Friday, February 27, 2009

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ (Μέρος 2ον)

Η ελληνική γλώσσα πέραν της πολυμορφίας της αποκτά μια ιδιαίτερη δυναμική στη ποίηση, εξ αιτίας της συνθετικής στην ουσία δομής της και της παραγωγικής ικανότητάς της.
Εξαρτάται φυσικά από τον ποιητή το αν θα σταθεί ικανός να εκμεταλλευτεί το χάρισμα και την "θέα" αυτής της γλώσσας και δεν πρόκειται να την "ταλαιπωρεί" για φορμαλιστικούς ή ευκαιριακούς λόγους αναπαράγοντας το κενό και την έλλειψη ουσίας με άλλοθι τις "λέξεις".

Κάθε άλλο εκτός από αυτό μπορεί να είναι η σωστή λειτουργία της λέξης, και δη της ελληνικής στη ποίηση.

Προσωπικά κρίνω ότι η λέξη, η κάθε λέξη μέσα στο ποίημα θα πρέπει να αποκτά μια σχεδόν "υλική" υπόσταση, να έχει μια τέτοια παραστατική-εννοιολογική δύναμη ώστε να καθοδηγεί βήμα προς βήμα τον αναγνώστη σε μια "ζωή", σε ένα πλήρη κόσμο, εκείνο που υποβάλλεται από το σύνολο ποίημα.

Αυτό δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω της εκλογής της κατάλληλης λέξης αλλά κυρίως μέσω των σωστών συναρμογών αυτής της τελευταίας με τις άλλες λέξεις.

Η λέξη είναι ένα τρομερό μυστήριο, μια ακατάλυτη δύναμη, και κάποιος θα πρέπει να τη χειρίζεται σα να κρατάει δυναμίτη στα χέρια του που από λάθος χειρισμό μπορεί να εκραγεί πάνω του.

Και από αυτή την έννοια ο ποιητής είναι μάλλον ο πυροτεχνουργός της γλώσσας.

Όμως εκείνο που κρίνω πως είναι το πλέον σημαντικό για τη λέξη του ποιήματος είναι το αναντικατάστατό της.

Κάθε λέξη μέσα σε ένα ποίημα, και πιο ειδικά ακόμα, μέσα σε ένα στίχο πρέπει να είναι ή να φαντάζει "αναντικατάστατη". Αν μπορεί εύκολα σε μια δεδομένη στιγμή "ποιητικού χρόνου" να αντικατασταθεί από κάποια άλλη μέσα στο ποίημα, τότε δεν έχει νόημα...ούτε αυτή και πιθανώς και η όλη απόπειρα.
Σε αυτό το σημείο, πιστεύω, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός κανείς, γιατί αν ένα ποίημα κάλλιστα μπορεί να γραφεί και "αλλιώς", τότε δεν είναι ποίημα, αλλά λόγος συμβατικός χωρίς ουσία και περιεχόμενο, ανεξάρτητα από τα "στολίδια" που θα χρησιμοποιεί.

Η λέξη μέσα στο ποίημα όμως, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι "στολίδι" (αυτό θα συνιστούσε απλά έναν ρηχό φορμαλισμό και τίποτε άλλο), αλλά η ζωή η ίδια σε ένα ανώτερο και πολύ πιο ουσιαστικό επίπεδο.
Η ποίηση εξ άλλου είναι πιο πραγματική από τη πραγματικότητα γιατί έχει τη δυνατότητα να ανασαλεύει για τα καλά τα βάθη αυτής της τελευταίας και να τα αναπροσαρμόζει σε μια νέα επιφάνεια (ο ρεαλισμός της ποιητικής πραγματικότητας).

Και ακόμα, γιατί η ποίηση είναι η τέχνη της ουσίας. Πρέπει να έχει πραγματικά κάποιος να πει κάτι, προκειμένου να γράψει. Αλλιώς θα είναι σα να ζωγραφίζει πάνω σε ατμό.




