Μια κατά τη γνώμη μου συγκλονιστική ταινία πάνω στη σφαγή περισσοτέρων από 20.000 αιχμαλώτων Πολωνών αξιωματικών από τους σοβιετικούς στο δάσος του Κατύν στη Ρωσία τον Απρίλιο του 1940.
Το τερατώδες αυτό μαζικό έγκλημα (όχι τόσο ανοίκειο για τα "στάνταρντς" του σταλινισμού) και ο απόηχός του είχαν μετατραπεί κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο σε ένα "μπαλάκι" προπαγάνδας ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και την Σοβιετική Ένωση. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε για τη σφαγή, ενώ η αλήθεια ήταν ήδη από τότε γνωστή στους Πολωνούς.
Εννοείται βέβαια, πέραν της φρικωδίας του συλλογικού εγκλήματος, πως φαντάζουν ως μια ακραία ειρωνεία οι στεντόρειοι υποκριτικοί θρήνοι των ναζιστών εκείνη την εποχή για το "μεγάλο έγκλημα των Ρώσων" τη στιγμή που οι ίδιοι κάθε άλλο παρά υστέρησαν στην κτηνώδη αντιμετώπιση του πολωνικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ήταν η μοίρα της Πολωνίας πάντα, ενός έθνους με πολύ σημαντική συνεισφορά στον σύνολο ευρωπαϊκό πολιτισμό, να γίνεται λεία ανάμεσα σε Γερμανούς και Ρώσους. Ένα γεωπολιτικό "πλιάτσικο" που σφράγισε για πάντα την εξέλιξη της Πολωνίας από τους προγενέστερους αιώνες μέχρι και την μεταπολεμική περίοδο του 20ού αιώνα.
Ο Βάιντα εστιάζεται κυρίως στην πρόσληψη του γεγονότος του Κατύν από τους συγγενείς και τους φίλους των αξιωματικών. Από αυτή την άποψη το αριστοτεχνικό κινηματογραφικό βλέμμα του ενέχει μια βαθειά "περσοναλική" διάσταση τέτοια που επιτρέπει στο σκηνοθέτη να αναπαράγει μια θαυμαστή διαλεκτική ανάμεσα στο "ατομικό" και το "καθολικό" στην εικόνα καθ'όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Είναι λογικό και αναμενόμενο πως όσοι περίμενουν εδώ ένα υπερθέαμα χολλυγουντιανού τύπου θα απογοητευθούν. Ο Βάιντα δεν ενδιαφέρεται να προσφέρει ένα "σώου ιστορίας" μέσα από το φακό του. Με την σχεδόν δωρική κινηματογραφική έκφρασή του μας φέρνει σε επαφή με ένα από τα μεγαλύτερα μαζικά εγκλήματα του σταλινισμού και του 20ού αιώνα, με τέτοιο τρόπο ώστε να καταδεικνύεται συνεχώς ο απάνθρωπος και απρόσωπος μηχανισμός εξουσίας έναντι της ζώσης ατομικότητας, του υποκειμένου της Ιστορίας.
Ο ζόφος που κατακυριαρχεί καθ'όλη τη διάρκεια της ταινίας αναγορεύεται μέσα από τη κινηματογραφική κάμερα του Βάιντα ως το κεντρικό στοιχείο της Ιστορίας αν όχι ως το απόλυτο συνώνυμο αυτής. Ο ζόφος του πολέμου, ο ζόφος της διπλής κατοχής, σταλινικής και χιτλερικής, ο ζόφος της βαριάς σκιάς του Κατύν, ακόμη και ο προσωπικός ζόφος του σκηνοθέτη μιας και ο πατέρας του ήταν ένας από τους εκτελεσμένους αξιωματικούς στο Κατύν.
Η ταινία εν τέλει επενεργεί στη συνείδηση του θεατή ως μια διαφύλαξη και προάσπιση του ουμανισμού έναντι των καθε λογής "αναγκαιοτήτων" και "οραμάτων" ή για την ακρίβεια της εγκληματικής καρικατούρας που καταντούν κάποτε αυτά τα οράματα όπως υπήρξε ο σταλινισμός σε σχέση με το ελευθεριακό και μεγαλειώδες πνεύμα του Οκτώβρη του 1917.
