Το ποια ακριβώς ήταν η μοίρα του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου στον προηγούμενο πολυτάραχο αιώνα, αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν παρέχει ενδεχομένως μια τόσο ευκρινή θέα, όσον αφορά τουλάχιστον πιθανούς γόνιμους εμβολισμούς αυτής της φιλοσοφίας στα έργα νεωτέρων στοχαστών ή την διαμόρφωση των υλικών γεγονότων κάτω από το πρίσμα της.
Η κλασσική μαρξιστική σκέψη, λόγου χάριν, θεωρώντας ότι ο Μαρξ "ανέτρεψε" τον Hegel από τα αριστερά και τον "έστησε στα υλιστικά πόδια του" (πράγμα βέβαια που εν πολλοίς είναι σωστό· ολόκληρο το "Κεφάλαιο" του Μαρξ δεν είναι παρά εγελιανή φιλοσοφία εφηρμοσμένη στην Πολιτική Οικονομία), δεν μπορούσε παρά να απορρίψει τον ιδεαλισμό του μεγάλου Γερμανού, εκλαμβάνοντάς τον ως ένα τρόπον τινά τεκμήριο της αστικής συνείδησής του. Εξ αυτής της απόψεως, κάθε ιδεαλιστική ή άλλη προσέγγιση στον Hegel αναθεματιζόταν ως "αντιδραστική", μιλώντας με παλαιοαριστερούς όρους, όταν τα θρυλικά πια "Φιλοσοφικά Τετράδια" του Λένιν, ανακηρύσσονταν ως η τελευταία λέξη της πιο προχωρημένης σκέψης επί του Hegel.
Το ότι, πράγματι, τα "Φιλοσοφικά Τετράδια" παραμένουν μια σπουδαία εποπτεία πάνω στον Γερμανό Φιλόσοφο (και όχι μόνο) ακόμα και σήμερα, τούτο δεν μπορεί ωστόσο να απαλύνει την βεβαιότητα ότι το πλείστον αυτών των σημειώσεων εγράφησαν υπό το κράτος και την πίεση της πολεμικής, και ακόμα, υπό την διακαή επιθυμία να συγκεντροποιηθεί ολοένα και περισσότερο ο μαρξισμός όσον αφορά τις φιλοσοφικές ορίζουσες και καταβολές του, σε μια εποχή εσωτερικών και εξωτερικών αντιπαλοτήτων και σχισματικής κατάστασης μέσα στην Δευτέρα Διεθνή, του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου που μόλις άρχιζε και της επερχόμενης Μεγάλης Ρωσσικής Επανάστασης.
Η λενινιστική προσέγγιση στον Hegel καίτοι πολιτικά μεγαλοφυής, παραμένει ως εκ τούτου από καθαρά φιλοσοφική άποψη ελλιπής. Δεν ευθύνεται φυσικά ο Λένιν γι' αυτό, στο βαθμό που ο ίδιος δεν ήθελε να παράγει φιλοσοφικό έργο αλλά υλικό για μιαν επανάσταση.
Ο Στάλιν, μετέπειτα, ήταν ο άνθρωπος που εξαφάνισε τον Hegel όταν δεν κακοποίησε τις ιδέες του μέσα από μια πρωτοφανή άγνοια και έναν άθλιο πνευματικό πρωτογονισμό. Η "diamat" του εξ άλλου θα παραμένει στους αιώνες ως ένας άθλος από την ανάποδη: χρειάζεται να είσαι απελπιστικά ηλίθιος και αμόρφωτος για να κακοποιήσεις σε τόσο βάθος όχι μόνον τον Hegel αλλά και κάθε έννοια πραγματικού μαρξισμού, και να δημιουργήσεις ένα τέτοιο αφελές σοσιαλκακομοιρίστικο μόρφωμα, έχοντας το θράσος να το βαπτίζεις και "διαλεκτικό υλισμό" από πάνω.