Saturday, February 21, 2009

TROTSKY 1 (prelude)



Πιθανώς ο άνθρωπος κλειδί για την κατανόηση όχι μόνο του μεσοπολέμου αλλά και της μεταπολεμικής περιόδου που δεν πρόλαβε ο ίδιος να ζήσει (δολοφονήθηκε ως γνωστόν τον Αύγουστο του 1940 στο Κογιοακάν του Μεξικό από έναν σταλινικό πράκτορα).

Κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η τύχη της Ευρώπης αν είχε κατορθώσει η φράξια της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης (η επίσημη παγκόσμια τροτσκιστική οργάνωση πριν ιδρυθεί η Τετάρτη Διεθνής το 1938) να κυριαρχήσει στην Σοβιετική Ένωση και να ανατρέψει τελικά τον Στάλιν και το φρικαλέο , αντισοβιετικό στην ουσία του καθεστώς του.

Μπορεί και να μην είχε επέλθει ο Β΄ Παγκόσμιος Πολέμος και να είχε επισυμβεί επανάσταση στη Γερμανία απομονώνοντας εγκαίρως το ναζιστικό κόμμα. Άλλωστε ο τροτσκισμός χαρακτηριζόταν από μια αρχή, καθαρά λενινιστική στην ουσία της: την διαρκή επανάσταση.

Σε αντίθεση με το Στάλιν και την γραφειοκρατική κάστα που κάθησε στο σβέρκο του σοβιετικού λαού για δεκαετίες, ο Τρότσκι έβλεπε την εξάπλωση της επανάστασης σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο ως όρο εκ των ουκ άνευ για να μπορέσει να σταθεί ακόμα και μια τοπική-εθνική επανάσταση στα πόδια της.

Η ιστορία φαίνεται να τον δικαιώνει πλήρως από πολλές απόψεις, η δε κληρονομιά του Στάλιν είναι ακόμα ένα βαρύ, άσχημο φορτίο που πρέπει να αποτινάξει από πάνω της κάθε Αριστερά αν θέλει να κατανοεί ουσιωδώς τα γεγονότα με κριτική σκέψη και σε βάθος χρόνου και όχι με ηλίθια συνθηματολογικά τσιτάτα και "ταμπελολογίες".

Μα και οι ίδιες οι "ετικέττες" και οι "ταμπέλες", αναγκαίες βέβαια μέχρι ενός σημείου όταν υπογραμμίζουν υπαρκτές πολιτικές διαφοροποιήσεις και διαστάσεις αντιλήψεων και όχι αφοριστικές περιχαρακώσεις, ποτέ δεν μπόρεσαν να χαρακτηρίσουν και να περιγράψουν τους ανθρώπους ολοσχερώς. Τα ζώα ίσως.

(συνεχίζεται)

Sunday, February 15, 2009

Η ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ (Όνειρο ΙΙ)

Στο όνειρο μου παρουσιάστηκε η σχολική αυλή των μαθητικών χρόνων μου. Την έβλεπα να εκτείνεται έως εκεί που μάτι ανθρώπου μπορεί να φτάσει ενώ το περιρρέον φως δεν διεπιστώνετο επαρκώς αν ήταν πρωινό ή απογευματινό. Ένα απόκοσμο γαλάζιο είχε τυλίξει το χώρο, επισημαίνοντας με το τρόπο του το αλλόκοτο της ονειρικής εμφάνισης.

Πρόσεξα τότε ένα αεροπλάνο, πολύ παλαιού τύπου, ίσως της πρώτης ή της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα που ετοιμαζόταν να απογειωθεί από το χώρο της αυλής. Γύρω του ήταν σωριασμένα τεράστια πηρούνια(!) που στην ισομετρική διάταξή τους από αριστερά και δεξιά του σχηματίζαν ένα είδος διαδρόμου προσγείωσης-απογείωσης.

Κάποια στιγμή τα κυκλώπεια αυτά πηρούνια άρχισαν αργά αργά, σαν να ελκύονταν από αόρατη μαγνητική δύναμη, να λυγίζουν από το μέσον τους προς τα πάνω, ενώ ο κινητήρας του αεροπλάνου ήταν ήδη σε λειτουργία και ανυπομονησία πτήσης.

