Αυτό είναι ένα είδος αξιώματος που συχνά λησμονείται στις μέρες μας, μιας και είθισται, -όσον αφορά ειδικώτερα την ποίηση-, η τεχνική και η "μαστοριά", η Αισθητική γενικώτερα, να παραμελούνται προς όφελος μιας πιο "εύκολης" ποίησης, πιο συναισθηματολογικής, και συνήθως πολύ βιαστικής στην στοιχειώδη σύλληψη και ελλιπή πραγμάτωσή της.
Εννοείται βέβαια, πως από μια τέτοια οπτική θα πρέπει να εξαιρεθούν οι πρωτόλειες απόπειρες των νέων, και ακόμα, ανθρώπων που δεν φιλοδοξούν κάτι περισσότερο από μια περιστασιακή ή ευκαιριακή αυτοέκφραση χωρίς ομολογημένες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, επίσης δε και διάφορες ιδιάζουσες περιπτώσεις, όπως π.χ. συνταξιούχων της επαρχίας που γράφουν σε γραφικές ομοιοκαταληξίες για τα βουνά, τις ραχούλες και τα λαγκάδια της γενέτειράς τους κλπ. κλπ. Πραγματικά δεν θα υπήρχε λόγος εδώ να "ψέξει" κανείς αυτές τις κατηγορίες συγγραφόντων και στην πρώτη απ' αυτές μάλιστα θα πρέπει να είναι και πολύ προσεχτικός και το κατά διάθεσιν ενθαρρυντικός.
Ωστόσο είναι αλήθεια πως τόνοι ποίησης παράγονται καθημερινά στο κόσμο, εκ των οποίων μπορεί να είναι κάποιος σίγουρος πως μόνο ένα ποσοστό κάτω και αυτού του 1% μπορεί να διεκδικεί τον τίτλο της ούσης τέχνης.
Η φτωχή ή κακή φόρμα, ο άτσαλος λόγος, η εξιδανίκευση της καθημερινότητας και η ταύτιση του καθημερινού με τον ποιητικό λόγο (μεγάλη παρεξήγηση), ακόμα δε χειρότερα η αντικατάσταση της ουσίας της ποίησης από άναρχες δόσεις τετριμμένης "ποιητικής ατμόσφαιρας" με κλισέ θεματολογία που προσπαθούν να περισώσουν αδιάφορα στιχουργήματα, και η σύγχυση του αμιγούς ποιητικού με τον στιχουργικό λόγο των τραγουδιών, έχουν παρατηρηθεί κατά κόρον σε παρακμιακές εποχές, όταν αυτές αναζητούν την κατάλληλη "ποίηση" που θα τις εκφράσει.
Η ποίηση είναι βέβαια μια πρωτοφανής ελευθερία στην ανθρωπότητα (απ'όποια πλευρά και αν το δει κανείς· προσωπική, γνωσιολογική, υφολογική), εφηρμοσμένη ωστόσο κάτω από την πιο σκληρή πειθαρχία γραφής. Μια πειθαρχία, της οποίας η έλλειψη δεν δικαιολογείται για σωρούς και σωρούς προχειρογράφων και μετριοτάτων ποιητών και "ποιητών", στους οποίους η Αισθητική και η Γλώσσα φάνταζουν ως πράγματα "πρόσθετα" που μπορεί να κάνουν και χωρίς αυτά, όταν αποπειρώνται να προσφέρουν ποιητικά ξεροκόκκαλα σε μη πεινασμένους σκύλους ωστόσο.
Είναι ακόμα τυπικό γνώρισμα ενός αθεράπευτου ερασιτεχνισμού στα παράπλευρα κοιτάσματα μιας τέχνης που δεν μπορεί να γίνει τέχνη λόγω περιορισμένων οριζόντων ενδελεχούς και αυτοτελούς σκέψης και γλωσσικής έκφρασης, να αντικαθίσταται η Αισθητική από τις προθέσεις καθώς και από τον εξωραϊσμό ή δίκη προθέσεων.