Ο Τρότσκι από την άλλη, σίγουρα έτη φωτός πιο πεπαιδευμένος και μορφωμένος από τον Στάλιν, προέβη κατά κανόνα σε πολύ σοβαρές προσεγγίσεις του Hegel, πάντα βέβαια από την σκοπιά του μαρξισμού.
Η μεγάλη ιδεολογική αναμέτρηση που είχε προς το τέλος της ζωής του από το Κογιοακάν του Μεξικό με μια φράξια του τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των Η.Π.Α. (Μπάρναμ - Σάχτμαν) που απέρριπτε κάθε έννοια διαλεκτικής και δη εγελιανής διαλεκτικής, προς όφελος ενός θετικιστικού πραγματισμού στυλ Μπέρτραντ Ράσσελ, μας φανερώνει το πόσο βαθειά είχε κατανοήσει την εγελιανή φιλοσοφία, αλλά πάντοτε μέσα από το μαρξιστικό πρίσμα.
Για κάθε μαρξιστή ήταν ζήτημα αρχής εξ άλλου να απογυμνωθεί ο "επαναστατικός πυρήνας της εγελιανής διαλεκτικής" από τον ιδεαλιστικό μανδύα του.
Όλη αυτή η προσέγγιση ωστόσο, καίτοι ποιοτική και από πολλές απόψεις αναγκαία για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, δεν μπορούσε παρά να αφήσει ένα, ας το πούμε έτσι, εγελιανό έλλειμμα στην φιλοσοφική συνείδηση του 20ού αιώνα.
Το θέμα είναι απλό: αν η εγελιανή διαλεκτική είναι ό,τι πιο επαναστατικό παρήγαγε η αστική συνείδηση και εποχή, τότε η ουσία της, που δεν είναι άλλη από μια θέαση της Ιστορίας από την προοπτική του αυτοσχίσματος μιας παγκόσμιας Ιδέας ή του Πνεύματος μέσα στον εαυτό του και η διαρκής πορεία προς την αυτο-επανένωσή του μέσα από τους ζοφερούς δρόμους του Ιστορικού, δεν μπορεί να είναι και αυτή εξ ίσου επαναστατική.
Πράγμα βέβαια που η αριστερή σκέψη δεν θα το δεχόταν, διότι ο φιλοσοφικός καταναγκασμός του υλισμού, δεν θα της άφηνε πολλά περιθώρια να εγκολπωθεί μια σύλληψη ακραιφνώς "ιδεαλιστική".
Έτσι ο Hegel εξελήφθη ως ένας θαυμάσιος μάστορας που κατασκεύασε το εργαλείο της διαλεκτικής, το δε οικοδόμημά του ωστόσο δεν ήταν καθόλου αρεστό στους μαρξιστές για να διαμείνουν εκεί, ή έστω να το συμπεριλάβουν εκλεκτικά ως τμήμα μιας "οικίας του μέλλοντος".
Η Λογική του Hegel ωστόσο, αυτό το άνθος της Γερμανικής Φιλοσοφίας, δεν θα μπορούσε να εξαντληθεί μέσα από την επείγουσα λενινιστική αναγκαιότητα της Ιστορίας. Ακριβώς γιατί, ο Γερμανός φιλόσοφος εδώ προσφέρει μια ολοκληρωμένη γνωσιολογία, η οποία παίρνει την εκδίκησή της διαλεκτικά, όπως ακριβώς αναπτύσσεται η ίδια θεωρητικά. Είναι αδύνατον να απορρίψεις το μέρος χωρίς να απορρίπτεις ταυτόχρονα το Όλο.
Έτσι ο λενινισμός, θέλοντας και μη, προσεχώρησε σε έναν ιδιότυπο εκλεκτικισμό όσον αφορά την περίπτωση του Hegel, την στιγμή που κάθε έννοια "εκλεκτικισμού" δημιουργούσε ναυτία στους υπερσυγκεντρωτικώς σκεπτόμενους μαρξιστές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Όμως σε κάθε περίπτωση, αυτή η διαπίστωση-διάγνωση θα καθίστατο πολύ άδικη αν μετασχηματιζόταν σε μομφή. Γιατί η Ιστορία της Φιλοσοφίας και η Ιστορία του Ανθρώπου από την άλλη, καθεαυτές δεν αναπτύσσονται πάντοτε μέσα στους πιο ρόδινους όρους τόσο από πνευματική όσο και από υλική άποψη.
