλιώς, μιλάμε για καθαρά "φορμαλιστικές" ασκήσεις οι οποίες προς χάριν -υποτίθεται- των λέξεων δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναπαράγουν ένα αδιέξοδο της φυσικής γλώσσας όταν αυτή θα έπρεπε να μεταμορφώνεται σε ποιητική.
Και η ποιητική μεταμόρφωση -κακά τα ψέμματα- δεν συντελείται όταν δεν υπάρχει ουσία, περιεχόμενο, σαφής στόχος και η απαραίτητη δύναμη έκφρασης για να ανυψώσει τους ποιητικούς βυθούς σε μια διακριτή επιφάνεια.
Από εδώ ανακύπτει και το ζήτημα της "αμεσότητας" στην ποιητική έκφραση. Η ποίηση, όπως και η τέχνη γενικώτερα, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι ποτέ αμεσότητα. Είναι πάντα μια έμμεση έκφραση, μια διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον εαυτό της, μια αυτοδιαμεσολάβηση λοιπόν, κατά την οποία ο μέγιστος σκοπός δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η πλήρης εκδήλωση των ακόμα ανενεργών δυνατoτήτων της πραγματικότητας.
Εάν ήταν η ποίηση να προκύπτει ως άμεση έκφραση και κατά συνέπεια ως μια επίπεδη και μονοσήμαντη αναπαραγωγή της πραγματικότητας , τότε η τελευταία δεν θα την χρειαζόταν καθόλου. Γενικά, τίποτα δεν γεννιέται από την πραγματικότητα αν αυτό δεν φέρει μέσα του το αίτημα της αναμόρφωσης και του αναπροσδιορισμού. Κατά συνέπεια η ποίηση είναι μια εκ νέου διαμόρφωση της πραγματικότητας με όρους λιγότερο ατελείς από αυτούς βάσει των οποίων εκδηλώνεται η τελευταία.
Από αυτή την άποψη, το να φέρεις σε ένα είδος υλικής υπάρξεως όπως εκείνo του γραπτού λόγου τις ανεκδήλωτες παρακαταθήκες του πραγματικού, μπορεί να είναι και ό,τι πιο συντελειακό μπορεί να στοχαστεί ο ανθρώπινος νους.
Και ακόμα, η ποίηση προκύπτει (όταν αποφεύγει να είναι χάσιμο χρόνου σε συναισθηματολογίες και ασκήσεις στο κενό) ως μεγίστη συντέλεια επειδή φανερώνει μεν την πραγματικότητα, μεταμορφώνοντάς της ωστόσο. Δεν την αποκαλύπτει καταδεικνύοντάς την αλλά αλλάζοντάς την.