Με άλλα λόγια, είναι σαν να λέει κανείς "εφ' όσον υποστηρίζω αυτό" (συνήθως μια αυθαίρετη δογματοληψία που εξυπηρετεί φόβους και ελλείψεις) τότε αυτόχρημα "είμαι αυτό", και "οι άλλοι είναι εκείνο".
Μια νοηματικώς αυτοεξυπηρετούμενη νοοτροπία δηλαδή κατά την οποία ο καθένας αυτοανακηρύσσεται ποιητής (και ασφαλώς έχει το δικαίωμα να το κάνει, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως αισθάνεται εν ταυτώ χρόνω και την υποχρέωση που απορρέει από τον όρο...) αρκεί βέβαια να μην έχει σοβαρό έργο αλλά μόνον έναν ατημέλητο φόβο που οδηγεί σε ασύστατες και ανέκαθεν εξωπραγματικές για την Ιστορία της Τέχνης δογματολογίες· σε αυτή την περίπτωση, είναι αλήθεια, διυλίζοντας την κάμηλο εφ' όσον δεν ανευρίσκονται οι λεπτοί κώνωπες.
Πολλές οι περιπτώσεις αυτές των γραφόντων, πραγματικά.
Επιπροσθέτως δε, είναι σχεδόν άξιο απορίας για αυτήν την παράξενη χώρα στην οποία ζούμε, να ασχολούμαστε ακόμα με θέματα που λογικά θα έπρεπε να θεωρούνται τετελεσμένα και λυμένα για την ποίηση εδώ και δυο αιώνες τουλάχιστον, σαν να μην υπήρξαν ποτέ στον υπόλοιπο κόσμο η Αναγέννηση, το ελισαβετιανό θέατρο και ποίηση, ο Διαφωτισμός, ο Ρομαντισμός και κυρίως, τα υψηλά θεωρητικά στάνταρτς από την άποψη μιας φιλοσοφίας της ποίησης και της τέχνης που ετέθησαν στον καλλιτεχνικό λόγο, με τους Γερμανούς να στοχάζονται, τους Γάλλους να πραγματοποιούν και τους Άγγλους να αφομοιώνουν. Κατ' εκείνους τους καιρούς βέβαια, με όλα τα έθνη, από ένα σημείο και μετά, να συμμετέχουν ισαξίως, λόγω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της συγχρονικής ανάπτυξης της κουλτούρας ομού στις προχωρημένες, λιγότερο προχωρημένες και καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες.
Αν θέσουμε τον Chaucer και τους "Θρύλους του Καντέρμπουρυ" καθώς και τον μεγάλο ανακαινιστή ποιητή και συνθέτη Guillaume de Machaut και την Ars Nova του ως σημεία εκκίνησης και πρώιμες απαρχές της νεωτερικότητας κατά τα μέσα και τέλη του 14ου αιώνα, τότε καθίσταται άμεσα φανερό πως η Λογοτεχνία των Νέων Καιρών μπόρεσε εν τη προόδω να προβάλλει μόνον μέσα από την πλέον αποφασιστική ρήξη με την "μαζική κουλτούρα" του ύστερου μεσαίωνα· τουτέστιν τα "τραγούδια" και τα ασμένως και μακαρίως συναισθηματολογούντα των εποχών εκείνων λαϊκά "δράματα".
Αυτή δεν είναι μια διαδικασία τετελεσμένη άπαξ. Πάντα σε εποχές παρακμής, κοινωνικής και ποιητικής, παρατηρείται, όπως ελέχθη και άνω, μια στροφή σε πιο εύκολες και συναισθηματολογικές ποιήσεις. Η ποίηση παύει τότε να απευθύνεται στον νου και το Πνεύμα και αρκείται σε έναν πιο ελαφρύ ρόλο: εκείνο του συναισθηματικού "ξεδώματος" και της ανούσιας εξωτερίκευσης του ιδιωτικού.
