Friday, November 21, 2014

ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ" ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ


Είναι γνωστό πάσι τοις ενασχολουμένοις  δια του ενός ή άλλου τρόπου με την λογοτεχνία,  ότι η κριτική στο διαδίκτυο είναι σχεδόν κάτι άγνωστο. Αυτό το "είδος" του λόγου δεν υπάρχει εδώ, γιατί ακόμα και το "γένος" σε αυτή την περίπτωση είναι κάτι που δύσκολα ανευρίσκεται αν θέλουμε να είμαστε δυσάρεστοι πλην ειλικρινείς.

Εδώ το καλύτερο που μπορεί να συναντήσει κανείς είναι αξιοπρεπείς (ή μη) παρουσιάσεις βιβλίων ή διαδικτυακών έργων (όχι ιδιαίτερα πολλές) και στο πλείστον των περιπτώσεων ανορθολογικά αναρτολογήματα που τραυλίζουν κάποιες μη-αιτιατές συνδέσεις ανάμεσα "μπινελίκι" ή επιφωνηματικές δοξολογίες και ξεκάρφωτους (ψευδο) "λογοτεχνικούς" χαρακτηρισμούς του κιλού και από trash posts που κυμαίνονται από την εξυψωτική-αποθεωτική υστερία έως τις διαφόρου είδους λασπογραφίες των κομπλεξικών και ζηλοφθόνων πάσης φύσεως και αιτίας.

Στους λαβύρινθους του διαδικτύου όπου η αφελής πλην ελπίζουσα σε κάποια αναγνώριση υποκουλτούρα παράγεται καθημερινώς  σε απίστευτες ποσότητες , θα ήταν κάποιος αδικαιολόγητα αισιόδοξος αν θεωρούσε ότι μπορεί να επισημάνει εύκολα εκείνο το είδος της κριτικής που γνωρίζουμε από τον πνευματικό κόσμο έξω και είναι το πλέον νόμιμο, επειδή είναι το πλέον λογικό και αναμενόμενο από την έννοια "κριτική" καθώς τηρεί κάθε στοιχειώδη δεοντολογία:

παρατιθέμενο όνομα παρουσιαζομένου συγγραφέα, τίτλος βιβλίου (ή ιστολογίου για κάτι που παρουσιάζεται διαδικτυακά) και από κάτω ο όποιος αυτοσχέδιος κριτικός θα πρέπει να αποδείξει ότι πληροί τον ρόλο που ανέλαβε είτε προσωρινώς (πράγμα που αφθονεί στο διαδίκτυο καθώς οι αυτοσχέδιοι κριτικοί είναι αρκετοί αλλά εξαντλούνται, όπως είπαμε είτε εξ ανάγκης είτε εξ αγνοίας μόνο σε "παρουσιάσεις" ), είτε μονιμότερα, σε περίπτωση που φιλοδοξεί κάτι τέτοιο. Κριτική σημαίνει, -εκτός από το ότι κάνω φανερό το ΤΙ ακριβώς κρίνω αλλιώς μιλάμε για θέατρο του παραλόγου!-, πως έχω ξοδέψει ώρες και ώρες ενασχόλησης και εμβάθυνσης επί του έργου περί του οποίου καλούμαι να προφέρω μια τεκμηριωμένη γνώμη, πρέπει να παρουσιάσω επίσης αυτό το έργο σε ικανή διέκταση και όχι εκ του προχείρου, οφείλω να έχω παραδείγματα και επιχειρήματα επί οιασδήποτε θέσης μου προβάλλω στο κείμενό μου, 

σημαίνει ακόμα πως έχω την στοιχειώδη εξυπνάδα να μην διακατέχομαι από την παραμικρή εμπάθεια ή ευνοϊκή προδιάθεση για τον συγγραφέα του συγκεκριμένου έργου,  και τελευταίο αλλά όχι έσχατο: πως ΟΦΕΙΛΩ να μην είμαι εγώ προσωπικά ο ίδιος κατώτερος σε έργο από το έργο που αποπειρωμαι να  "κρίνω"!

Είναι φυσικά ανέκδοτο το ότι οι παραπάνω στοιχειώδεις προϋποθέσεις μπορούν να υπάρξουν, εύκολα τουλάχιστον, στην μαζική υποκουλτούρα του διαδικτύου. Εδώ είναι ο παράδεισος των ό,τι να' ναι και ό,τι ήθελε προκύψαι φλερτιζόντων ή "μικροκαρριεριζόντων" (στις πιο γραφικές περιπτώσεις "θετικής κριτικής") και στις πιο άσχημες περιπτώσεις των διαφόρων trolls, psycho-bullies, χρονίων stalkers κλπ.

Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις στο διαδίκτυο που τιμούν τους κριτικούς εκείνους (αυτοσχέδιους συνήθως πλην αξιοπρεπείς) που σε ένα περιρρέον διαδικτυακό περιβάλλον μείζονος υποκουλτούρας και χαμηλού επιπέδου δεν ενδίδουν σε αυτό, αλλά επιθυμούν να τηρήσουν το λιγότερο τα αυτονόητα της λογοτεχνίας ή του πνεύματος γενικώτερα.

Χρυσός κανόνας: 

όπου παρατηρούμε κείμενα μπουρδολογικά, ασύντακτα και ακατάληπτα που επιχειρούν να ομιλήσουν για το έργο κάποιου μέσα σε λίγες μόλις γραμμές, χωρίς να κατονομάζουν ούτε τον συγγραφέα ούτε το έργο (μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι πιο παράλογο και ψυχοπαθολογικό;), σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα με τον "συντάκτη" τους να συνοδεύει τα λεγόμενά του με ύβρεις ή και οχετό παρανοϊκής επιθετικότητας (πολλές φορές σε χρόνια επαναλαμβανόμενη βάση), τότε βεβαιωνόμαστε ότι στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε απλά με άνθρωπο που δεν έχει ιδέα τι σημαίνει "λόγος", ενώ στις δεύτερες, πολύ πιο άσχημες και κλινικές περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με ψυχάκια και διαδικτυακό stalker και όχι αυτοσχέδιο κριτικό του διαδικτύου και απλά δεν ξαναπατάμε. Εδώ αρμόδιοι μπορεί να είναι άλλοι (ψυχίατρος, εισαγγελέας), όχι όμως κατ' ανάγκην ο αναγνώστης.

Η θέση  αυτών των ανορθολογημάτων, παρά τις χίμαιρες και τις ελπίδες των συντακτών τους δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά αλλού ει μη στα σκουπίδια, όπως συμβαίνει έως σήμερα και θα συμβαίνει με αμείλικτο τρόπο για πάντοτε. Από εκεί και πέρα οποιαδήποτε ματαιοδοξία και ονειροφαντασία δεν οδηγούν πουθενά ει μη σε μία και μόνον κατάληξη: 

σπανιότατα οι άνθρωποι προστρέχουν στα σκουπίδια περισσότερες από μία φορά, 

εκείνη με την οποία απαλλάσσονται οριστικά από αυτά.




Monday, September 15, 2014

Η "ΑΓΝΩΣΤΗ" ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ



Η Ποίηση είναι κάτι που δεν ορίζεται, τουλάχιστον εύκολα, και αυτό συνιστά την πρώτη αλήθειά της, ίσως την πλέον ουσιαστική. 
Όσον πολύτιμες και φιλότιμες και αν έχουν υπάρξει εδώ οι προσπάθειες   των φιλολόγων και των θεωρητικών να προσδώσουν "αναγνωρίσιμα" ή  και "αντικειμενικά" χαρακτηριστικά στο ποιητικό φαινόμενο, και σίγουρα οι εκ μέρους και εκ περιστάσεως "καρποί" μιας "ειδικής" φαινομενολογίας  κάποτε δεν είναι αμελητέοι ή στερούμενοι αξίας ακόμα και μεγάλης, εν τούτοις το ποιητικό φαινόμενο εν είδει ορισμού διαφεύγει. 

Μπορούμε πάντα να μιλήσουμε για το ΤΙ είναι ποίηση εν είδει αφορισμού, όχι όμως με την αδιασάλευτη κατάδειξη ενός "ορισμού".
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ποίηση υπήρξε αναπόσπαστα συνδεδεμένη   με την Μαγεία στην πρώιμη συνείδηση και πράξη της ανθρωπότητας·  στην ουσία Ποίηση και Μαγεία υπήρξαν κάποτε Έν, και αργότερα αυτή η σύνδεση καίτοι φαινομενικά διεκόπη, παρέμεινε ωστόσο στο υποσυνείδητο μέρος της ανθρωπότητας και εν πολλοίς καθώρισε και την ίδια την καταπινότερη αναγνωστική πρόσληψη της ποίησης · πράγμα που σημαίνει: 

Οι αναγνώστες αναπόφευκτα "μαγεύονται" από την Ποίηση, όταν τυγχάνει να μαγευτούν, ανεξάρτητα από το  σε ποιο βαθμό την "κατανοούν" ή όχι, και χωρίς να έχει αντικειμενικά καμμία ιδιαίτερη σημασία αυτό το τελευταίο.

Ο κατ'ελπίδα ειδικός λόγος μπορεί σε αυτήν την περίπτωση να δώσει μια "περιγραφή",  να προσεγγίσει δηλαδή τα στοιχεία και τα σχήματα του ποιητικού λόγου και να δει την οργανική συνάφειά τους με τα νοηματικά περιεχόμενα έτσι όπως αναδύονται από τους ρυθμούς του ποιήματος, όμως εκείνο το "μαγικό άγγιγμα του Λόγου " που κάνει ένα ποίημα όντως ποίημα και υφαρπάζει την ψυχή του αναγνώστη προς τα κει που θέλει ο ποιητής, σίγουρα διαφεύγει μιας περισσότερο, λιγότερο ή και καθόλου εμπεριστατωμένης δοκιμιογραφικής ανάλυσης στην ιστορία της λογοτεχνίας. 

Ποιο το "μαγικό άγγιγμα" του λόγου που μεταμορφώνει ένα στιχικό λόγο σε ποίημα, αυτό είναι κάτι που τις περισσότερες φορές δεν το συνειδητοποιεί καν ο ίδιος ο ποιητής, καίτοι δεν είναι άλλος που  το πραγματοποιεί . Πόσο μάλλον κάποιος που προσπαθεί να το "αναπαράγει" αλλοτρόπως στο εργαστήριο. Πάνω απ' ολα όμως  είναι κάτι που δεν "αφαιρείται" ούτε "προστίθεται", αλλά αναγνωρίζεται εκ του αποτελέσματος:

όσες φορές και αν πεις σε έναν αναγνώστη "μη μαγεύεσαι!", αυτός θα συνεχίσει να μαγεύεται ακόμα περισσότερο από ένα ποίημα και αντίστροφα, η προτροπή "μαγέψου!" όταν δεν μαγεύεται,  είναι άκαρπη. 

Έτσι είναι η ποίηση και η χαμένη στις κοίτες του ιστορικού χρόνου λειτουργία της· αυτό δεν αλλάζει.