Ο Λένιν είχε χρόνο να πραγματοποιήσει μόνον μια Ρωσσική Επανάσταση, και μάλιστα μια μαρξιστική επάνασταση, και όχι να γίνει expert στον Hegel γράφοντας αλλεπάλληλες διατριβές επ' αυτού. Πράγμα κατανοήσιμο, και από πολλές απόψεις άξιο θαυμασμού κιόλας, διότι δεν μπορεί να μην διαπιστώσει κάποιος εδώ ότι η Ιστορία είχε ανάγκη τότε από μιαν επανάσταση και όχι από έναν ακόμα στοχαστή επί του Hegel. Με όλο το πνευματικό κόστος που κάτι τέτοιο μπορεί να συνεπάγεται.
Μεταπολεμικώς, οι στοχαστές με αναφορές ή όχι στον μαρξισμό, είναι αλήθεια πως κατά το πλείστον τους ασχολήθηκαν ευκαιριακά ή εκλεκτικά με τον Hegel, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. του Jean Hyppolite, του οποίου όμως οι εργασίες είναι περισσότερο, να το πούμε έτσι, "παιδαγωγικές" επί του έργου του Hegel και όχι δημιουργικές.
Πολύ πιο δημιουργικές ήταν οι προσεγγίσεις του Marcuse ή του Jean-Paul Sartre, και ακόμα η Σχολή της Φρανκφούρτης προέβη σε περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες αναφορές στο έργο του Γερμανού φιλοσόφου, κυρίως όμως από μια κοινωνιολογική άποψη και εποπτεία και σπάνια από καθαρά φιλοσοφική τέτοια.
Κατά μία έννοια η θετική ή όχι αναφορά στο έργο του Hegel έμελε να είναι για τους μεταπολεμικούς, μαρξιστικών αναφορών ή καταβολών, διανοούμενους μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πιο "ανθρωπολογική" ή "υπαρξιστική" έκφραση και τάση του μαρξισμού και στην πιο "επιστημολογική" του από την άλλη. Ο Althusser, ο οποίος ήταν ο κυριώτερος εκφραστής της δεύτερης τάσης, δεν εξέλαβε από την Εγελιανή Φιλοσοφία τίποτε περισσότερο από ένα ακίνητο και αναλλοίωτο πλαίσιο εφαρμογής και ανάπτυξης ενός "δομικού μαρξισμού" με προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση.
Σε ύστερα έργα του όπως το "Για τον Μαρξ και μια Ανάγνωση του Κεφαλαίου" (1965) η οπτική του επί του Γερμανού φιλοσόφου είναι καθαρά χρησιμοθηρική, και χωρίς να κρύβει πάντα εύκολα την δυσαρέσκεια της ενασχόλησής της με το εγελιανό opus.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Althusser προέβη σε μια σημαντική ανακάλυψη, έστω και κινούμενος από μια συνειδητή ή ασυνείδητη αντιπάθειά του προς τον Hegel.
Για τον ύστερο Althusser είναι αδύνατον να οικειοποιηθείς την διαλεκτική του Hegel χωρίς ταυτόχρονα να μην ενστερνιστείς την φιλοσοφία του, ή έστω να μην είσαι "πνευματικά συγγενής" με αυτήν από την πλευρά μιας οποιασδήποτε άλλης φιλοσοφικής σκέψης στην οποία και μπορεί να πρόσκεισαι. Ο Althusser θεώρησε την προσπάθεια του Marx να "αναποδογυρίσει υλιστικά" τον Hegel ελλιπή και γέμουσα αδυναμιών.
Η όλη "ιδεαλιστική ανθρωπολογία" του Γερμανού φιλοσόφου, σύμφωνα πάντα με τον Althusser συνιστά ένα "βλέμμα στο κόσμο" τέτοιο που είναι αδύνατον να διαχωριστεί από την μέθοδό του.