Υποκουλτούρα βέβαια (ή στην καλύτερη περίπτωση ημικουλτούρα) που μιμείται την κουλτούρα κάποτε, κυρίως όταν επιχειρεί να δικαιολογηθεί για το εμφανέστατα παρωχημένο της και να ανεύρει έναν λόγο ύπαρξης κακοποιώντας κατά το δοκούν την Ιστορία της Τέχνης, αλλά στα μάτια ενός ειδήμονος ή έμπειρου αναγνώστη φαίνεται αμέσως η διαφορά: η φόρμα είναι χοντροκομμένη ή απλοϊκή, η έκφραση παραμένει ακατέργαστη παρά τις κάποτε αγωνιώδεις προσπάθειες για ένα κάπως πιο δόκιμο ή αρμονικό αποτέλεσμα και τα οποιαδήποτε περιεχόμενα κουλτούρας ή διαβάσματα παραμένουν αναφομοίωτα· οι δε αναφορές σε πρόσωπα και περιόδους της Ιστορίας της Τέχνης κατά κανόνα είναι επιδερμικές, άνευ ουσίας σε αταίριαστα περιβάλλοντα και διαπνέονται μάλλον από ευκαιριακή κατάπληξη του ερασιτέχνη· όχι σπάνια μάλιστα καταλήγοντας και σε εμφανέστατα λάθη και παρερμηνείες της ημιμάθειας...
Είναι πάρα πολλοί οι άνθρωποι που γράφουν έτσι· δεν αποκλείεται στις σημερινές εποχές να αποτελούν και το 90% των ποιητών και "ποιητών" (το ποσοστό λίγο αυθαίρετο βέβαια, μιας και δεν προκύπτει από στατιστική που έτσι κι αλλιώς είναι αδύνατον εδώ να γίνει, αλλά από συστηματική, ή λιγότερο συστηματική, άμεση εποπτεία).
Θα ήταν ωστόσο στενόχωρο να "ψέξει" κάποιος περισσότερο του δέοντος αυτές ή αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, επειδή ο όποιος προβληματισμός εδώ καλό είναι επιδίδεται άπαξ και για πάντα και όχι να καθίσταται "επάγγελμα", και ακόμα, το ήθος διαφοροποιεί εν πολλοίς αυτή την σωρεία των γραφόντων. Για παράδειγμα, θα έβρισκα πολύ ανόητο να "κατακρίνει" σε βάθος χρόνου κάποιους πιθανώς κατά τα άλλα συμπαθητικούς ή αξιόλογους ανθρώπους επειδή αδυνατούν να γράψουν "καλά". Απλά τους εφιστάς την προσοχή άπαξ , και ελπίζεις να καλυτερεύσουν. Αν δεν συμβεί αυτό, προς θεού, η τέχνη δεν κινδυνεύει...
Το θέμα συνεπώς δεν είναι να "καταργήσει" κανείς με "διατάγματα" στο κεφάλι του αυτές τις εκφάνσεις υποκουλτούρας, ημικουλτούρας ή μιμητικής κουλτούρας (ο καθένας έχει το δικαίωμα να γράφει και να τυπώνει), αλλά να τις "αφήσει" να κάνουν τον "κύκλο" τους.
Δεν είναι μόνον το ότι πάντοτε οι κατοπινοί (ποτέ οι σύγχρονοι) αποδίδουν με ακρίβεια τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του ανερμάτιστου τω ανερματίστω και τα του ποιητού τω ποιητή.