Για παράδειγμα, διαβάζοντας το έξοχο δοκίμιο του T.S.Eliot για τον Blake, έχουμε την αίσθηση ότι ο πραγματικός Blake "απουσιάζει "· παρ'όλ' αυτά, ό,τι μένει από την απουσία του στο δοκίμιο του Eliot είναι πιθανώς ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ελπίσει κανείς από έναν πεπειραμένο και εξαντλητικά ευσυνείδητο κριτικό δοκιμιογράφο, όταν ακόμα υπήρχαν τέτοιοι στον κόσμο:

ο Blake του Eliot είναι ο καλύτερος μη-Blake που θα μπορούσε να υπάρξει και αυτό από μία άποψη σίγουρα δεν είναι και τόσο λίγο. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο Eliot κατανοεί σε βάθος ουσιαστικές παραμέτρους της ποίησης του Blake.
Aυτή η ιδιοτρόπως και παραδόξως "επιτυχημένη απουσία" δεν οφείλεται σε κάποια κριτική ανεπάρκεια ή αντίθετα σε κάποια συνειδητή πρόνοια του Eliot αλλά στο πολύ απλό γεγονός ότι η Μαγεία δεν λέγεται, αλλά βιώνεται κατά την στιγμή της ανάγνωσης ΜΟΝΟΝ από τον "αναγνώστη!
Και βιώνεται με έναν σχεδόν υπερλογικό τρόπο, τον οποίο η γραφή αδυνατεί κατά κανόνα να αναπαράγει και να προσδώσει με άλλον, κριτικό, δοκιμιακό ή ελεύθερο τρόπο στον αναγνώστη τον ήδη μαγεμένο από την ποίηση ή όχι. Βέβαια, από την άλλη, μένουν στο κείμενο του Eliot πολύτιμα στοιχεία, προς χρήσιν όμως μόνον των ήδη "μαγεμένων".

Δεδομένου δε ότι η Ποίηση, όσον αφορά την αναγνωστική πρόσληψή της πάντα είχε να κάνει με ένα μικρό "κοινό" (σε χώρες όπως η Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μικρότερο και μπορεί να το θεωρήσει κανείς ακόμα και αμελητέο ή τουλάχιστον πλήρως περιθωριοποιημένο) και συνιστά με την πλέον επιφανειακή έννοια του όρου "ξένο σώμα" προς αυτήν (και με την βαθύτερη έννοια "ξένο σώμα ως προς την αντιληπτικότητα και την εμβάθυνσή της"), έχει σημασία το μαγικό αποτέλεσμα να είναι παρόν και ποτέ να μην χάνεται.

Δεν μπορεί να χαθεί έτσι κι αλλιώς, γιατί αν αφαιρέσεις την Μαγεία από την Ποίηση, τότε δεν θα σου μείνει παρά ο ίδιος κόσμος στην καθημερινότητά του καθιστώντας έτσι την τέχνη του λόγου δώρον άδωρον.

Γιατί ο Λόγος δεν περιγράφει, αλλά μεταμορφώνει, και αυτό είναι κάτι που σιγά σιγά η ανθρωπότητα το μαθαίνει μέσα και από την διαιώνια μαθητεία της στην Ποίηση.

Sunday, September 7, 2014

ARNOLD BAX - "November Woods"



Εξαιρετικής ελεγειακής ομορφιάς ποίημα για μεγάλη ορχήστρα από τον Arnold Bax και σίγουρα ένα από τα  σημαντικότερα έργα της ύστερης ρομαντικής βρεττανικής σχολής.

Η μουσική του Arnold Bax καίτοι δεν υπήρξε τόσον ή ιδιαίτερα "καινοτομική" σε σύγκριση με τα έργα άλλων συνθετών των καιρών του , εν τούτοις ξεχωρίζει για την παραδειγματική αριστοτεχνία της στην σύνθεση και την ενορχήστρωση καθώς και το ιδιαίτερα ακριβές, υψηλό  αίσθημα της φύσης που καθυποβάλλει στους ακροατές.  
Το "November Woods" θεωρείται από πολλούς ως το πλέον έξοχο συμφωνικό ποίημά του, αν και προσωπικά θα θεωρούσα το "Golden Eagle" ανυπέρβλητο.

Στο βίντεο άνω μπορείτε να ακούσετε το πλήρες έργο. Την Φιλαρμονική του BBC διευθύνει ο Vernon Handley.




Thursday, August 7, 2014

Raminta Šerkšnytė : "Mountains in the Mist" (2005)

Είναι σίγουρα εύκολο να φανταστεί κανείς την ομίχλη στο λιθουανικό τοπίο, όχι όμως και τα βουνά. Αρκεί γι' αυτό να  αναλογιστεί πως το υψηλότερο σημείο της χώρας ορίζεται από λόφο και όχι από βουνό ! (ο λόφος του  Aukštojas).

Όπως και να έχει όμως , τα "Βουνά στην Ομίχλη" της σημαντικής Λιθουανής avant-garde (τρόπον τινά) συνθέτριας Raminta Šerkšnytė είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά έργα της, δηλωτικό τόσο του συνθετικού κλίματος στο οποίο κινείται όσο και της "πρότασης" που επιχειρεί για μια μουσική του 21ου αιώνα, έστω και αν κάποτε οι πολύ εμφανείς avant-garde καταβολές της την κατατάσσουν ( σε ένα κάποιο βαθμό τουλάχιστον) σε προηγούμενες εποχές.

Η Raminta Šerkšnytė γεννήθηκε στο Kaunas της Λιθουανίας το 1975 και σπούδασε σύνθεση στην Λιθουανική Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου με καθηγητή τον Osvaldas Balakauskas, ένα όνομα που συνιστά από μόνο του ένα μεγάλο κεφάλαιο για την μουσική των Βαλτικών Χωρών.

Η μουσική της είναι κατά το πλείστον σκοτεινή, "ατμοσφαιρική" θα μπορούσε να πει κανείς και  με εξέχουσες ιμπρεσσιονιστικές αναφάνσεις ενός συλλογικού ασυνειδήτου που παίρνει μορφή μέσα από ακαριαία ηχοτοπία τα οποία και καθηλώνουν συχνά τον ακροατή με την έμπνευση και την εφευρετικότητά τους.

Μπορείτε να ακούσετε μέσω του player στην σελίδα ολόκληρο το "Mountains in the Mist" της Raminta Šerkšnytė, και να πάρετε έτσι μια ιδέα για μια από τις πιο σημαντικές συνθετικές φωνές της Λιθουανίας αλλά και γενικώτερα της σύγχρονης ευρωπαικής μουσικής σκηνής σήμερα.


Monday, June 30, 2014

ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ


Κάποτε, όταν έγραφα το ποίημα Γενιά του Συρμού (κατά τον Σεπτέμβρη του 2007, αν θυμάμαι καλά και σίγουρα δεν έχω πέσει έξω στο έτος), και ενώ έχω την πεποίθηση πως είχα σαφώς προβλέψει -και πιθανώς και άλλοι που δεν τους γνωρίζω- αυτή την τραγική κατάσταση που βλέπουμε σήμερα στο "λογοτεχνικό" διαδίκτυο (και σε πολύ μεγάλο βαθμό και έξω από αυτό), παρ' όλ' αυτά και αναπόφευκτα, μόνο σε γενικές γραμμές θα μπορούσα τότε να φανταστώ την συγκεκριμένη μορφή που θα έπαιρνε το "φαινόμενο" σήμερα.

Είναι άλλο πράγμα το να ξέρεις πως θα περάσει ένα, κάποιο, ό,τι δη όχημα καθώς ακούς από πριν τον "ήχο" του ενώ βρίσκεσαι λίγες στροφές παραπέρα και άλλο ασφαλώς να το βλέπεις τελικώς μπροστά σου.

Βέβαια, το ότι θα έμοιαζε με κάτι σαν απορριμματοφόρο (όχι του δήμου!) που παραδόξως αντί να μαζεύει, αδειάζει σκουπίδια στους δρόμους,  αυτό δεν ήταν και τόσον έξω από το καθαρά μορφικό μέρος της πρόβλεψής σου, όμως σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί και μια ποσοστιαία έκπληξη, καθώς βλέπεις το μπροστινό οδηγικό μέρος του οχήματος γεμάτο από ανθρώπους να τσακώνονται μέσα σε αυτόν τον στενό χώρο για το ποιος θα καθήσει στην θέση του οδηγού. 
Όλα αυτά εν κινήσει, και βεβαίως δεν είναι απορίας άξιον που το όχημα πλέον δεν ελέγχεται και βγαίνοντας από την πορεία του, καταλήγει σε ένα καθ' όλα άξιό του ηρωικό καταβαράθρωμα.

Πλησιάζεις πιο κοντά και βλέπεις τους ανθρώπους αυτούς να κάθονται με τα σωριασμένα σκουπίδια ολόγυρά τους,  περιμένοντας αν όχι τον Γκοντό, τότε σίγουρα ένα άλλο απορριμματοφόρο (μάλλον του "δήμου" αυτή την φορά, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί του "χρόνου") για να τους (τα) μαζέψει.

Υπάρχει άραγε περισσότερο στην παρακμή;

Σχεδόν όλα τα έχουμε δει. 

Δεν είναι μόνο οι μετριότατες ή κακές γραφές , ρηχής, κατά κύριον λόγον συναισθηματολογικής και αμερίμνως κοινοτοπολογικής υφής ή δίκην λαϊκορόκ στιχουργιών που καμώνονται την "ποίηση" έχοντας και μια ψευδαίσθηση μικρο"δημοσιότητας" επιφερομένης από το facebook και τα "μικρομάγαζα"·  τα οποία μικρομάγαζα έχοντας πιθανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα "σούπερ μάρκετ" όσον αφορά την λογοτεχνική "απήχηση", ξημεροβραδιάζονται στα "κοινωνικά μέσα" για ένα "μεροκάματο" έστω και ολίγης αποδοχής, ακολουθώντας την γνωστή συνταγή :

"αν βρίζω από το πρωί ως το βράδυ τον βεζίρη, μπορεί βεβαίως να μην γίνω βεζίρης, αλλά δεν αποκλείεται να γίνω μουσαφίρης!".

Δεν τους πέρασε ποτέ η ιδέα ότι η ποίηση δεν έχει να κάνει με "μαγαζιά" , ούτε με "σούπερ μάρκετ" και "μπακάλικα", ούτε με "βεζίρηδες" και "μουσαφίρηδες", αλλά  ΜΟΝΟΝ με ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΗΣ.

Αυτό κρίνει τα πάντα, αυτό μόνο θα μείνει στο χρόνο. Όλα τα άλλα ποικίλλουν από τους ανεφάρμοστους ευσεβείς πόθους έως τις αυτοσερβιριζόμενες παράνοιες αναγνώρισης και το χρόνιο stalking.

Επιπλέον δε, δεν είναι ούτε οι  "κριτικές" του διαδικτύου, επαινετικές ή εναντιωματικές, το ίδιο τραγικές και ανώφελες,  συντεταγμένες (τρόπος του λέγειν)  όχι σπάνια από ανθρώπους που τρέμουν από τα προσωπικά πάθη τους και είναι προφανές ότι δεν  δύνανται να ομιλήσουν κάτι περισσότερο από  μια τραυλή εκδοχή της νεοελληνικής καθομιλουμένης, ενώ είναι αδύνατον να διαβάσεις έστω και μία(1) πρότασή τους που δεν περιέχει θαρραλέα λογικά χάσματα, ηρωικότατες νοηματικές και γλωσσικές ασυνταξίες και ολόψυχους θυμικούς βερμπαλισμούς του κιλού.