Για μένα, ο Althusser έχει ένα σημαντικό δίκιο εδώ, έστω και αν η σκέψη του σε γενικές γραμμές δεν με ελκύει και έστω και αν αυτό το δίκιο είναι το προϊόν μιας μερικής ή μεγαλύτερης αποστροφής του προς τον Hegel.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ίσως έρχεται ο καιρός που θα πρέπει ο Hegel να ιδωθεί ως καθαρός φιλόσοφος περισσότερο, και όχι ως εξάρτημα του μαρξισμού.
Η όλη διακρίση εγελιανών ή όχι μαρξιστών, ή απλά εγελιανών και μη, είναι από αυτήν την προοπτική ασύμφορη και ατελέσφορη, γιατί περιχαρακώνει το πνεύμα και "οπαδοποιεί" τις προοπτικές του.
Στο κάτω κάτω, μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα ο Hegel από τον Πλάτωνα και τον νεοπλατωνισμό; ή μπορεί ακόμα να εκληφθεί ξεχωριστά από την καββαλιστικής αναφοράς πρωτο-ιδεαλιστική μεταμόρφωση του κόσμου έτσι όπως την συνέλαβε ένας Jakob Boehme ; και πάλι δύσκολο αν όχι αδύνατον.
Γιατί σε κάθε περίπτωση, έχω την εντύπωση πως η μαρξιστική τάση να βλέπει κάποιος στον Hegel κάτι "συγκεντρωτικό" και "απόλυτο" είναι λάθος.
Στο βαθμό που οι πλατωνικές και νεογνωστικές ορίζουσες του έργου του μεγάλου γερμανού ιδώνονται πιο καθαρά και ενδελεχώς, κρίνω ότι αυτό ακριβώς θα αποτρέπει το "δόγμα" στο εγελιανό έργο και όχι η εκλεκτική και μονόπλευρη αφαίρεση της διαλεκτικής του από αυτό.
Η πολιτική χρησιμότητα του Hegel, όποια και αν ήταν αυτή, καλή ή κακή, συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, έχει, νομίζω, εξαντληθεί.
Καιρός να δούμε πια και την καθαρά πνευματική χρησιμότητά του.
Η κλασσική μαρξιστική σκέψη, λόγου χάριν, θεωρώντας ότι ο Μαρξ "ανέτρεψε" τον Hegel από τα αριστερά και τον "έστησε στα υλιστικά πόδια του" (πράγμα βέβαια που εν πολλοίς είναι σωστό· ολόκληρο το "Κεφάλαιο" του Μαρξ δεν είναι παρά εγελιανή φιλοσοφία εφηρμοσμένη στην Πολιτική Οικονομία), δεν μπορούσε παρά να απορρίψει τον ιδεαλισμό του μεγάλου Γερμανού, εκλαμβάνοντάς τον ως ένα τρόπον τινά τεκμήριο της αστικής συνείδησής του. Εξ αυτής της απόψεως, κάθε ιδεαλιστική ή άλλη προσέγγιση στον Hegel αναθεματιζόταν ως "αντιδραστική", μιλώντας με παλαιοαριστερούς όρους, όταν τα θρυλικά πια "Φιλοσοφικά Τετράδια" του Λένιν, ανακηρύσσονταν ως η τελευταία λέξη της πιο προχωρημένης σκέψης επί του Hegel.
Το ότι, πράγματι, τα "Φιλοσοφικά Τετράδια" παραμένουν μια σπουδαία εποπτεία πάνω στον Γερμανό Φιλόσοφο (και όχι μόνο) ακόμα και σήμερα, τούτο δεν μπορεί ωστόσο να απαλύνει την βεβαιότητα ότι το πλείστον αυτών των σημειώσεων εγράφησαν υπό το κράτος και την πίεση της πολεμικής, και ακόμα, υπό την διακαή επιθυμία να συγκεντροποιηθεί ολοένα και περισσότερο ο μαρξισμός όσον αφορά τις φιλοσοφικές ορίζουσες και καταβολές του, σε μια εποχή εσωτερικών και εξωτερικών αντιπαλοτήτων και σχισματικής κατάστασης μέσα στην Δευτέρα Διεθνή, του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου που μόλις άρχιζε και της επερχόμενης Μεγάλης Ρωσσικής Επανάστασης.