Είναι κυρίως, το ότι πάντοτε θα υπάρχει χρεία παραδειγμάτων ή δειγμάτων ανώφελης ή κακής ποίησης για ένα σαφέστερο ορισμό των αντιθέτων τους· και αυτό συνιστά μια διδασκαλική υπηρεσία που δεν μπορεί να αγνοηθεί εύκολα και που ανύποπτα οι προχειρογράφοι και ημιμαθείς θα προσφέρουν με περισσή αφέλεια στους καιρούς τους.
Εννοείται βέβαια, πως από μια τέτοια οπτική θα πρέπει να εξαιρεθούν οι πρωτόλειες απόπειρες των νέων, και ακόμα, ανθρώπων που δεν φιλοδοξούν κάτι περισσότερο από μια περιστασιακή ή ευκαιριακή αυτοέκφραση χωρίς ομολογημένες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, επίσης δε και διάφορες ιδιάζουσες περιπτώσεις, όπως π.χ. συνταξιούχων της επαρχίας που γράφουν σε γραφικές ομοιοκαταληξίες για τα βουνά, τις ραχούλες και τα λαγκάδια της γενέτειράς τους κλπ. κλπ. Πραγματικά δεν θα υπήρχε λόγος εδώ να "ψέξει" κανείς αυτές τις κατηγορίες συγγραφόντων και στην πρώτη απ' αυτές μάλιστα θα πρέπει να είναι και πολύ προσεχτικός και το κατά διάθεσιν ενθαρρυντικός.
Ωστόσο είναι αλήθεια πως τόνοι ποίησης παράγονται καθημερινά στο κόσμο, εκ των οποίων μπορεί να είναι κάποιος σίγουρος πως μόνο ένα ποσοστό κάτω και αυτού του 1% μπορεί να διεκδικεί τον τίτλο της ούσης τέχνης.
Η φτωχή ή κακή φόρμα, ο άτσαλος λόγος, η εξιδανίκευση της καθημερινότητας και η ταύτιση του καθημερινού με τον ποιητικό λόγο (μεγάλη παρεξήγηση), ακόμα δε χειρότερα η αντικατάσταση της ουσίας της ποίησης από άναρχες δόσεις τετριμμένης "ποιητικής ατμόσφαιρας" με κλισέ θεματολογία που προσπαθούν να περισώσουν αδιάφορα στιχουργήματα, και η σύγχυση του αμιγούς ποιητικού με τον στιχουργικό λόγο των τραγουδιών, έχουν παρατηρηθεί κατά κόρον σε παρακμιακές εποχές, όταν αυτές αναζητούν την κατάλληλη "ποίηση" που θα τις εκφράσει.
Η ποίηση είναι βέβαια μια πρωτοφανής ελευθερία στην ανθρωπότητα (απ'όποια πλευρά και αν το δει κανείς· προσωπική, γνωσιολογική, υφολογική), εφηρμοσμένη ωστόσο κάτω από την πιο σκληρή πειθαρχία γραφής. Μια πειθαρχία, της οποίας η έλλειψη δεν δικαιολογείται για σωρούς και σωρούς προχειρογράφων και μετριοτάτων ποιητών και "ποιητών", στους οποίους η Αισθητική και η Γλώσσα φάνταζουν ως πράγματα "πρόσθετα" που μπορεί να κάνουν και χωρίς αυτά, όταν αποπειρώνται να προσφέρουν ποιητικά ξεροκόκκαλα σε μη πεινασμένους σκύλους ωστόσο.
Είναι ακόμα τυπικό γνώρισμα ενός αθεράπευτου ερασιτεχνισμού στα παράπλευρα κοιτάσματα μιας τέχνης που δεν μπορεί να γίνει τέχνη λόγω περιορισμένων οριζόντων ενδελεχούς και αυτοτελούς σκέψης και γλωσσικής έκφρασης, να αντικαθίσταται η Αισθητική από τις προθέσεις καθώς και από τον εξωραϊσμό ή δίκη προθέσεων.