Δεν είναι καν, στο βαθμό που κάτι τέτοιο παρατηρείται πια σε μεγάλο βαθμό τόσο στο ελληνικό όσο και πολύ λιγότερο στο διεθνές διαδίκτυο, η ψευδομαγκιά των θρασύδειλων, και των αγωνιούντων για μια όπως δη "επιβίωση" ψευτών διαφόρων ειδών.

Στην ποίηση δεν αρκεί η "αγάπη" γι' αυτήν (ή για ό,τι φαντάζεσαι πως είναι ποίηση) ή το να είσαι fan της. Για την ακρίβεια αυτό δεν χρειάζεται καθόλου. 
Πρέπει κυρίως να σου κόβει και λίγο ώστε να καταλάβεις από νωρίς  αν κάνεις γι' αυτή την δουλειά ή όχι. Αν δεν κάνεις, και παρ'όλ'αυτά επιμένεις, τότε είναι πολύ δύσκολο να μην καταλήξεις σε -κατά μεγίστην πλειοψηφίαν "έργου"- πρόχειρες γραφές αναθεμάτων καθώς και θυμικά, ανορθολογικά μουρμουρητά ποικίλης ύλης.

Δεν είναι ακόμα ούτε τα 2000 - 3000,  ή όσα, ευρώ που κοστίζει η έκδοση ενός βιβλίου ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ σήμερα ανεξαιρέτως, προκειμένου να έχουν την ψευδαίσθηση μιας "δημοσιότητας".
Τόσοι άνθρωποι σήμερα "αφρίζουν" (και με τις δύο έννοιες!) για να πείσουν τους άλλους ότι είναι "γνωστοί" (στα 500 άτομα όλα κι όλα που συναριθμούν το ποιητικό κοινό), ενώ θα ήταν πιο τίμιο να παραδεχθούν πως είναι απλά εξωπραγματικοί .

Δεν είναι καν η  πάλαι ποτέ δημοσιοσχεσίτικη "πραγματικότητα" του Σωτήρη Σκίπη (αλλά και πολλών άλλων ) έναντι της πραγματικής δημιουργικότητας στην (σχετική ή και πλήρη ακόμα) "αφάνεια" του Σολωμού και του Κάλβου. 
Έτσι κι αλλιώς, πολύ φοβούμαστε πως οι των δικών  μας καιρών αγωνιούντες για τον "αφρό", ενώ δεν έχουν καν το όποιο ταλέντο του εξαφανισμένου σήμερα Σκίπη (και αν θέλουμε να είμαστε και δυσάρεστοι πλην ειλικρινείς, ούτε το ένα εκατοστό της τότε δημοσιότητάς του), πρόκειται να έχουν κατά τα φαινόμενα και κατά πάσα λογοτεχνική νομοτέλεια την ίδια μοίρα.

Δεν είναι η πρώτη φορά λοιπόν που ιδώνονται όλα αυτά τα καμώματα. Έχουν ιδωθεί ξανά σε παλαιότερες εποχές παρακμής αν και όχι στο ίδιο βαθμό και σίγουρα όχι πάντα με τους ίδιους τυπικά φαιδρούς "νεοελληνικούς" όρους.

Είναι πάνω απ' όλα η αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα κόσμο ΣΥΝΟΛΙΚΑ "παράλληλο", έξω από κάθε πραγματικότητα και στοιχειώδη ρεαλισμό τόσο στην λογοτεχνία, όσο, και ακόμα περισσότερο, στην ζωή.

Όμως, είναι ακόμα περισσότερο, η αίσθηση, πως δεν χρειάζεται να είναι κανείς "ήρωας" για να φροντίσει από νωρίς να "κρατήσει τις αποστάσεις" του από αυτό το χάλι, αλλά απλά να έχει μια στοιχειώδη, ελάχιστη, εξυπνάδα και πρόνοια. 
Γιατί πράγματι δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό να καταλάβεις πως "υπέρ" σου θα είναι να μην συμπεριληφθείς σε όλον αυτό τον παρδαλό σωρό.

Έγραφα κάποτε στο Moments of Eternity :

Όποιος επιθυμεί να ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού, θα πρέπει να το πάρει απόφαση πως θα ταξιδεύει μαζί με κούτσουρα και φύκια και κάποια στιγμή θα καταποντιστεί μαζί τους στον καταρράκτη.
Είναι καλύτερο να είσαι ο από πάντα σταθερός και ακλόνητος βράχος στο χείλος του καταρράκτη, επί του οποίου προσκρούουν με λύσσα τα νερά, αδύναμα να τον συμπαρασύρουν, αδύναμα ωστόσο και να βρουν κάποιο έρεισμα πάνω του για να αποφύγουν την πτώση τους.

Πράγμα που πιστεύω σήμερα ακόμα περισσότερο και πραγματικά, με έκπληξη διαπιστώνω πως σε αυτή την εποχή, σπάνια περνάει έστω και μια μέρα χωρίς να με επιβεβαιώνει.



Tuesday, June 10, 2014

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ (σε λογοτεχνία και διαδίκτυο)


Ασφαλώς θα υπήρχαν πολλοί και καλοί λόγοι για  να νοσταλγήσουμε τις εποχές της απόλυτης κυριαρχίας του εντύπου λόγου στα της λογοτεχνίας (σήμερα στην Ελλάδα η κυριαρχία αυτή έχει γίνει πολύ σχετική, ενώ στο εξωτερικό έχει αποβεί πλήρως παρελθούσα), αν δεν υπήρχαν εξ ίσου κάποια ισχυρά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαμε να ανεύρουμε στην διαδικτυακή εποχή και που έχουν να κάνουν κυρίως με την ελευθερία της δημιουργίας, την μεγαλύτερη επιλογή των όρων αυτής της δημιουργίας, αλλά και την κατά πολύ αμεσότερη, ταχύτερη διαθεσιμότητα του καλλιτεχνικού έργου σε σχέση με τους μάλλον βραδυκίνητους ρυθμούς των εκδοτικών μηχανισμών και του περιοδικού λόγου.

Όμως στον έντυπο λόγο  υπήρχε, και εν πολλοίς ή ολίγοις υπάρχει ακόμα -εξαιρουμένων πολύ λίγων περιπτώσεων-, κάτι πολύ ουσιώδες (το οποίο και πρόκειται να προσδιορίσουμε λίγο πιο κάτω) όσον αφορά μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή εμφάνεια και διαφάνεια στα της λογοτεχνίας· κάτι που μοιάζει πλέον να έχει, ή να τείνει να, χαθεί στους λαβύρινθους του (όχι πάντοτε) "λογοτεχνικού" διαδικτύου και των εν αυτώ αποπειρών για ένα "φαίνεσθαι", όσον, όπως και ό,τι δη. 
"Φαίνεσθαι" το οποίο αναπόφευκτα δεν θα μπορούσε παρά να στοιχειώνει τους νόες των πιο ανωρίμων λογοτεχνών (ή παραλογοτεχνών) στην έμμονη ιδέα και φενάκη της πρόσκτησης ενός έστω και περιορισμένου σε ολίγα άτομα διαδικτυακού "μύθου" (μην αμφιβάλλετε ότι μπορεί να υπάρχουν άτομα, και όχι λίγα, τόσο αφελή ή πλήρως ανέμπειρα στους λογοτεχνικούς νόμους ώστε να επιθυμήσουν στα σοβαρά κάτι τέτοιο), στο βαθμό μάλιστα που το διαδίκτυο ψευδαισθητικώς και υποβλητικώς μπορεί κάποτε να επενσταλάζει μια τέτοια επιθυμία στο μυαλό όποιου ενδιαφερόμενου θεωρεί την τέχνη ή απόπειρα τέχνης όχι αυτοσκοπό (και αυτό είναι έτσι κι αλλιώς η μόνη νόμιμη επιθυμία που μπορεί να έχει) αλλά μέσο για μια πάση θυσία και "ό,τι να' ναι" "αυτοπροβολή". Και αν όχι κατ΄ ανάγκην "αυτοπροβολή", τότε για ο,τιδήποτε άλλο που δεν εγκλείεται εξ ορισμού στην έννοια της τέχνης (όπως για παράδειγμα, "προσωπικοί" λογαριασμοί και προσωπικά απωθημένα, λογοτεχνικοί φθόνοι και αντιπαλότητες, τσακωμοί μεταξύ "φατριών", διαδικτυακοί τσακωμοί, ακόμα και ερωτικές πικρίες και απορρίψεις που αναζητούν μια "ψηφιακή" εκδίκηση κλπ. κλπ.) 

Αυτό το τόσο "ουσιώδες" λοιπόν του εντύπου χώρου είναι η  σχεδόν ενστικτωδώς αυτενεργούμενη συνείδηση και συνειδητοποίηση του δημοσίου λόγου.   
Κάτι δηλαδή τόσο σημαντικό όσο αντιστρόφως μη αυτονόητο μπορεί να φαντάζει για ένα ηλεκτρονικό μέσο στου οποίου τα "αρνητικά" συγκαταλέγεται, πέρα από τις ψευδαισθήσεις προβολής και δημοσιότητας, η ακόμα πιο σημαντική ψευδαίσθηση μιας "ιδιωτικότητας" του ενεργείν : 
οι άνθρωποι όντας σε ένα δωμάτιο βλέπουν μπροστά τους μια "οθόνη" που τους παραπέμπει σε κάτι επίσης "κλειστό" όσο "ανοιχτό" και αν μπορεί από την φύση του να είναι.
Νοιώθουν ότι μπορούν να "ξεσπαθώσουν"  μπροστά σε όλους έχοντας την αντιφατική αίσθηση ότι δεν τους "βλέπει" κανείς εκείνη την στιγμή -και επειδή ακριβώς δεν τους "βλέπει" κανείς (σε φυσικό επίπεδο). 
Σίγουρα η όλη αυτή "σκηνική" ιδιοσυστασία  εμπίπτει στην περιοχή της κλινικής ψυχολογίας, αλλά όσον αφορά τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στα λογοτεχνικά πράγματα, συνεμπίπτει, θα έλεγε κανείς, και στην περιοχή της κριτικής ή διαγνωστικής ματιάς κειμένων όπως το παρόν.

Όμως τι σημαίνει "αυτοσυνείδηση του δημοσίου λόγου"; 

Σημαίνει πως  είμαστε σε θέση να καταλαβαίνουμε ότι δημοσίως απευθυνόμαστε σε ανθρώπους αγνώστους μας με τους οποίους προϋποθέτουμε ότι μας συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον (στη συγκεκριμένη περίπτωση η λογοτεχνία) και δεν αναγράφουμε σε αυτές τις "απευθύνσεις" ό, τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι ή στις χειρότερες των περιπτώσεων ό,τι θα μας κάνει να "ξαλαφρώσουμε" θυμικά, είτε με υβρεοκοπήματα είτε με  αρρωστημένους χαρακτηρισμούς κ. ά.  (τα γνωστά, τα έχουμε δει, αφθονούν αυτά στο "λογοτεχνικό" και "παραλογοτεχνικό" διαδίκτυο).