Η λενινιστική προσέγγιση στον Hegel καίτοι πολιτικά μεγαλοφυής, παραμένει ως εκ τούτου από καθαρά φιλοσοφική άποψη ελλιπής. Δεν ευθύνεται φυσικά ο Λένιν γι' αυτό, στο βαθμό που ο ίδιος δεν ήθελε να παράγει φιλοσοφικό έργο αλλά υλικό για μιαν επανάσταση.
Ο Στάλιν, μετέπειτα, ήταν ο άνθρωπος που εξαφάνισε τον Hegel όταν δεν κακοποίησε τις ιδέες του μέσα από μια πρωτοφανή άγνοια και έναν άθλιο πνευματικό πρωτογονισμό. Η "diamat" του εξ άλλου θα παραμένει στους αιώνες ως ένας άθλος από την ανάποδη: χρειάζεται να είσαι απελπιστικά ηλίθιος και αμόρφωτος για να κακοποιήσεις σε τόσο βάθος όχι μόνον τον Hegel αλλά και κάθε έννοια πραγματικού μαρξισμού, και να δημιουργήσεις ένα τέτοιο αφελές σοσιαλκακομοιρίστικο μόρφωμα, έχοντας το θράσος να το βαπτίζεις και "διαλεκτικό υλισμό" από πάνω.
Ο Τρότσκι από την άλλη, σίγουρα έτη φωτός πιο πεπαιδευμένος και μορφωμένος από τον Στάλιν, προέβη κατά κανόνα σε πολύ σοβαρές προσεγγίσεις του Hegel, πάντα βέβαια από την σκοπιά του μαρξισμού.
Η μεγάλη ιδεολογική αναμέτρηση που είχε προς το τέλος της ζωής του από το Κογιοακάν του Μεξικό με μια φράξια του τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των Η.Π.Α. (Μπάρναμ - Σάχτμαν) που απέρριπτε κάθε έννοια διαλεκτικής και δη εγελιανής διαλεκτικής, προς όφελος ενός θετικιστικού πραγματισμού στυλ Μπέρτραντ Ράσσελ, μας φανερώνει το πόσο βαθειά είχε κατανοήσει την εγελιανή φιλοσοφία, αλλά πάντοτε μέσα από το μαρξιστικό πρίσμα.
Για κάθε μαρξιστή ήταν ζήτημα αρχής εξ άλλου να απογυμνωθεί ο "επαναστατικός πυρήνας της εγελιανής διαλεκτικής" από τον ιδεαλιστικό μανδύα του.
Όλη αυτή η προσέγγιση ωστόσο, καίτοι ποιοτική και από πολλές απόψεις αναγκαία για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, δεν μπορούσε παρά να αφήσει ένα, ας το πούμε έτσι, εγελιανό έλλειμμα στην φιλοσοφική συνείδηση του 20ού αιώνα.
Το θέμα είναι απλό: αν η εγελιανή διαλεκτική είναι ό,τι πιο επαναστατικό παρήγαγε η αστική συνείδηση και εποχή, τότε η ουσία της, που δεν είναι άλλη από μια θέαση της Ιστορίας από την προοπτική του αυτοσχίσματος μιας παγκόσμιας Ιδέας ή του Πνεύματος μέσα στον εαυτό του και η διαρκής πορεία προς την αυτο-επανένωσή του μέσα από τους ζοφερούς δρόμους του Ιστορικού, δεν μπορεί να είναι και αυτή εξ ίσου επαναστατική.
Πράγμα βέβαια που η αριστερή σκέψη δεν θα το δεχόταν, διότι ο φιλοσοφικός καταναγκασμός του υλισμού, δεν θα της άφηνε πολλά περιθώρια να εγκολπωθεί μια σύλληψη ακραιφνώς "ιδεαλιστική".