Με άλλα λόγια, είναι σαν να λέει κανείς "εφ' όσον υποστηρίζω αυτό" (συνήθως μια αυθαίρετη δογματοληψία που εξυπηρετεί φόβους και ελλείψεις) τότε αυτόχρημα "είμαι αυτό", και "οι άλλοι είναι εκείνο".
Μια νοηματικώς αυτοεξυπηρετούμενη νοοτροπία δηλαδή κατά την οποία ο καθένας αυτοανακηρύσσεται ποιητής (και ασφαλώς έχει το δικαίωμα να το κάνει, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως αισθάνεται εν ταυτώ χρόνω και την υποχρέωση που απορρέει από τον όρο...) αρκεί βέβαια να μην έχει σοβαρό έργο αλλά μόνον έναν ατημέλητο φόβο που οδηγεί σε ασύστατες και ανέκαθεν εξωπραγματικές για την Ιστορία της Τέχνης δογματολογίες· σε αυτή την περίπτωση, είναι αλήθεια, διυλίζοντας την κάμηλο εφ' όσον δεν ανευρίσκονται οι λεπτοί κώνωπες.
Πολλές οι περιπτώσεις αυτές των γραφόντων, πραγματικά.
Επιπροσθέτως δε, είναι σχεδόν άξιο απορίας για αυτήν την παράξενη χώρα στην οποία ζούμε, να ασχολούμαστε ακόμα με θέματα που λογικά θα έπρεπε να θεωρούνται τετελεσμένα και λυμένα για την ποίηση εδώ και δυο αιώνες τουλάχιστον, σαν να μην υπήρξαν ποτέ στον υπόλοιπο κόσμο η Αναγέννηση, το ελισαβετιανό θέατρο και ποίηση, ο Διαφωτισμός, ο Ρομαντισμός και κυρίως, τα υψηλά θεωρητικά στάνταρτς από την άποψη μιας φιλοσοφίας της ποίησης και της τέχνης που ετέθησαν στον καλλιτεχνικό λόγο, με τους Γερμανούς να στοχάζονται, τους Γάλλους να πραγματοποιούν και τους Άγγλους να αφομοιώνουν. Κατ' εκείνους τους καιρούς βέβαια, με όλα τα έθνη, από ένα σημείο και μετά, να συμμετέχουν ισαξίως, λόγω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της συγχρονικής ανάπτυξης της κουλτούρας ομού στις προχωρημένες, λιγότερο προχωρημένες και καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες.
Αν θέσουμε τον Chaucer και τους "Θρύλους του Καντέρμπουρυ" καθώς και τον μεγάλο ανακαινιστή ποιητή και συνθέτη Guillaume de Machaut και την Ars Nova του ως σημεία εκκίνησης και πρώιμες απαρχές της νεωτερικότητας κατά τα μέσα και τέλη του 14ου αιώνα, τότε καθίσταται άμεσα φανερό πως η Λογοτεχνία των Νέων Καιρών μπόρεσε εν τη προόδω να προβάλλει μόνον μέσα από την πλέον αποφασιστική ρήξη με την "μαζική κουλτούρα" του ύστερου μεσαίωνα· τουτέστιν τα "τραγούδια" και τα ασμένως και μακαρίως συναισθηματολογούντα των εποχών εκείνων λαϊκά "δράματα".
Αυτή δεν είναι μια διαδικασία τετελεσμένη άπαξ. Πάντα σε εποχές παρακμής, κοινωνικής και ποιητικής, παρατηρείται, όπως ελέχθη και άνω, μια στροφή σε πιο εύκολες και συναισθηματολογικές ποιήσεις. Η ποίηση παύει τότε να απευθύνεται στον νου και το Πνεύμα και αρκείται σε έναν πιο ελαφρύ ρόλο: εκείνο του συναισθηματικού "ξεδώματος" και της ανούσιας εξωτερίκευσης του ιδιωτικού.