Για να γίνει αυτό πιο σαφές, αρκεί να φανταστείτε έναν άνθρωπο που ξαφνικά βγαίνει σε μια πλατεία και αρχίζει και φωνάζει περί του τι τον απασχολεί σε καθαρά ιδιωτικό (ή μη ιδιωτικό) επίπεδο, και όχι σπάνια συνοδεύει με βρισιές και λοιδωρίες τα λεγόμενά του κλπ. κλπ.
Όπως είναι λογικό δεν θα υπήρχε καμμιά αμφιβολία στους παρισταμένους ότι ο άνθρωπος αυτός έχει ψυχολογικά προβλήματα στο βαθμό που κάθε υγιής άνθρωπος, ακόμα και αν νοιώσει μια τέτοια παρόρμηση κάποτε μέσα του, αυτοπροφυλάσσεται και συγκρατείται από την αίσθηση της αυταξιοπρέπειας που αναμένεται να έχει. 

Είναι αυτό το πολύτιμο αίσθημα λοιπόν που ανακαλεί στο μυαλό και την συνείδησή του, και του λέει πως οι άνθρωποι σε ένα δημόσιο χώρο ούτε  κατ' ανάγκην σχετίζονται μεταξύ τους, ούτε εξ ορισμού είναι δεδηλωμένη η διάθεσή τους να συμμετέχουν εκόντες - άκοντες στο προσωπικό θέμα του καθενός, και ούτε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος υγιής λόγος για να τους ενδιαφέρει  κάτι τέτοιο. 
Έτσι δικαίως στην αρχή οι "παρευρισκόμενοι", όσοι είναι υγιείς τουλάχιστον, απορούν και μετά σχηματίζουν την πεποίθηση ότι "κάτι δεν πάει καλά στα μυαλά" των δημοσίως και τήδε κακείσε φωνασκούντων και "αγανακτισμένων". 
Κατά συνέπεια οι τελευταίοι μετατρέπονται αναπόφευκτα και αυτοδικαίως σε "αξιοθέατα" προς ηρωική τέρψη των παρευρισκομένων αναγνωστικών οφθαλμών. 
Και ΠΑΡΑΚΜΗ σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ακόμα και η συνειδητή επιθυμία να μεταβάλλει κάποιος τον εαυτό του σε αξιοθέατο, ελπίζοντας σε μια μεγαλύτερη "αναγνωσιμότητα".

Δείτε για παράδειγμα στο υποβαθμισμένο και όχι αδίκως κακόφημο δίκτυο του facebook (αλλά και γενικώτερα στο διαδίκτυο) πόσοι άνθρωποι γίνονται συνειδητά αξιοθέατα, αυτοφαιδρύνονται δηλαδή με την θέλησή τους με το να εξισώνουν πλήρως ιδιωτικό και δημόσιο λόγο, έχοντας φυσικά ως απώτερο σκοπό να προσελκύσουν τα αναγνωστικά μάτια έστω και όχι περισσοτέρων από μερικές δεκάδες όλους κι όλους "νοματαίους". 

Αλλά, πραγματικά, από πόσους "θυμωμένους" για ό,τι δη, πραγματικό ή φανταστικό (κατά μεγάλη πλειοψηφία το δεύτερο) έχουμε γεμίσει! 

Το τίμημα όμως, όπως και να έχει, είναι μεγάλο και δεν φαίνονται να το συνειδητοποιούν κάτω από τις πανίσχυρες ψευδαισθήσεις της ψηφιακής οθόνης οι προσχωρούντες σε μια τέτοια παρακμιακή διάθεση· δεν φαίνεται να έχουν έστω και την ελάχιστη νοημοσύνη ώστε να αναρωτηθούν αν αξίζει πραγματικά να χάνει κανείς την αξιοπρέπειά του και να γίνεται "αξιοθέατο" για να κερδίσει μερικούς αναγνώστες παραπάνω που από μέσα τους θα τον οικτίρουν όσον απέξω θα τον "μπιζάρουν" (ή και μερικοί μπορεί να "επευφημούν" ακόμα) προκειμένου να μην χάσουν ένα θέαμα "αναψυχής" που τους προσφέρεται δωρεάν στην οθόνη τους.
Όμως, είναι δυνατόν η λογοτεχνία και οι άνθρωποί της να προσχωρούν τόσο αφελώς και με τόση παρακμιακή αυτοακύρωση σε τέτοιες μεθόδους;  

Και μήπως σε καιρούς παρακμής δεν αυξάνονται κατά πολύ οι επιθυμίες για ανάλογα φαινόμενα; Σε ποια χρόνια αλήθεια δημιουργήθηκαν τα reality show ; Κατά πόσο το facebook διαφέρει από ένα reality show ; Προφανώς καθόλου αν δεν είναι ακόμα χειρότερο,  γιατί στο πρώτο δεν αρκεί κάποιος να αυτοφαιδρύνεται, πρέπει να απασχολεί και "άλλους", κατά κανόνα παρά την θέλησή τους μιας και ένα reality show απαιτεί "δύο ή περισσότερες πλευρές".

Όμως, αυτό που περισσότερο πρέπει να απασχολήσει στα σοβαρά όσους καταπιάνονται με αυτά τα ζητήματα, είναι το κατά πόσο διαφέρει το διαδίκτυο από μια πλατεία στην πόλη. Σίγουρα, ελάχιστα όσον αφορά τους όρους δημοσίου χώρου που αντικειμενικά πληροί με τον δικό του τρόποόμως παρ' ολ' αυτά είναι (όχι τόσο) αξιοπερίεργο πως πολύ περισσότεροι χάνουν στο διαδίκτυο την αίσθηση της αυταξιοπρέπειας απ' όσοι στον φυσικό δημόσιο χώρο. 
Πιο συχνά βλέπει κανείς στο διαδίκτυο ανθρώπους σε θυμικές, υβρεολογικές, συκοφαντικές παρακρούσεις και εν γένει εκτροχιασμένες συμπεριφορές παρά σε έναν δημόσιο χώρο του έξω περιβάλλοντος.
Οι λόγοι γι αυτό εξηγήθηκαν παραπάνω.  Το διαδίκτυο μπορεί να παραπλανά εύκολα τους ολιγόμυαλους με τις ψευδαισθήσεις "ιδιωτικής ατμόσφαιρας" που τους παρέχει σε κάτι όμως εξ ορισμού πολύ πιο δημόσιο ακόμα και από έναν δημόσιο χώρο.

Στο βαθμό λοιπόν που τα ιδιωτικά και προσωπικά θέματα του καθενός δεν μπορούν να ενδιαφέρουν τον όποιο άσχετο με αυτά και άγνωστο στο διαδίκτυο, και κυρίως, στο βαθμό που ο κάθε πικραμένος και πικραμένη μπορεί να καθυβρίζει  ή να συκοφαντεί τον οποιονδήποτε, πολλές φορές χωρίς αυτός ο τελευταίος να το γνωρίζει καν ! (π.χ. η εξαιρετικά αήθης και άνανδρη πρακτική του να χυδαιολογείς στο facebook αλλά και αλλού για κάποιον πίσω από την πλάτη του, πολλές φορές χωρίς ο ίδιος να έχει καν την δυνατότητα να το γνωρίζει όπως κατά κανόνα δεν γνωρίζει καν στην πραγματικότητα τον χυδαιολογούντα!) , κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί: 
γιατί οι αποπειρώμενοι απονενοημένα διαβήματα όπως τα άνω περιγραφόμενα δεν θα μπορούσαν να επιχειρήσουν καλύτερα να λύσουν τα ιδιωτικά προβλήματά τους, πραγματικά ή φανταστικά, μέσω της νόμιμης ιδιωτικής οδού όπως για παράδειγμα, προσωπική ηλεκτρονική επιστολογραφία κλπ. ;  
Θα μπορούσε, ακόμα, να τους ρωτήσει οποιοσδήποτε τυχόν "περαστικός" αναγνώστης :
α) ΓΙΑΤΙ μας τα λες αυτά; 
β) ΤΙ έχει να κάνει μ' εμάς η οποιαδήποτε προσωπική αψιμαχία ή προσωπικό σου θέμα με τον οποιονδήποτε.
γ) ΤΙ ακριβώς ζητάς από εμάς· την "συμπάθειά" μας ή επαιτείς κάποιο είδος ..."υποστήριξής" μας σε ένα χώρο όπου συνήθως κανείς δεν γνωρίζει κανέναν προσωπικά και ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι βρωμιά και χυδαιολογία του κατεβαίνει στο κεφάλι για τον άλλον; 
δ) ΤΙ μας ενδιαφέρει εμάς όλο αυτό το θέαμα και για ποιο λόγο ακριβώς θα έπρεπε εμείς να είμαστε ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ;

Να είστε σίγουροι πως όποιος δεν θα σχημάτιζε, στο μυαλό του τουλάχιστον, αυτές τις ερωτήσεις, πιθανώς πάσχει από παρόμοια ψυχολογικά προβλήματα με τους αυτοεκτιθέμενους της "οργής".

Μα κυρίως αν ρωτούσατε αυτούς τους τελευταίους: 
ε) "γιατί δεν πας να λύσεις τα προβλήματά σου ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ και έρχεσαι εδώ;"
Οι εθισμένοι σε αυτό το σπορ θα σας έλεγαν αν ήταν ειλικρινείς: 
"επειδή έτσι ελπίζω να κερδίσω αναγνώστες".

Σε ειδικώτερο επίπεδο ανάγοντας το όλο παραπάνω φαινόμενο σε ό,τι επιχειρεί κάποτε να αυτοπλασάρεται ως λογοτεχνική "θέση", "κριτική" και "γνώμη" θα λέγαμε ότι και τα τρία αυτά και σε μια αν μη τι άλλο στοιχειωδώς αξιοπρεπή μορφή τους δεν τα έχουμε γνωρίσει αλλιώς ανά τους αιώνες ει μη μέσω κάποιον ασφαλών γνωρισμάτων: 

1) απουσία ad-hominem-ολογίας και εμμονικής ad-hominem-οπάθειας που κατά κανόνα έχουν ως πηγή τους τον απλό, αγνό και ανόθευτο φθόνο (το argumentum ad hominem έχει απορριφθεί εδώ και αιώνες τόσο από την φιλοσοφία όσο και από τον καλλιτεχνικό δοκιμιακό λόγο και θεωρείται ντροπή να καταφεύγει κάποιος σε αυτό, αλλά μην νομίσετε πως κάτι τέτοιο είναι αυτονόητο για τα ελληνικά δεδομένα), 
2) ακόμα περισσότερο, απουσία προσωπικής εμπάθειας διατυπωμένης με οποιονδήποτε τρόπο και σε οποιαδήποτε μορφή, 
3) υπαρκτό  περιεχόμενο  λόγου του οποίου τα μέρη έχουν πραγματική αιτιατή σύνδεση μεταξύ τους, δηλαδή ΑΙΤΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ μέσα σε αυτά γιατί κάτι λέγεται συγκεκριμένα και όχι άλλο στη θέση του και δεν επαφίεται στη καλή διάθεση της τυχαιογραφίας και της ασυναρτησιογραφίας , 
4) ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΣΑΦΗ και αρθρωμένα με όσο το δυνατόν πιο ΚΑΘΑΡΟ τρόπο από θεωρητική άποψη και όχι ad hoc προχειρολογημένους και αυτοσχέδιους ψευδοθεωρητικισμούς, αυτοσκαριφηματικές θολολογίες και αυθαιρεσιολογίες,
5)  σημαντική φειδώ ή μετρημένη χρήση τόσο των υπερθετικών όσο και των αρνητικών χαρακτηρισμών επί έργων, αποπειρών τέχνης κλπ. 