Έτσι ο Hegel εξελήφθη ως ένας θαυμάσιος μάστορας που κατασκεύασε το εργαλείο της διαλεκτικής, το δε οικοδόμημά του ωστόσο δεν ήταν καθόλου αρεστό στους μαρξιστές για να διαμείνουν εκεί, ή έστω να το συμπεριλάβουν εκλεκτικά ως τμήμα μιας "οικίας του μέλλοντος".
Η Λογική του Hegel ωστόσο, αυτό το άνθος της Γερμανικής Φιλοσοφίας, δεν θα μπορούσε να εξαντληθεί μέσα από την επείγουσα λενινιστική αναγκαιότητα της Ιστορίας. Ακριβώς γιατί, ο Γερμανός φιλόσοφος εδώ προσφέρει μια ολοκληρωμένη γνωσιολογία, η οποία παίρνει την εκδίκησή της διαλεκτικά, όπως ακριβώς αναπτύσσεται η ίδια θεωρητικά. Είναι αδύνατον να απορρίψεις το μέρος χωρίς να απορρίπτεις ταυτόχρονα το Όλο.
Έτσι ο λενινισμός, θέλοντας και μη, προσεχώρησε σε έναν ιδιότυπο εκλεκτικισμό όσον αφορά την περίπτωση του Hegel, την στιγμή που κάθε έννοια "εκλεκτικισμού" δημιουργούσε ναυτία στους υπερσυγκεντρωτικώς σκεπτόμενους μαρξιστές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Όμως σε κάθε περίπτωση, αυτή η διαπίστωση-διάγνωση θα καθίστατο πολύ άδικη αν μετασχηματιζόταν σε μομφή. Γιατί η Ιστορία της Φιλοσοφίας και η Ιστορία του Ανθρώπου από την άλλη, καθεαυτές δεν αναπτύσσονται πάντοτε μέσα στους πιο ρόδινους όρους τόσο από πνευματική όσο και από υλική άποψη.
Ο Λένιν είχε χρόνο να πραγματοποιήσει μόνον μια Ρωσσική Επανάσταση, και μάλιστα μια μαρξιστική επάνασταση, και όχι να γίνει expert στον Hegel γράφοντας αλλεπάλληλες διατριβές επ' αυτού. Πράγμα κατανοήσιμο, και από πολλές απόψεις άξιο θαυμασμού κιόλας, διότι δεν μπορεί να μην διαπιστώσει κάποιος εδώ ότι η Ιστορία είχε ανάγκη τότε από μιαν επανάσταση και όχι από έναν ακόμα στοχαστή επί του Hegel. Με όλο το πνευματικό κόστος που κάτι τέτοιο μπορεί να συνεπάγεται.
Μεταπολεμικώς, οι στοχαστές με αναφορές ή όχι στον μαρξισμό, είναι αλήθεια πως κατά το πλείστον τους ασχολήθηκαν ευκαιριακά ή εκλεκτικά με τον Hegel, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. του Jean Hyppolite, του οποίου όμως οι εργασίες είναι περισσότερο, να το πούμε έτσι, "παιδαγωγικές" επί του έργου του Hegel και όχι δημιουργικές.
Πολύ πιο δημιουργικές ήταν οι προσεγγίσεις του Marcuse ή του Jean-Paul Sartre, και ακόμα η Σχολή της Φρανκφούρτης προέβη σε περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες αναφορές στο έργο του Γερμανού φιλοσόφου, κυρίως όμως από μια κοινωνιολογική άποψη και εποπτεία και σπάνια από καθαρά φιλοσοφική τέτοια.