Παρατηρούσα με δέος, και κατά τη διάρκεια της επιταχυνομένης κίνησης του αεροπλάνου λίγο πριν απογειωθεί, τις τεράστιες απόρροιες φωτός που εξέπεμπαν οι αιχμές των ανορθωμένων πηρουνιών , απόρροιες ισχυροτάτης λευκής ακτινοβολίας που κάποια στιγμή σχηματοποιήθηκαν και αποκρυστάλλωθηκαν σε ένα σκελετό δεινοσαύρου που προέβαλε διαστελλόμενος στην ορατότητά μου λες και ήταν φτιαγμένος από μπαλόνι αεροστάτου.

Η ολοένα αυξανόμενη επιτάχυνση του αεροπλάνου καθώς λίγο απείχε από την ανύψωσή του στον αέρα ήταν ευθέως ανάλογη της διαστολής του σκελέθρου του δεινοσαύρου που έφτασε ήδη να έχει "σκεπάσει" την αυλή του σχολείου. Το δε πλευρικό τμήμα του πήγε να καταρρεύσει κάποια στιγμή από την απώλεια ισορροπίας του βάρους του λόγω της απότομης επιμήκυνσης του συνόλου κορμού της προϊστορικής μορφής καθώς στηριζόταν σε μάλλον ισχνά κάτω άκρα.

Όταν το αεροπλάνο ήταν πλέον στον αέρα διεπίστωσα με έκπληξη πως στο πάνω πτερό υπήρχε ένας άνθρωπος που στεκόταν όρθιος και προσποιείτο ότι προσπαθούσε να ισορροπήσει.

Δεν έδειχνε να κρατιέται από πουθενά, ενώ ουδόλως η πτήση ή η εναέριος κατάστασή του, -σε αντίθεση με κάθε νόμο της φυσικής-, τον επηρέαζαν σημαντικώς.

Οι κίνησεις του ήταν απολύτως ελεγχόμενες και φυσικές λες και βρισκόταν στο έδαφος, ενώ σε μια απότομη εναλλαγή της εικόνας, είδα τον άνθρωπο αυτό να κάθεται σε ένα τραπεζάκι καφενείου που ήταν τοποθετημένο και αυτό στο πάνω πτερό, και δίπλα του να κάθεται ένας άλλος με τον οποίον συνομιλούσαν.

Τους κοιτούσα με μεγάλη έκπληξη και απορούσα πως δεν είχαν ανατραπεί ήδη μα εκείνο που μου έκανε μεγίστη εντύπωση ήταν αυτό: ο ουρανός, πέραν του αεροπλάνου, ήταν άδειος με την εξαίρεση ενός συννέφου μόνον.

Ενός και μόνον συννέφου.


Tuesday, February 10, 2009

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ (Μέρος 1ον)

Όχι σπάνια, η ποίηση έρχεται να δώσει νέες διεξόδους στη χρήση της γλώσσας εκεί που οι γραφειοκρατικοποιημένες "ντιρεκτίβες" των διαδρόμων των υπουργείων φαίνεται πως αστοχούν ...επικίνδυνα. Ακριβώς γιατί η γλώσσα, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι ένα in vitro "παρασκεύασμα" αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα.

Αλλά και πάλι εδώ χρειάζεται προσοχή, για να μην πέσουμε στο άλλο "λαϊκιστικό" άκρο εξωραίζοντας τον εκάστοτε συρμό της καθημερινής ομιλίας. Ίσα ίσα , από την αποφυγή των αδιεξόδων και αυτού του τελευταίου επιχειρείται κάποτε μέσω της ποίησης να γίνει η γλώσσα πραγματικά δρώσα και φωτεινή.

Και ακόμα, η "ζωντανή πραγματικότητα" της γλώσσας δεν μπορεί να είναι μόνο "πληθυντική" αλλά και "ατομική". Πολλές φορές στις διαστάσεις ενός ποιητικού χώρου γραφής μπορεί (και πρέπει) να αναδυθεί ένας νέος και πιο ισχυρός παλμός της γλωσσικής αισθήσεως των πραγμάτων.