Η πληθώρα αυτών των τελευταίων (5) εξ άλλου, πάντα σημαίνει και μια αποτυχία της θέσης, της κριτικής ή της γνώμης γιατί αν αυτές δεν είναι ικανές από μόνες τους να πείσουν για το τι θεωρούν και πώς εκλαμβάνουν κάτι εμμέσως και δια του λόγου και "ξεπέφτουν" στις πιο ωμές και άμεσες μορφές χαρακτηριολογίας (δηλαδή υμνολογώντας ή βρίζοντας) έχουν ήδη αποτύχει. 
Η κριτική είναι πάνω απ' όλα ευγένεια (που σημαίνει : αυτοπεποίθηση του εκάστοτε γράφοντος και όχι μόνο αξιοπρέπεια) και ΕΜΜΕΣΟΤΗΤΑ. 

Ο "άμεσος", ωμός και σπανιότατα μιας λογοτεχνικής ιδιοσυστασίας  χαρακτηριολογικός λόγος που φιλοδοξεί να είναι γνωμοδοτικός ή κριτικός, δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από αντίφαση εν όροις και μπορεί να υπάρχει μόνο στα μυαλά των μαστιζομένων από τα προσωπικά πάθη, τις προτιμήσεις ή δυσαρέσκειές τους , όμως δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε για μισό λεπτό -όπως δεν υπήρξε ποτέ- στην Ιστορία της Λογοτεχνίας. 

Ίσως πιο τραγικό είναι ακόμα  όταν πολλές φορές οι έχοντες επί μακρόν και με συστηματικό τρόπο περιπέσει στα παραπάνω πολύ βαρειά ατοπήματα επιχειρούν κάτι πιο "σουλουπωμένο" σε περίπτωση που συνειδητοποιήσουν πως αυτό που κέρδισαν με όλα αυτά ή παρόμοια καμώματα δεν είναι παρά, αν όχι μια τρύπα στο νερό (αυτό θα ήταν κατόρθωμα ανάλογο με εκείνο του Μωυσή στην Ερυθρά Θάλασσα) τότε σίγουρα μια πολύ μεγάλη τρύπα στο λόγο
Υποκρίνονται μετά λοιπόν έναν πιο "σοβαρό" λόγο ελπίζοντας παραδόξως πώς, ότι οι αναγνώστες θα έχουν ξεχάσει τα "προηγούμενα". Όμως αυτά ακριβώς  τα επί μακρόν χρόνον προηγούμενα καμώματά τους έχουν ήδη ακυρώσει εξ αρχής μια τέτοια "νέα" απόπειρα που έτσι κι αλλιώς δεν θα φάνταζε ως τίποτε άλλο παρά λύκο που ξέχασε από την βιασύνη του να φορέσει την προβιά.
Η ψυχή και τα πάθη της πάντα είναι "βιαστικά". 
Ο νηφάλιος λόγος "ίσταται" κάθε φορά στο σημείο του. 

Στον έντυπο λόγο λοιπόν δεν θα μπορούσαν ούτε για μια στιγμή να ευδοκιμήσουν τέτοια φαινόμενα και αυτό όχι γιατί δεν θα υπήρχαν άνθρωποι που θα επιθυμούσαν μια ωμή παρακμή και τυφλή δημαγωγία και εκεί, όμως η φύση του μέσου δεν το επιτρέπει, τουλάχιστον εύκολα , και ευτυχώς.
Στο διαδίκτυο είναι αλλιώς. 
Επαφίεται στην ωριμότητα και το αίσθημα αξιοπρέπειας του καθενός :
α) να ξέρει τι λέει 
β) να ξέρει ΓΙΑΤΙ το λέει 
γ) να λέει ΤΙ νομίμως και κατά λογική συνέπεια αφορά τους αναγνώστες και να μην προσφέρει σε κοινή θέα τα όποια προσωπικά ή ψυχολογικά προβλήματά του.
δ) να έχει επιχειρήματα  σαφώς διατυπωμένα στις πλήρεις αιτιατές σχέσεις τους (αποδεικτική επιχειρηματολογία) επί  θέσεων και μόνο και να μην είναι αυθαίρετος ή να διαστρεβλώνει τις θέσεις του άλλου.

Στο ηλεκτρονικό μέσο διαπιστώνουμε μεν περισσότερη ελευθερία αλλά αυτή η ελευθερία έχει δυο όψεις. Μία ουσιαστική και μία ψευδεπίγραφη που αυτοαναιρείται στην έννοια και την πρακτική της χαοτικής αυθαιρεσιολογίας και χυδαιολογίας. 
Είναι σίγουρα μια εποχή παρακμής, ως προς αυτό δεν διίστανται οι γνώμες των πιο αξιολόγων ανθρώπων σήμερα.
Και από την φύση του το διαδίκτυο έχει συγκεντρώσει τόση σαβούρα και σκουπιδολογία που ακόμα και αν αυτή η τελευταία δεν έχει κάποια τύχη "μακροημέρευσης" από την άποψη της αξίας, της αξιοπιστίας και του κύρους (όχι περισσότερο απο ένα δυο μέρες κάθε φορά), εν τούτοις από την άποψη του όγκου θα χρειαστεί ίσως μέχρι και μια γενιά για να καθαριστεί πλήρως. Όμως θα εξαφανιστεί έτσι κι αλλιώς.

Και αυτό γιατί κάθε παρακμή κάποτε συμπληρώνει αναπόφευκτα τον κύκλο της. 
Η παρακμή είναι πάνω απ'όλα δυστυχία, κατάθλιψη , μιζέρια, και η ανθρώπινη φύση -ευτυχώς- ποτέ δεν είναι πρόθυμη να τα  ανέχεται αυτά επί μακρόν .




Thursday, May 29, 2014

Indianapolis 500, 25th of May 2014



Εξαιρετικό race την Κυριακή, κατά κάποιο τρόπο μας αποζημίωσε για τα πρώτα μάλλον άτονα races του εφετινού πρωταθλήματος του Indy Racing League σε St.Petersburg, Long Beach, Barber Motorsports Park και Grand Prix of Indianapolis.
Βέβαια, είναι πολύ απίθανο να μην συμβεί κάποτε τουλάχιστον ενδιαφέρον race στο ιστορικό Indianapolis 500, μιας και σε αυτό το oval που κατά κάποιο τρόπο ταυτίζεται με την ιστορία του αμερικάνικου μηχανοκίνητου αθλητισμού οι ταχύτητες που αναπτύσσονται ξεπερνούν τα 350 km/h σε έναν συχνά side-by-side ανταγωνισμό.
Επιπροσθέτως, είχαμε και ένα από τα πιο θεαματικά "closest finish"  σε αυτό το race, τέτοιο που είχαμε να δούμε αρκετό καιρό στα indycars, αλλά και γενικότερα .
Μπορείτε να παρακολουθήσετε στο βίντεο άνω ολόκληρο το race και να πάρετε μια ιδέα τόσο από το τι "σημαίνει" Indianapolis 500, όσο και από την συνολικότερη ένταση και δράση του αμερικανικού "open-wheel" racing.




Wednesday, May 14, 2014

DMITRI SHOSTAKOVICH: "Symphony No.5"




Έτος 1937 στην Σοβιετική Ένωση, έναν χρόνο μετά από την έναρξη των περιβόητων, κακόφημων "Δικών της Μόσχας" και τα πάντα στον κόσμο της Αισθητικής και της Τέχνης εδώ έχουν ως μέτρο τους όχι κάτι περισσότερο από την επαρχιώτικη μουστάκα του Στάλιν.

Ο Shostakovich όντας ήδη στο στόχαστρο της γραφειοκρατίας και συχνά επισύροντας απ' αυτήν αιτιάσεις και μομφές περί "πολυπλοκότητας" και "φιλοδυτικών τάσεων στη τέχνη" αναγκάζεται να προσποιηθεί ότι συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις των απλοποιημένων εγκεφάλων του Κρεμλίνου.
Ένα βαθύτατα απάνθρωπο καθεστώς από την πλευρά του δεν μπορεί σε αυτή την περίπτωση να συμβιβαστεί με τίποτε λιγότερο από την δημόσια, έμπρακτη "μεταμέλεια" ενός ιδιαίτερα έξυπνου και ταλαντούχου συνθέτη όσον αφορά τις "αισθητικές" θέσεις του και την επιβαλλόμενη μεταστροφή τους   σε πιο "απλές", "ηρωικές" φόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που θα εξυμνούσαν φυσικά τον δικτάτορα καθώς  και την υποτιθέμενη πάλη του σοβιετικού λαού για ένα καθαρά "σοβιετικό" μέλλον στον αντίποδα του "αστικού" κόσμου.

Η 5η Συμφωνία εγράφη λοιπόν ως μια απόπειρα κατευνασμού των σοβιετικών γραφειοκρατών και αποκατάστασης της δημοφιλίας του συνθέτη στο πλατύτερο κοινό.

Όμως κάθε άλλο παρά ήταν και ένας ουσιαστικός συμβιβασμός. Αν και σαφώς κατευθυνόμενη προς μια περισσότερη "απλοποίηση" η συμφωνία αυτή απείχε ωστόσο μακράν από το να ορίζει ένα έργο σοσιαλιστικού ρεαλισμού. 
Η θλιπτική ατμόσφαιρα είναι πανταχού παρούσα, ενώ τα "θριαμβικά" μέρη έχουν εντονότατα παρωδιακή υπόσταση, ιδιοφυώς αμφιλεγόμενη και αμφισημαίνουσα ούτως ώστε να είναι δυνατόν να εκληφθούν και ως "ειλικρινή" από τους πιο ακατέργαστους εγκεφάλους.
Ακούστε για παράδειγμα το "θριαμβικό" march στο πρώτο μέρος: 
είναι αδύνατον να αποκρύψει την τάση αυτοπαρωδίας του· περισσότερο ορίζει μια γελοιογραφική καρικατούρα του τυράννου παρά μια ηρωική εξύμνησή του, αν και ένας βλαξ θα μπορούσε κάλλιστα να το εκλάβει με αυτόν τον δεύτερο τρόπο .