Υποκουλτούρα βέβαια (ή στην καλύτερη περίπτωση ημικουλτούρα) που μιμείται την κουλτούρα κάποτε, κυρίως όταν επιχειρεί να δικαιολογηθεί για το εμφανέστατα παρωχημένο της και να ανεύρει έναν λόγο ύπαρξης κακοποιώντας κατά το δοκούν την Ιστορία της Τέχνης, αλλά στα μάτια ενός ειδήμονος ή έμπειρου αναγνώστη φαίνεται αμέσως η διαφορά: η φόρμα είναι χοντροκομμένη ή απλοϊκή, η έκφραση παραμένει ακατέργαστη παρά τις κάποτε αγωνιώδεις προσπάθειες για ένα κάπως πιο δόκιμο ή αρμονικό αποτέλεσμα και τα οποιαδήποτε περιεχόμενα κουλτούρας ή διαβάσματα παραμένουν αναφομοίωτα· οι δε αναφορές σε πρόσωπα και περιόδους της Ιστορίας της Τέχνης κατά κανόνα είναι επιδερμικές, άνευ ουσίας σε αταίριαστα περιβάλλοντα και διαπνέονται μάλλον από ευκαιριακή κατάπληξη του ερασιτέχνη· όχι σπάνια μάλιστα καταλήγοντας και σε εμφανέστατα λάθη και παρερμηνείες της ημιμάθειας...
Είναι πάρα πολλοί οι άνθρωποι που γράφουν έτσι· δεν αποκλείεται στις σημερινές εποχές να αποτελούν και το 90% των ποιητών και "ποιητών" (το ποσοστό λίγο αυθαίρετο βέβαια, μιας και δεν προκύπτει από στατιστική που έτσι κι αλλιώς είναι αδύνατον εδώ να γίνει, αλλά από συστηματική, ή λιγότερο συστηματική, άμεση εποπτεία).
Θα ήταν ωστόσο στενόχωρο να "ψέξει" κάποιος περισσότερο του δέοντος αυτές ή αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, επειδή ο όποιος προβληματισμός εδώ καλό είναι επιδίδεται άπαξ και για πάντα και όχι να καθίσταται "επάγγελμα", και ακόμα, το ήθος διαφοροποιεί εν πολλοίς αυτή την σωρεία των γραφόντων. Για παράδειγμα, θα έβρισκα πολύ ανόητο να "κατακρίνει" σε βάθος χρόνου κάποιους πιθανώς κατά τα άλλα συμπαθητικούς ή αξιόλογους ανθρώπους επειδή αδυνατούν να γράψουν "καλά". Απλά τους εφιστάς την προσοχή άπαξ , και ελπίζεις να καλυτερεύσουν. Αν δεν συμβεί αυτό, προς θεού, η τέχνη δεν κινδυνεύει...
Το θέμα συνεπώς δεν είναι να "καταργήσει" κανείς με "διατάγματα" στο κεφάλι του αυτές τις εκφάνσεις υποκουλτούρας, ημικουλτούρας ή μιμητικής κουλτούρας (ο καθένας έχει το δικαίωμα να γράφει και να τυπώνει), αλλά να τις "αφήσει" να κάνουν τον "κύκλο" τους.
Δεν είναι μόνον το ότι πάντοτε οι κατοπινοί (ποτέ οι σύγχρονοι) αποδίδουν με ακρίβεια τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του ανερμάτιστου τω ανερματίστω και τα του ποιητού τω ποιητή.
Είναι κυρίως, το ότι πάντοτε θα υπάρχει χρεία παραδειγμάτων ή δειγμάτων ανώφελης ή κακής ποίησης για ένα σαφέστερο ορισμό των αντιθέτων τους· και αυτό συνιστά μια διδασκαλική υπηρεσία που δεν μπορεί να αγνοηθεί εύκολα και που ανύποπτα οι προχειρογράφοι και ημιμαθείς θα προσφέρουν με περισσή αφέλεια στους καιρούς τους.