Το τερατώδες αυτό μαζικό έγκλημα (όχι τόσο ανοίκειο για τα "στάνταρντς" του σταλινισμού) και ο απόηχός του είχαν μετατραπεί κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο σε ένα "μπαλάκι" προπαγάνδας ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και την Σοβιετική Ένωση. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε για τη σφαγή, ενώ η αλήθεια ήταν ήδη από τότε γνωστή στους Πολωνούς.
Εννοείται βέβαια, πέραν της φρικωδίας του συλλογικού εγκλήματος, πως φαντάζουν ως μια ακραία ειρωνεία οι στεντόρειοι υποκριτικοί θρήνοι των ναζιστών εκείνη την εποχή για το "μεγάλο έγκλημα των Ρώσων" τη στιγμή που οι ίδιοι κάθε άλλο παρά υστέρησαν στην κτηνώδη αντιμετώπιση του πολωνικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ήταν η μοίρα της Πολωνίας πάντα, ενός έθνους με πολύ σημαντική συνεισφορά στον σύνολο ευρωπαϊκό πολιτισμό, να γίνεται λεία ανάμεσα σε Γερμανούς και Ρώσους. Ένα γεωπολιτικό "πλιάτσικο" που σφράγισε για πάντα την εξέλιξη της Πολωνίας από τους προγενέστερους αιώνες μέχρι και την μεταπολεμική περίοδο του 20ού αιώνα.
Ο Βάιντα εστιάζεται κυρίως στην πρόσληψη του γεγονότος του Κατύν από τους συγγενείς και τους φίλους των αξιωματικών. Από αυτή την άποψη το αριστοτεχνικό κινηματογραφικό βλέμμα του ενέχει μια βαθειά "περσοναλική" διάσταση τέτοια που επιτρέπει στο σκηνοθέτη να αναπαράγει μια θαυμαστή διαλεκτική ανάμεσα στο "ατομικό" και το "καθολικό" στην εικόνα καθ'όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Είναι λογικό και αναμενόμενο πως όσοι περίμενουν εδώ ένα υπερθέαμα χολλυγουντιανού τύπου θα απογοητευθούν. Ο Βάιντα δεν ενδιαφέρεται να προσφέρει ένα "σώου ιστορίας" μέσα από το φακό του. Με την σχεδόν δωρική κινηματογραφική έκφρασή του μας φέρνει σε επαφή με ένα από τα μεγαλύτερα μαζικά εγκλήματα του σταλινισμού και του 20ού αιώνα, με τέτοιο τρόπο ώστε να καταδεικνύεται συνεχώς ο απάνθρωπος και απρόσωπος μηχανισμός εξουσίας έναντι της ζώσης ατομικότητας, του υποκειμένου της Ιστορίας.
Ο ζόφος που κατακυριαρχεί καθ'όλη τη διάρκεια της ταινίας αναγορεύεται μέσα από τη κινηματογραφική κάμερα του Βάιντα ως το κεντρικό στοιχείο της Ιστορίας αν όχι ως το απόλυτο συνώνυμο αυτής. Ο ζόφος του πολέμου, ο ζόφος της διπλής κατοχής, σταλινικής και χιτλερικής, ο ζόφος της βαριάς σκιάς του Κατύν, ακόμη και ο προσωπικός ζόφος του σκηνοθέτη μιας και ο πατέρας του ήταν ένας από τους εκτελεσμένους αξιωματικούς στο Κατύν.
Η ταινία εν τέλει επενεργεί στη συνείδηση του θεατή ως μια διαφύλαξη και προάσπιση του ουμανισμού έναντι των καθε λογής "αναγκαιοτήτων" και "οραμάτων" ή για την ακρίβεια της εγκληματικής καρικατούρας που καταντούν κάποτε αυτά τα οράματα όπως υπήρξε ο σταλινισμός σε σχέση με το ελευθεριακό και μεγαλειώδες πνεύμα του Οκτώβρη του 1917.