Είναι αδύνατον για έναν πραγματικό καλλιτέχνη να υποκριθεί πλήρως και να κρύψει την πραγματική ταυτότητά του, όσες ισχυρές και αν είναι οι πιέσεις που δέχεται από τον περίγυρό του ή από ένα καθεστώς που δεν καταλαβαίνει τίποτε άλλο ει μη την γλώσσα των "συνθημάτων" και την "αναμορφωτική πειθώ" των γκουλάγκ (βλ. σχετικά και ένα παλαιότερο κείμενο στο Century Camera II : "SHOSTAKOVICH: Η σοβιετική γάτα του Schrödinger"   που έχει να κάνει με αυτό το επικίνδυνο παιγνίδι λεπτής ισορροπίας που ήταν αναγκασμένος να παίζει ο συνθέτης με τους γραφειοκράτες προκειμένου όχι μόνο να διασφαλίσει μια -πολύ σχετική- καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά, προπάντων, αυτήν την ίδια την ζωή του!).

Όμως, όχι και τόσο παραδόξως, οι σοβιετικοί γραφειοκράτες έμειναν πλήρως ικανοποιημένοι από την 5η Συμφωνία για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν ηλίθιοι και δεν κατάλαβαν την παράλληλη, αρκούντως "υπονομευτική" σημαντική του έργου πέρα από την προσποιητή "ηρωική" επιφάνεια και την υποτιθέμενη δοξολογία προς τον τύραννο.

Πράγμα φυσικά που δεν προξενεί έκπληξη. Ο μόνος τρόπος για να "γλυτώσει" κανείς από τέτοιους ανθρώπους είναι να παίζει με την χαμηλή νοημοσύνη τους εκτός φυσικά αν τα πράγματα οδηγηθούν σε απόλυτη ρήξη με τους καλλιτέχνες και κάθε είδος διπλωματίας, παιγνιδιού και συμβιβασμού φαντάζει "αδύνατο". Τι θα μπορούσε, ας πούμε, να κάνει ένας Κινέζος συνθέτης στην μετασταλινική Κίνα την περίοδο της λεγομένης "Πολιτιστικής Επανάστασης" οπότε η σύμπασα κλασσική μουσική ανακηρύχθηκε ως "προϊόν της εκφυλισμένης Δύσης και της αστικής τάξης της" και οργισμένοι ακτιβιστές έσπαζαν δημοσία τους δίσκους του Μπετόβεν;
Τίποτε περισσότερο από το να διαβάζει τις αρλούμπες του Μάο στο "κόκκινο βιβλιαράκι" του ως εάν ήταν εγκόλπιο καθημερινής προσευχής.

Στην Σοβιετική Ένωση του Στάλιν κάτι ανάλογο, όχι ότι δεν θα ήταν επιθυμητό, αλλά δεν ήταν ωστόσο και ό,τι καλύτερο για μια χώρα με τέτοια μουσική κληρονομιά. Αν μη τι άλλο, οι σοβιετικοί γραφειοκράτες διέθεταν και μια στοιχειώδη κουτοπονηριά ώστε να εκμεταλλευθούν την προπαγανδιστική διάσταση της μουσικής, ενώ οι Κινέζοι υπήρξαν σαφώς πιο "ανυπόμονοι", να τελειώσουν με τον "αστικό κόσμο" και να ξεμπερδέψουν μια και έξω με τους μπελάδες της κριτικής σκέψης και τις "πολυπλοκότητες" της δυτικής μουσικής.

Μπορείτε λοιπόν να παρακολουθήσετε και να ακούσετε στο βίντεο που παρατίθεται άνω την 5η Συμφωνία σε μια αρκετά καλή, αξιοπρεπή ερμηνεία από την Gustav Mahler Jugendorchester που διευθύνει ο Philippe Jordan σε παρουσίαση στο  Royal Albert Hall του Λονδίνου πριν από ένα περίπου χρόνο.

Σίγουρα η ερμηνεία αυτή δεν είναι η καλύτερη (μπορεί να θυμηθεί κανείς για παράδειγμα εκείνη την απαράμιλλη του Ροστροπόβιτς αλλά και άλλες), αλλά επελέγη ως υπόσχεση για το μέλλον από ιδιαίτερα ταλαντούχους και πολύ νέους ανθρώπους.



Sunday, April 27, 2014

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ "ΔΙΑΚΟΙΝΩΝΙΚΟ" ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ



Θα ήταν μάλλον δύσκολο να θεωρήσει κανείς πως το διαδίκτυο στις διάφορες δια"κοινωνικές" εκφάνσεις του (facebook, twitter και το κακό συναπάντημα) μπορεί να ορίσει από μόνο του μια "κουλτούρα",  και σε πιο ειδικό επίπεδο, μια ποιητική γλώσσα, παρόλο που είναι ικανό να σχηματίσει κάτι με πολύ σαφή τα γνωρίσματα μιας υποκουλτούρας με συνεπακόλουθο αποτέλεσμα και μια "ποίηση" ανάλογη των συνηθισμένων ή τετριμμένων βλέψεων που ενέχει κάθε υποκουλτούρα: 
 
στο βαθμό που δεν μπορεί να αλλάξει την ζωή, τότε δεν της μένει τίποτε άλλο από το να αλλάξει και να παραμορφώσει το νόημα της ζωής.

Στο διαδίκτυο, το ιδιωτικό όνειρο είναι πιο σημαντικό από την ζωή και μια τέτοια "θέση αρχής" απαιτεί και προϋποθέτει μαζί την (υπο)κουλτούρα της.
Υποκουλτούρα συνεπώς οριζόμενη με ποιητικές παραμέτρους, είναι ακριβώς ό,τι παραμένει στο μέσον ανάμεσα καθημερινότητα (μαζί με τις τάσεις ονειροποιίας της) και ποίηση, και κατά συνέπειαν ανάμεσα καθημερινό και ποιητικό λόγο μην αποτολμώντας ή αποφασίζοντας να είναι είτε το ένα είτε το άλλο, καίτοι διατείνεται συνήθως ότι συνιστά αμιγή "ποιητικό λόγο", χωρίς βέβαια να το πολυπιστεύει κιόλας. 
Από αυτό το άτσαλο, αδόκιμο πράγμα το διακοινωνικό μέρος του διαδικτύου αφθονεί.

Ο λόγος είναι απλός: η συμμετοχή εδώ του καθημερινού στο όλο σύμφυρμα ευνοεί κάθε παραλογοτεχνική δραστηριότητα (μικροδημόσιες σχέσεις χυμαδόν και αδιακρίτως, τσακωμοί και "φαγωμάρες", "καμάκια", κλπ. κλπ.) με απλό παραστάτη και μόνον το λογοτεχνικό μέρος της υπόθεσης.
Οι λάτρεις της υποκουλτούρας πολύ απλά έρχονται στο διακοινωνικό διαδίκτυο για μια "ευκαιρία" ζωής·  για να κάνουν μια "τύχη". 
Και αυτό δεν αφορά μόνο την επιθυμία της κάθε λογοτεχνίζουσας μαντάμ να βρει και να παντρευτεί τον Σείχη των ονείρων της ή την "ταπεινού προφίλ" ματαιοδοξία του φληναφηματοστιχοποιού να κάνει γνωστό το μόλις εκδοθέν βιβλίο του στα πέρατα της οικουμένης, αλλά και αυτοσυστηνόμενους ως "σοβαρούς" λογοτέχνες που σε επίπεδο δημόσιας συμπεριφοράς δεν διαφέρουν  σε τίποτα από τους προηγούμενους.

Είναι αδύνατον συνεπώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι να έχουν ένα σοβαρό λογοτεχνικό κριτήριο στο βαθμό που το μυαλό τους είναι κατειλημμένο στην ουσία από κάτι άλλο, με την πρωταρχική κυρίως έννοια του μάλιστα, παρα-λογοτεχνικό
Ένας σκοπός δηλαδή και μια βλέψη παρά την λογοτεχνία και όχι μέσα στην λογοτεχνία.

Δεν είμαι κλινικός ψυχολόγος ούτε ειδικός επί του διαδικτύου κοινωνιολόγος, όμως η προσωπική μου γνώμη καθαρά από την άποψη ενός ποιητή που όπως  άλλοι ομότεχνοί του προσπαθεί να εκμεταλλεύεται και να χειρίζεται την καλή, δημιουργική πλευρά του διαδικτύου (η οποία είναι περισσότερο σημαντική απ' όσο συνήθως φαίνεται), είναι πως το "διακοινωνικό" διαδίκτυο είναι επικίνδυνο για ασταθείς και ανώριμους χαρακτήρες που δεν έχουν μάθει ακόμα να αναλαμβάνουν προσωπικές ευθύνες στην ζωή τους.  Και κατά συνέπεια ούτε στην τέχνη ή απόπειρα τέχνης που επιχειρούν.
Εδώ είναι σίγουρα ο παράδεισος κάθε λογής και διαλογής "καλλιτεχνιζόντων", αλλά μαζί και η κόλαση κάθε πραγματικής τέχνης  και ποίησης και αδυνατώ να πιστέψω πως σοβαρός ποιητής ή λόγιος μετά από μόλις  πέντε λεπτά "browsing" στο facebook δεν τον έχει πιάσει ήδη το στομάχι του και δεν έχει τάσεις εμετού.

Ανάλογη λοιπόν αυτής της υποκουλτούρας είναι και η παρουσία μιας μικρομεσαίας ή μικροαστικής ποίησης που και αυτή υπεραφθονεί στο διαδίκτυο, και της οποίας τα γνωρίσματα δεν είναι δύσκολο να διακρίνονται:

Ιδιωτικό όραμα κατά κόρον, ναρκισσευόμενη συναισθηματοληψία, ηρωικές κλάψες, στιχικοί αναστεναγμοί και αναμνήσεις από περασμένους έρωτες, ψευδουπαρξιακές αρλούμπες, "φιλοσοφημένη" πικρία απέναντι στην ζωή, "λιτές" στιχολογίες που ποιούν την ανάγκη φιλοτιμία, ποιήματα-ad hoc μηνυματοποιίες προς ψηφιακούς παραλήπτες, παρωχημένοι "αισθητισμοί" μιας εξειδικευμένης ρηχότητας συνοδεία στοιχείων mass-culture ή όχι, πολιτικο-κοινωνικοί λεονταρισμοί για πρόκληση συμπάθειας, λούμπεν εκφραστικές και τσαμπουκαδοφρένειες που προσποιούνται μια "επαναστατικότητα"·  όλα αυτά, καθώς και άλλα, συνοδεύονται κατά κανόνα από άτσαλες προσπάθειες εξιδανίκευσης του πτωχού λεξιλογίου μιας mass-Greek διαλέκτου των 1000 λέξεων όλων και όλων και με διάφορες δικαιολογίες παρα-ποιητικές ή του συρμού. 
Πολύ σπάνια η ποίηση της υποκουλτούρας ξεφεύγει από το πλαίσιο που μόλις σκιαγραφήθηκε.

Συνοδευτική της μικρομεσαίας διαδικτυακής ποίησης είναι και μια ανάλογη "κριτική" η οποία συνίσταται, είτε από φαιδρότατες επιφωνηματικού συνήθως τύπου υμνωδίες από την πλευρά των "πιστών" ή των "κολάκων" που κάποτε φτάνουν στα όρια μιας παραληρηματικής γλυκολογούσης προσευχής, είτε -στην αρνητική όψη της-  από εμμονικές ad-hominem-οπάθειες που μπορούν να φτάσουν στα όρια του διαδικτυακού "stalking" για χρόνια, μέχρι ονλάιν εγκεφαλικά επεισόδια μετά αφρών στο στόμα ή άνευ .