Το προσωπικό μου "όραμα"για τη γλώσσα (όραμα που εκφράζουν ασφαλώς και άλλοι ποιητές ο καθένας με τον δικό του τρόπο στιχικής διατύπωσης) που προσπαθώ να "περάσω" μέσα από τη ποίησή μου συμπυκνώνεται στα εξής κεντρικά-βασικά σημεία:

η αίσθηση ότι η ελληνική γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη, από το απώτατο παρελθόν έως σήμερα. Ασφαλώς οι τρέχουσες "καθομιλούμενες" (γιατί είναι περισσότερες της μιας) έχουν ένα, ας το πούμε έτσι, πιο "κυριαρχικό" δικαίωμα στη σκέψη μας. Ωστόσο, τίποτε δεν μας εμποδίζει να χειριζόμαστε ελεύθερα οποιαδήποτε λέξη που κρίνουμε κατάλληλη για τη περίσταση από όλο το φάσμα της ελληνικής.

Από αρχαίζοντες μέχρι αργκό τύπους, ο,τιδήποτε που μπορεί να προσφέρει εννοιολογικά περισσότερο από μια τρέχουσα και συμβατική επιλογή πρέπει να προτιμάται.

Ποτέ όμως εν είδει εξωτερικής προσθέσεως και συγκολλήσεως, αλλά με ουσιαστικό, οργανικό τρόπο.

Αυτό το τελευταίο με ενοχλεί πολύ όταν το βλέπω. Δεν έχει κανένα νόημα να γράφει κανείς με το ...λεξικό ανοιχτό προς άγρα ενός διαμαντιού που θα τοποθετηθεί μέσα σε αφεδρώνα.

Ο ποιητής θα πρέπει να γράφει σε ιδιώματα που γνωρίζει, και σε γλώσσα που κατέχει, αλλιώς η πρόσθεση τύπων από διαφορετικά ιδιώματα της γλώσσας, θα είναι ξένη και ρηχή όσο ανούσια θα είναι και η φιλοδοξία του αυτή να "παίξει" με διάφορες λέξεις χωρίς να υπάρχει νοηματικό υπόβαθρο από πίσω.

Συνεπώς, η εκλεκτική μείξη διαφόρων τύπων από την διαχρονική επικράτεια της ελληνικής θα πρέπει να στοχεύει ξανά σε μια ομοιογένεια, όπως εκείνη του καθημερινού λόγου, αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, αυτή τη φορά. Σε μια νέα ομοιογένεια που θα λύνει τα χέρια της έκφρασης μέσα από την προσφερομένη "ετερογένεια" της πολύμορφης ελληνικής.

(συνεχίζεται)



Thursday, February 5, 2009

ΣΗΜΕΙΟ ΔΙΑΦΥΓΗΣ (Όνειρο I)

Τη νύχτα εκείνη ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν μέσα σε ένα πελώριο οίκημα που μπορεί να ήταν κάστρο, αλλά διόλου απίθανο να ήταν και μια μεγάλη εκτεταμένη στοά. Στους διαδρόμους και τις εσωτερικές σάλες επικρατούσε μεγάλος, εύθυμος αναβρασμός επειδή γινόταν ένας χορός, ένα είδος gala μάλλον.

Οι προσκεκλημένοι ήταν ντυμένοι με ρούχα της ελισαβετιανής εποχής, αλλά ο χρονικός προσδιορισμός του ονείρου ήταν λίγο αντιφατικός επειδή η όλη ατμόσφαιρα, και με έναν τρόπο μάλλον ανεπαίσθητο, έδειχνε να παραπέμπει σε ύστερους της ελισαβετιανής εποχής καιρούς, κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, ή ίσως λίγο πιο αργά, στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης.