Κατά μία έννοια η θετική ή όχι αναφορά στο έργο του Hegel έμελε να είναι για τους μεταπολεμικούς, μαρξιστικών αναφορών ή καταβολών, διανοούμενους μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πιο "ανθρωπολογική" ή "υπαρξιστική" έκφραση και τάση του μαρξισμού και στην πιο "επιστημολογική" του από την άλλη. Ο Althusser, ο οποίος ήταν ο κυριώτερος εκφραστής της δεύτερης τάσης, δεν εξέλαβε από την Εγελιανή Φιλοσοφία τίποτε περισσότερο από ένα ακίνητο και αναλλοίωτο πλαίσιο εφαρμογής και ανάπτυξης ενός "δομικού μαρξισμού" με προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση.
Σε ύστερα έργα του όπως το "Για τον Μαρξ και μια Ανάγνωση του Κεφαλαίου" (1965) η οπτική του επί του Γερμανού φιλοσόφου είναι καθαρά χρησιμοθηρική, και χωρίς να κρύβει πάντα εύκολα την δυσαρέσκεια της ενασχόλησής της με το εγελιανό opus.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Althusser προέβη σε μια σημαντική ανακάλυψη, έστω και κινούμενος από μια συνειδητή ή ασυνείδητη αντιπάθειά του προς τον Hegel.
Για τον ύστερο Althusser είναι αδύνατον να οικειοποιηθείς την διαλεκτική του Hegel χωρίς ταυτόχρονα να μην ενστερνιστείς την φιλοσοφία του, ή έστω να μην είσαι "πνευματικά συγγενής" με αυτήν από την πλευρά μιας οποιασδήποτε άλλης φιλοσοφικής σκέψης στην οποία και μπορεί να πρόσκεισαι. Ο Althusser θεώρησε την προσπάθεια του Marx να "αναποδογυρίσει υλιστικά" τον Hegel ελλιπή και γέμουσα αδυναμιών.
Η όλη "ιδεαλιστική ανθρωπολογία" του Γερμανού φιλοσόφου, σύμφωνα πάντα με τον Althusser συνιστά ένα "βλέμμα στο κόσμο" τέτοιο που είναι αδύνατον να διαχωριστεί από την μέθοδό του.
Για μένα, ο Althusser έχει ένα σημαντικό δίκιο εδώ, έστω και αν η σκέψη του σε γενικές γραμμές δεν με ελκύει και έστω και αν αυτό το δίκιο είναι το προϊόν μιας μερικής ή μεγαλύτερης αποστροφής του προς τον Hegel.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ίσως έρχεται ο καιρός που θα πρέπει ο Hegel να ιδωθεί ως καθαρός φιλόσοφος περισσότερο, και όχι ως εξάρτημα του μαρξισμού.
Η όλη διακρίση εγελιανών ή όχι μαρξιστών, ή απλά εγελιανών και μη, είναι από αυτήν την προοπτική ασύμφορη και ατελέσφορη, γιατί περιχαρακώνει το πνεύμα και "οπαδοποιεί" τις προοπτικές του.
Στο κάτω κάτω, μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα ο Hegel από τον Πλάτωνα και τον νεοπλατωνισμό; ή μπορεί ακόμα να εκληφθεί ξεχωριστά από την καββαλιστικής αναφοράς πρωτο-ιδεαλιστική μεταμόρφωση του κόσμου έτσι όπως την συνέλαβε ένας Jakob Boehme ; και πάλι δύσκολο αν όχι αδύνατον.
Γιατί σε κάθε περίπτωση, έχω την εντύπωση πως η μαρξιστική τάση να βλέπει κάποιος στον Hegel κάτι "συγκεντρωτικό" και "απόλυτο" είναι λάθος.
Στο βαθμό που οι πλατωνικές και νεογνωστικές ορίζουσες του έργου του μεγάλου γερμανού ιδώνονται πιο καθαρά και ενδελεχώς, κρίνω ότι αυτό ακριβώς θα αποτρέπει το "δόγμα" στο εγελιανό έργο και όχι η εκλεκτική και μονόπλευρη αφαίρεση της διαλεκτικής του από αυτό.
Η πολιτική χρησιμότητα του Hegel, όποια και αν ήταν αυτή, καλή ή κακή, συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, έχει, νομίζω, εξαντληθεί.
Καιρός να δούμε πια και την καθαρά πνευματική χρησιμότητά του.