Όλα αυτά έχουν όχι ακριβώς το θράσος αλλά την παιδιάστικη αφέλεια να αυτοσυστήνονται και ως "κριτικός λόγος". 
Μα φυσικά, πού να βρουν την ψυχική αυτοκυριαρχία τους στο facebook οι "θαμώνες" και να θυμηθούν ή να μάθουν τι σημαίνει κριτικός ή θεωρητικός λόγος  στο βαθμό που το εν λόγω μέσο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ηρωίνη του ονείρου και οι χρήστες (users όπως ορίζονται στην διαδικτυακή διάλεκτο) δύσκολα παίρνουν την απόφαση κάποτε να αποτοξινωθούν.

Το ζητούμενο όμως εδώ δεν είναι απλά να "καταδικάσουμε" αυτά τα φαινόμενα, αλλά κατανοώντας τα εμείς οι ίδιοι να δώσουμε ένα ερέθισμα σε όσους ενδιαφερόμενους να τα κατανοήσουν και αυτοί,  στο βαθμό που μέσα σε όλο αυτόν τον συρφετό της υποκουλτούρας σίγουρα υπάρχει ή μπορεί να υπάρχει και μια, μικρή έστω, μειοψηφία ανθρώπων με δυνατότητες λόγου, λιγότερες ή περισσότερες, και οι οποίοι απλά πέφτουν θύματα της ονειρικής αμετροέπειάς τους καθώς και του αδυνάμου χαρακτήρα τους.
Οι δουλικές συνειδήσεις είναι αλήθεια πως πάντα πρέπει να νοιώθουν την 'ασφάλεια" ενός πλήθους εντός του οποίου αναζητούν και το "Eldorado" τους, ακόμα και αν αυτό το πλήθος είναι καθαρα ψηφιακό και συνίσταται κατά κανόνα από απατηλές περσονομορφίες.

Σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο για μια υποκουλτούρα να κυριαρχήσει σε γενικώτερο επίπεδο, έτσι όπως σαφώς έχει φανεί από την όλη ιστορία της λογοτεχνίας. 
Συνήθως "γκετοποιείται" και σχηματίζει την δική της διάλεκτο όχι μόνο γλωσσική αλλά και διάλεκτο ζωής, έστω και αν η λέξη "ζωή" συνιστά μια "αντίφαση εν όροις" με την όλη κατάσταση εδώ.

Όμως τίποτε δεν είναι στην πραγματικότητα περιττό· ακόμα και μια υποκουλτούρα μπορεί να μας μάθει σημαντικά πράγματα για μια εποχή, ή  μιλώντας με περισσότερη ακρίβεια, για μια παρακμιακή εποχή
Σπάνια όμως, η ίδια βρίσκοντας εν ταυτώ χρόνω το σθένος να δει και να μάθει τον εαυτό της. 

Για τους περισσότερους ανθρώπους η υπόσχεση είναι πάντα κάτι πιο ελκυστικό από το ήδη δρων και η γλώσσα του ονείρου μπορεί να είναι ανθρώπινη μεν, αλλά ποτέ αναδρομικά· αν δεν έχει βρει ακόμα το δρόμο της προς μια "τεχνική" τόσο της ζωής όσο και της τέχνης, τότε τίποτε δεν εγγυάται ότι θα τον βρει τώρα. Και σε αυτή την περίπτωση, όχι σπάνια μεταβάλλεται σε ό,τι πιο εξωανθρώπινο ή μισάνθρωπο μπορεί να φανταστεί κανείς .


Friday, April 11, 2014

ALISON BALSOM : "Italian Concertos"



Η μεγάλη ιέρεια της μπαρόκ τρομπέτας σε ευρηματικές, υψηλής ποιότητας "μεταγραφές" κονσέρτων για βιολί ή όμποε των Antonio Vivaldi, Giuseppe Tartini, Benedetto Marcello, Tomaso Albinoni και Domenico Cimarosa σε κονσέρτα για τρομπέτα και ορχήστρα.

'Η αλλιώς, ο παράδεισος του ιταλικού μπαρόκ μέσα από το αδρό, καθαρό όσο και ιδιαίτερα λεπτότεχνο στυλ της Alison Balsom, η οποία εδώ συνοδεύεται από το Scottish Ensemble .






Saturday, April 5, 2014

Μια Ανάγνωση της Μοναδολογίας του Leibniz, ΣΤ΄


Links προηγουμένων μερών : 
    
εισαγωγή , Α΄, Β΄ , Γ΄ , Δ΄ ,Ε΄
 


Στους αφορισμούς 40 έως 48 της Μοναδολογίας του, o Leibniz ορίζει κατά κάποιο τρόπο τον θεό ως την απόλυτα απλή υπόσταση, -δηλαδή υπόσταση δίχως μέρη από τα οποία θα μπορούσε να συντίθεται (Μονάδα)-, η οποία ενέχει όλες τις τελειότητες εκείνες που εφ' όσον είναι δυνατές στην απειρότητά τους, τότε αναγκαία πρέπει να προϋποθέτουν ένα εξ ίσου απόλυτο και τέλειο ον που δεν μπορεί παρά να υπάρχει. Αυτή η αποδεικτική συλλογιστική του Leibniz αρκετά εύστροφη και, πρέπει ακόμα να πούμε, αρκετά ισχυρή, θα επαναληφθεί και στην Θεοδικία του ("Théodicée", 1710) με πάνω κάτω παρόμοιο τρόπο.

"Η ουσία του περιλαμβάνει την ύπαρξη" όπως διαβάζουμε στον αφορισμό 44, και εδώ ο Leibniz ακολουθεί το σπινοζικό ορισμό της "αυτο-αιτιότητας", έτσι όπως μπορεί αμέσως αμέσως να εντοπιστεί στον πρώτο ορισμό της "Ηθικής"  του Spinoza:

I. BY THAT which is SELF−CAUSED, I mean that of which the essence involves existence, or that of which the nature is only conceivable as existent. 

όπως επίσης και στο Axiom VII του Πρώτου Μέρους της "Ηθικής":

VII. If a thing can be conceived as non−existing, its essence does not involve existence.

Διαβάζουμε λοιπόν στους επόμενους Αφορισμούς της Μοναδολογίας του Leibniz  και όσον αφορά την σχέση του θεού με τον εαυτό του και με τα άλλα όντα:

40. On peut juger aussi que cette substance suprême qui est unique, universelle et nécessaire, n’ayant rien hors d’elle qui en soit indépendant, et étant une suite simple de l’être possible ; doit être incapable de limites et conteni tout autant de réalité qu’il est possible.

41.  D’où il s’ensuit que Dieu est absolument parfait ; la perfection n’étant autre chose que la grandeur de la réalité positive prise précisément, en mettant à part les limites ou bornes dans les choses qui en ont. Et là, où il n’y a point de bornes, c’est-à-dire, en Dieu, la perfection est absolument infinie.

42.  Il s’ensuit aussi que les créatures ont leurs perfections de l’influence de Dieu, mais qu’elles ont leurs imperfections de leur nature propre, incapable d’être sans bornes. Car c’est en cela qu’elles sont distinguées de Dieu. Cette imperfection originale des créatures se remarque dans l’inertie naturelle des corps.

43.  Il est vrai aussi qu’en Dieu est non seulement la source des existences, mais encore celles des essences, en tant que réelles, ou de ce qu’il y a de réel dans la possibilité. C’est parce que l’entendement de Dieu est la région des vérités éternelles, ou des idées dont elles dépendent, et que sans lui il n’y aurait rien de réel dans les possibilités, et non seulement rien d’existant, mais encore rien de possible.

44.  Car il faut bien que s’il y a une réalité dans les essences ou possibilités, ou bien dans les vérités éternelles, cette réalité soit fondée en quelque chose d’existant et d’actuel ; et par conséquent dans l’existence de l’Être nécessaire, dans lequel l’essence renferme l’existence, ou dans lequel il suffit d’être possible pour être actuel.

45.  Ainsi Dieu seul (ou l’Être nécessaire) a ce privilège qu’il faut qu’il existe s’il est possible. Et comme rien ne peut empêcher la possibilité de ce qui n’enferme aucunes bornes, aucune négation, et par conséquent, aucune contradiction, cela seul suffit pour connaître l’existence de Dieu a priori. Nous l’avons prouvée aussi par la réalité des vérités éternelles. Mais nous venons de la prouver aussi a posteriori puisque des êtres contingents existent, lesquels ne sauraient avoir leur raison dernière ou suffisante que dans l’être nécessaire, qui a la raison de son existence en lui-mêm
e .
   

40. Μπορούμε ακόμα να θεωρήσουμε ότι αυτή η υψίστη υπόσταση που είναι μοναδική, παγκόσμια και αναγκαία, και τίποτα έξω από αυτήν δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από αυτήν, - αυτή η υπόσταση λοιπόν,  που είναι ένα καθαρό επακόλουθο του δυνατού όντος, πρέπει  να είναι απεριόριστη και να περιέχει όσο πιο πολύ πραγματικότητα κατά το δυνατόν.

41. Απ' όπου προκύπτει ότι ο Θεός είναι απόλυτα τέλειος, γιατί η τελειότητα δεν είναι τίποτε άλλο από συσσώρευση θετικής πραγματικότητας, με την αυστηρή έννοια, μην υπολογίζοντας τα όρια ή τους περιορισμούς σε  πράγματα που είναι πεπερασμένα. Και όπου δεν υπάρχουν περιορισμοί, όπως στον Θεό, η τελειότητα είναι απόλυτα άπειρη.

42 . Εξ αυτού συνεπάγεται επίσης πως τα δημιουργημένα όντα αντλούν τις τελειότητές τους υπό την επήρρεια του Θεού, αλλά οι ατέλειές τους προκύπτουν από την ίδια την φύση τους, η οποία δεν καθίσταται δυνατόν να είναι χωρίς όρια. Γιατί είναι σε αυτό ακριβώς που διαφέρουν από τον Θεό. Ένα παράδειγμα αυτής της γηγενούς ατέλειας των δημιουργημένων όντων μπορεί να ειδωθεί στην φυσική αδράνεια των σωμάτων.
 
43. Είναι επιπλέον αλήθεια πως  στον Θεό δεν υπάρχει μόνο η πηγή των υπάρξεων αλλά και των ουσιών, στο βαθμό που είναι αληθινές, δηλαδή, η πηγή εκείνου που είναι πραγματικό κατά το δυνατόν . Γιατί η κατανόηση του Θεού είναι η περιοχή των αιώνιων αληθειών ή των ιδεών από τις οποίες εξαρτώνται και χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε τίποτε πραγματικό στις δυνατότητες των πραγμάτων και όχι μόνο δεν θα υπήρχε ύπαρξη αλλά και τίποτα δεν θα ήταν δυνατό.