Μέσα στο κάστρο ή τη στοά οι πλευρικοί τοίχοι δεν ήταν πολύ ψηλοί και υπήρχαν διάφορα πορτραίτα κρεμασμένα επ'αυτών, ενώ κατά μήκος των διαδρόμων που συνέδεαν τις σάλες μεταξύ τους, έκαναν την εμφάνισή τους εντυπωσιακά κιγκλιδώματα που κατέληγαν προς τα πάνω σε μεταλλικές αιχμές που στήριζαν γλυπτές κεφαλές φτιαγμένες από μέταλλο και αυτές.
Οι κεφαλές παρέπεμπαν σε ένα ζώο που προσωμοίαζε κάπως σε ένα είδος αιλουροειδούς. Τα σώματα των κιγκλιδωμάτων είχαν μαύρο χρώμα, ενώ οι μεταλλικές κεφαλές κόκκινο χρώμα. Οι τελευταίες έδειχναν σα να "ζούσαν", για την ακρίβεια σα να κοιμόνταν.

Εγώ βρισκόμουν στο σημείο ακριβώς μεταξύ της εξόδου της σάλας του χορού και της αρχής ενός διαδρόμου. Πρόσεξα κάποια στιγμή έντονη κίνηση δίπλα μου και άκουσα εύθυμες φωνές και γυρίζοντας να δω, κοίταξα προς ένα ζευγάρι που προσερχόταν με αργό, ρυθμικό και χορευτικό βηματισμό μέσα στη σάλα του χορού.

Ο άνδρας ήμουν εγώ και η γυναίκα μια κυρία αγνώστου άλλου προσδιορισμού, πέρα από το γεγονός ότι οι προσκεκλημένοι έδειχναν να την σέβονται πολύ.

Καθόμουν και περιεργαζόμουν το ζευγάρι (ήτοι εμένα με την κυρία) ώσπου κάποια στιγμή με κατέβαλε πανικός στον ύπνο μου που πιθανώς να τον ένοιωσα και σωματικά. Σαν από αόριστη αλλά αλάνθαστη διαίσθηση έστρεψα τη κεφαλή προς το αχανές του ενός διαδρόμου (οι διάδρομοι ήταν πολύ μεγάλοι σε μήκος , δρόμοι κανονικοί) και είδα μια σκοτεινή φιγούρα από το απώτατο βάθος να κινείται προς τη σάλα, και πιθανώς προς το σημείο όπου βρισκόμουν εγώ.

Πρόσεξα καλύτερα τη μορφή. Φαινόταν καθαρά παρά τη μεγάλη απόσταση. Ήταν ένα ζώο, με μία αύρα μοχθηρίας και έντονης, ισοπεδωτικής κτηνωδίας που κάλπαζε σαν άλογο προς το μέρος μας (μου). Τα μάτια του ήταν κόκκινα ενώ τα δόντια του ήταν σα μεγάλες κοφτερές πλάκες. Το σώμα του ήταν κατάμαυρο, ενώ συνολικά παρέπεμπε σε κάτι ανάμεσα τσακάλι και ύαινα, χωρίς να είναι ωστόσο τίποτα από αυτά τα δύο.

Μια φωνή μέσα μου , επαναλάμβανε μονότονα ότι το ζώο αυτό ήταν το ωμό Κακό, απόλυτο και χωρίς καμμία μεταμφίεση ή άλλο παραπλανητικό προσδιορισμό. Η φωνή επέμενε ιδιαίτερα στο επίθετο "ωμό" όταν το προσήπτε στη λέξη "Κακό". Το κεφαλαίο Κ το χρησιμοποιώ εγώ διότι με αυτή την έννοια προφερόταν η λέξη.

Καίτοι ο τρόμος ήταν αρκετός εν τούτοις δεν κινήθηκα από τη θέση μου, ενώ το ζώο παρόλο που φαινόταν πως ερχόταν προς το μέρος μας (μου), έμενε ωστόσο στην ίδια θέση, λες και κινείτο σε κυλιόμενο διάδρομο που στην αντίθετη προς το ζώο κίνησή του, το κρατούσε συνεχώς στην ίδια θέση.

Κάποια στιγμή βρέθηκα μαζί με άλλους στην έξοδο του σταθμού ενός σύγχρονου ηλεκτρικού σιδηροδρόμου.