44. Γιατί αν υπάρχει μια πραγματικότητα στις ουσίες ή τις  δυνατότητες, ή μάλλον στις αιώνιες αλήθειες, αυτή η πραγματικότητα χρειάζεται να έχει τις βάσεις της σε κάτι υπαρκτό και δρων, κατά συνέπεια στην ύπαρξη του αναγκαίου όντος, στο οποίο η ουσία περιλαμβάνει την ύπαρξη, ή σε εκείνο στο οποίο το δυνατόν είναι δρων .

45. Έτσι, ο Θεός μόνος του (ή το αναγκαίο ον) έχει αυτό το προνόμιο , ό,τι πρέπει αναγκαία να υπάρχει, εάν είναι δυνατόν να υπάρξει .  Και καθώς τίποτα δεν μπορεί να παρέμβει στην δυνατότητα εκείνου που δεν έχει όρια, ούτε άρνηση  και κατά συνέπεια ούτε αντίφαση, αυτή η δυνατότητα λοιπόν είναι επαρκής από μόνη της στο να καθιστά γνωστή την ύπαρξη του θεού a priori .Έτσι το αποδείξαμε μέσα από την πραγματικότητα των αιώνιων αληθειών. Αλλά λίγο πιο  πριν το αποδείξαμε επίσης a posteriori, εφ' όσον υπάρχουν τυχαία όντα που μπορούν να έχουν την τελική ή επαρκή αιτία τους μόνο στο αναγκαίο ον που έχει την αιτία της υπάρξεώς του μέσα στον εαυτό του.

(La Monadologie , 40 - 45)

Εντύπωση προκαλεί στον αφορισμό 40 η φράση "conteni tout autant de réalité qu’il est possible".

Θα μπορούσε άραγε να υπάρχει ποσοτική αυξομείωση της "πραγματικότητας"; να έχουμε δηλαδή λιγότερη ή περισσότερη πραγματικότητα στο βαθμό που ο όρος "πραγματικότητα" είναι έτσι κι αλλιώς αυστηρά ποιοτικός και καθόλου ποσοτικός;

Για να το πω αλλιώς, τα "πράγματα", τα "όντα" είναι επίσης ποσοτικοί όροι, αλλά η "πραγματικότητα" είναι η ιδιότητα που κάνει ένα ον να είναι πραγματικό (ό,τι εννοούμε εν πάση περιπτώσει ως "πραγματικό", ανεξάρτητα αν είναι και όντως τέτοιο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα που δεν έχει νόημα να εξετάσουμε εδώ) και αυτή η ιδιότητα είναι ουσία των πραγμάτων και δεν αυξομειώνεται.

Το τι ακριβώς εννοεί εδώ ο Leibniz ως "πραγματικότητα" είναι λίγο σκοτεινό και δεδομένης της ακρίβειας με την οποία μετέρχεται τους όρους της Μοναδολογίας, δεν μας μένει κανένα περιθώριο πρόσληψης του όρου με μια πιο ελεύθερη ή συνώνυμη έννοια. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, και στο βαθμό που κατανοοούμε με αυθόρμητο τρόπο πως δεν θα μπορούσε να υπάρχει μια "αδύνατη" πραγματικότητα  για τον Θεό, τότε θα πρέπει να επισημανθεί για μια ακόμη φορά η τάση του Leibniz να τοποθετεί την θεότητα υποκείμενη και την ίδια στους δικούς της νόμους. 
Άλλωστε ο κόσμος που δημιουργεί ο θεός είναι -κατά τον Leibniz- ο "καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους" και αυτό από μόνο του δείχνει ένα είδος "αναγκαιότητας" μέσα στην άπειρη υπόσταση του θεού. 
"Ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους" δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ο καλύτερος, και αυτός ο περιορισμός του "κατά το δυνατόν" υποσημαίνει σαφώς μια έξοδο της θεότητας από τον εαυτό της, μια "αντικειμενικοποίησή" της και μια "εκτύπωσή " της σε κατώτερες περιοχές και εδώ αναπόφευκτα δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε την καταπινότερη Γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία.

Κατά συνέπεια εδώ το "όσο περισσότερο" πρέπει να διαβαστεί πρωτίστως ποιοτικά και όχι ποσοτικά , που σημαίνει "την κατά το δυνατόν πιο τέλεια πραγματικότητα" και όχι "την κατά το δυνατόν περισσότερη πραγματικότητα".

Ο Spinoza πάνω σε αυτό ακριβώς το ζήτημα της ποσότητας και της διαιρετότητας της υπόστασης σε σχέση με το πώς συλλαμβάνεται από την Διάνοια και την Φαντασία, γράφει τα εξής στην προτελευταία παράγραφο της Σημείωσης του Prop. XV της "Ηθικής" του :

"If any one asks me the further question, Why are we naturally so prone to divide quantity? I answer, that quantity is conceived by us in two ways; in the abstract and superficially, as we imagine it; or as substance, as we conceive it solely by the intellect. If, then, we regard quantity as it is represented in our imagination, which we often and more easily do, we shall find that it is finite, divisible, and compounded of parts; but if we regard it as it is represented in our intellect, and conceive it as substance, which it is very difficult to do, we shall then, as I have sufficiently proved, find that it is infinite, one, and indivisible. This will be plain  enough to all, who make a distinction between the intellect and the imagination, especially if it be remembered, that matter is everywhere the same, that its parts are not distinguishable, except in so far as we conceive matter as diversely modified, whence its parts are distinguished, not really, but modally. For instance, water, in so far as it is water, we conceive to be divided, and its parts to be separated one from the
other; but not in so far as it is extended substance; from this point of view it is neither separated nor divisible.
Further, water, in so far as it is water, is produced and corrupted; but, in so far as it is substance, it is neither produced nor corrupted."


("ETHICS", Part I, Prop. XV, Note)

Εφ' όσον ο θεός είναι η υπέρτατα απλή "υπόσταση" ως η υψίστη Μονάδα, τουτέστιν, αυτοεμπεριεχόμενη υπόσταση και "πρότυπο" για κάθε άλλη Μονάδα, καθώς ακόμα είναι εκείνη η Μονάδα από την οποία όλες οι άλλες Μονάδες παράγονται, τότε λογικά δεν μπορεί παρά να υποθέτουμε πως το ποσό της "πραγματικότητας" που ενέχει η θεϊκή Μονάδα πρέπει να είναι απεριόριστο "κατά το δυνατόν" (δηλαδή ότι το απεριόριστο είναι δυνατόν) και όχι τόσο όσο περισσότερο κατά το δυνατόν ή που είναι δυνατόν να υπάρξει (δηλαδή κατά μία έννοια "περιορισμένο").

Άλλωστε πάνω σε αυτό ακριβώς διαφοροποιείται ο Leibniz από τον Descartes όπως μπορούμε να διαβάσουμε πιο κάτω στον Αφορισμό 46 :


46.  Ce pendant il ne faut point s’imaginer avec quelques-uns, que les vérités éternelles, étant dépendantes de Dieu, sont arbitraires et dépendent de sa volonté, comme Descartes paraît l’avoir pris et puis M. Poiret. Cela n’est véritable que des vérités contingentes, dont le principe est la convenance ou le choix du meilleur ; au lieu que les vérités nécessaires dépendent uniquement de son entendement, et en sont l’objet interne.

47.  Ainsi Dieu seul est l’unité primitive, ou la substance simple originaire, dont toutes les Monades créées ou dérivatives sont des productions et naissent, pour ainsi dire, par des Fulgurations continuelles de la Divinité de moment en moment, bornées par la réceptivité de la créature, à laquelle il est essentiel d’être limitée.

48.  Il y a en Dieu la Puissance, qui est la source de tout, puis la Connaissance qui contient le détail des idées, et enfin la Volonté, qui fait les changements ou productions selon le principe du meilleur.
Et c’est ce qui répond à ce qui, dans les monades créées, fait le sujet ou la base, la faculté perceptive et la faculté appétitive. Mais en Dieu ces attributs sont absolument infinis ou parfaits ; et dans les Monades créées ou dans les Entéléchies (ou perfectihabies, comme Hermolaüs Barbarus traduisait ce mot) ce n’en sont que des imitations, à mesure qu’il y a de la perfection.


46. Δεν θα πρέπει όμως να φανταστούμε,  όπως κάνουν κάποιοι, ότι οι αιώνιες αλήθειες, όντας εξαρτώμενες από τον Θεό, είναι αυθαίρετες και επαφίενται στην θέλησή του, όπως ο Descartes και αργότερα ο M.Poiret φέρονται να έχουν υποστηρίξει. Αυτό είναι αληθινό μόνο στις τυχαίες (συμπτωματικές) αλήθειες, των οποίων η αρχή είναι η καταλληλότητα ή η επιλογή του καλύτερου, ενώ οι αναγκαίες  αλήθειες στηρίζονται μόνο στην κατανόηση Του και είναι το εσώτερο αντικείμενο αυτής της κατανόησης.

47. Έτσι ο Θεός από μόνος του είναι η πρωταρχική ενότητα ή γνήσια απλή υπόσταση, της οποίας όλες οι δημιουργημένες ή καταγόμενες Μονάδες είναι προϊόντα και έχουν την γέννησή τους, για να το πούμε έτσι, μέσα από συνεχόμενες φωτεινές απορροές της Θεότητας στις διαδοχές των στιγμών, περιορισμένες  ωστόσο απο την δεκτικότητα του δημιουργημένου όντος του οποίου η ουσία έγκειται στο να έχει όρια.
 

48. Στον Θεό υπάρχει η Δύναμη, που είναι η πηγή των πάντων, επίσης η Γνώση της οποίας το περιεχόμενο είναι η ποικιλία των ιδεών, και εν τέλει η Θέληση ή οποία παράγει ή αλλάζει κάτι σύμφωνα με την αρχή του καλύτερου. Αυτά τα χαρακτηριστικά ανταποκρίνονται σε ό,τι στις δημιουργημένες Μονάδες σχηματίζει το θεμέλιο ή την βάση για την αντίληψη και την βούληση. Ομως στον θεό αυτές οι ιδιότητες είναι απόλυτα άπειρες ή τέλειες ενώ στις δημιουργημένες Μονάδες ή Ενδελέχειες (ή perfectihabie, όπως ο Hermolaus Barbarus μετέφρασε την λέξη), υπάρχουν ομοιώσεις (μιμήσεις) αυτών των ιδιοτήτων, σύμφωνα με τον βαθμό τελειότητας της Μονάδας.

(La Monadologie, 46 -48).

"Απλή υπόσταση" στον Αφορισμό 47 σημαίνει εδώ "μη διαιρετή" υπόσταση, τουτέστιν είναι ίδια και εν ταυτώ σε όλο τον εαυτό της και δεν χωρίζεται σε "μέρη". Ό,τι δηλαδή πιο "πολύπλοκο" μπορεί να υπάρξει ως έννοια και πιθανώς ως πραγματικότητα (μπορεί να φανταστεί κανείς ένα Άπειρο δίχως μέρη; από εννοιολογική άποψη είναι ό,τι πιο "λογικό" και "απλό", η Φαντασία όμως δύσκολα, αν όχι αδύνατον, μπορεί να το συλλάβει), όμως εδώ ακριβώς, σε αυτή την τόσο ακριβή έννοια κρύβονται τα κλειδιά για πολλές περαιτέρω εννοιολογικές φωταγωγήσεις.


                           (συνεχίζεται)